Άβυσσος άβυσσον επικαλείται
Ελένη Γκίκα
ΑΩ εκδόσεις
Ωστόσο αντέχεται η οδύνη; Πίσω από αυτό το ερώτημα κρύβεται όλη η πρόσφατη
ποιητική κατάθεση της Ελένης Γκίκα. Ίσως γιατί μέσω της ποίησης είναι δυνατή
μια απάντηση, όσο αντέχει η οδύνη να γραφεί και, ακόμη περισσότερο, όσο αντέχει
να δει τον εαυτό της στον καθρέφτη, έστω και με θολό, χιμαιρικό είδωλο. Έχει η
Ελένη Γκίκα το προσωπικό της μερίδιο στη χίμαιρα, να μπορεί να αντιμετωπίζει με
ιδιαίτερο σθένος (της το δίνει άραγε η τριβή της με τον ποιητικό λόγο;) κάθε
διάψευση, κάθε απώλεια, κάθε νέα απόχρωση του σκοτεινού μαύρου, και να το
μεταπλάθει σε λόγο με διττή τη δυνατότητα της ιαματικής δράσης: προς τον εαυτό
της αρχικά και κατόπιν προς τον αποδέκτη. Καθόλου τυχαία στην προμετωπίδα ο στίχος του Ελύτη από τον Μικρό Ναυτίλο μοιάζει να «προλογίζει» τη
συλλογή: Αυτή την ψυχή τη λέω αθωότητα./
Κι αυτή τη χίμαιρα, δικαίωμά μου. Ο ποιητικός λόγος της Ελένης έχει κάτι
από την αχλύ μιας χίμαιρας, έτσι που προσεγγίζει το ανέφικτο, την ησυχία της
ψυχής, με την επίγνωση πως οι θλίψεις
τελειωμό δεν έχουν – άλλωστε ο τίτλος της συλλογής (Άβυσσος άβυσσον επικαλείται, Ψαλμοί,
41) εκεί ακριβώς παραπέμπει, στην ατελείωτη
σειρά των θλίψεων, με το σκοτάδι να εναλλάσσεται με νέο σκοτάδι. Η σκοτεινιά στη σκοτεινιά/ Και η πληγή στην
πληγή, θα πει η ποιήτρια.
Προσωπική ποίηση (Όλοι οι δρόμοι, βλέπεις,/ χαράζονται εντός// Ακόμα και οι αδιάβατοι)
με έντονο βιωματικό βάθος, που υπερβαίνοντας το ιδιωτικό τοπίο κατορθώνει με
την ευαισθησία της να μας αγγίξει όλους. Μέσα στους στίχους της ο έρωτας, στο
κέντρο της θεματικής αυτών των ποιημάτων, αποκτά την άυλη υπόσταση του
ανεκπλήρωτου, ωστόσο ζωντανού στη μνήμη, ακόμα και στην αφή, σαν ένα άγγιγμα
φευγαλέο, χιμαιρικό (Γεράσαμε/ Κι ακόμα
ονειρεύεται ο ένας τον άλλον). Στη βίωση αυτής της απώλειας η ποίηση στρέφει
προς τα ενδότερα για να ανακαλύψει εκεί όχι τη λύση μα τη δυνατότητα: Μια νοσταλγία/ για εκείνο/ που ίσως/ ποτέ
δεν έρθει// Η εκδοχή του εν δυνάμει. Κι αυτό, νομίζω, είναι το πιο
συνταρακτικό, η επίγνωση δηλαδή πως ούτε κι έτσι, με τον ποιητικό τρόπο, θα
ιαθεί το τραύμα· το μόνο που μπορεί να δώσει η ποίηση είναι η αναζήτηση μιας
δυνατότητας. Σκληρή αλήθεια, που πάλι ποιητικά αντιμετωπίζεται.
Ποιήματα που ακολουθούν ένα ημερολόγιο δύο μηνών που αποκορυφώνουν στον Σεπτέμβρη με πολλές καταγραφές, προσωπικές αποτυπώσεις στο χαρτί, που θέλουν να μοιραστούν, μήπως έτσι κοπεί σε πολλαπλά διαφορετικά κομμάτια η θλίψη. Η ποιήτρια σχολιάζει τη γραφή της αποκαλύπτοντας τις σκοτεινές της γωνίες: Ένας ακόμα κύκλος με θεοσκότεινο Φως. Στο οξύμωρο αυτό, με την επιφανειακή αντίφαση στη συνύπαρξη των δύο λέξεων, εν συνόψει όλος ο ποιητικός κόσμος της Ελένης, σαφής απόηχος μιας ανάλογης ζωής με την αναζήτηση του φωτός να προσκρούει σε μια διαρκή ματαίωση των ελπίδων, σε συγκυρίες που καταργούν το όνειρο, ωστόσο να παραμένει φως, περισσότερο οδύνης παρά ελπίδας.
Θα
μπορούσε αυτή η πρόσφατη συλλογή να θεωρηθεί μια ειλικρινής εξομολόγηση, ένας
ποιητικός απολογισμός ζωής, ποιητικός ίσα ίσα για να αντέχεται. Και αλήθεια,
όταν ο κατασταλαγμένος πόνος βρίσκει τα γραμμένα λόγια, τότε μοιάζει να κλείνει
ένα κεφάλαιο ζωής. Γράφει η ποιήτρια: Τα
ποιήματα είναι σαν την αστραπή./ Εκεί που είχε χρόνια να βρέξει,/ ξαφνικά κάτι
σε σπλαχνίστηκε/ κι ανοίξαν οι ουρανοί./ Κι ό,τι ήταν να γίνει/ μέσα σε ένα;/ δυο
μήνες;/ Έγινε. Όσο κρατά μια αστραπή./ Όλη μας η ζωή/ σ’ ένα Σεπτέμβρη
(«Αποχαιρετώντας έναν κύκλο ζωής»).
Αλλά ταυτόχρονα
και μια ώριμη, αν και εν απογνώσει, θεώρηση της ερωτικής σχέσης, που έχει τα
δικά της μέτρα και σταθμά, που δεν ορίζεται από τον χρόνο, που δεν καταργείται
με την απουσία της ζωής, καθώς με τη δική της δυναμική μπορεί ακόμη και τον
θάνατο να περιγελά, να τον ξεπερνά.
Ίσως πέρα
από τις παραπάνω αναγνώσεις, εμφανής εδώ η ανάγκη να ορισθεί χωροταξικά η
άβυσσος (Έχει κι η άβυσσος τη χωροταξία
της), με την αρωγή (πώς αλλιώς;) της ποίησης. Η ποιητική αυτή αντανάκλαση
της αβύσσου την καθιστά έστω και για λίγο ορατή. Και είναι τότε που η ποίηση,
μέσα από αυτό το ελάχιστο φως που διασπά το πηχτό σκοτάδι, αποκτά απρόσμενη
δύναμη. Η έσω άβυσσος ενσωματώνεται στο χάος που την περικλείει, η γραφή
μεταποιείται σε δυνάμει ιαματικό βάμμα, η ζωή αντέχεται λίγο περισσότερο.
Τα σχέδια
της Φωτεινής Χαμιδιελή, σε μια έκδοση εξαιρετικής αισθητικής, αποτυπώνουν με
ελλειπτικό τρόπο το πένθος των ποιημάτων, με το κόκκινο και το μαύρο χρώμα, με
το σμίξιμο των δύο προσώπων στη ζωγραφιά που «αγκαλιάζει» ενιαία, σε εξώφυλλο
και οπισθόφυλλο, το βιβλίο. Αυτό το σμίξιμο σχολιάζει η ποιήτρια,
«συνομιλώντας» έτσι με την εικαστική παρέμβαση της ζωγράφου: Έτσι τους φανταζόμαστε/ τους εραστές/ Πάντα
μόνους τους/ κι ας μας ζωγράφιζε/ η Φωτεινή/ τον ένα/ κουρνιασμένο στο λαιμό/
του άλλου («Γίναμε ένα»).
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου