Ο Καρυωτάκης στις μέρες μας
Ήχοι και απόηχοι από τη ζωή και το έργο του
Ευσταθία Δήμου – Χρύσα Φάντη
εκδόσεις Σμίλη
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικο Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Μια ενδιαφέρουσα σύμπραξη • Fractal
Μια ενδιαφέρουσα
σύμπραξη
Δύο πολύ σημαντικές φωνές
της λογοτεχνικής κριτικής, η Ευσταθία Δήμου και η Χρύσα Φάντη, εκτιμούν, η
καθεμία από τη δική της σκοπιά, μία από τις πιο εμβληματικές μορφές της
λογοτεχνίας μας, τον Κώστα Καρυωτάκη.
Η Ευσταθία Δήμου («Η απόκρυψη του ποιητή – Το σημείωμα αυτοχειρίας του Κ. Γ. Καρυωτάκη και οι ποιητικές του καταβολές») εστιάζει στο σημείωμα αυτοχειρίας του ποιητή, θεωρώντας το ένα είδος αυτοσχόλιου, προκειμένου να εντοπίσει μέσω αυτού, τα χαρακτηριστικά της ποίησής του, τις βασικές παραμέτρους που τον διαμόρφωσαν ως ποιητή. Έχει πάντοτε ενδιαφέρον αυτό που θα λέγαμε «το λίγο πριν», ό,τι δηλαδή αφήνει ο δημιουργός ως τελευταίο δείγμα της γραφής του, κυρίως αν έχει διαισθανθεί η, όπως στην περίπτωση του Καρυωτάκη, μελετήσει και προκαλέσει το τέλος του ως συνειδητή πράξη και όχι ως μοιραία άνωθεν επιλογή. Στο συγκεκριμένο μάλιστα σημείωμα σωστά η Δήμου επισημαίνει πως περισσότερο διαβάζουμε ένα «έργο» του ποιητή, στο οποίο περιγράφεται εν συνόψει η ζωή του, οι βαθύτερες επιθυμίες του και η οικτρή διάψευσή τους, που τον οδήγησαν σ’ αυτό που ο ίδιος ονομάζει «ατιμωτικό θάνατο». Με παιγνιώδες, ειρωνικό ύφος (χαρακτηριστικό της γραφής του) που, κατά τη Δήμου πηγάζει από την αίσθηση της ματαιότητας που τον διακρίνει, ως απότοκο και της ταραγμένης εποχής, ο ποιητής θα συνδιαλεχθεί με το δικό του ποίημα «Ιδανικοί αυτόχειρες», θα τονίσει την «αχαλίνωτη περιέργειά» του τη «νοσηρή του φαντασία», χαρακτηριστικά που προσέδωσαν στην ποίησή του ιδιαίτερη δυναμική. Θα δείξει πόσο βιωματικό ήταν το ποίημά του «[Είμαστε κάτι]», καθώς υποστηρίζει τον στίχο Μας διώχνουνε τα πράγματα, με τη φράση του σημειώματος «Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική». Ωστόσο, εξετάζοντας η Δήμου τη σχέση του ποιητή με την έννοια του κινδύνου, όπως τη διατυπώνει στο σημείωμά του, θα προτείνει να δούμε τη σαφή έλξη του προς τον θάνατο σε μια αντίστιξη με μια εξίσου έλξη του προς τη ζωή, η οποία όμως τον διάψευσε με τη σκληρή της πραγματικότητα. Στο συμπέρασμά της μελέτης της διαβάζουμε: «[…] αν ο αναγνώστης λάβει υπόψη ότι η ποίηση εντάσσεται μέσα στη περιοχή του πλασματικού ενώ το σημείωμα μέσα στην περιοχή του πραγματικού, τότε εύλογα βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα αν θα πρέπει να ερμηνεύσει την ποίηση του Καρυωτάκη με βάση τα δεδομένα του σημειώματος, επομένως και της ζωής του δημιουργού, ή αν θα πρέπει να θεωρήσει το κείμενο της αυτοχειρίας υπό το πρίσμα της λογοτεχνικής δημιουργίας που αναπαράγει και αναπαράγεται πάνω στη βάση των καλλιτεχνικών, αισθητικών και ιδεολογικών αρχών του ποιητή».
Η Χρύσα Φάντη («Κ. Γ. Καρυωτάκης,
Ελεγεία και Σάτιρες - Το στοιχείο της ειρωνείας στην ποίηση του
Καρυωτάκη – Αντικατοπτρισμοί και συγγένειες με σύγχρονους Έλληνες ποιητές»),
εστιάζει σ’ αυτή τη συλλογή του ποιητή για να δείξει πώς κυρίως αυτή επέδρασε
δραστικά στην ποίηση από τότε και μέχρι σήμερα, δίνοντας ποιήματα καρυωτακικού
ύφους, παρόμοιας θεματικής, όλα διανθισμένα από ειρωνεία, αυτοσαρκασμό και
σαρκασμό. Καθόλου τυχαία η επιλογή της τρίτης και τελευταίας συλλογής του, ένα
χρόνο πριν την αυτοχειρία του, καθώς σ’ αυτήν ο ποιητής ανανεώνει το ύφος του,
αφήνοντας τον ακραίο του πεσσιμισμό να διεμβολισθεί από την ειρωνεία και τη
σάτιρα, προσδίδοντας έτσι στη γραφή του μια νέα σαφώς πνοή, οδηγώντας ωστόσο
αναπόφευκτα στο τέλος του· η ειρωνική, αυτοσαρκαστική στάση απέναντι σε μια ζωή
που διαρκώς τον διαψεύδει, αποτελεί ένα απώτερο στάδιο αυτοσυνειδησίας, πέρα
από το οποίο και η παραμικρή ελπίδα σβήνει. Η Φάντη επιλέγει από τους
σύγχρονους εκπροσώπους της ποίησης μια πληθώρα ποιητών και ποιητριών στους
οποίους αναγνωρίζονται τα ίχνη της καρυωτακικής επίδρασης όχι ως απλή μίμηση
αλλά ως έρεισμα για να ειπωθεί η δική τους στάση απέναντι στο πρόβλημα της
ποίησης όσο και να δειχθεί η συνειδητή τους τοποθέτηση μέσα στο κοινωνικό
οικοδόμημα, τονίζοντας το δύσκολα συμβατό της ανθρώπινης ελευθερίας με τις
δεδομένες κοινωνικές επιταγές. Τεκμηριώνοντας μέσα από ποιητικά τους
αποσπάσματα, διακρίνει τον τρόπο που διαφοροποιούνται οι διαφορετικές γενιές
(πολύ ενδιαφέρουσα η διάκριση αυτή) επισημαίνοντας πως κυρίως στους νεότερους
εξ αυτών επιβιώνει η στάση απέναντι στις καταπιεστικές εξουσίες, τον
παραλογισμό της γραφειοκρατίας, αλλά και ο προβληματισμός για την ουσία της
ύπαρξης και την έλλειψη ουσιώδους νοήματος της ζωής.
Και οι δύο ερευνήτριες
παραθέτουν στο τέλος του κειμένου τους ικανή βιβλιογραφία, που αφενός
αποδεικνύει την κοπιώδη εργασία τους και την εμβριθή μελέτη τους, αφετέρου
παρέχουν στον αναγνώστη αντικείμενο έρευνας λαμπρό. Άλλωστε, είναι σημαντικό
σήμερα να ασχολείται η κριτική και η δοκιμιογραφία με την ποίηση του Καρυωτάκη,
γεγονός που δείχνει πόσο κάρπισε ο σπόρος που έσπειρε με τον ποιητικό του τρόπο
αλλά και με τη συνακόλουθη αυτοχειρία του. Σημαντική επίσης η συνέργεια των δύο
κριτικών, η συνύπαρξη σε μία έκδοση δύο κειμένων που με την οπτική τους, τη
διαφορετική θεματική τους, φωτίζουν ένα τοπίο ακόμη ανοιχτό σε συζήτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου