Η ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923
Τραύμα και
φαντασιακές κοινότητες σε Ελλάδα και Τουρκία
Emine Yeşim Bedlek
επιστημονική
επιμέλεια: Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης
μετάφραση: Αικατερίνη
Χαλμούκου
εκδόσεις Gutenberg/Ιστορία
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
«Η Ανταλλαγή Πληθυσμών του 1923» της Εμινέ Γεσίμ Μπεντλέκ (κριτική) (bookpress.gr)
Το τραύμα της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών, ως
απότοκο της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923 (η Ελλάδα και η Τουρκία υπέγραψαν
σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών, σύμφωνα με την οποία 1,3 εκατομμύρια ορθόδοξοι
χριστιανοί από την Ανατολία ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν στην
Ελλάδα, και 300 χιλιάδες μουσουλμάνοι της Ελλάδας μετακινήθηκαν στην Τουρκία) επιχειρεί
να ερευνήσει η Emine Yeşim Bedlek (Εμινέ Γεσίμ Μπεντλέκ), Επίκουρη Καθηγήτρια
Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Bingöl της Τουρκίας.
Ενδιαφέρει, φυσικά, το θέμα, καθόσον εξετάζεται από την απέναντι πλευρά, από το
«αντίπαλον δέος», με όσο το δυνατόν αντικειμενική θεώρηση, μια έννοια έτσι κι
αλλιώς αμφιλεγόμενη προκειμένου για τα ιστορικά γεγονότα, με δεδομένο το
προσωπικό αλλά και το εθνικό πλέγμα ιδεών που εμποδίζουν συχνά την
αποστασιοποίηση, άρα και την πιο ψύχραιμη οπτική. Στην Εισαγωγή του έργου της η
Μπεντλέκ θέτει και τον σκοπό τη μελέτης της, δηλαδή τη συμβολή στη συμφιλίωση
των δύο λαών, που πλήρωσαν ο καθένας ένα μεγάλο τίμημα για τις εθνικές τους
επιδιώξεις· όσο κι αν μας φέρνει σε
αμηχανία η εξίσωση θύματος και θύτη, πρέπει να δεχθούμε πως εξετάζοντας την
ελληνοτουρκική σύγκρουση από την πλευρά του απλού λαού, και όχι των ιθυνόντων
και των συμφερόντων τους, πράγματι μια ακραία, βίαιη μετατόπιση πληθυσμών (η
Ανταλλαγή) έχει μόνο θύματα. Η καταγεγραμμένη ιστορία με τις αναλύσεις της, τα
ντοκουμέντα της, τις «αλήθειες» της αναλόγως της πλευράς που βρίσκεται κάθε
φορά ο ιστορικός που εξετάζει, έρχεται σε αντιδιαστολή με τη βιωμένη ιστορία,
που αφορά τον τρόπο που τα ιστορικά γεγονότα επηρέασαν τη ζωή των ανθρώπων. Εκ
των πραγμάτων, επέρχεται μια «συμφιλίωση» των θυμάτων και από τις δύο
πλευρές.
Η Μπεντλέκ μεταφέρει την επιστήμη της Ιστορίας στο ανθρώπινο επίπεδο, αναλύοντας τη ζωή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, την «αυτοκρατορική» τους ταυτότητα καθώς και την (προβληματική επί σειρά ετών) ενσωμάτωσή τους στη μητέρα πατρίδα – δεν αποτελεί θέμα της μελέτης της η τύχη των Τούρκων που απελάθηκαν από τη Ελλάδα. Στην ανάλυσή της έχει την αρωγή της λογοτεχνίας, αποδεικνύοντας πως στη λογοτεχνική απόδοση της πραγματικότητας αποτυπώνεται ο απόηχος, η βίωση των γεγονότων, με τρόπο που να αποτελεί τεκμηριωμένο υλικό, ιδιαίτερα διαφωτιστικό, για την ιστορία. O νομπελίστας Gao Xingjian υποστηρίζει μάλιστα ότι οι λογοτεχνικές μαρτυρίες έχουν μεγαλύτερο βάθος από την ιστορία, η οποία αναπόφευκτα φέρει τη σφραγίδα μιας εξουσίας, κι έτσι τα πορίσματά της δεν μένουν ανεπηρέαστα από τις εκάστοτε πολιτικές επιλογές. Έτσι, η Μπεντλέκ αναλύει τρία έργα: τα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, τα Πουλιά χωρίς φτερά του Λουί ντε Μπερνιέρ και το Μια προίκα αμανάτι: Οι άνθρωποι της ανταλλαγής του Κεμάλ Γιαλτσίν. Η επιλογή δεν είναι, φυσικά, τυχαία. Θεωρεί πως η Διδώ Σωτηρίου στο έργο της δίνει αυθεντικά στοιχεία για την ταυτότητα των Χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Γράφει πως το βιβλίο αυτό τη βοήθησε να κατανοήσει καλύτερα τον ειρηνικό τρόπο ζωής των Οθωμανών υπηκόων και την αυτονόητη, για την ίδια, αντίδρασή τους στην έξαρση του εθνικισμού, καθόσον έθετε σε κίνδυνο την ως τότε αγαστή τους συνύπαρξη. Ο Βρετανός Λουί ντε Μπερνιέ, κατά τη γνώμη της, είναι πιο αντικειμενικός στις κρίσεις του και καλός γνώστης της ζωής στην Ανατολία. Η Μπεντλέκ τον συνάντησε και του πήρε συνέντευξη, στην οποία συγκέντρωσε πολλές πληροφορίες για την ταυτότητα των Χριστιανών στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας· κατά την ίδια, φυσικά, «αυτοκρατορική» ταυτότητα. Όσο για τον Τούρκο Κεμάλ Γιαλτσίν, στο έργο του παρουσιάζει τις στενές σχέσεις των Ελλήνων και των Τούρκων στη μακρόχρονη συμβίωσή τους, μέχρι να τους χωρίσει ο πόλεμος. Μεταφέρει στο βιβλίο του τη μαρτυρία του παππού του, ο οποίος διέσωσε την προίκα που του εμπιστεύτηκαν στην Ανταλλαγή οι Έλληνες γείτονές του. Αυτή η προίκα, πολλά χρόνια μετά παραδόθηκε στην ελληνική οικογένεια από τον εγγονό, τον ίδιο τον Κεμάλ Γιαλτσίν, στην Ελλάδα, όπου πλέον είχαν συνεχίσει τη ζωή τους ως πρόσφυγες οι γείτονες του παππού του.
Ορθή η επιλογή της έκδοσης να επιμεληθεί το κείμενο ο Σπυρίδων
Γ. Πλουμίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας
στο ΕΚΠΑ. Εκτός από τη χρήσιμη, κατατοπιστική Εισαγωγή του, ο Πλουμίδης
παρεμβαίνει με υποσημειώσεις του κάθε φορά που η Μπεντλέκ θα υποπέσει στο
αναπόφευκτο σφάλμα να θεωρήσει την επίσημη (τουρκική) εκδοχή της ιστορίας ως
έγκυρη αποτύπωση των γεγονότων. Για να είμαστε δίκαιοι, ωστόσο, ο τρόπος που
χειρίζεται το υλικό της και, κυρίως, η σκοποθεσία της μελέτης της, την
καθιστούν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις από την πλευρά των Τούρκων
ιστορικών. Δεν είναι καθόλου εύκολο να ανοίξεις ένα ρήγμα στον δικό σου
ιδεολογικό κόσμο (εμποτισμένο μάλιστα με ποικίλα εθνικής φύσης ιδεολογήματα)
για να κατανοήσεις την αλήθεια του άλλου. Η Μπεντλέκ το κατορθώνει εν πολλοίς.
Η άποψή της ότι η ανταλλαγή αποτέλεσε και για τους δύο
λαούς ένα είδος εξορίας, καθώς δεν αποτελούσαν γηγενή πληθυσμό στις πατρίδες
τους, μπορεί να τεκμηριώνεται εν μέρει από την αντιμετώπιση που είχαν οι
πρόσφυγες, όμως δεν στοιχειοθετείται από πουθενά ότι οι χριστιανοί Έλληνες της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας αυτοπροσδιοριζόντουσαν ως Οθωμανοί. Από την άλλη,
αποκτά ενδιαφέρον η τουρκική θέση πως η εκστρατεία στη Μικρά Ασία το 1919 ήταν
μια εισβολή, υποκινημένη από τις ξένες δυνάμεις, που εκμεταλλεύτηκαν τη
«φαντασίωση» του μεγαλοϊδεατισμού. Αληθινή, φυσικά, η άποψη αυτή στα σημεία
της, αγνοεί όμως ηθελημένα κάποιες άλλες παραμέτρους που καθιστούσαν την
εκστρατεία αυτή δικαιολογημένη, αν όχι επιβεβλημένη (μέσα στο γενικότερο
πλαίσιο διεκδικήσεων) τουλάχιστον στο ξεκίνημά της. Η ιστορία ως επιστήμη ποτέ
δεν είναι μονοδιάστατη, και ποτέ δεν καθοδηγείται από εθνικές εμμονές· αυτό,
φυσικά, ισχύει για όλες τις πλευρές. Όταν η Μπεντλέκ υποστηρίζει ότι η
μακραίωνη παρουσία του ελληνικού στοιχείου στην Ανατολία είναι μύθος, απλώς
διαγράφει βασικές πληροφορίες από την ιστορική σκευή που θα όφειλε να έχει. Δικαιολογημένη
εν μέρει, από τη στιγμή που και η δική μας ιστοριογραφία καμιά φορά «επιλέγει»
τις πληροφορίες που διασώζει.
Η μελέτη αυτή αξίζει να διαβαστεί, παρά τις μικρές
ενστάσεις κατά τόπους. Απηχεί το πνεύμα μιας μερίδας ιστορικών της γείτονος
χώρας, που επιθυμούν τη συμφιλίωση των δύο λαών και, γι’ αυτό ασχολούνται με
ένα θέμα που αφορά μία από τις πλέον καθοριστικές συγκρούσεις μεταξύ τους, με
επιπτώσεις και στις δύο πλευρές. Σημαντική
η τεκμηρίωση του υλικού μέσω της λογοτεχνικής γραφής, με προσεκτική επιλογή που
εκφράζει τόσο την ελληνική όσο και την τουρκική εμπειρία, αλλά ανοίγει τον χώρο
και στην τρίτη άποψη, περισσότερο εκ των πραγμάτων αντικειμενική, του Βρετανού
συγγραφέα. Το υλικό πολύ (παρατίθεται και η βιβλιογραφία), η διασταύρωση
απόψεων αναγκαία στην ιστορική επιστήμη. Εν κατακλείδι, ένα βιβλίο που ανοίγει χρήσιμο
δίαυλο επικοινωνίας, μακριά από εμμονικές ιδεοληψίες. Και, παρά το γεγονός ότι
πρόκειται για επιστημονική μελέτη, ο τρόπος γραφής και η αναφορά στα τρία
λογοτεχνικά βιβλία, την καθιστά εύκολα προσβάσιμη στον μέσο αναγνώστη. Η
μετάφραση της έμπειρης Αικατερίνης Χαλμούκου.
Διώνη Δημητριάδου
Απόσπασμα
Η κατανόηση της ζωής είναι εφικτή μόνο μέσα από
πολυδιάστατες προσεγγίσεις, αφού η ζωή στο σύνολό της είναι μια σειρά από
αντιφάσεις. Η επίσημη εκδοχή της ιστορίας προβάλλει την οπτική των κυριάρχων
εκείνης της περιόδου. Από το δημοτικό σχολείο μέχρι το πανεπιστήμιο, η Τουρκική
Δημοκρατία προωθεί την ιστορία μέσω μιας εθνικιστικής ιδεολογίας. Στην Τουρκία
γιορτάζονται οι επέτειοι της απελευθέρωσης των πόλεων, όχι εκείνες της ίδρυσής
τους. ο εορτασμός της ίδρυσης μιας πόλης ουσιαστικά θα σήμαινε αποδοχή της
ιστορίας της πόλης αυτής. Για παράδειγμα, με τον εορτασμό της απελευθέρωσης της
Σμύρνης, στις 9 Σεπτεμβρίου 1922, παραγκωνίζεται η αρχαία ιστορία της πόλης,
επειδή η Τουρκική Δημοκρατία θεωρεί ότι η ιστορία της Σμύρνης ξεκινάει στις 9
Σεπτεμβρίου 1922, δηλαδή όταν έληξε ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος. Η επίσημη
ιστορία δεν ενδιαφέρεται για τη ζωή των καθημερινών ανθρώπων που είναι και τα
άμεσα θύματα των ιστορικών και πολιτικών αποφάσεων. Με τη Σύμβαση της Λωζάνης
εκτοπίστηκαν σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, από
τις πατρίδες τους, και στην επίσημη ιστορία καταγράφεται ο αριθμός των
εκτοπισθέντων· δεν καταγράφονται ωστόσο τα δεινά καθενός από τα θύματα. (σ.
143).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου