Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο Ο εφευρέτης Αντώνης Ξυραφάς εκδόσεις Βακχικόν - με τον Αντώνη Ξυραφά συνομιλεί η Διώνη Δημητριάδου


Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο

Αντώνης Ξυραφάς

"Ο εφευρέτης"

εκδόσεις Βακχικόν





με τον Αντώνη Ξυραφά

συνομιλεί η Διώνη Δημητριάδου


- Πάλι μυθιστόρημα, σ’ αυτή τη δεύτερη εμφάνισή σας στην πεζογραφία, μετά τη «Σκιά του στρατιώτη». Είναι, επομένως, επιλογή σας η μεγάλη αφήγηση; Ίσως για κάποιους θεωρείται χώρος δυσπρόσιτος και γεμάτος παγίδες, ειδικά για όποιον επιχειρεί τις πρώτες του συγγραφικές καταθέσεις.
Η μεγάλη αφήγηση επιτρέπει το να ζήσει ο συγγραφέας με τους ήρωες του για πολύ καιρό μέσα στο μικρό σύμπαν που έχει επινοήσει για αυτούς και να εξοικειώνεται περισσότερο μαζί τους, αποκτώντας έτσι τη δυνατότητα να αναδείξει τα πεπρωμένα τους πιο αποτελεσματικά στο διάβα της ιστορίας τους. Η μεγάλη φόρμα παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, αλλά μπορεί να φέρει πολύτιμες και λεπταίσθητες πλευρές της ψυχικής σκευής των ηρώων στην επιφάνεια, οι οποίες συνιστούν έναν κόσμο γεμάτο αποκαλύψεις απαραίτητες για να υπάρξει η αναγκαία αναγνωστική απόλαυση για όποιον σταθεί να τη διαβάσει.
- Οδηγείτε την  πλοκή σας πίσω στον χρόνο, στον 19ο αιώνα όπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημά σας, μόνο που εδώ προχωρείτε λίγο περισσότερο, ως στις αρχές του 20ου. Θα μπορούσε η επιλογή αυτή να δηλώνει μια ηθελημένη απόσταση από τα σύγχρονα γεγονότα;
Το αντίθετο συμβαίνει. Προσπαθώ μέσα από μια διαφορετική εποχή και κοινωνία να καταδείξω πανανθρώπινα και διαχρονικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Μεθοδευμένη είναι λοιπόν η επιλογή μιας διαφορετικής ιστορικής εποχής για να αναδείξω την παθογένεια των δικών μας καιρών μέσα από την εξιστόρηση των ηθών περασμένων καιρών που ωστόσο θυμίζουν καταπληκτικά τους δικούς μας.
- Αλλά και ο τόπος είναι έξω από τα ελληνικά δεδομένα – στη «Σκιά του στρατιώτη» ήταν η Μόσχα, εδώ το Παρίσι. Εξηγήστε μας την επιλογή σας.
Με ελκύει πολύ η εικόνα μιας «χαμένης ψυχής» που περιφέρεται μέσα σε μια αχανή μητρόπολη για να συναντήσει εκεί το πεπρωμένο της. Είναι η πολύ γνωστή φιγούρα αυτού που προσπαθεί να βρει τον δρόμο του προς μια ανώτερη ζωή έχοντας για εφαλτήριο τη μοναξιά του. Όσο για την επιλογή του Παρισιού, την υπαγόρευσαν και πρακτικοί λόγοι γιατί ήταν μια μητρόπολη στις αρχές του 20ου αιώνα στην οποία άνθιζαν ο καταναλωτισμός και ο τυχοδιωκτισμός, καθώς και οι καλές τέχνες και τα γράμματα.
- Συνδυάζοντας τις δυο προηγούμενες ερωτήσεις, θέλω να επιμείνω λίγο ακόμη στις ενδιαφέρουσες επιλογές σας. Πολύ συχνά συναντάμε τα τελευταία χρόνια συγγραφείς που βρίσκουν πρόσφορο χρόνο και χώρο για να απλώσουν την πλοκή των ιστοριών τους στην πρόσφατη κρίση της ελληνικής κοινωνίας, λησμονώντας ίσως πως δεν είναι δυνατόν να μιλήσεις για την παθολογία μιας εποχής, όσο ακόμη αποτελείς κομμάτι της – απαιτείται χρόνος προκειμένου να διηθηθεί το παρελθόν μέσα στο παρόν, να κατασταλάξει η μορφή που θα πάρει η κοινωνία. Συνειδητά, λοιπόν, απομακρύνεστε από τα τρέχοντα γεγονότα;
Το παρόν πολλές φορές πρέπει να διηθηθεί μέσα από το παρελθόν για να αναδειχτεί η βαθιά του αλήθεια πιο άμεσα και πιο καθαρά. Το παρελθόν είναι ένα μέτρο σύγκρισης, ένα σημείο αναφοράς, προκειμένου να αναδείξουμε τις γνήσιες διαστάσεις του παρόντος μας.
- Ας έρθουμε στον ήρωά σας. Ο Ζακ Ντιεντονέ, τουλάχιστον στη δική μου ανάγνωση, έχει ένα συμβολικό όνομα, που αποτελείται από δύο λέξεις: dieu donné. Σαν να είναι δοσμένος από το Θεό, σαν να έχει μια θεϊκή προέλευση ίσως και αποστολή; Ή πρόκειται για μια απολύτως τυχαία επιλογή ονόματος;
O Ντιεντονέ είναι πράγματι ένας άνθρωπος με μια θεϊκή αποστολή, ο οποίος όμως στο τέλος ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει θεϊκότητα όπως την πίστευε ή ότι με τη δικιά του βούληση έγινε δίχως να το γνωρίζει ένα άθυρμα, μια μαριονέτα των ίδιων των θεών. Είναι σχεδόν σα να επικρέμαται μια κατάρα πάνω από το κεφάλι του την οποία βοηθάει άθελα του να εκδηλωθεί, όπως και μια κατάρα τριγύριζε το σόι του Λάιου και βρήκε το κατάλληλο πρόσωπο για να εκφραστεί στον Οιδίποδα.
- Το ενδιαφέρον στις ιστορίες σας είναι πως δεν αρκείστε σε μια σφιχτοδεμένη πλοκή αλλά προσθέτετε πίσω από τις σκέψεις και τις πράξεις των προσώπων το φιλοσοφικό υπόβαθρο, τις προεκτάσεις που μετατρέπουν μια μυθοπλαστική αφήγηση σε φιλοσοφικό δοκίμιο. Είναι για εσάς η μυθοπλασία ένα «όχημα» για να περάσει στον αναγνώστη σας ο προβληματισμός σας πάνω σε θεμελιώδη υπαρξιακά θέματα; Ή αυτά αναπόφευκτα εμπεριέχονται σε κάθε λογοτεχνική γραφή αξιώσεων;
Το να προσπαθεί κάποιος να ανακαλύψει θεμελιώδη ζητήματα της ύπαρξης  μέσα από τις ζωές των ηρώων μιας μυθοπλασίας είναι μια βαθιά συνειδητή τοποθέτηση του απέναντι στον εαυτό του και τον κόσμο που τον εμπεριέχει. Αν και στην εποχή μας υπερτερούν οι συγγραφείς που βασίζονται στη δύναμη της εικόνας, η αλήθεια είναι ότι αυτοί που υπερέχουν τελικά είναι οι συγγραφείς-φιλόσοφοι και ίσως γι’ αυτό είναι τόσο ελκυστικοί στη συνείδηση και του αναγνώστη και αυτού που γράφει.
- Στο προηγούμενο βιβλίο σας μιλούσατε για τον άνθρωπο που δεν άφηνε τη σκιά του στον κόσμο που τον περιέβαλλε – στη ουσία έναν «αιωρούμενο»  άνθρωπο εκτός λογικών πλαισίων. Εδώ ο ήρωάς σας πάλι ξεχωρίζει από τους άλλους θέλοντας να υπερκεράσει τα όρια ανάμεσα στη θνητότητα και στη θεότητα. Υπάρχει αυτός ο ενδιάμεσος χώρος, όπου εκταταβιούν οι ξεχωριστοί άνθρωποι; Είναι ένας χώρος επιθυμητός – κι ας είναι βαρύ το τίμημα που πληρώνουν για τη διακριτή τους θέση; Στην ουσία σας ερωτώ αν επινοήσατε τον ήρωά σας ως ευτυχή ή δυστυχή.
H αιώρηση είναι ανάμεσα στην αλήθεια και την ψευδαίσθηση, την πραγματικότητα και το όνειρο, τη φαινομενικότητα και την ουσία των πραγμάτων. Η σκιά στο πρώτο μου βιβλίο αντιπροσώπευε τη θνητότητα και ο ήρωας ήταν ένας άνθρωπος δυστυχής, ο οποίος δεν μπορούσε να δει τα πράγματα γύρω του «σαν την επιφάνεια της λίμνης που ρυτιδώνεται αλλά στην ουσία της παραμένει η ίδια». Αυτό γιατί μόνο μέσα από την αίσθηση της θνητότητας, της παροδικότητας των πραγμάτων, μπορεί να αισθανθεί κάποιος ότι είναι αθάνατος, νιώθοντας δηλαδή ότι είναι κομμάτι ενός κόσμου που τα πάντα διαρκώς μεταβάλλονται. Ο πρώτος μου ήρωας ήταν δυστυχής, όμως άλλοτε ζούσε τη δυστυχία του πολύ έντονα σαν ένα επαναλαμβανόμενο τραυματικό βίωμα και άλλοτε με την αδιαφορία ενός ξένου. Ο Ντιεντονέ είναι διαφορετικός γιατί φοβάται να αφεθεί να βιώσει αυτή τη δυστυχία και δεν την επιθυμεί. Γι’ αυτό παρουσιάζεται και τόσο αμείλικτος επειδή θέλει να βρεθεί πάνω από τη ζωή και τους ανθρώπους. Είμαι άνθρωπος όμως σημαίνει αποδέχομαι τη θνητότητά μου, τους περιορισμούς μου, πράγμα το οποίο στον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος αυτού ολότελα απουσιάζει. Η αιώρηση ανάμεσα στη φαινομενικότητα και την ουσία υπάρχει και στους δυο ήρωες και οι πρώτοι που ανακάλυψαν την αντίθεση ανάμεσα στη φαινομενικότητα και την ουσία των  πραγμάτων ήταν οι αρχαίοι Έλληνες.
- Η ιστορία σας πλάθεται στη βάση αντιθέσεων. Μια αντίθεση, που φαίνεται αμέσως, αφορά τη διακριτή (στα όρια του παραλόγου) παρουσία του ενός, του ήρωά σας, ανάμεσα  στους θεωρούμενους από αυτόν ως μηδαμινούς ομοειδείς. Σκόπιμη η ανάδειξή του ως την ουσία του μοναδικού ήρωα; Πράγματι οι υπόλοιποι ωχριούν μπροστά του καταξιώνοντας αυτόν· γνωρίζετε, όμως, πως στη μεγάλη αφήγηση (το μυθιστόρημα) υπάρχει χώρος και για τους δευτερεύοντες ήρωες.
Ο Ντιεντονέ αποστρέφεται στα πρόσωπα των άλλων την πολυμίσητη γι’ αυτόν ανθρώπινη κατωτερότητα γιατί δεν ανέχεται να την αντικρίζει στον ίδιο του τον εαυτό. Για αυτόν τον λόγο υπάρχει μια τόσο έντονη αντίθεση ανάμεσα σε αυτόν και στους άλλους. Τον πλαισιώνουν ενδιαφέρουσες φιγούρες, αλλά τις αντικρίζει μόνο χρησιμοθηρικά.
- Μια αντίθεση –η βασική θα έλεγα, που απαιτεί όμως  πιο προσεκτική ανάγνωση– είναι ανάμεσα στο αχανές σύμπαν και στη μηδαμινότητα του θνητού όντος που προσπαθεί να καταξιώσει την παρουσία του. Ο ήρωάς σας, ως προς αυτό, ξεπερνά τα φυσιολογικά όρια· τείνει προς τη θεϊκή ταυτότητα, αναζητεί την τελείωσή του πέρα από τις ανθρώπινες συνθήκες. Αυτό είναι που τον οδηγεί στην απαξίωση της ανθρώπινης ζωής;
Ο ήρωας μου σκοπεύει στο να γνωρίσει τη φύση και την αλήθεια σε όλη τους τη δύναμη, να ταυτιστεί με την πρωταρχική ουσία των πραγμάτων. Ίσως και γι’ αυτό τον επιπλέον λόγο όλοι όσοι γύρω του ασχολούνται με την ικανοποίηση τον περισσότερο καιρό των υλικών αναγκών τους του φαίνονται κατώτεροι. Ο Ντιεντονέ έχει γνωρίσει τα βάσανα και τον πόνο της ζωής, τον παραλογισμό της ανθρώπινης ύπαρξης και ίσως γι’ αυτό τον λόγο επιθυμεί με όλο του το είναι να γνωρίσει τη φαινομενικότητα του ονείρου που πρεσβεύει η τέχνη και βρίσκεται μέσα στη φαινομενικότητα της ζωής. Ο Ντιεντονέ νοιάζεται για την αποκάλυψη των μυστικών της φύσης που μέρος της είναι και το υπόλοιπο ανθρώπινο γένος και αυτό είναι που τον κάνει έναν ιδανικό νοσταλγό της ενότητας με τη φύση, αλλά και έναν εξίσου αμείλικτο εγκληματία.
- Θεωρώ πως αναπόφευκτα η ιστορία σας θα έδινε διέξοδο στην αποσυνάγωγη συμπεριφορά και στην εγκληματική ενέργεια. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί η πλοκή σας αστυνομική, καθόσον το έγκλημα αποτελεί την κατάληξη μιας συμπεριφοράς, που εδράζεται σε ένα ιδεολόγημα, μια θεωρητική κατασκευή περί ηθικής του ήρωά σας. Δεν είναι η αφετηρία της πλοκής αλλά η φυσική της απόληξη. Συμφωνείτε ή θα μας ξαφνιάσετε μιλώντας για μια ακόμη αστυνομική ιστορία;
Πάντα με ενδιέφερε η εικόνα του εγκληματία ως ατόμου με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Αυτή όμως τη χαμηλή αυτοεκτίμηση την αντισταθμίζει ο Ντιεντονέ με μια συνειδητή και υπέρογκη περιφρόνηση απέναντι στη ματαιοδοξία του ανθρώπινου γένους, σα να προσπαθεί να προστατευθεί και ο ίδιος από μια κατωτερότητα τέτοια, που τη διαισθάνεται να υπάρχει μέσα στον ψυχικό του κόσμο. Το ήθος ενός τέτοιου ήρωα ή μάλλον αντιήρωα είναι εγκληματικό, γιατί είναι ναι μεν συγκαλυμμένα αλλά στην ουσία του πολύ αλαζόνας και γι’ αυτό τον λόγο περιφρονεί τους άλλους σα να ήταν σκουπίδια μπροστά του, οπότε του είναι πολύ εύκολο να οδηγηθεί χωρίς δισταγμό ακόμα και στον φόνο. Ο αμοραλισμός, που πιστεύει ότι κουβαλάει η αυγή της βιομηχανοποίησης μαζί της, δείχνει την περιφρόνησή του απέναντι στην παροδικότητα και τη ματαιότητα της ζωής των άλλων, που επικίνδυνα αρνείται την ύπαρξή τους στον εαυτό του.
- Υποθέτω πως αυτό το χαρακτηριστικό της ιστορίας σας είναι που φέρνει τον αυθόρμητο συνειρμό σε πολλούς αναγνώστες σας με την ιστορία του Πάτρικ Ζίσκιντ «Το άρωμα» –  κάποια γειτνίαση με τη βασική ιδέα και με τη σύμπλευση του διακριτού ήρωα με την ακραία συμπεριφορά. Εσείς, ωστόσο, δίνετε ένα ευρύ πεδίο φιλοσοφικού στοχασμού πίσω από τα δεδομένα της ιστορίας σας, κάτι που ξεπερνά την πλοκή και καθιστά τη γραφή σας εν μέρει μυθοπλαστική και  εν μέρει δοκιμιακή.
Ο Ζίσκιντ δημιούργησε μια γκροτέσκα, μια φριχτή και απαίσια φιγούρα κυριαρχούμενη από την πιο πρωτόγονη αίσθηση, αυτή της όσφρησης και έδωσε έμφαση στην προσπάθειά της να αποκτήσει μια ανθρώπινη μυρωδιά που θα τη λατρέψουν όλοι. Επρόκειτο για έναν άνθρωπο που επεδίωκε να γίνει απόλυτα ερωτεύσιμος μέσα από την ανακάλυψη της απόλυτα ανθρώπινης οσμής, μέχρι του σημείου να αναλωθούν οι σάρκες του από έναν όχλο εγκληματιών. Ο Ντιεντονέ ναι μεν ζει μια ζωή ωμή και βίαιη, αλλά είναι και εκλεπτυσμένος σε βαθμό που να διακρίνει αμέσως το Ωραίο και να ζει με την εξιδανίκευσή του μέσα από τη μουσική, όσον αφορά την καθημερινή του ζωή. Έχει λοιπόν μια βαθύτερη συνειδητότητα των πράξεών του και δεν περιορίζεται μόνο στο ηδονιστικό κομμάτι της προσωπικότητάς του, τον κατακλύζει μια αγωνία βαθιά υπαρξιακή.
- Ο ήρωάς σας εμφανίζεται χωρίς αισθήματα, κενός από οτιδήποτε θα τον καθιστούσε μέρος ενός ανθρώπινου συνόλου. Γιατί τον επινοήσατε τόσο ακραίο ως προσωπικότητα; Ή μήπως δεν θα μπορούσε ένας τέτοιος άνθρωπος  να είναι αλλιώς;
Επέλεξα μια μορφή ήρωα που να μην τη χαρακτηρίζουν διαρκώς η απελπισία και η πεποίθηση  ότι δεν θα συλληφθεί ποτέ, όπως συνήθως συμβαίνει στους εγκληματίες. Η διαρκής επιδίωξη της ανωτερότητας τον καθιστά αδιάφορο απέναντι στις ζωές των άλλων και τον ανθρώπινο πόνο και παράδοξα αντιφατικό αφού από τη μια πλευρά απορρίπτει τις απαξίες του αναδυόμενου βιομηχανικού πολιτισμού, απ’ την άλλη πλευρά όμως, αφού οδηγείται στην προσπάθεια αναγκαστικά της απόκτησης πνευματικών αγαθών, τα επιδιώκει δίχως ίχνος ενοχικών σκέψεων και  όντας αποστασιοποιημένος από τα συναισθήματά του. Τα περισσότερα εγκλήματα συντελούνται εξαιτίας των υλικών αγαθών και των συμφερόντων που περιστρέφονται γύρω από αυτά. Πώς θα ήταν όμως κάποιος που εγκληματεί στο όνομα του πνεύματος;
- Η μουσική και οι ήχοι στο βιβλίο σας αποτελούν το τοπίο, στο οποίο ο ήρωας δοκιμάζει τον στόχο του: την επίτευξη της τελειότητας. Πώς θα ερμηνεύατε τον όρο «συμπαντική μουσική», αν στην ουσία αυτή είναι η τελειότητα, το απώτερο σημείο στο οποίο μπορούν να αναχθούν όλοι οι ήχοι;
Η ενότητα με τη φύση, η αρμονία, είναι μια σκέψη από την οποία διακατέχεται το ανθρώπινο πνεύμα ανά τους αιώνες. Αλλά ο δοσμένος από τον Θεό ήρωάς μου ήθελε να δοξαστεί μέσω της εφεύρεσής του που σχετιζόταν με την Τέχνη, να γίνει Ένα με το σύμπαν, γι’ αυτό και έβλεπε τον εαυτό του να ανήκει σε μια ανώτερη σφαίρα για να εξοικειωθεί με το σύμπαν, που ήταν ο Θεός του. Όσο για τη συμπαντική μουσική, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την περίφημη μουσική των σφαιρών του φιλόσοφου Πυθαγόρα και να φτάσουμε ως τη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης που γέννησε τον Μεγάλο ήχο και από την οποία δημιουργήθηκε το σύμπαν στο οποίο ζούμε. Ο Ντιεντονέ βυθίζεται βαθιά στα μυστήρια της Δημιουργίας για να επιτύχει τον σκοπό του.
- Αν θεωρήσουμε (με τη λογοτεχνική άδεια) εφικτή την τελειότητα, μπορεί αυτή να καταργήσει τη μηδαμινότητα του θνητού όντος; Γράφετε προς το τέλος: «Το ίδιο το σύμπαν τον είχε προδώσει». Άρα, ο πόθος του ήρωα να αναποδογυρίσει την τάξη του σύμπαντος, να εξισωθεί με τη φύση ή και να την ξεπεράσει, είναι ουτοπικός, υφίσταται μόνο στη συγγραφική φαντασία; 
Το ίδιο θαυμαστό μουσικό όργανο με το οποίο προσδοκούσε να απελευθερωθεί από τα δεσμά της γήινης, πεπερασμένης φύσης του, διαψεύδει τις προσδοκίες του. Ο Ντιεντονέ οραματίζεται ως ιδιοφυία να σπάσει μια σφραγίδα της φύσης, αλλά στο τέλος ανακαλύπτει ότι το πολύ βαθύ μυστικό που ανακάλυψε δεν έχει καμιά ουσιώδη σημασία για τα ανθρώπινα πράγματα, ότι το σύμπαν παραμένει για αυτόν και πάλι στα βάθη του ξένο.
- Στην αρχαιοελληνική θεώρηση του κόσμου ο άνθρωπος αποτελεί την πιο άβουλη οντότητα υποτασσόμενος στους θεούς και στη συνέχεια στην παντοδύναμη Μοίρα η οποία καθορίζει τη δράση ακόμα και των θεών. Συνταιριάζει καθόλου μια τέτοια αντίληψη με τη δράση της Μοίρας στην ιστορία του ήρωά σας; Γράφετε για τη «μοιραία αίσθηση του ανθρώπου, που ζει συνειδητά ότι τα πάντα επαναλαμβάνονται και διαιωνίζονται ανεξάρτητα από τη βούλησή του».
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν από την αρχή αντιληφθεί τη σκοτεινή, αιώνια μοίρα του ανθρώπινου γένους, το γεγονός ότι ζει μια σύντομη και γεμάτη από αντιξοότητες και δυστυχίες ζωή, που το οδηγεί στο να φτιάξει μια φαινομενικότητα που είναι η Τέχνη, μέσα στη φαινομενικότητα της ζωής. Μπροστά σε αυτό το σκοτεινό πεπρωμένο ενός θνητού πλάσματος, ο Ντιεντονέ αδιαφορούσε  εγκληματικά για την κοινωνία των ανθρώπων και κυνήγαγε αυτό το αίσθημα της ενότητας που θα τον οδηγούσε στην αγκαλιά της φύσης. Αυτό του συνέβαινε γιατί, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες, είχε αντιληφθεί την αμείλικτη σφαίρα της ανάγκης που εξουσιάζει τα πάντα.
 - Έχει, όμως, μέσα του τους δικούς του δαίμονες, τον δικό του Θεό. Γράφετε: «Είχε ανακαλύψει τον δικό του Θεό και τον είχε κλείσει βαθιά μέσα του, ώσπου στο τέλος να πιστέψει ότι ήταν εκείνος». Θα μπορούσε αυτός ο Θεός να έχει τη μορφή της μουσικής τελειότητας; Ή αλλιώς, η Τέχνη (έτσι με το γράμμα κεφαλαίο) είναι ένας τρόπος να φθάσει ο άνθρωπος τη συμπαντική αρμονία και να ενωθεί μαζί της;
Ο Φρειδερίκος Νίτσε στη «Γέννηση της τραγωδίας» είχε γράψει: «Ήδη στο αφιέρωμα προς τον Ριχάρδο Βάγκνερ η τέχνη και όχι η ηθική παρουσιάζεται σαν η ουσιαστική μεταφυσική δραστηριότητα του ανθρώπου. Ξαναβρίσκει κανείς πολλές φορές σε τούτο το βιβλίο αυτή τη σκανδαλώδη διαβεβαίωση ότι η ύπαρξη του σύμπαντος δικαιώνεται μόνο στο μέτρο που αποτελεί αισθητικό φαινόμενο. Πραγματικά σε ολόκληρο το βιβλίο δεν διακρίνει στα βάθη του γίγνεσθαι παρά μια σκέψη ή πρόθεση καλλιτέχνη – έναν Θεό αν θέλει κανείς, αλλά σίγουρα Θεό καλλιτέχνη, εντελώς ανεύθυνο και ηθικά ουδέτερο, έναν Θεό που χτίζοντας ή καταστρέφοντας –για το καλό ή για το κακό μικρή σημασία έχει– προσπαθεί να ευχαριστήσει  τον εαυτό του και δημιουργεί κόσμους για να ανακουφιστεί από την αγωνία που του προκαλεί η υπερβολική του πληρότητα και η οδύνη που οφείλεται στις εσωτερικές του αντιφάσεις. Ο κόσμος είναι, κάθε στιγμή, το σύγχρονο στάδιο αυτής της θεϊκής θεραπείας, το αιώνια μεταβαλλόμενο και πάντα νέο όραμα του πλάσματος που υποφέρει περισσότερο, πέφτει στις μεγάλες αντιφάσεις, είναι το πιο πλούσιο σε αντιθέσεις και δεν μπορεί να ελευθερωθεί παρά μόνο με τη φαινομενικότητα». Με έναν τέτοιο θεό ταυτίζεται ο Ντιεντονέ, αν εξαιρέσει κάποιος το στοιχείο της ηθικής ουδετερότητας, για να γίνει θεϊκός και ο ίδιος.

13 Δεκεμβρίου 2019
Ο Αντώνης Ξυραφάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Είναι απόφοιτος της Νοσηλευτικής σχολής του ΤΕΙ Αθήνας και του Προγράμματος Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει συγγράψει το βιβλίο "Η Σκιά του Στρατιώτη" το οποίο κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη του 2015 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. "Ο εφευρέτης" είναι το δεύτερο βιβλίο του. Πριν ασχοληθεί με την συγγραφή λογοτεχνικών έργων, παρακολούθησε τα μαθήματα δημιουργικής γραφή της Χριστίνας Οικονομίδου στο μικρό Πολυτεχνείο του Θράσο Καμινάκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου