Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Ρηχό νερό, σκιές Άκης Παπαντώνης εκδόσεις Κίχλη η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress


Ρηχό νερό, σκιές

Άκης Παπαντώνης

εκδόσεις Κίχλη
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/papantonis-akis-kichli-richo-nero-skies-dimitriadou?fbclid=IwAR0ZWQjb6GT3jCUeOtaZ7GbWHeewR9yyg4zKcVpFhzATCjm4qnaSU6fvpu0




τα ρηχά νερά της πραγματικότητας
Πόσο ρηχή μπορεί να είναι η πραγματικότητα που ορίζεται ως παρόν; Κι ας φαίνεται να περικλείει το άπαν του κόσμου μας. Στιγμές μονάχα είναι, μηδαμινής χρονικής έκτασης, έτσι όπως χάνονται αν δεν προφτάσουμε να τις αποτυπώσουμε ως βιώματα. Το γεγονός καταγράφεται, ωστόσο είναι πολύ μοναχικό, αν το δούμε αποκομμένο από το παρελθόν του αλλά και από τα μελλούμενα που θα σύρει αναπόφευκτα μαζί του. Το πριν και το μετά ενός γεγονότος. Πόσο πριν αλήθεια πρέπει να πάμε για να δούμε όσα δεν προβλέψαμε, κι ας ήταν ορατά τα σημάδια στον ορίζοντα; Αλλά και πόσο μετά μπορούμε να φανταστούμε την πορεία μας με το φορτίο του σημαδιακού γεγονότος στις πλάτες μας;
Ο Άκης Παπαντώνης μετά την εντυπωσιακή του πρώτη εμφάνιση με τη νουβέλα Καρυότυπος (Κίχλη, 2014) έρχεται με το σπονδυλωτό μυθιστόρημά του να μας οδηγήσει ξανά σε ένα τοπίο παράδοξου ρεαλισμού. Στον Καρυότυπο επρόκειτο για ένα εργαστηριακό περιβάλλον, μέσα στο οποίο ο ήρωας έψαχνε τις απαρχές της δικής του ζωής. Υπαρκτό και αληθινό σκηνικό, ωστόσο με μια παράξενη, απρόβλεπτη προσέγγιση. Στο μυθιστόρημα Ρηχό νερό, σκιές ο πυρήνας της ιστορίας είναι τραγικά αληθινός. Το σκηνικό όμως και η αύρα της ιστορίας αποπνέει μια ακινησία. Κάτι σαν στάσιμο νερό μιας λίμνης που καθρεφτίζει απόντα πρόσωπα. Δεν θα μπορούσε, ωστόσο, να αποδοθεί με ευκρινέστερα και ευστοχότερα συγγραφικά υλικά η ζωή γύρω από το γεγονός που αποτέλεσε την αφορμή για να γραφεί το βιβλίο.
Ξημερώματα της 26ης Απριλίου του 1986. Η έκρηξη του αντιδραστήρα Νο. 4 του πυρηνικού σταθμού παραγωγικής ενέργειας «Β. Ι. Λένιν». Γνωστό το γεγονός, χαραγμένος στη μνήμη ο πανικός που ακολούθησε, η αμφιβολία για την ασφάλεια των γειτονικών χωρών, αφού τα ραδιενεργά στοιχεία βοηθούντων των ανέμων διανύουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να επικαθήσουν στο έδαφος. Αυτό που λιγότερο σκεφτόμασταν τότε (επηρεασμένοι από την ανησυχία για τη δική μας επιβίωση) ήταν οι κοντινές περιοχές στο ατύχημα. Ο Παπαντώνης θα δομήσει την πλοκή της ιστορίας του εστιάζοντας στην πόλη Πρίπιατ, που ιδρύθηκε το 1970, ως πυρηνική, κλειστή  πόλη για να εξυπηρετήσει τον κοντινό σταθμό πυρηνικής ενέργειας του Τσερνόμπιλ. Έφθασε να έχει πληθυσμό περίπου 50.000, μέχρι τη στιγμή που εκκενώθηκε, το απόγευμα της 27ης Απριλίου 1986, την επόμενη μέρα της καταστροφής του Τσερνόμπιλ. Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι που ένιωσαν πάνω τους κυριολεκτικά τις συνέπειες μιας πυρηνικής έκρηξης;
Ο Παπαντώνης θα πλησιάσει μυθοπλαστικά τέσσερις οικογένειες και θα δείξει τους χρόνους (το πριν, το τότε και το μετά) που έγραψαν στη ζωή τους και την άλλαξαν για πάντα. Οι προσωπικές αναμνήσεις των ηρώων της ιστορίας (στην ουσία τέσσερις ιστορίες που συμπορεύονται) πάνε πίσω στον χρόνο· κυρίαρχες αρχικά, δεν επιτρέπουν τη συνειδητοποίηση του τι συμβαίνει – συχνά αρνούμαστε να εννοήσουμε τις πραγματικές διαστάσεις ενός γεγονότος, όταν μας συναντά απρόσμενα. Γιατί η ζωή έχει τη δική της λογική, έχει τη μνήμη που επαναφέρει ξανά και ξανά τις εικόνες της και καμιά φορά δεν έχει χώρο για τα καινούργια που συμβαίνουν. Όταν έρθει η ώρα της συνειδητής παρέμβασης στα χρονικά διαστήματα, ίσως είναι πολύ αργά.
Δεν έχει σημασία όμως τι θα θυμόταν και τι όχι, άλλωστε τα χρόνια κυλούν σαν νερό και η μνήμη δεν είναι παρά ένα αστείρευτο πηγάδι ψέματα.
Η συλλογική μνήμη ενός λαού που πέρασε από τη βία δύο παγκοσμίων πολέμων (η πρώτη γενιά είχε αφηγηθεί πολλά, η δεύτερη έχει να μεταφέρει δικά της επίσης πολλά), άνθρωποι που πίστεψαν πως η ζωή τους, όπως τους την παρουσίαζαν, ήταν εξασφαλισμένη τουλάχιστον ως προς τις βασικές βιοτικές ανάγκες, πίστεψαν και τους ιθύνοντες που τους μίλαγαν για τα ασφαλή μέτρα που λαμβάνονταν, ώστε ποτέ να μην κινδυνεύσουν από τη γειτνίασή τους με τη ραδιενέργεια.  Η τρίτη γενιά δεν ήθελε να ξέρει τίποτα από αυτά· όπως πάντα συνεχίζει αμέριμνη την καθημερινότητά της, ώσπου να καταργηθούν όλα μεμιάς.
Ο Παπαντώνης έχει επικεντρώσει το ενδιαφέρον του όχι στο ατύχημα αυτό καθεαυτό αλλά στην ανθρώπινη παρουσία, στους εκ των πραγμάτων αυτόπτες μάρτυρες της καταστροφής, αυτούς που μόνον ως συνολικό αριθμό θυμάτων κατέγραψε η επίσημη εκδοχή της ιστορίας: από το ατύχημα πέθαναν επιτόπου δύο από τους εργάτες του σταθμού. Μέσα σε τέσσερις μήνες, από τη ραδιενέργεια και από εγκαύματα λόγω της θερμότητας, πέθαναν 28 πυροσβέστες που έσπευσαν στο χώρο του ατυχήματος και διαπιστώθηκαν 19 επιπλέον θάνατοι ως το 2004. Επιπλέον, υπολογίζεται ότι επηρεάστηκε η υγεία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων εξαιτίας της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος με ραδιενέργεια. Οι ποσοστιαίες αυξήσεις των καρκίνων ήταν άνω του 15% στους πληθυσμούς που εκτέθηκαν, με χιλιάδες θανάτους από καρκίνο και λευχαιμία να συνδέονται με το ατύχημα. Νούμερα μόνον. Ωστόσο, η Σβέτα, ο Βάνια, ο Μαξ, ο Βιτάλι, Ιρίνα, ο Ντμίτρι, ο Πέτια, η Ρεγγίνα, η Ρεβέκκα ήταν πρόσωπα με όνομα και αληθινή ζωή – κι ας αποκτούν υπόσταση μόνο μέσα από τη μυθοπλαστική φαντασία του συγγραφέα.
Την ιστορία δεν τη γράφουν οι πεσόντες και οι μάρτυρες, Ρεγγίνα. Τη γράφουν εκείνοι που το ’βαλαν στα πόδια, οι αόρατοι, εκείνοι που δεν τους πρόσεξε ποτέ κανείς. Τη γράφουν όσοι επέζησαν για να τη διηγηθούν. […] Ποτέ δεν υπάρχει αρκετό σκοτάδι για να ξεφορτωθούμε το παρελθόν. Ούτε καν μετά το τέλος. Ποιος βγαίνει κερδισμένος όταν τα δέντρα χάνουν τα φύλλα τους; Ο χρόνος που θα ’ρθει; Ή μήπως ο χρόνος που χάθηκε; Όλο και κάποιοι θα ζήσουν σ’ αυτά τα δωμάτια μετά από εμάς. Όλο και κάποιοι θα τα γεμίσουν με τις φωνές και τα γέλια τους. όλο και κάποιοι θα ποτίσουν με το χνότο τους τους ψευτότοιχους.
Η εντελώς προσωπική γλώσσα του συγγραφέα (προσεγμένη όπως και στον Καρυότυπο) κατόρθωσε να δώσει την αίσθηση του αληθινού – κάπως έτσι θα φανταζόμασταν τον περιβάλλοντα χώρο του ατυχήματος, κάπως έτσι θα διαγράφονταν οι φιγούρες των προσώπων.

[…] φορούσαν και οι τρεις τους λευκά πουκάμισα και είχαν και οι τρεις τα μαλλιά κολλημένα στο μέτωπο, λες και αυτή η ομοιομορφία δήλωνε μια επιπλέον θλίψη·  
Με μια αποστασιοποίηση από τη ζωή, με έναν σκεπτικισμό ως προς την αξία των ουσιαστικών πραγμάτων, με μια απαξίωση για τη βία που ασκούν οι ίδιοι εθισμένοι στη βία που ασκείται έτσι κι αλλιώς πάνω τους.
Η Ρεγγίνα είχε αρπάξει το πουλί με το δεξί της χέρι, το καλό, το είχε καθηλώσει στο στρώμα και του είχε στρίψει τον λαιμό. [...] «Ας το αφήσουμε εδώ, στο περβάζι. Να μαραίνεται. Να καταλάβουν και τα υπόλοιπα πως δεν θέλουμε άλλη ομορφιά».
Αν το μυθιστόρημα του Παπαντώνη είχε χρώμα, αυτό θα ήταν το γκρίζο. Αν μπορούσες να το αγγίξεις, θα ένιωθες στην αφή το υγρό τοπίο του. Η φωτογραφία του εξωφύλλου είναι του συγγραφέα. Ακριβώς στα χρώματα της κλίμακας του γκρίζου που έχεις ως αίσθηση διαβάζοντας. Και με μια υγρασία που διαπερνά την εικόνα, όπως διαβρώνει τις λέξεις του κειμένου. Τα νερά εδώ είναι ρηχά· η σκοτεινιά του τοπίου δεν είναι από το ανύπαρκτο βάθος αλλά από τις σκιές που καθρεφτίζονται μέσα τους. Σκιές ανθρώπων που απώλεσαν το παρόν τους.

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου