ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ
Η Ελληνικότητα·
με αφορμή το ‘οχιναιλέγοντας’
Μιλώντας τις προάλλες για το ‘οχιναιλέγοντας’
που πολύ σ’ εντυπωσίασε και σκέφτεσαι να το μεταφράσεις για να εκδοθεί στα
γερμανικά και να παιχτεί σε κάποιο θέατρο εκεί, αναρωτήθηκες μια στιγμή αν
είναι τόσο χαρακτηριστικά ελληνικό· σαν κάποια άλλα σημαντικά έργα που αμέσως
δείχνουν τη σφραγίδα της χώρας που τα γέννησε και αντιπροσωπεύουν άλλες
κοινωνίες. ‘Να· είπες, κοίτα ο Λόρκα, ο Φλωμπέρ, ο Γκαίτε.’ Δεν σου απάντησα τίποτε,
γιατί δε μ’ απασχόλησε ποτέ αν και πόσο είμαι Έλληνας και τι σόι ταυτότητα
έχουν αυτά που γράφω. Το σκέφτομαι ωστόσο: Είναι ένα θέμα αν όντως το ‘οχιναιλέγοντας’ είν’ ένα έργο καθαρά
ελληνικό κι αν μπορεί μόνο του να γίνει η αιχμή του δόρατος που θα περάσει μες
στις ψυχές των ξένων που θα το διαβάσουν ή θα το δουν να παίζεται, διαλύοντας ίσως
την εσφαλμένη εικόνα που υπάρχει για την Ελλάδα, πολλές δεκαετίες τώρα.
Αρχικά -τελείως σχηματικά αν θες- εγώ λέω
πως γι’ αυτόν τον σκοπό αρκεί να είναι ένα έργο που με ειλικρίνεια να λέει τα
δικά του και συνάμα ν’ αρέσει: Μόνο και μόνο γιατί είναι έν’ αληθινό
δημιούργημα· ένα καλό έργο, κι όχι κατ’ ανάγκη γιατί έχει πιστοποιητικό δήθεν
ελληνικότητας. Όχι γιατί το βαφτίζουμε έτσι και το σπρώχνουμε από εκατό μεριές
για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του, το φουσκώνουμε όσο πάει και του
κρεμάμε διάφορα λιλιά -ιστορικά, τουριστικά, φολκλορικά κι ό,τι άλλο βάζει ο
νους σου- ζητιανεύοντας, σαν πτωχοί συγγενείς, το ενδιαφέρον του αναγνώστη ή
του θεατή.
-Σύμφωνοι· μα το ‘οχιναιλέγοντας’ δεν έχει καμίαν άμεση αναφορά σε τίποτε το ελληνικό!’
θα έλεγε κάποιος.
Είναι μια πρώτη αντίρρηση. Αντίρρηση που
θα μπορούσε να είναι σοβαρή αν μείνουμε εκεί, στην επιφάνεια. Πράγματι· πώς
είναι δυνατό να ονομάσει κανείς γνήσιο τέκνο μιας χώρας, κάποιο έργο που δεν
δίνει κανένα φανερό στοιχείο τής ταυτότητάς του; Πούθε ξεφύτρωσε, τι
παριστάνει;
Αν και δεν είναι ακριβώς έτσι, δεν
συμφωνώ. Δεν συμφωνώ επειδή δεν δέχομαι πως η ελληνικότητα εκφράζεται μέσα απ’
αυτά τα ξώπετσα που είπα πιο πάνω και που για μένα, έτσι όπως έχουν
χρησιμοποιηθεί κατά κόρον, δεν είναι παρά σκουπίδια για πέταμα. Και ξέρω πολύ
καλά, πως αν ήμουν εγώ ο ίδιος ένας σοβαρός Δυτικός· Άγγλος Γάλλος Ισπανός, Γερμανός,
Ιταλός, δεν θα με ενδιέφεραν διόλου. Θα μ’ έκαναν μάλιστα να χαμογελάσω
συγκαταβατικά μια φορά, δυο, τρεις, κι ύστερα θα εδραίωναν μέσα μου την
πεποίθηση πως οι νεοέλληνες είναι απλώς καθυστερημένοι.
Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, κανένας
σοβαρός άνθρωπος δε νοιάζεται -και πολύ καλά κάνει- ούτε για τον ‘Ζόρμπα δε
γκρηκ’· σουβλάκι συρτάκι μπουζούκι
τζατζίκι, ούτε για την Ψωροκώσταινα, ούτε για τη χούντα και τις φαντασιώσεις
διαφόρων ανερμάτιστων, δήθεν αντιστασιακών:
…«ΑΔΕΛΦΙΑ ΖΕΙΤΕ ΕΣΕΙΣ ΜΑΣ ΟΔΗΓΕΙΤΑΙ»...
Αν αυτό μόνο είναι η Ελλάδα· τότε να πάει
να πνιγεί!
Πολύ συνειδητά, χρόνια τώρα, μ’ έχουν
απασχολήσει βασανιστικά όλ’ αυτά. Κι εντελώς φυσικά έχω βρει έναν άλλο δρόμο·
μέσα μου πριν απ’ όλα.
Δεν θα κάτσω βέβαια ν’ αναλύσω τώρα θεωρητικά,
γιατί είμαι Έλληνας και τι σημαίνει αυτό· δεν είν’ αυτός ο στόχος μου. Θα πω
μονάχα ότι ξέρω πώς εκφράζεται μέσα μου η εμπειρία βίου την κάθε στιγμή. Πώς
μετουσιώνεται ο αέρας που ανασαίνω και γίνεται ζωή. Κι επειδή δεν είμαι διόλου
ρατσιστής, ούτε σχηματικός δογματικός, δεν θα πω ότι νοιώθω πως είμαι ο υπέροχος
Έλληνας, ο παλιός των ημερών, ο καλύτερος όλων. Θα πω όμως, πολύ σεμνά και
αποφασιστικά, πώς το έχω κάνει πράξη αυτό και το έδωσα σε ό,τι έχω γράψει. Και
μια απ’ τις πιο κρυφές κι όμορφες χαρές τής ζωής μου ήταν όταν κάπου στη
Χαϊδελβέργη, σε μιαν ανάγνωση για τα ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ στα γερμανικά -τα
‘Zwölf und eine Lüge’- ο εντελώς άγνωστός
μου τότε κλασικός φιλόλογος, καθηγητής Günter Dietz, καθώς άκουγε το
κείμενο χαμογελούσε με νόημα κάθε τόσο και δάκρυζε και παθιαζόταν σα μωρό παιδί
κι έλεγε πόσο γνήσια ελληνικό είναι το έργο αυτό· χωρίς να
έχει πουθενά, απολύτως καμιάν άμεση αναφορά στην Ελλάδα. Ούτε καν ένα όνομα σε
όλο το βιβλίο: Μόνο και μόνο έτσι που είναι γραμμένο και μεταδίδει εμπειρίες ζωής. Πιστεύω πως αυτό είναι το πιο σημαντικό
για κάθε δημιούργημα.
Το ‘οχιναιλέγοντας’
έχει ακόμα πιο έντονα όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, που το κάνουν να είναι κι όχι να φαίνεται μόνο έργο ελληνικό. Και φυσικά δεν στέκομαι στα ονόματα·
Λίβιος, Ροδή, Έρως… Σχεδόν δεν ακούγονται σ’ όλο το έργο. Ακούγεται όμως τι
λένε και πώς τα λένε. Κι ακόμα κάτι ειδικότερο: Η ύπαρξη του Χορού. Ο Χορός των φρουρών του Έρωτα, δεν είν’ ένα
εμβόλιμο μιμητικό απολίθωμα άλλων εποχών, μα ένα ζωντανό σύνολο αγροίκων ναυτών-χωρικών,
ξυπόλητων μισόγυμνων, με σείστρα και κουδούνια, που χορεύοντας διαρκώς και παίζοντας
νταούλια ντέφια σουραύλια λύρες ζουρνάδες και λαούτα, συμμετέχουν λειτουργικά σε
όλο το έργο και μαζί με τ’ άλλα δυο κύρια πρόσωπα, πρωταγωνιστούν στην
τελευταία σκηνή μ’ ένα ξέφρενο ξέσπασμα πολλών και διαφορετικών συναισθημάτων.
Θα πω δυο λόγια ακόμα και για το θέμα: Που
είναι, μα και δεν είναι ελληνικό. Αυτό θεωρώ πως είναι το κύριο χαρακτηριστικό τής
ελληνικότητας: Η Οικουμενικότητα. Να μπορείς να βάζεις πάνω στο τραπέζι κάτι δικό
σου που το νοιώθεις βαθιά μέσα σου, μα ενδιαφέρει συνάμα κι άλλους πολλούς, που
το νοιώθουν αμέσως κι αυτοί έτσι όπως το σμιλεύεις μπροστά τους, το αγαπούν, το
αγκαλιάζουν και το κάνουν κι εκείνοι δικό τους· κτήμα τους.
Κι έπειτα πάμε στον τρόπο: Στον τρόπο που
είναι δοσμένο αυτό το μπερδεμένο κουβάρι, μ’ όλ’ αυτά τα χιλιοειπωμένα από
αιώνων: Τα ερωτικά. Όπου καθείς, όπου γης, παραδέρνει στα τυφλά, οχιναιλέγοντας
φριχτά μ’ απέραντη ευκολία. Κι αν ορειβάτης είναι, κι αν πολεμιστής, γενναίος
καταδύτης· βουτάει ολόσωμα στ’ όρος της Αφροδίτης... Έτσι· χωρίς περιστροφές.
Με όλους τους ήρωες, που όσο κι αν
φαίνεται πως μιλούν περίτεχνα, παλιομοδίτικα ίσως, τελικά τα λένε ωμά και τσεκουράτα, με τ’ όνομά τους όλα. Με
καταστάσεις που όσο κι αν μοιάζουν παραμυθένιες, αλλοτινές και ξεχασμένες, είν’
εντελώς σύγχρονες, σημερινές, παρούσες πάντα· μέσα μας και μας ταλανίζουν
διαρκώς. Τα ξέρουνε πολύ καλά όλ’ αυτά οι ψυχαναλυτές στις μέρες μας και κάνουν
χρυσές δουλιές... Με έκφραση που δεν μασιέται ποτέ μέσα στα δόντια, δεν γίνεται
ποτέ μισόλογα κρυμμένα κάτω απ’ το χαλί, μα βγαίνει ατόφια προς τα έξω. Με Έξοδο.
Μια παράξενη Διονυσιακή Έξοδο, που είναι και δεν είναι κλασικό finale και σίγουρα δεν είναι Happy end: Γιατί δεν υπάρχει Happy end, και το γνωρίζει πολύ
καλά ο Έλληνας αυτό, τραγουδώντας αδιάκοπα μέσα στη χαρμολύπη του…
Δεν χρειάζεται λοιπόν να ξέρει κανείς
πολλά -μα κι αν ξέρει· ακόμα καλύτερα- για να καταλάβει πως το έργο αυτό, δεν
μπορεί να είναι τίποτ’ άλλο παρά γνήσιος καρπός τού ελληνικού πνεύματος και
μόνο. Δεν μπορεί να είναι ούτε ιουδαιοχριστιανικό, ούτε παιδί του Ισλάμ, ούτε
παιδί των λουλουδιών, της Άπω ανατολής, του Νέου κόσμου, της Δύσης, του δήθεν,
της μόδας, της πλάκας. Μόνο της Ελλάδας παιδί μπορεί να είναι και τίποτ’ άλλο.
Να είσαι καλά
Αλ
Αθήνα 6 Δεκεμβρίου 2024
©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
* * *
Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο ΕΚΠ, σκηνοθεσία, κλασική κιθάρα στην Αθήνα και παρακολούθησε μεταπτυχιακά -Sociologie Politique- στη Σορβόννη. Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος τής μη κερδοσκοπικής ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’. Διετέλεσε μέλος και γενικός γραμματέας τού δ.σ τού Εθνικού Θεάτρου.
Οι συλλογές διηγημάτων του «Δώδεκα και ένα
ψέματα» και «Ψέματα πάλι» κυκλοφόρησαν στη Γαλλία Γερμανία Ολλανδία Τουρκία
Ινδία. Το θεατρικό «Ο Σιμιγδαλένιος» παρουσιάστηκε αγγλικά στο Wesley College τής Μελβούρνης, τουρκικά στο
Κρατικό Şehir Tiyatro τής Κωνσταντινούπολης, ενώ
εδώ έχει ανέβει σε πάνω από 85 διαφορετικές παραγωγές (Εθνικό Θέατρο, Κ.Θ.Β.Ε,
πολλά ΔΗΠΕΘΕ κ.α.)
Άλλα έργα: «Το τσιγάρο και η γιόγκα»,
«Οχιναιλέγοντας», «Ίναχος ο γιός τού Ωκεανού», «Τα όχι τού ΝΑΙ», «Οι
Δαιμονισμένοι», «Auguste Rodin Διαθήκη», «Ο Αδάμ και το
μήλο», «Ο κύκλος που δεν κλείνει», «Χύμα», «Για τον Γιάννη Χρήστου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου