Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους Δημήτρης Καρακίτσος εκδόσεις Ποταμός η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους

Δημήτρης Καρακίτσος

 εκδόσεις Ποταμός

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ποια η φύση της αφηγημένης ιστορίας; • Fractal (fractalart.gr)

 



Ποια η φύση της αφηγημένης ιστορίας;

Όσο οι ήρωες της νουβέλας του Δημήτρη Καρακίτσου, οι δύο Σουηδοί φοιτητές Γιαν Άντερς Βίλεμαρκ και  Ούλοφ Άλμκβιστ, επιχειρούν το καλοκαίρι του 1893 το ταξίδι τους, τόσο προκαλούν τον επινοητή/συγγραφέα να ξεδιπλώσει τον πολύ ιδιαίτερο τρόπο που έχει να αφηγείται ιστορίες. Με τον ρεαλισμό να προκύπτει παραδόξως από μια υπερρεαλιστική ματιά, με τη σοβαρότητα να συνοδεύει τη σάτιρα και την ειρωνεία. Κι αν νομίσει κανείς ότι μάλλον πρόκειται για μια απλή ιστορία μιας περιπλάνησης, εν πολλοίς άσκοπης, διαψεύδεται διαβάζοντας, καθώς η μία αφήγηση μετά την άλλη εγκιβωτίζονται απρόσμενα στην αρχική, συνιστώντας ένα πολύπλοκο συνονθύλευμα από παραμύθια, θρύλους αλλά και (γιατί όχι;) αληθινά γεγονότα. Ποιος, άλλωστε, μπορεί να θέσει τα όρια ανάμεσα στο υπαρκτό και στο επινοημένο, ανάμεσα σε ό,τι προσλαμβάνουν οι αισθήσεις μας (απατηλές έτσι κι αλλιώς) και σε ό,τι διεκδικεί την αληθοφανή ή και αληθινή του παρουσία, κι ας μην είναι ορατό; Όλα μπορεί να συμβούν μέσα σ’ ένα παραμύθι, γνωστό αυτό.

Οι δύο φοιτητές (ο ένας της Ιατρικής και ο άλλος της Φιλολογίας) έχουν θέσει έναν ελάχιστο σκοπό σ’ αυτό το φαινομενικά χαλαρό ταξίδι τους προς τον σουηδικό βορρά: να μην αποτύχουν (το λέει και ο τίτλος), όπως ένα χρόνο πριν, οι δύο φυσιοδίφες Μπιόρλινγκ και Καλστένιους που επιχείρησαν με το πενταμελές τους πλήρωμα να πατήσουν τον Βόρειο Πόλο, όμως το μόνο που απέ


μεινε από αυτούς ήταν το εγκαταλελειμμένο πλοίο τους και οι σημειώσεις του Μπιόρλινγκ.

Πολυπρόσωπη ιστορία, με απρόσμενες συνυπάρξεις, και ακόμη πιο αναπάντεχους διαλόγους αλλά και ανατρεπτικές εξελίξεις στην πλοκή. Όλα αυτά μαζί, σαν ένας περιπλανώμενος θίασος να σταμάτησε στο καφενείο του χωριού για να δώσει μια ευφάνταστη παράσταση με ό,τι ο καθένας θεατρίνος ήξερε να κάνει καλύτερα. Πώς, όμως, αυτή η πολυχρωμία καταλήγει σε μια ενιαία εικόνα; Εδώ εντοπίζεται η τέχνη του Καρακίτσου. Δεν ψάχνεις τη συνέχεια ούτε σε χώρο ούτε σε χρόνο (κυρίως αυτό), δεν σε ενδιαφέρει να «δέσεις» την πλοκή, πολύ περισσότερο να φθάσεις στη «λύση» του αινίγματος, στην απάντηση του ερωτήματος  τι επιτέλους γίνεται εδώ; Η γραφή σε παρασύρει, και όπως σε μια παραμυθιακή αφήγηση καταργείς τη λογική συνέχεια, έτσι κι εδώ ξεχνιέσαι και αφήνεσαι να παρασυρθείς στη μαγεία του λόγου.

Είναι μια νουβέλα με θέμα την περιπλάνηση; Μήπως, πιο πέρα από αυτό το φαινομενικό πλαίσιο, η αφήγηση γυρνά γύρω από τη λογοτεχνική γραφή αυτή καθεαυτή; Τότε, όλο το νέο συγγραφικό εγχείρημα του Καρακίτσου μπορεί να εκληφθεί ως μια άσκηση γραφής, που ερευνά τα απώτερα όρια (υπάρχουν άραγε;) της λογοτεχνικής επινόησης αλλά και την πληθώρα τεχνικών που αυτή εφευρίσκει, δόκιμες ή αδόκιμες και ρηξικέλευθες –φυσικά οι τελευταίες ακόμη πιο ενδιαφέρουσες– με το κεντρικό μοτίβο/θέμα προς συζήτηση να βρίσκεται στα όρια ανάμεσα στο  πραγματικό και στο φαντασιακό, ερώτημα που άλλωστε απασχολεί τον εκκολαπτόμενο συγγραφέα Ούλοφ Άλμκβιστ, που καταγράφει τα τεκταινόμενα. Έχουμε, έτσι την αφορμή/αρχή της γραφής (τι αξίζει να αποτυπωθεί;), καθώς η παρατήρηση χαρακτηρίζει τον συγγραφέα που βλέπει όσα αφήνουν τους άλλους αδιάφορους. Τι απομένει; Φυσικά ο Γιαν Aντερς Βίλεμαρκ, δηλαδή ο πρώτος ακροατής του Ούλοφ, το απαραίτητο «συμπλήρωμα» κάθε γραφής. Στην ουσία ο Ούλοφ είμαστε όλοι εμείς οι αναγνώστες, και χωρίς εμάς καμία γραφή δεν έχει σημασία. Ευφάνταστο, επινοητικό και πολυεπίπεδο το νέο βιβλίο του Καρακίτσου, συνιστά μια αναγνωστική πρόκληση, που υπερβαίνει τα συμβατικά πλαίσια της μυθοπλασίας (με ήρωες, πλοκή κ.λπ.) και ερευνά αυτή την ίδια τη φύση της αφηγημένης ιστορίας. Ή, με άλλα λόγια πώς γεννιούνται οι ιστορίες και πώς γράφονται.


Διώνη Δημητριάδου

 



Απόσπασμα

 

 – Ξέρεις τι σκέφτομαι, τη διέκοψε ο Ούλοφ Άλμκβιστ, κάθε φορά που ξεφυλλίζω τις νέες εκδόσεις εύχομαι να πεταχτεί  από τις σελίδες ένα τόμτε. Ναι, ένα τόμτε, ένα γερο-τόμτε, που τα παπούτσια του  θα έχουν μύτες γυριστές. Κρύψου στη χούφτα μου, τόμτε, θα του πω, θα σε φυγαδεύσω με ασφάλεια από τούτη την κόλαση, πάμε, στην εξοχή, πίσω από τα δέντρα, και θα σε αφήσω ελεύθερο, δεν χρειάζεται να κάνω καμία ευχή, ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου, πόσο δεινοπάθησες εκεί στους πάγκους. Και το τόμτε θα σταυρώσει τα χέρια στην πλάτη και θα πει, Θέλει σκέψη το πράγμα, καλέ μου φίλε, μπορώ να σβήσω μεμιάς το περιεχόμενο όλων αυτών των σερνάμενων βιβλίων ή να σου δώσω το ταλέντο που λείπει από την εποχή μας, το πρώτο είναι εύκολο, το δεύτερο δεν ξέρω αν θα δουλέψει, φοβάμαι ότι ο συμπολίτες μας κοιμούνται βαθιά, ναι, δες τους:  κλεισμένοι στα σπιτάκια τους, ενώ έξω τα φτυάρια έχουν θαφτεί στο χιόνι. (σ. 50).

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου