Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

Βρέχει γριές και άλλες ιστορίες Δανιήλ Χαρμς εισαγωγή – μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας εκδόσεις Κοβάλτιο η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal



Βρέχει γριές

και άλλες ιστορίες

Δανιήλ Χαρμς

εισαγωγή – μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας

εκδόσεις Κοβάλτιο
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/vrechei-gries/





η ευρηματική ανατροπή της λογικής
Σχολιάζοντας η Άννα Αχμάτοβα τα μικρά αφηγήματα του Δανιήλ Χαρμς θεώρησε πως ο συγγραφέας τους «κατόρθωσε κάτι μοναδικό: την πεζογραφία του 20ου αιώνα». Έδωσε, έτσι, με τον καλύτερο τρόπο το βασικό χαρακτηριστικό του Χαρμς: ήταν ο πρωτοπόρος εκείνων των λογοτεχνικών κινημάτων που καθόρισαν χρόνια μετά τη φυσιογνωμία της γραφής του αιώνα. Γερμανός στην καταγωγή, γεννήθηκε στην Πετρούπολη το 1905 ως Δανιήλ Γιουβατσώφ και χάρισε στον εαυτό του το ψευδώνυμο Χαρμς. Εκφραστής της ρωσικής πρωτοπορίας (πριν την επιβολή του ισοπεδωτικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού), έγραφε ποίηση και βιβλία για παιδιά – θεωρώντας πως τα τελευταία ήταν ανώδυνα κι έτσι δεν κινδύνευαν από την αυστηρή λογοκρισία. Η γραφή του, ωστόσο έδειξε τις αληθινές της ικανότητες με τα μικρά πεζογραφήματά του (μικρά ως λιλιπούτεια κάποια), στα οποία η αχαλίνωτη φαντασία και η με κάθε δυνατό τρόπο ανατροπή του λογικού υποστρώματος αναδείκνυε τη λογοτεχνική επεξεργασία του παραλόγου, πολύ πριν το ανακαλύψουν ως φιλοσοφική θεωρία και λογοτεχνική γραφή οι κύριοι Ευρωπαίοι εκφραστές του. Οι ήρωές του μοιάζει να χλευάζουν τη λογική και την επιδίωξη ζωής στηριγμένης στην κανονικότητα. Ο Χαρμς αμφισβητεί εύστοχα στις ιστορίες του την ψευδαίσθηση πως όσα δομούνται πάνω στη λογική βάση δεν μπορούν να ανατραπούν – όχι μόνο ανατρέπονται αλλά, θα μας πει, έτσι όπως καταρρέουν διαλύουν το σύμπαν. Το ιδιαίτερο γνώρισμα της γραφής του είναι πως η αίσθηση του παραλόγου δεν ξαφνιάζει μόνο στις επιμέρους ανατροπές αλλά δεσπόζει ως μοναδική αίσθηση που κατακλύζει όλη την ιστορία. Ο αναγνώστης, μετά την ανάγνωση των πρώτων ιστοριών του, εισχωρεί στη «λογική» του συγγραφέα και πλέον τίποτα δεν καθίσταται ικανό να τον αιφνιδιάσει· όλα πλέον του φαίνονται σαν πιθανές καταλήξεις, αποδεκτές μέσα σε ένα σύμπαν που μπορεί μεν να καταδικάζει την αμφισβήτηση του ορθού λόγου, ωστόσο επιτρέπει στη λογοτεχνία να περιπαίζει ευφυώς τις λογικές του συνιστώσες. Κι εδώ έχουμε έναν μάστορα του παραλόγου.
Ως δείγμα της γραφής του παραθέτω τρία μικρά αφηγήματα από το βιβλίο. Δεν χωρούν καμία ανάλυση ή ερμηνεία. Μιλούν από μόνα τους. Η μετάφραση από τον Γιώργο Μπλάνα, που εμπλουτίζει την έκδοση με την κατατοπιστική Εισαγωγή και τις Σημειώσεις.
Αντρέι Σεμιόνοβιτς

Ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς έφτυσε μέσα σ’ ένα φλιτζάνι με νερό. Το νερό μαύρισε αμέσως. Ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε προσεκτικά το φλιτζάνι. Το νερό ήταν κατάμαυρο. Η καρδιά του Αντρέι Σεμιόνοβιτς άρχισε να χτυπάει σαν τρελή.
Εκείνη την στιγμή ξύπνησε ο σκύλος τού Αντρέι Σεμιόνοβιτς. Ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς πήγε στο παράθυρο και βυθίστηκε στις σκέψεις του.
Ξαφνικά, κάτι πολύ μεγάλο και πολύ μαύρο πέρασε μπροστά από το πρόσωπό του και πέταξε έξω από το παράθυρο. Ήταν ο σκύλος του Αντρέι Σεμιόνοβιτς, που πέταξε έξω και πήγε και στάθηκε σαν κοράκι στην στέγη του απέναντι κτιρίου. Ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς κάθισε κατάχαμα κι άρχισε να ουρλιάζει.
Έτρεξε μέσα αμέσως ο σύντροφος Ποπουγκάγιεφ.
«Τι έπαθες; Είσαι άρρωστος;» ρώτησε ο σύντροφος Ποπουγκάγιεφ.
Ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς ησύχασε κι έτριψε τα μάτια του.
Ο σύντροφος Ποπουγκάγιεφ έριξε μια ματιά στο φλιτζάνι, πάνω στο τραπέζι.
«Τι έριξες εδώ μέσα;» ρώτησε τον Αντρέι Σεμιόνοβιτς.
«Δεν ξέρω», είπε ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς.
Ο Ποπουγκάγιεφ εξαφανίστηκε την ίδια στιγμή. Ο σκύλος μπήκε, πετώντας από το παράθυρο, προσγειώθηκε στη συνηθισμένη του γωνιά και συνέχισε να κοιμάται.
Ο Αντρέι Σεμιόνοβιτς πήγε στο τραπέζι και ήπιε μια γουλιά από το κατάμαυρο νερό. Και η ψυχή του Αντρέι Σεμιόνοβιτς ξαναγύρισε στη θέση της πεντακάθαρη

Ένας άνθρωπος έπεσε να κοιμηθεί πιστός…

Ένας άνθρωπος έπεσε να κοιμηθεί πιστός και ξύπνησε άθεος.
Ευτυχώς, αυτός ο άνθρωπος είχε ζυγαριά στο δωμάτιό του, επειδή ζυγιζόταν πάντα πριν πέσει για ύπνο και αμέσως μόλις ξυπνούσε. Έτσι, το προηγούμενο βράδυ είχε ζυγιστεί και ήταν εβδομήντα πέντε κιλά. Το επόμενο πρωί, όμως, που ξύπνησε άθεος, ζυγίστηκε και ήταν εβδομήντα ένα κιλά και πεντακόσια γραμμάρια.
«Άρα», συμπέρανε, «η πίστη μου ζύγιζε περίπου τρία κιλά και πεντακόσια γραμμάρια». 

Το ξεκίνημα μιας υπέροχης μέρας του καλοκαιριού – μια συμφωνία



Δεν είχε καλά-καλά λαλήσει ο πετεινός, όταν ο  Τιμοφέι πήδησε από το παράθυρό του στην στέγη και κοψοχόλιασε τους περαστικούς. Ο Χαρίτων, ο αγρότης, σταμάτησε, έπιασε μια πέτρα και την εκσφενδόνισε καταπάνω στον Τιμοφέι. Ο Τιμοφέι εξαφανίστηκε· κάπου.
«Τι κατεργάρης!» φώναξε το ανθρώπινο κοπάδι, και κάποιος Ζουντώφ πήρε φόρα και κοπάνησε το κεφάλι του σ’ έναν τοίχο.
«Ωχ!» κραύγασε μια αγρότισσα με φουσκωτά μάγουλα. Όμως ο Κομάρωφ τής έδωσε δυο αστραπιαία χαστούκια και η γυναίκα έτρεξε ουρλιάζοντας να χωθεί στο σπίτι. Ο Φετελιούσιν, που έτυχε να περνάει αποκεί, γέλασε. Ο Κομάρωφ πήγε κοντά του και του είπε:
«Όσο για σένα, κρεατόμαζα!» και τον χτύπησε στο στομάχι. Ο Φετελιούσιν στηρίχτηκε σ’ έναν τοίχο και τον έπιασε λόξυγκας. Ο Ρομάσκιν έφτυσε από το παράθυρό του, προσπαθώντας να πετύχει τον Φετελιούσιν. Την ίδια στιγμή, όχι πολύ μακριά, μια γυναίκα με μεγάλη μύτη χτυπούσε το παιδί της με μια σκάφη, και μια νεαρή χοντρή μητέρα έτριβε το πρόσωπο της χαριτωμένης κορούλας της στα τούβλα ενός τοίχου. Ένα μικρό σκυλί, που είχε σπάσει το ποδαράκι του, ήταν ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο. Ένα αγοράκι έτρωγε κάτι αηδιαστικό από ένα πτυελοδοχείο. Η ουρά για ζάχαρη στο μπακάλικο ήταν πολύ μεγάλη. Οι γυναίκες βλαστημούσαν δυνατά κι έσπρωχναν η μια την άλλη με τις τσάντες τους. Ο Χαρίτων ο αγρότης, έχοντας κατεβάσει κάμποσο πράσινο οινόπνευμα, στεκόταν μπροστά στις γυναίκες με το παντελόνι ξεκούμπωτο και έλεγε προστυχιές.
Έτσι ξεκίνησε μια υπέροχη μέρα του καλοκαιριού.

(Δανιήλ Χαρμς, Βρέχει γριές και άλλες ιστορίες, μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, εκδόσεις Κοβάλτιο)



Διώνη Δημητριάδου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου