Η ανθρώπινη κωμωδία
William Saroyan
μετάφραση: Νίκος
Μάντης
εκδόσεις Gutenberg, σειρά Aldina
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
Η ανθρώπινη κωμωδία, του Ουίλιαμ Σάρογιαν – Φως μέσα από το σκοτάδι (bookpress.gr)
Φως μέσα από
το σκοτάδι
Ποιες διαστάσεις παίρνει ο πόλεμος στα μάτια ενός
παιδιού; Πώς ένα αβέβαιο μέλλον βγάζει μέσα από τη διάχυτη σκληρότητα μια φωτεινή
αχτίδα αθωότητας, ικανής να μετασχηματίσει το σκοτεινό και δυσοίωνο για τους
ενήλικες τοπίο σε δυνάμει ελπιδοφόρο; Ο Ουίλιαμ Σάρογιαν, θέλησε να
συμπεριλάβει τα παραπάνω ερωτήματα στο μυθιστόρημά του, εμβληματικό για τη
εποχή του και στα όρια πλέον του κλασικού σήμερα, κάτω από τον εύγλωττο,
εύστοχο τίτλο Η ανθρώπινη κωμωδία. Η
κωμωδία, με το περιεχόμενο που της έδωσε η αρχαιοελληνική σκέψη, αποτελεί τον
εύσχημο τρόπο όχι τόσο για τη διακωμώδηση των ηθών, όπως εννοείται σήμερα, όσο για την προτροπή των πολιτών να σκεφθούν με ωριμότητα
τα κακώς κείμενα του κοινωνικού και πολιτικού βίου, χρησιμοποιώντας την
εναλλαγή του τραγικού και του κωμικού. Θα λέγαμε, επομένως, ότι εδώ με τη
λογοτεχνική φόρμα της μεγάλης αφήγησης, ο Σάρογιαν χρησιμοποιώντας τον όρο κωμωδία αποσκοπεί σε μια διαφορετική
θεώρηση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εν προκειμένω, μέσα από τη ζωή μια μικρής
επαρχιακής πόλης των Η.Π.Α. που συνεχίζει να ζει στον μικρόκοσμό της με φόβο
και αγωνία για την τύχη των στρατευμένων παιδιών της αλλά και με την
καθημερινότητα που της χαρίζει μια συχνά
ασυννέφιαστη ανεμελιά – ο κόσμος εξακολουθεί να γυρίζει γύρω από τον εαυτό του,
και αυτό τα εξηγεί όλα.
Ο συμβολισμός κυρίαρχος στη δομή της ιστορίας του Σάρογιαν, ξεκινώντας από την επιλογή των ονομάτων των ηρώων του. Ο Όμηρος Μακόλι, στα δεκατέσσερά του χρόνια, έχει τον ρόλο του αγγελιαφόρου, του κομιστή των τηλεγραφημάτων στην κωμόπολη Ίθακα της Καλιφόρνιας· συχνά, βέβαια, εν μέσω πολέμου, αυτά πιστοποιούν τη ματαίωση της επιστροφής στην πατρίδα για τους στρατευμένους που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο πεδίο της μάχης. Ο νεαρός Όμηρος, οραματίζεται τη ζωή χωρίς το βάρος του θανάτου, μέσα από τη φαντασία του που πλησιάζει ακόμη περισσότερο τον συνώνυμό του ραψωδό, καθώς έχει τη δική του Ελένη να γεμίζει τα όνειρά του, χωρίς να έχει καμία σημασία η άυλη οπτασία της· άλλωστε και η Ωραία Ελένη του μύθου κατέληξε να σημαίνει τη ματαίωση του ονείρου. Ο μικρότερος αδελφός του, ο Οδυσσέας, στα τέσσερα μόλις χρόνια του έχει την ιδιαίτερη οπτική ενός αρχετυπικού Οδυσσέα που με κάθε τρόπο προσπαθεί να δει αισιόδοξα τη ζωή, παρά τις αντιξοότητες, τις οποίες φυσικά ο μικρός αδυνατεί να συλλάβει λόγω ηλικίας στις αληθινές τους διαστάσεις, οπότε αρκείται στη σημαντική καταγραφή τους. Ποιος όμως μπορεί με το χέρι στην καρδιά να παρακάμψει την αισιοδοξία ενός μικρού παιδιού που ό,τι δεν κατανοεί το φέρνει στα δικά του μέτρα για να το ζήσει; Ποιος θα του πει ότι ο χαιρετισμός ενός νέγρου μέσα από ένα βαγόνι τρένου δεν έχει τη δύναμη να τον κάνει να ονειρεύεται; Σε τελευταία ανάλυση, το τρένο μπορεί να σημαίνει φυγή και ξεριζωμό αλλά ταυτόχρονα δηλώνει και την είσοδο στον σταθμό, το νέο ξεκίνημα, το τέλος ενός ταξιδιού, το φθάσιμο στην «Ιθάκη». Ο νέγρος που αντιχαιρετά το μικρό αγόρι δηλώνει με την απλή αυτή κίνηση πού ακριβώς βρίσκεται η αληθινή πατρίδα όλων· εκεί που η ζωή θάλλει, μακριά από ό,τι την καταστρέφει. Έτσι, ο Νόστος, και το Νόστιμον Ήμαρ παίρνουν στην ιστορία του Σάρογιαν άλλες διαστάσεις, πιο κοντά στα μέτρα του μέσου ανθρώπου. Για άλλους σημαίνουν την επιστροφή πίσω στην πατρίδα, μακριά από τον καθημερινό κίνδυνο της μάχης, για άλλους (αυτούς που μένουν πίσω) μια νέα μέρα που ξημερώνει χωρίς τον φόβο της είδησης του θανάτου να στοιχειώνει την καθημερινότητά τους. Το μυθιστόρημα του Σάρογιαν, κάτω από αυτό το πρίσμα, είναι σαφώς αντιπολεμικό, αλλά και υπό την ευρύτερη έννοια ελπιδοφόρο. Μέσα από τη σκληρότητα και τον παραλογισμό του πολέμου διαφαίνεται η ελπίδα ενός κόσμου που θα ανατείλει καταξιώνοντας τα μικρά και ασήμαντα πράγματα της καθημερινής ζωής, τους απλούς ανθρώπους του μόχθου, πέρα από άσκοπους ηρωισμούς και άδικες θυσίες· η ζωή αναδεικνύεται ως αυταξία πάνω από οποιαδήποτε πολιτική ρητορεία. Ο ίδιος γράφοντας στον πατέρα του για την ιστορία του (που φυσικά ποτέ δεν θα τη διαβάσει) θα πει: […] έγραψα όσο πιο απλά γινόταν, με εκείνο το μείγμα του σοβαρού και του ανάλαφρου […] Η ιστορία δεν είναι χορταστική, το γνωρίζω, αλλά και τι μ’ αυτό; Μικρές παράλληλες ή αλληλοσυμπληρούμενες ιστορίες διαδέχονται η μία την άλλη με ήρωες ανθρώπους της Ίθακα, δημιουργώντας έναν κλοιό γύρω από τους δύο κεντρικούς άξονες: την οπτική του Όμηρου και αυτήν του Οδυσσέα. Και οι ρόλοι μοιρασμένοι πάνω στους αρχετυπικούς χαρακτήρες: ο Οδυσσέας βλέπει, αποτυπώνει, καταγράφει στη συνείδησή του, ζει την περιπέτεια, ο Όμηρος εν είδει ραψωδού θα βάλει τις εικόνες σε λέξεις, θα μιλήσει, και στην περίπτωση του συγγραφέα/επινοητή της ιστορίας, θα γράψει την Ανθρώπινη Κωμωδία, αναμειγνύοντας σκόπιμα το βαρύ σώμα του θανάτου και του φόβου με το ελαφρύ (όχι όμως απλοϊκό) του καθημερινού μόχθου για ζωή, κατορθώνοντας έτσι να ωθήσει λίγο πιο πέρα τη σκέψη, να εγείρει τον προβληματισμό, να δημιουργήσει, εν τέλει, μια κωμωδία με όλη τη σημασία του όρου, σύγχρονη της εποχής του αλλά και διαχρονική στο βαθύτερο νόημά της.
Άριστα επιμελημένη έκδοση στη σειρά Aldina των
εκδόσεων Gutenberg, σε προσεγμένη, καλή
μετάφραση και εισαγωγικό σημείωμα του Νίκου Μάντη.
Αποσπάσματα:
Ο Οδυσσέας χαιρέτησε και τον νέγρο, και τότε έγινε
κάτι θαυμαστό και απρόσμενο. Τούτος ο
άντρας, μαύρος και ξέχωρος απ’ όλους τους άλλους, αντιχαιρέτησε τον Οδυσσέα,
φωνάζοντας: «Πηγαίνω σπίτι μου, αγόρι, πηγαίνω πίσω εκεί που ανήκω!»
Έπειτα ο Οδυσσέας κοίταξε γύρω του. και ήταν εκεί,
ολόγυρά του, παράξενος και μοναχικός, ο κόσμος ολόκληρης της ζωής του. Ο
αλλόκοτος, χορταριασμένος, σαραβαλιασμένος, υπέροχος, αναίσθητος κι ωστόσο
όμορφος κόσμος. […] Σταμάτησε για να τα σκεφτεί όλα τούτα, χασομερώντας κοντά
σε μια μουσμουλιά και κλοτσώντας τους κατακίτρινους, μυρωδάτους καρπούς της που
είχαν πέσει στο έδαφος. Έπειτα από ένα λεπτό, χαμογέλασε με το χαμόγελο των
Μακόλι – το ευγενικό, σοφό, κρυφό χαμόγελο που καλωσόριζε τα πάντα. (σ.18, 19)
Ο Σπάνγκλερ ήξερε ότι είχε αποτύχει, αλλά αποφάσισε να
ξαναδοκιμάσει, να επιμείνει – με ψέματα, με αλήθειες, με οτιδήποτε. «Δεν θα
προσπαθήσω να σε παρηγορήσω», είπε. «Το ξέρω ότι δεν μπορώ. Τίποτα δεν μπορεί
να σε παρηγορήσει. Προσπάθησε όμως να θυμάσαι ότι ένας καλός άνθρωπος δεν θα πεθάνει
ποτέ. Θα ξαναδείς τον αδερφό σου – στο δρόμο, στο σπίτι, σε όλα τα μέρη της πόλης.
Η μορφή ενός ανθρώπου μπορεί να χάνεται, αλλά το καλύτερο μέρος του μένει.
Μένει για πάντα». Το ήξερε ωστόσο ότι ήταν μάταιο, και ντρεπόταν. (σ. 242-243)
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου