4Χ4
Ποιήσεις #3
Χλόη Κουτσουμπέλη
Ηρώ Νικοπούλου
Λιάνα Σακελλίου
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου
ΑΩ εκδόσεις
Όσο κι αν η τέχνη γενικότερα (και ακόμη περισσότερο η
ποίηση) έχει ως εγγενές της χαρακτηριστικό τη μοναχικότητα, είτε αυτή αφορά την
έμπνευση είτε την εσωτερική απολαβή του συντελεσμένου έργου ή ακόμη και την
κάπως εγωιστική ανάπαυση πάνω σε προσωπικές δάφνες, συναντάμε καμιά φορά την
επιθυμία μιας από κοινού ποιητικής κατάθεσης. Είναι τότε που η ποίηση
λειτουργεί χωρίς ίχνος οίησης, με το μερίδιο της συνευθύνης που αναλογεί σε
καθένα από τους συμμετέχοντες. Μια τέτοια προσπάθεια έχει ξεκινήσει ο ποιητής
Αντώνης Σκιαθάς, δημιουργώντας τη σειρά «Συναντήσεις παντός καιρού – 4Χ4» στις
καλαίσθητες εκδόσεις ΑΩ. Ήδη βρισκόμαστε στην τρίτη ποιητική συνάντηση, αυτή τη
φορά με τη συμμετοχή τεσσάρων σημαντικών ποιητριών, της Χλόης Κουτσουμπέλη, της
Ηρώς Νικοπούλου, της Λιάνας Σακελλίου και της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου. Η κάθε
μία από τις ποιήτριες έχει ήδη το προσωπικό της έργο και τη δική της αξία να
επιδείξει. Εδώ, θα τις συναντήσουμε, με το δικό της ύφος και τη δική της
θεματική η κάθε μία, σε μια σπουδαία συνύπαρξη.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη με Τα Άλλα, όπως τιτλοφορεί τη δική της συμμετοχή, γράφει μια ποίηση
απολύτως προσωπική, στρέφοντας το βλέμμα στον ιδιωτικό της χώρο για να μιλήσει
για το μοναχικό εσωτερικό τοπίο, όταν κάποιοι κατ’ ανάγκη αποχωρούν (Όταν η πόρτα κλείσει,/ μετά το ξεπροβόδισμα/
και τις αγκαλιές,/ το σπίτι γέρνει παράξενα κουτσό) ή όταν (μεγαλύτερη και
βαθύτερη η μοναξιά εδώ) κάποιοι οριστικά
αποχωρούν (Όταν τα παιδιά φεύγουν απ’ το
σπίτι/ πίσω μένουν τα Άλλα,/ αυτά που καταβρόχθισε το λαίμαργο στόμα μιας
θάλασσας,/ αυτά που μια καμπουριασμένη γριά με ένα ψαλίδι/ αναίτια έκοψε το
νήμα τους). Τότε το σπίτι παύει πλέον να μοιάζει με καταφύγιο, έτσι όπως οι
μνήμες ολοένα και περισσότερο καταλαμβάνουν τον χώρο του. Η Κουτσουμπέλη στο
γνώριμο ύφος της ξεκινά από τις απτές και καθημερινές εικόνες για να τις μεταποιήσει
με τα στοιχεία του πάντοτε ιαματικού και σωτήριου «παραμυθιού», όπως η ίδια το
εννοεί, με τις φιγούρες της μυθοπλασίας (αγαπημένες
φίλες) να συντρέχουν στη μοναξιά της. Η θεματική στα είκοσι ποιήματα (δύο
από αυτά επιμερισμένα σε πέντε) αγγίζει το πανάρχαιο ερώτημα κάθε θνητής
ύπαρξης, το αναπάντητο, ποιος ελέγχει τη ζωή και τον θάνατο, τη μοίρα του
ανθρώπου. «Μου ξέφυγε θηλιά» αναφώνησε η
Κλωθώ./ «Υπάρχει τυχαιότητα, λοιπόν;» ρώτησε η Λάχεσις και τράβηξε έναν μαύρο
λαχνό απ’ το καπέλο./ «Μόνο αυτό το τεράστιο ψαλίδι» δήλωσε κατηγορηματικά η
Άτροπος./ «Κορίτσια φλυαρείτε και σπάτε την γραμμή παραγωγής», μάλωσε ο Άδης.
Η Ηρώ Νικοπούλου στα δικά της Στεγασμένα και Υπαίθρια, είκοσι πέντε ποιήματα (Δεκαπέντε ποιήματα
από την ενότητα Χειμέρια Νάρκη /Ένα
Βεστιάριο και δέκα ακόμη ποιήματα) ακολουθεί την εικονοπλασία για να
αποδώσει μια δική της αίσθηση μοναξιάς. Παρατηρεί τα ζώα, που σαν κομμάτια της ψυχής μας μάς ψάχνουν,
κάπου να ακουμπήσουν τη δική τους
μοναξιά, τη δική τους αθωότητα (Τα σκυλιά
κοιτούν πάντα στα μάτια/ Κάτι μας φανερώνουν επίμονα/ ώς την Πιετά/ όταν αθώα
πεθαίνουν στην αγκαλιά μας («Τα σκυλιά»). Ποίηση μιας ιδιαίτερα ευαίσθητης
ματιάς, που απομονώνει από όσα βλέπει γύρω της αυτά που αξίζει να βάλει μες στο
ποίημα, σκηνές καθημερινότητας, μέσα από τις οποίες φέρνει στην επιφάνεια και
αναδεικνύει ένα απρόσμενο βάθος. Έτσι,
γράφει, για παράδειγμα, το έξοχο ποίημα «Εμμαούς», μια προσέγγιση της θεότητας με τον πιο
ανθρώπινο τρόπο, μέσα από τα πιο απλά λόγια, έτσι όπως μόνο η καλή ποίηση
μπορεί. Απ’ της κουζίνας το μισάνοιχτο
παράθυρο/ φάνηκε ο δρόμος για Εμμαούς/ γυρνούσες κάθε τόσο κι έσπερνες κλεφτές
ματιές/ ξεθωριασμένος μου φάνηκες πολύ […] κι όμως έχω μια θύμηση αμυδρή/ περπάτησα κάποτε μαζί Σου. Ολοκληρώνοντας
τη δική της συμμετοχή, η Νικοπούλου, σε μια εξομολογητική διάθεση απέναντι στην
ποίησή της θα μιλήσει με ακρίβεια: Αυτές οι
λέξεις φτάνουν/ ίσα να βγει/ η δύσπνοια της νύχτας […] Μόνο θα χαράζω επίμονα/ σε χοντρά λεξικά σβησμένα/ τα δύσκολα ονόματα
του κόσμου/ απ’ όταν αγαπήθηκε. («Δύσκολα»).
Η Λιάνα Σακελλίου με δεκατρία ποιήματα (κάποια μικρά
και κάποια εκτενή) στη δική της συμμετοχή (Σκιασμών)
δημιουργεί μια ατμόσφαιρα που ισορροπεί ανάμεσα στο πραγματικό και στο
φανταστικό, όπως ο ποιητικός λόγος γνωρίζει να μεταλλάσσει τις δύο όψεις ενός
και του αυτού, στην ουσία, καθόσον προσωπική πάντα η εκδοχή του αληθινού και
ακόμη πιο προσωπική η είσοδος στο όνειρο. Η Σακελλίου μάς προσκαλεί να
εισχωρήσουμε σε έναν ποιητικό κόσμο, όπου όλα τα παράξενα γίνεται να
συνυπάρξουν, μέσα από αιφνιδιαστικές αλλαγές του σκηνικού, μέσα από
παιχνιδισμούς των λέξεων. Ποίησή ανατρεπτική και πρωτότυπη. Μένω στο ποίημα
«Επόησεν», στο οποίο η γραφή πατάει πάνω στα «Ποιήματα της Περγάμου» του
Γερμανού ποιητή Gerhard Falkner, όπως παρουσιάστηκαν στο Μουσείο Περγάμου του Βερολίνου ερμηνευμένα από Γερμανούς ηθοποιούς,
μέλη του Schaubühne Theater. Έτσι,
λειτουργεί η «συνομιλία» ανάμεσα στους ποιητές αλλά ταυτόχρονα προτείνεται μια
συναρμογή των τεχνών, ώστε το αποτέλεσμα να είναι μια καινούργια ποιητική
πρόταση. Φέρνει την αθωότητά του στο
Βερολίνο/ ένας νέος ονόματι Απόλλων/ συνομιλεί με κάθε αιχμάλωτη ψυχή,/ σε
κεντρική αίθουσα της Αθήνας μιλά ο Σεμπάστιαν/ ηδονικό το στόμα, δασύτριχο το
στέρνο,// η κάμερα κεντράρει στον κρόταφο, στο αυτί, στο μάτι,/ του τεμαχίζει
το ακόντιο,/ τον αντιστρέφει./ Τώρα εκπνέει σαν το πετάρισμα του Ικάριου
φτερού/ χωρίς στέφανο, λύρα, ρόδι./ Χωρίς αίμα. («ΙΙΙ. Απόλλων, Επόησεν»).
«Σημειωματάριο της Κακής Υγείας» ονομάζει τη δική της
ποιητική συμμετοχή η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, με υπότιτλο «Μία σύνθεση για την
αβέβαιη υγεία σε θέμα και παραλλαγές». Είκοσι τέσσερα ποιήματα, όσα και τα
γράμματα της αλφαβήτου που τα τιτλοφορούν, με είκοσι τέσσερις στίχους το
καθένα, κατά την προσφιλή πλέον επιλογή της ποιήτριας να θέτει αυτό το όριο στα
περιεκτικά όλης της νοηματικής ουσίας ποιήματά της. Απέναντι σε έναν εσωτερικό προσωπικό «εχθρό»
η Χριστοδούλου επιλέγει λέξεις «κλειδιά» για να ξεκλειδώσει αποκαλυπτικά τον
πόνο, την ανησυχία, το άχθος της κακής υγείας, την αδυναμία πίστης σε μια άνωθεν
άυλη και ανυπόστατη βοήθεια. Από την κάθε μία λέξη τραβά και ανασύρει ένα
γράμμα σημαδιακό, που στη δική της ματιά έχει τη δύναμη να συνοψίσει το ανάλογο
συναίσθημα, όπως για παράδειγμα το γράμμα Π από τη λέξη Παγετός: Η σιωπή θα είναι κάτι βρώσιμο,/ Σφίγγεις τα
χείλη για να την καταπιείς/ Όπως το πι από τη λέξη «Παγετός»,/ Πάλλεται η γλώσσα
αλλά δεν ακούγεται/ παρά ένα στραπατσαρισμένο φτερό. («Π»). Ποίηση που έχει
τη δύναμη και δεν φοβάται να εκτεθεί, αφήνοντας ανοιχτή την είσοδο για να
περάσει όποιος τον πόνο εννοεί. Η Χριστοδούλου στην ωριμότερη ώς τώρα θέαση της
τέχνης της, πρόσωπο με πρόσωπο. Μια ποιητική σύνθεση που εκκινεί από το Α του
«Άθεου» για να καταλήξει στο Ω της λέξης «Αγαπώ». Πληρότητα!
Ένα σπάνιας αξίας συλλογικό έργο, με τέσσερις
ποιήτριες να καταθέτουν η κάθε μία ένα έργο ξεχωριστό, μια «συνομιλία» ποιητική
από τις πιο σπουδαίες.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου