Ψιλά γράμματα
μυθιστόρημα
Ιωάννα Καρυστιάνη
εκδόσεις Καστανιώτη
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
Τα άυλα τιμαλφή
Γίνεται ποτέ σε αναμέτρηση με τη μνήμη να διαχωρίσεις
μόνο όσα ωραία θέλεις να διατηρηθούν και να απολησμονήσεις όλα τα άσχημα; Η
μνήμη, όπως γράφει η Ιωάννα Καρυστιάνη στο νέο της μυθιστόρημα Ψιλά γράμματα, έχει τη δική της
δυναμική, τη δική της αυθαιρεσία καλύτερα, και με αυτόνομη δράση εκείνη
επιλέγει τι θα ανασύρει στην επιφάνεια και τι θα αφανίσει στη λήθη. Έτσι, όταν
ο Μιχάλης Τσιούλης, ο ήρωας της ιστορίας βάζει σε μια σειρά τις αναμνήσεις του
για να ανασυνθέσει το παρελθόν του, έρχονται μαζί με τα ωραία και τα άσχημα,
στο μερίδιό τους το καθένα, και δίπλα στα πιο φανταχτερά βαδίζουν προς την
επιφάνεια της συνείδησης και τα ψιλά
γράμματα, τα άυλα τιμαλφή.
Ο Μιχάλης Τσιούλης (τον συναντάμε αρχικά στα πενήντα
τρία του χρόνια, το 2005) είναι μια ιδιόμορφη προσωπικότητα, ευτυχής όταν
βρίσκεται στην αφάνεια, όταν περνά απαρατήρητος ως παρουσία, σε όλη του τη ζωή
ένα βήμα πιο πίσω από τους άλλους (καλύτερα
πιο πίσω, καλύτερα στην άκρη) στη θέση συνήθως του παρατηρητή, να θέλει να
πάρει μέρος στον χώρο μιας διακριτής δράσης, όμως κάτι να τον κρατά πάντα στο
περιθώριο. Στη σκιά του μεγάλου αδελφού του, του Κίμωνα, που επιλέγει την πρώτη
θέση σε όλα, στη βαριά σκιά επίσης της αριστερής ταυτότητας του πατέρα του αλλά
κυρίως του σκοτωμένου στον Γράμμο θείου του Φώντα, θα προσπαθήσει να χαράξει τη
δική του πορεία, δίνοντας εξετάσεις για τη Σχολή Ικάρων, όμως διαφορετικές
εποχές (το παρελθόν της οικογένειας μετράει), έτσι θα καταλήξει σε ιδιωτική
σχολή να γίνει μηχανικός αεροσκαφών. Αυτός που λαχταρούσε τους αιθέρες, που
είχε ασκήσει το μυαλό του σε απογειώσεις και σε πτήσεις πάνω από τα σύννεφα. Αυτός
που θα κατανοήσει κάποτε πως όλο αυτό μπορεί εκτός από θεαματικό να σκορπίζει και
τον θάνατο. Τότε θα αναθεωρήσει.
Γεννημένος το ’52, θα βρεθεί ηλικιακά κοντά στον φοιτητόκοσμο των εξεγέρσεων της Νομικής και του Πολυτεχνείου, κι εδώ όμως ξυστά θα περάσουν όλα αυτά από δίπλα του. Απών από τη δράση, όμως, τα συνταρακτικά γεγονότα θα επηρεάσουν έκτοτε τη σκέψη του. Κάποιες σχέσεις που θα δοκιμάσει, θα λήξουν άδοξα με πρωτοβουλία πάντα της κοπέλας· μια ερωτική ζωή αφημένη στη τύχη της. Κι όμως, αυτός κολλημένος σε μια φευγαλέα παρουσία, μακρινή, κάποια Μεγάλη Παρασκευή, όταν στη περιφορά του Επιταφίου στον Άγιο Λουκά Πατησίων το 1973, τον μάγεψε μια μελαχρινή χορωδός, με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα και στο κεφάλι ένα γκρίζο σκουφί με πορτοκαλιά φούντα. Την Παρασκευή, 17 Νοέμβρη του ’73, έξω από το ξεσηκωμένο Πολυτεχνείο θα τη συναντήσει πάλι και πάνω στην αναμπουμπούλα της εφόδου θα βρεθεί στο χέρι του το σκουφί της. Από τότε η μορφή της στοιχειώνει τη μνήμη του και κάθε Μεγάλη Παρασκευή θα την αναζητά μάταια στον Επιτάφιο.
Η πλοκή της ιστορίας διατρέχει το διάστημα από το 1972
έως το 2005. Εστιάζοντας η Καρυστιάνη στον Μιχάλη, θα δείξει για μια ακόμη φορά
την προτίμησή της στους χαμηλόφωνους ήρωες, αυτούς που ποτέ δεν θα δουν το
όνομά τους σε καμία λίστα επιφανών ή έστω διακριθέντων. Οι αντιήρωες που
κινούνται στα μετόπισθεν, αποφεύγοντας συνειδητά τα φώτα της δημοσιότητας. Κι
όμως, χωρίς αυτούς, τους κατά κάποιο τρόπο «παρίες» της φωταγωγημένης πίστας,
τίποτα δεν θα μπορούσε να αποβεί διακριτό, τίποτα δεν θα ξεχώριζε, αν αυτοί δεν
έβαζαν με τη δική τους παρουσία/απουσία
τα όρια. Γύρω του οι άλλες παρουσίες, κυρίως ο πατέρας του (γι’ αυτόν ο
Μιχάλης είναι άτυχος, ατάλαντος, άτολμος,
αδέξιος και αφανής) να απορεί για την πορεία του γιου του και να τον ρωτάει
στην πρώτη κιόλας γραμμή του μυθιστορήματος: «Είσαι πούστης, γιε μου;», ερώτηση που θα μείνει σχεδόν αναπάντητη
από τον εμβρόντητο Μιχάλη.
Οι ήρωες της Καρυστιάνη δεν είναι καθόλου μετέωροι,
βρίσκουν χώρο να πατήσουν πάνω στο ευρύτερο ιστορικό φόντο που βαίνει παράλληλα
με τον δικό τους μικρόκοσμο και φυσικά τον επηρεάζει, χωρίς συγγραφικά να τον
υπερκαλύπτει, καθώς εδώ η μυθοπλασία είναι που προβάλλεται. Με το βάθος χρόνου
να μας οδηγεί στην προηγούμενη γενιά, Κατοχή και Εμφύλιο, ως ευρύτερο πολιτικό
και κοινωνικό πλαίσιο, αλλά και ως ζωή ιδιωτική με τους συναδέλφους του
Πολυχρόνη, του δασκάλου πατέρα του Μιχάλη, να δίνουν τον δικό τους τόνο ως
απόηχο των προηγούμενων δεκαετιών, προχωράει η ιστορία σε δύο παράλληλα επίπεδα
– άλλωστε τίποτα δεν προκύπτει χωρίς τις απαραίτητες συνδέσεις με το παρελθόν.
Η γραφή της, ο τρόπος της να χειρίζεται τα μικρά
μεγέθη και να τα αναδεικνύει σε μείζονα λογοτεχνικά πρόσωπα, η κατάργηση της
ευθύγραμμης χρονικής ακολουθίας, προκειμένου να διαφανούν οι συνδέσεις και να
καθαρίσει το τοπίο, η εναλλαγή από το τρίτο πρόσωπο του παντογνώστη αφηγητή στο
εξομολογητικό πρώτο, τέλος ο συσχετισμός του ιστορικού πλαισίου με τον ιδιωτικό
βίο (άριστα μοιρασμένα), αποτελούν αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά και σ’ αυτό το
νέο μυθιστόρημα. Αλλά και η καταβύθιση στα ενδότερα της μνήμης για να έρθουν
στην επιφάνεια εκείνες οι καλά κρυμμένες πτυχές της προσωπικότητας, αποτελούν
και εδώ βασικό δομικό στοιχείο της ιστορίας. Μόνο που εδώ, ίσως περισσότερο από
προηγούμενες ιστορίες της, η Καρυστιάνη
αφήνει να διαφανεί μια πιο προσωπική συμμετοχή σε όσα γράφει, που πάει πιο πέρα
από την αυτονόητη συγγραφική. Και αυτό, θαρρώ πως είναι το πιο σημαντικό. Πιο
πολύ και από τον Μιχάλη, που νιώθεις να
τον καταλαβαίνεις, να συμπορεύεσαι μαζί του, πιο πολύ κι από την πλοκή που σε
παρασύρει αβίαστα, μέσα στα Ψιλά γράμματα
βρίσκεις την ώριμη γραφή, την προσωπική καταβύθιση, ίσως την αρχική ιδέα που
γέννησε και τα υπόλοιπα μυθιστορήματα: ας ρίξουμε μια ματιά σε όσα διαφεύγουν,
σε όσα τολμούν να ζουν ακόμα κι όταν η ζωή αρνείται μια στοιχειώδη δικαίωση,
ακόμα κι όταν επιμένουν, με τη σιωπή τους έστω, να δηλώνουν την παρουσία τους
θεωρώντας την αυτονόητη, χωρίς ωστόσο να απαιτούν την προσοχή μας. Στο κέντρο
της γραφής της πάντα η ανθρώπινη περιπέτεια, κοιταγμένη από τα μέσα, όχι στα
μεγάλα, φωτεινά γράμματα, αλλά κυρίως στα ψιλά, που μετράνε εν τέλει και
περισσότερο.
Διώνη Δημητριάδου
Αποσπάσματα
Η ζωή μου δεν έχει ενδιαφέρουσα ροή, με εκπλήξεις και
ανατροπές, όπως λέγονται, τα γεγονότα είναι μικρογεγονότα και δεν τρέχουν
αχαλίνωτα, η ζωή μου φυτοζωεί. Και να την αφηγηθώ όσο πιο σφιχτά γίνεται, πάλι
δεν θα λέει, σπινθήρας πουθενά. Όσοι αντέξουν να την ακούσουν, θα το ρίξουν στο
χασμουρητό, ζωή-τίλιο. Κάποιοι πομνηρεμένοι με τα προσκυνήματά μου μπορεί να
κάνουν τον κόπο να αναρωτηθούν πώς και δεν είμαι από χρόνια στο τρελάδικο, εκεί
που ο κάθε εντοιχισμένος είναι και δεν είναι ύπαρξη. Σαν Μιχάλης Τσιούλης δεν
κάνω για πρωταγωνιστής, είναι οριστικό, αυτή μια σκέψη και μετά μία επόμενη, οι
ταινίες όπου για την πλοκή και την ατμόσφαιρα οι κομπάρσο είναι πιο σημαντικοί
από τα πρώτα ονόματα, πιχί οι Τέσσερις
μέρες στη Νάπολη. (σ. 207)
Το βρόμικο κόλπο, να ξεχάσεις μόνον τα άσχημα αλλά να
θυμάσαι τα ωραία, δεν πετυχαίνει, η μνήμη διεκδικεί τα νόμιμα, δηλαδή όλα ή
τίποτε, δηλαδή ας μείνει κάποιος να θυμάται, να θυμάται και τα ψιλά γράμματα.
Υπάρχουν κάμποσα που αλίμονο αν τα θάψει κι αυτά ο νους, δεν πρόκειται για
φανταχτερά ενσταντανέ και σκατοπασαλειμμένες αναμνήσεις, πρόκειται για άυλα
τιμαλφή. Ευτυχώς ο εγκέφαλος του Μιχάλη Τσιούλη τα είχε κλειδώσει και
ασφαλίσει.
Με αυτά, όπως λειτουργούν μια χαρά και σκίτσα χωρίς
λόγια, αυτός θα έγραφε ποιήματα χωρίς λόγια, κάτι σαν κωφάλαλα τετράστιχα με
βασικό νόημα το, μη γίνουμε γαϊδούρια. (σ. 307)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου