Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Το τραγούδι της μαύρης τρύπας Μικρά κείμενα με τίτλους και υποσημειώσεις Σοφία Φιλιππίδου Εκδόσεις Σοκόλη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Το τραγούδι της μαύρης τρύπας

Μικρά κείμενα με τίτλους και υποσημειώσεις

Σοφία Φιλιππίδου

Εκδόσεις Σοκόλη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 Σοφία Φιλιππίδου: «Το τραγούδι της μαύρης τρύπας» (diastixo.gr)

 


Πώς παρατηρείς τη γύρω πραγματικότητα και σημειώνεις πρώτα στο μυαλό και μετά στο χαρτί όσα απομονώνεις; Ναι, από αυτά που οι άλλοι μπορεί να βλέπουν επιφανειακά, χωρίς να κάνουν τον οποιονδήποτε σωτήριο συνειρμό. Σωτήριο, γιατί αυτός είναι που θα μεταποιήσει το στεγνό σε χυμώδες, δημιουργώντας ένα νέο σύμπαν μέσα από το υπάρχον. Αυτή είναι η γραφή της Σοφίας Φιλιππίδου, που μάλλον θα πω ότι γεννήθηκε για να «κατασκευάζει» (πόσο πεζή όμως η λέξη αδυνατεί να προσδιορίσει το μαγικό των εικόνων της) φανταστικά σκηνικά με όλη τη θεατρικότητα που τη διακρίνει, μέσα από όσα αγγίζει με το βλέμμα ή όσα αρκεί να απλώσει το χέρι της και να τα πιάσει. Τόσο απλά, όμως τόσο περίτεχνα και πολύτροπα πλέον δοσμένα. Γιατί η Σοφία θέλει όλα αυτά να τα μοιράζεται, είτε στο διαδίκτυο που γράφει αναβαθμίζοντας θετικά αυτή την αμφισβητούμενης ποιότητας πραγματικότητα, είτε όπως εδώ στη δεύτερη εκδοτική της πρόταση. Κι αν η παρατήρηση θεωρήσουμε ότι είναι η αρχή της δημιουργίας, έχει την ικανότητα να τη δένει μαγικά με όσα βιωματικά στεγάζει μέσα της, έτσι που να προκύπτει αυτό το θαυμαστό αποτέλεσμα, πρωτότυπο στη μορφή του, αυθόρμητο κι αποενοχοποιημένο στις τολμηρές του υπερβάσεις. Μια εκδοχή υπερρεαλιστικής (ίσως και αυτόματης) γραφής; Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι, αν δεν ήταν μια εντελώς προσωπική εκδοχή της συναρμογής των λέξεων και των εικόνων, μια εντελώς «φιλιππιδική», ας επιτραπεί ο όρος,  πρόταση γραφής.

Οι αφορμές της πολλές. Από τα τριαντάφυλλα μιας τριανταφυλλιάς που την έσωσε από τα σκουπίδια έως την κοτσίδα της γιαγιάς της, πλυμένη πάντα με άσπρο χειροποίητο σαπούνι, και από κει έως τους στίχους του Σεφέρη. Κι αλλού, από τη μάσκα λόγω πανδημίας που μισοκρύβει το πρόσωπο της δεκαοκτάχρονης πωλήτριας στο πολυκατάστημα μέχρι την πολύπαθη ιστορία της Ελλάδας των τελευταίων εβδομήντα χρόνων, και από κει στις βασανισμένες μορφές των θαλασσοπνιγμένων προσφύγων στο Αιγαίο.

 

Ήταν δεν ήταν 18 χρονών και κουβαλούσε μέσα στα μάτια της εβδομήντα χρόνια Ελλάδα, Κατοχή, Εμφύλιο, χούντα, μεταπολίτευση, κρίση, την πανδημία, τον τρόμο, και μια λατρεία για το πόστο της και τη δουλειά που της ανέθεσαν να κάνει. Όπως οι μυροφόρες της Μεγάλης Παρασκευής στον Επιτάφιο. Με λιγώνει η αίσθηση της ευθραυστότητάς της. Με συγκλονίζει η ανάμνηση της απροσδιόριστης συγκίνησης που μου βγάζει η αθωότητά της. Να το ονομάσω «ελπίδα» ή «αγάπη»; Την κοίταγα στα μάτια κι έβλεπα επιπλέον τη λαχτάρα ενός  παιδιού ασυνόδευτου, που έφτασε με το φουσκωτό σ’ ένα νησί και επιβίωσε έχοντας μόνο τ’ όνομά του και μια εχθρική πατρίδα για περιουσία, πήρε άδεια παραμονής μετά από δέκα χρόνια, έμαθε ελληνικά και από ευγνωμοσύνη βαφτίστηκε βίαια σ’ ένα ποτάμι. (σσ. 182-183).

 

Στην ουσία κάνει πράξη τη φράση «μάθε να βλέπεις», όταν ξεκινά να γράφει κρατώντας ένα ξέφτι από χαμένο όνειρο (γιατί και στα όνειρα είναι τέχνη να μπορείς να βλέπεις) και ξαφνικά η μνήμη πάει πίσω στα κατακόκκινα παιδικά πόδια από το τσίμπημα της τσουκνίδας, και από κει στους καθησυχαστικούς στίχους της αγαπημένης Κατερίνας Ρουκ που παραπέμπουν σε  άλλους πόνους: Μη φοβάσαι/ δεν κινδυνεύεις πια/ τ’ απερίσκεπτα δάχτυλα του έρωτα/ να χωθούν στις παλιές πληγές/ και να πονέσεις πάλι. Μέσα από «Τετράδια ονείρων», που γράφτηκαν κάποτε, μέσα από τα τωρινά όνειρα όσο προλαβαίνει πριν τα καταπιεί το μαύρο λαγούμι της λήθης, παίρνει τις λέξει της και τις δένει με όσα μέσα της από βιώματα και μνήμες κουβαλά.



Άλλοτε, πάλι, οι αφορμές της είναι μέσα από τη δουλειά της στο θέατρο, με το απαύγασμα όλης της πείρας από τη μακρόχρονη θητεία της να βγαίνει (με αφορμή την ανάγνωση του βιβλίου του Valère Novarina) στο έξοχο «Γράμμα στους ηθοποιούς», μια από τις καλύτερες αποτυπώσεις της  «ψυχής» του ηθοποιού:

 

 «Επιτέλους, δεν είμαι μόνη μου», αναφώνησα, όταν το τέλειωσα με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα: δεν βγαίνω μόνο εγώ στη σκηνή για να χορέψω πάνω στα ίχνη των ποδιών ενός χορευτή που εξαφανίστηκε. Δεν πιστεύω μόνο εγώ ότι το κείμενο είναι ένα έντυπο πτώμα που εγώ φυσάω μέσα του αέρα για να το αναστήσω… Έτσι μου ’ρχεται να χαρίσω το σώμα μου, να δούνε πόσες φορές εξαρθρώθηκα, πέθανα για να βγει το άλλο σώμα (σ. 151).

 

Στο οπισθόφυλλο του  βιβλίου η ίδια φανερώνει τα «υλικά» της γραφής της, τη χαρά και τα δάκρυα των πραγμάτων, τα όνειρα και τη φαντασία, τα λόγια των ποιητών, τις ιστορίες των πολέμων, τα θεατρικά έργα, τα λόγια της γιαγιάς Σοφίας και της μάνας της, κυρίως την πικρή αλήθεια: «Όλα τα παιδιά μου είναι καλά, αλλά εσύ είσαι το καλύτερο, γι’ αυτό θα υποφέρεις. Έχεις καλή ψυχή», μου έλεγε, «έτσι σ’ έκανε ο Θεός». Ο Άκης Δήμου, προλογίζοντας το βιβλίο δίνει τη δική του εικόνα για τη Σοφία: Αινιγματική, σιωπηλή και ακατάτακτη, προκαλεί όσους πιστούς να λύσουν το αίνιγμα της μελαγχολίας της διαβάζοντας πίσω από τις λέξεις της. (σ.11). Η γραφή πάντοτε είναι ιαματική για όποιον γράφει, όσο επίπονη, όσο βασανιστική. Εδώ, στα γραφτά της Σοφίας (κείμενα γραμμένα από τον Οκτώβριο του 2014 έως τον Ιανουάριο του 2021) κάτι από το ιαματικό συγγραφικό της βάμμα φθάνει και στον αναγνώστη της, που νιώθει συμμέτοχος στις παρατηρήσεις της, στα όνειρα και στις λέξεις της, στο «αίνιγμά» της.

 

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου