Αφορμές
μικρές
ιστορίες
Κοραής Δαμάτης
εκδόσεις Βακχικόν
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Κάτω από την απόλυτη αδιαφορία των άστρων | Fractal (fractalart.gr)
Κάτω από την απόλυτη αδιαφορία των άστρων
Το μικρό, προσωπικό σύμπαν των ανθρώπων, γεμάτο από στιγμές, χειρονομίες, καθημερινές λέξεις, καθώς εστιάζει σε ό,τι μπορεί να θεωρηθεί σημαντικό (κι ας μην είναι, αλλά ποιος θα το κρίνει;) αφήνει παντελώς αδιάφορο το άλλο σύμπαν, που μας εμπεριέχει εκόντες άκοντες. Και αν συνήθως η συγγραφική έμπνευση στρέφει το βλέμμα της στα σπουδαία πράγματα, που οδηγούν σε άλλα σπουδαιότερα, υπάρχει πού και πού μια γραφή που αρκείται στα πιο αφανή, στα πιο χαμηλόφωνα· αυτά φιλοδοξεί να αναδείξει, σ’ αυτά να δώσει ένα ελάχιστο βήμα για να ακουστεί η φωνή τους. Ο Κοραής Δαμάτης, σκηνοθέτης και άνθρωπος του θεάτρου, αποδεικνύει με το πρόσφατο βιβλίο του με μικρές ιστορίες ότι συχνά οι αφορμές μιας σπουδαίας γραφής βρίσκονται δίπλα μας, αρκεί η οξύτητα και η ευαισθησία του βλέμματος να τις ανακαλύπτει. Με μια γλώσσα πλούσια και εκφραστική που μεταποιείται σε εικόνες, ο Δαμάτης αιχμαλωτίζει την ανθρώπινη εγκαρτέρηση, την απόγνωση, τη φευγαλέα χαρά, την αίσθηση της ματαιότητας, την έκθεση στον παραλογισμό της βίας, τα συνθήματα που ανανεώνουν για λίγο το όραμα της επανάστασης, τη συντριβή του ονείρου, την εκμετάλλευση, την αναλγησία, δηλαδή τη ζωή σε κάθε της έκφανση. Το γεγονός ότι επιλέγει τη μικρή φόρμα (ελάχιστες μόνον ιστορίες ξεφεύγουν από την επιλογή αυτή και εκτείνονται περισσότερο) συμφωνεί απολύτως με την ιδιότητά του. Έτσι, δίνει με το ελάχιστο των λέξεων ό,τι περισσότερο αξίζει να καταγραφεί, προκαλώντας τον αναγνώστη να συμπληρώσει, μεγεθύνοντας κι αυτός δημιουργικά την αποτυπωμένη σκηνή. Η κάθε σκηνή είναι ένα μικρό αφηγηματικό κύτταρο που δημιουργεί την απαραίτητη για τη μικρή φόρμα δραματική ένταση. Πολλές από τις ιστορίες του Δαμάτη σε προκαλούν να τις δεις σαν κινηματογραφικά πλάνα, άλλες σαν πυρήνες για θεατρικά μονόπρακτα· όσο κι αν φαίνεται δύσκολο να ενσωματωθεί η περιπέτεια σε τόσο μικρά κείμενα ελάχιστης πλοκής, εντούτοις υπάρχει η αίσθηση της εξέλιξης, όσο και το περίγραμμα των χαρακτήρων. Κάποιες αφορμές των ιστοριών έχουν προσωπικό χαρακτήρα, κάποιες αντλούνται από όσα χαρακτηρίζουν τον κοινό μας σύγχρονο βίο. Ο κοινός τόπος όλων, όμως, πέρα από το αφηγηματικό υποκείμενο, είναι στην αίσθηση του χρόνου που μας προσπερνά, αν δεν πιάσουμε τις στιγμές του, αν δεν συγκρατήσουμε ό,τι περισσότερο μπορούμε από ζωντανές παρουσίες και μνήμες. Ένας πόλεμος είναι, με νικητές και ηττημένους των καιρών, γιατί ο χρόνος είναι σπαθί, αν δεν τον διαπεράσεις, θα σε διαπεράσει. Ενδεχομένως αυτός να είναι και ο σκοπός ετούτης της γραφής: μια απόπειρα να διαπεραστεί ο χρόνος, να τραβηχτούν από μέσα του σαν φωτογραφίες οι στιγμές, να μπουν στο χαρτί, να μοιραστούν εν είδει πολύτιμου φορτίου σε μια διαδρομή δύσκολη, που ό,τι περνάει απαρατήρητο χάνεται για πάντα. Οι ιστορίες αυτές είναι επιστροφές, είναι μια θέα στην πίσω όψη των πραγμάτων, είναι σκέψεις για τα αφανή μελλούμενα, μικρές φιλοσοφικές αποτυπώσεις που προκαλούν με τη σειρά τους την αναγνωστική συμμετοχή. Ας σημειωθεί εδώ ότι οι ιστορίες αυτές είναι άτιτλες, σαν να επιδέχονται τη διαφορετική τους ονομασία· τόσοι τίτλοι όσες και οι διαφορετικές αναγνώσεις. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες γραφές, την ατμόσφαιρα της οποίας συμπληρώνουν ιδανικά οι εικαστικές παρεμβάσεις (στο εξώφυλλο και στις σελίδες) της Σοφίας Κουκουλίνη.
Αποσπάσματα
[…] Αυτή την άνοιξη το παιδί το ντυμένο στα μαύρα, πήρε απ’ το χέρι τον
ηλικιωμένο και κατέβηκαν στη θάλασσα.
«Πάμε» του είπε «φτάνει, μέχρι εδώ».
«Κι ο Θεός;» ρώτησε ο κουρασμένος «αν το σκάσουμε δεν
θα μας αφήσει να μπούμε στους φωτεινούς λειμώνες. Θα τριγυρνάμε στα σκιερά,
στην τέφρα και στη σκόνη».
Το μαυροντυμένο παιδί κοίταξε τον ενενηντάχρονο απ’
τις ρωγμές του σώματός του.
«Έλα. Πάμε. Μη φοβάσαι. Ο Θεός που σου υποσχέθηκαν δεν
ήρθε ποτέ».
Κι ο ηλικιωμένος υπάκουσε. Γέμισε τις τσέπες του
μεγάλα βαριά βότσαλα και με ανάλαφρη ψυχή μπήκε στη θάλασσα. (σελ. 158-159)
***
Έκλαιγαν και οδύρονταν.
Δάκρυα και λυπημένοι ψίθυροι. Όχι για τους άλλους. Όχι
για αυτούς τους πεινασμένους, αυτούς που ρήμαξε η ζωή, όχι. Ούτε για εκείνους
με τις βάρκες που πήγαν να περάσουν απέναντι. εκείνοι πάνε, πνίγηκαν. Όχι. Ούτε
για τους νέους, τους άρρωστους, που θέλουν να ζήσουν. Αυτοί ας τα βγάλουν πέρα
μόνοι τους.
Τούτοι εδώ κλαίνε για τον εαυτό τους. Για τους ίδιους
οι λυγμοί και η λύπη. Για τη δική τους χαμένη ζωή. (σελ. 60)
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου