10 Κριτικές Αναγνώσεις
από τη σύγχρονη Πεζογραφία
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
10 Κριτικές Αναγνώσεις από τη σύγχρονη Πεζογραφία • Fractal
Hugues Pagan, Οι ανώνυμοι, εκδόσεις Πόλις, 2024
Persival Everett, Τα
δέντρα, μτφρ. Πάνος Τομαράς, εκδόσεις Gutenberg (Aldina), 2024
Βαγγέλης
Τασιόπουλος, Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες
βιοποριστικού έρωτα, εκδόσεις ΑΩ, 2024
Γεώργιος Νικ.
Σχορετσανίτης, Περιπλέοντας στον κόσμο του
Κλάουντιο Μάγκρις, εκδόσεις Οδός Πανός, 2024
Θεόδωρος
Γρηγοριάδης, Ελσίνκι, εκδόσεις Πατάκη,
2024
Κατερίνα
Δασκαλάκη, Του λόγου το (αν)αληθές,
εκδόσεις Στίξις, 2024
Κωνσταντίνος
Σκιπητάρης, Οι σιαμαίες, αυτοέκδοση,
2024
Μιχάλης
Μακρόπουλος, Μαργαρίτα Ιορδανίδη,
εκδόσεις Κίχλη, 2024
Σπύρος
Κανιούρας, Πέτρες, εκδόσεις Κουκκίδα, 2024
Βασίλης
Χουλιαράς, Πέρα από την άκρη του κόσμου,
εκδόσεις Ενύπνιο, 2024
Hugues Pagan, Οι ανώνυμοι, μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, εκδόσεις Πόλις, 2024
Η επανεμφάνιση του επιθεωρητή Σνεντέρ (τον
πρωτογνωρίσαμε στο Χαμένο προφίλ, πάλι από τις εκδόσεις Πόλις), αυτού του
ανατρεπτικού και «αναρχικού» αντι-ήρωα, του χαμένου μέσα στις μουσικές του και
στα πάθη του, με τα φαντάσματα του πολέμου της Αλγερίας να τον στοιχειώνουν, θα
αρκούσε για να διαβάσουμε τους Ανώνυμους
του Υγκ Παγκάν ως ένα νουάρ μυθιστόρημα από τα πιο αντιπροσωπευτικά του είδους.
Ο τόπος είναι μια επαρχιακή γαλλική πόλη (παραμένει ανώνυμη) στις αρχές της ταραγμένης
δεκαετίας του ’70. Σκοτεινή η ατμόσφαιρα, χαμηλοί οι τόνοι, συμβαδίζουν με τη
διάχυτη μουσική της τζαζ και των μπλουζ (λειτουργικά και όχι τυχαία ενταγμένη
σε κομβικά σημεία της πλοκής), έτσι που σχεδόν την ακούς όσο τη διαβάζεις. Απέναντι
στη διαφθορά των κρατικών λειτουργών και τον ρατσισμό που καλά κρατούν στη
μικρή επαρχιακή κοινωνία, που παρουσιάζει σε ευανάγνωστη μικρογραφία τα
προβλήματα της ευρύτερης και φαινομενικά απενοχοποημένης, ο Σνεντέρ, εκκινώντας
από την εξαφάνιση και δολοφονία μιας νεαρής κοπέλας, θα σταθεί στο πλευρό των
ανώνυμων μικρών και καταπιεσμένων, των φτωχών που δεν έχουν δικαίωμα σε τίποτα,
άσχετα αν θα καταφέρει, πέρα από την τιμωρία των περιστασιακά ενόχων, να διορθώσει το Κακό που επιβιώνει. Ισχυρό
στον συμβολισμό του το μήνυμα. Ο Παγκάν, εξαίρετος «πρωσοπογράφος», δομεί την
ιστορία του, όχι μόνον με την πλοκή, αλλά και με τα πρόσωπα που γύρω τους τη
χτίζει. Πορτραίτα άριστα σχηματισμένα, αποδίδουν με τον καλύτερο τρόπο τη
γαλλική κοινωνία της εποχής, μιας κοινωνίας που έψαχνε, στο τέλος της
αποικιοκρατίας της, το χαμένο της πρόσωπο.
Persival Everett, Τα δέντρα, μτφρ. Πάνος Τομαράς, εκδόσεις Gutenberg (Aldina), 2024
Μια αστυνομική ιστορία, που γράφεται με συναρπαστικό
τρόπο, χρησιμοποιείται από τον Έβερετ για να αγγίξει ένα πολιτικό ζήτημα, που
μοιάζει να είναι, σ’ αυτή την πολιτεία του Μισισίπι, ακόμη ανοιχτό. Το
λιντσάρισμα ενός δεκατετράχρονου Αφροαμερικανού, πριν από πενήντα χρόνια (η
υπόθεση είναι αληθινή) έχει αφήσει τα ίχνη του, λεπτά νήματα το συνδέουν με μια σειρά από άγριες δολοφονίες, με το
πτώμα του ίδιου μαύρου άντρα να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Σε
μια τέτοια ιστορία, βίαιη στη θεματική της, χωράει άραγε το χιούμορ ή η σάτιρα;
Δύσκολα θα το δεχόμασταν, ωστόσο, η γραφή του Έβερετ χρησιμοποιεί ευφυώς και τα
δύο, όχι απλώς για να εκτονώσει αναγνωστικά τη βία αλλά ίσα ίσα για να
οδηγήσει, με αυτή την άλλη οδό, κατευθείαν στο διαχρονικό πρόβλημα του
ρατσισμού, υπονομεύοντας, με την πάντα λυτρωτική ειρωνεία, την επίπλαστη
σοβαροφάνεια όσων ισχυρίζονται πως ανάλογα θέματα αποτελούν παρελθόν για μια
κοινωνία που βαυκαλίζεται να πιστεύει στην ισότητα. Ξεχωρίζουμε συχνά
αστυνομικά μυθιστορήματα που δεν αρκούνται στο ξεδίπλωμα μιας αστυνομικής
ιστορίας αλλά ανοίγουν τη θεματική τους σε φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα. Εδώ ο
Έβερετ με τα Δέντρα του ψάχνει πιο
βαθιά, στο πολιτικό επίπεδο που, αν και ευρισκόμενο στην «ταράτσα» του
κοινωνικού οικοδομήματος, έχει τη δύναμη να ασκεί την καταλυτική του επιρροή σε
όλα τα υπόλοιπα επίπεδα, από τις νοοτροπίες, ώς την κοινωνική διαστρωμάτωση και
τις οικονομικές συναλλαγές. Έτσι, γράφει όχι μόνον ένα συναρπαστικό αστυνομικά
βιβλίο αλλά και ένα βαθύτατα πολιτικό. Στον κολοφώνα το χέρι με το μαχαίρι
εύγλωττος, αν και έμμεσος, σχολιασμός
του βιβλίου.
Βαγγέλης Τασιόπουλος, Ο ελεγκτής και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα, εκδόσεις ΑΩ, 2024
Δεκατρείς αφηγήσεις εστιασμένες στην ερωτική σχέση
παρουσιάζει ο Βαγγέλης Τασιόπουλος. Ο έρωτας άλλοτε ως περιστασιακή σχέση (που
όμως ακόμη κι έτσι αφήνει τα ίχνη του), άλλοτε ως διαρκής εμμονή σε
πραγματικούς ή όχι «τόπους» ψυχής, άλλοτε ως μνήμη καταλυτική και άλλοτε ως
συνώνυμη συνθήκη με μια φυγή που αμφίβολο είναι αν επιτυγχάνεται. Ακόμα και
στις ιστορίες που ο έρωτας έχει κυριολεκτικά τα βιοποριστικά του
χαρακτηριστικά, νιώθεις πως καταργείται αιφνίδια ο ψυχρός επαγγελματισμός και
ξεπηδούν αυθεντικά συναισθήματα. Η αυθεντικότητα, ωστόσο, εντοπίζεται και στις
υπόλοιπες ιστορίες, σ’ αυτές που ο έρωτας αποτελεί στην ουσία πόρο, τρόπο ζωής,
τρόπο να σταθεί η μετέωρη ζωή όρθια, να βρει έδαφος να καρπίσει. Έτσι,
μεταφορικά ή κυριολεκτικά ο έρωτας ανοίγει τους δρόμους του στη ζωή. Μοτίβο
συχνό στις ιστορίες ο σταθμός των τραίνων, με τον συμβολισμό που αναπόφευκτα
φέρει μέσα του, τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις συνυφασμένες με το σμίξιμο ή
τον χωρισμό. Αλλά και συχνό μοτίβο η θάλασσα, παρούσα στη δική της ροή ή
ακινησία, να συντροφεύει μικρές αποδράσεις, σκέψεις, ή την τελική φυγή.
Στηριγμένος στα δύο αυτά μοτίβα ο ερωτικός πυρήνας των ιστοριών μοιάζει να
ταξιδεύει πάνω σε συρμούς ή στο νερό, διεκδικώντας έναν δικό του αναγνωρίσιμο
τόπο, προσδίδοντας μια ποιητική πνοή σε
όσα γράφονται. Γιατί, όσο κι αν επιμένει
σ’ αυτό του το βιβλίο πεζογραφικά ο Τασιόπουλος, ο πυρήνας της γραφής του
δύσκολα ξεφεύγει από την ποιητική στόφα, η οποία τον χαρακτηρίζει. Η εναλλαγή
των καταστάσεων, η «αχρηστία» της λογικής, η μείξη λόγου και εικόνων, η
μετάβαση από το ρεαλιστικό στο υπέργειο σκηνικό, ακόμα και η θαρραλέα
πρωτοπρόσωπη φωνή, όλα συνηγορούν σε μια αλήθεια: μια φορά ποιητής, για πάντα
ποιητής. Το βιβλίο, σε εξώφυλλο και οπισθόφυλλο, κοσμούν έργα του Ι. Α. Πρώιου. Γυναικείες
μορφές, σχηματικά δοσμένες, που υπαινίσσονται την κυρίαρχη μορφή της γυναίκας,
στις διαφορετικές εκδοχές της, έτσι όπως ενσωματώνονται στις ιστορίες του
βιβλίου, αποτελώντας στην ουσία τον «κορμό» της κάθε μίας, αφήνοντας τον άντρα
στη θέση ενίοτε του παρατηρητή, του σχολιαστή,
ή συχνά στην προνομιούχο θέση του συμμέτοχου στην ερωτική πράξη. Μια
πολλαπλή μορφή του έρωτα, εν τέλει, που έρχεται για να αποκαταστήσει τη
διασαλευθείσα τάξη των ανθρώπινων σχέσεων, αποτελώντας την πιο ολοκληρωμένη
εκδοχή τους, σαν το «κουκούτσι» της ζωής. Και όλο αυτό σε μια πολύ ενδιαφέρουσα
πεζογραφική κατάθεση.
Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης, Περιπλέοντας στον κόσμο του Κλάουντιο Μάγκρις, εκδόσεις Οδός Πανός, 2024
Ερευνητής και ταξιδευτής από τους πιο σημαντικούς ο
Γεώργιος Σχορετσανίτης, εμπλουτίζει διαρκώς τις αναγνώσεις μας με καινούργια
ενδιαφέροντα βιβλία. Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του επικεντρώνει τη θεματική του
στην Κεντρική Ευρώπη, όχι μόνον ως γεωγραφικό χώρο αλλά κυρίως ως πολιτικό
σκηνικό πολλαπλών ανακατατάξεων μέσα στην πολύχρονη ιστορία των λαών, των
κρατών και των εθνοτήτων που την απαρτίζουν. Πρωτότυπη η περιδιάβασή του σε
τόπο και χρόνο, παρακολουθεί στην ουσία το έργο Δούναβης του Κλάουντιο Μάγκρις (δημοσιεύθηκε αρχικά στα ιταλικά το
1986, στην ελληνική γλώσσα αργότερα, το 2001), στο οποίο ο Μάγκρις καταγράφει
τη διαδρομή κατά μήκος του ποταμού Δούναβη, προκειμένου να αφηγηθεί το «τοπίο»
της Κεντρικής Ευρώπης, με τον μεταμοντέρνο τρόπο του. Ο Σχορετσανίτης, με βάση
το βιβλίο αυτό, συνταιριάζει με τις ιδέες του Μάγκρις τη δική του «διαδρομή»,
προσφέροντας πλήθος πολύτιμων πληροφοριών (κατά την προσφιλή του συνήθεια) για
την ιστορία, τις πολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή. Η πολυφωνία, η διάλυση
των ταυτοτήτων, η περιθωριοποίηση περιοχών, η ανασφάλεια, η κατάρρευση
ιδεολογιών, αναλύονται για να αποδείξουν τη διαχρονικότητα των προβλημάτων και,
φυσικά, την επικαιρότητά τους. Πλούσιο φωτογραφικό υλικό συνοδεύει τα κείμενα,
που εν μέρει ή ολόκληρα γνώρισαν μια πρώτη δημοσίευση στον έντυπο και
ηλεκτρονικό τύπο, και εδώ συγκεντρωμένα παρέχουν μια πλήρη εικόνα της θεματικής
του Σχορετσανίτη. Τέλος παρατίθενται άρθρα για τα άλλα βιβλία του Μάγκρις, ώστε
ο αναγνώστης να αποκτήσει μια ευρύτερη εικόνα για τον συγγραφέα του Δούναβη.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Ελσίνκι, εκδόσεις Πατάκη, 2024
Την ιστορία του Αβίρ και του Αντώνη θα αφηγηθεί ο
Θεόδωρος Γρηγοριάδης στο Ελσίνκι, το
νέο του μυθιστόρημα, μια σχέση συμβίωσης και απομάκρυνσης, μέσα στις συνθήκες
της μετανάστευσης και της αναζήτησης ενός μόνιμου τόπου, μιας πατρίδας, με τις
διαφορές μεταξύ τους σε καταγωγή, θρησκεία, στερεότυπες, παραδοσιακές
αντιλήψεις να αναδύονται συχνά καταλυτικές. Ο Γρηγοριάδης επικεντρώνει σε μια
θεμελιώδη συνθήκη που δύσκολα αναιρείται, να γίνει συνειδητά αποδεκτή μια
σχέση, τόσο από τους ίδιους που τη βιώνουν όσο και, κυρίως, από τον κοινωνικό
περίγυρο. Ο Αβίρ επιλέγει να φύγει στη Φινλανδία, η σχέση ως συνύπαρξη τελειώνει, ωστόσο διατηρείται η επαφή.
Έτσι, βλέπουμε τη σχέση να εξελίσσεται,
να διαμορφώνει και τους δύο, κυρίως τον Αντώνη, που σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση θα
επιτρέψει να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Η ευθύγραμμη χρονική ακολουθία
καταργείται, ο χρόνος πηγαίνει μπρος πίσω συνεχώς, συμβαδίζοντας με τις
συναισθηματικές καταστάσεις που, γνωστό αυτό, δεν γνωρίζουν ούτε από λογική
ούτε από χρονική σειρά. Ο Γρηγοριάδης συχνά επιλέγει το πρώτο πρόσωπο στα
βιβλία του, οδηγώντας πιο απρόσκοπτα στην ταύτιση με το αφηγηματικό υποκείμενο,
χωρίς πάντως να παραβλέπουμε την αλήθεια πως ό,τι γράφει κάποιος (με όποια
τεχνική και όποιες αφηγηματικές επιλογές) αγγίζει ταυτόχρονα τόσο την
επινοημένη μυθοπλασία όσο και την αυτομυθοπλασία. Μια εύθραυστη σχέση, αλλά και μια χαμηλών τόνων «εύθραυστη» γραφή,
αυτή του Γρηγοριάδη, σ’ αυτό το πιο ξεκάθαρα αποκαλυπτικό του βιβλίο. Και λέω
«εύθραυστη», γιατί νιώθεις διαβάζοντας τις λέξεις να ραγίζουν, να σπάνε όπως ο
πάγος σε μια χειμωνιάτικη λίμνη, να αφήνουν τα πρόσωπα να αναδυθούν στην αυθεντικότητά τους, να φανούν σχέσεις
ειλικρινείς παρά τις εγγενείς δυσκολίες. Κάτω από αυτή τη θεώρηση το Ελσίνκι είναι το πιο «εύθραυστο» βιβλίο
του Γρηγοριάδη. Ίσως γι’ αυτό και το καλύτερο μέχρι στιγμής. Ένα σύνθετο στη
μορφή βιβλίο, όσο σύνθετες και οι προσωπικές σχέσεις.
Κατερίνα Δασκαλάκη, Του λόγου το (αν)αληθές, εκδόσεις Στίξις, 2024
Με τον εύστοχο δισήμαντο τίτλο του βιβλίου της (στην
πραγματικότητα πρόκειται για δύο ομιλίες της σε επεξεργασμένη τελική μορφή) η
Κατερίνα Δασκαλάκη προσεγγίζει την έννοια του δημόσιου λόγου, με όποια μορφή κι
αν αυτός εκφέρεται, και με όποιο μέσο χρησιμοποιεί. Εξετάζεται η ελαφρότητα και
η «ευκολία» του διαδικτυακού λόγου, πρόσφορου για τη διάδοση του ψεύδους και
την παραπλάνηση των «ακολούθων», η σκοπιμότητα του πολιτικού λόγου, διάστικτου
από έντεχνη συγκινησιακή φόρτιση ή άλλα δημαγωγικά τεχνάσματα, που εξυπηρετούν
την ποδηγέτηση του λαού και την εδραίωση «δημοκρατικώ τω τρόπω» της εξουσίας
των λαοπλάνων. Αναδεικνύεται μια ενδιαφέρουσα παράμετρος της εκφοράς του
δημόσιου λόγου που, εγκλωβισμένος μέσα στην προσφάτως καθιερωθείσα έννοια της
«πολιτικής ορθότητας», αποβαίνει στο αντίθετο άκρο, φιμώνοντας στην ουσία την
ελευθερία της έκφρασης. Στηριγμένη η Δασκαλάκη στην έννοια της «ψευδούς
συνείδησης» (πώς δημιουργείται, από ποιους στηρίζεται, ποιους εξαπατά ως
αυθεντική και αληθινή και πώς εν τέλει κυριαρχεί), ερευνά έννοιες ξεκάθαρες
αλλά και θολές, επισημαίνει τον ρόλο της υποκουλτούρας που συντηρεί τον
λαϊκισμό σε κάθε επίπεδο, στηλιτεύει τη σκόπιμη προβολή της βίας από τα μέσα
ενημέρωσης, καταλήγει στο ζητούμενο: τον
συνειδητό πολίτη, τον εν παιδεία σκεπτόμενο, που κρίνει και συγκρίνει, που
ακούει και βλέπει, που δρα και δεν διατελεί εν υπνώσει, χωρίς την ψευδαίσθηση
πως είναι ο «κυρίαρχος λαός», με μια ψευδόσχημη εξουσία, στη σκιά κάθε φορά της
κυρίαρχης ιδεολογίας και των μηχανισμών της. Ένα βιβλίο για σκέψη και προβληματισμό,
που διεμβολίζει την εποχή της κυριαρχίας
των εικόνων.
Κωνσταντίνος Σκιπητάρης, Οι σιαμαίες, αυτοέκδοση, 2024
Ένα απρόσμενο βιβλίο, τόσο στην επιλογή της θεματικής
του όσο και στην εξέλιξη της πλοκής του. Δύο αδελφές, γεννιούνται σιαμαίες,
ενωμένες στη δεξιά πλευρά τους, με κοινό ήπαρ και αντίθετο προσανατολισμό,
γεγονός που προδιαγράφει ήδη από τη γέννησή τους τη δυσκολία του βίου τους. Μικρός
ο τόπος, στις αρχές του εικοστού αιώνα, με πατέρα ναυτικό, που αρνείται να
δεχθεί την παρουσία τους και τις εγκαταλείπει. Κι όμως, μεγαλώνουν με τη
φροντίδα και την αγάπη των γονιών της μητέρας τους, και νιώθουν ευτυχισμένες.
Όλα θα αλλάξουν όταν επιστρέψει ο πατέρας, ο οποίος θα δει στα δύο αυτά,
παράξενα στη μορφή, πλάσματα την προοπτική
του κέρδους. Ποιος είναι, αλήθεια, ο πιο δυστυχής; Οι δύσμορφες από τη φύση τους
αδελφές ή αυτό το κακόψυχο κοινωνικό κατασκεύασμα, ο πατέρας τους; Ο Σκιπητάρης
στηλιτεύει την κοινωνική, όσο και οικογενειακή δυστοκία να δεχθεί τη
διαφορετικότητα, γράφοντας με ρεαλισμό
και ακολουθώντας έναν γρήγορο ρυθμό,
αποφεύγοντας τις περιττές συγκινήσεις, που δεν θα πρόσθεταν τίποτα στην ήδη
σκληρή από τη φύση της ιστορία. Και κατορθώνει να εξάψει το ενδιαφέρον με τις
απρόσμενες εναλλαγές της πλοκής και να οδηγήσει σε μια ιδιότυπη «κάθαρση»,
απαραίτητη μετά τις «κορυφώσεις» της ιστορίας του. Αναρωτιέμαι, ωστόσο: γιατί
αυτοέκδοση; Δεν βρέθηκε κανένας εκδότης να ενδιαφερθεί γι’ αυτό το τόσο
ξεχωριστό βιβλίο; Εκτός αν πρόκειται για επιλογή συγγραφική.
Μιχάλης Μακρόπουλος, Μαργαρίτα Ιορδανίδη, εκδόσεις Κίχλη, 2024
Ένας από τους καλύτερους πεζογράφους μας ο Μιχάλης
Μακρόπουλος, ξέρει να αφηγείται ιστορίες με έναν μοναδικό, εντελώς προσωπικό,
τρόπο, αφήνοντας τον μύθο (όπως κι αν τον εννοήσουμε) να διεισδύει καταλυτικά
στον ρεαλιστικό καμβά όσων εξιστορεί, χωρίς η πραγματικότητα να τον ανατρέπει. Στο
πρόσφατο βιβλίο του, ενώ υπερισχύουν ως αναγνωστική εντύπωση τα ρεαλιστικά
στοιχεία, παρεισφρέει η συνθήκη του ψεύδους, στη μορφή της πλαστής ταυτότητας
της ηρωίδας, η οποία οικειοποιείται το όνομα και την κατάσταση ζωής της
Μαργαρίτας. Ο βαθμός, ωστόσο, που η ίδια πείθεται για τον ρόλο της, φέρνει τόσο
κοντά το ψεύδος με την αλήθεια (τη δική της αλήθεια), όσο σε ένα παραμύθι (με
τη λειτουργία της παρηγορητικής πειθούς για το παράλογο) ο μύθος προσεγγίζει,
ακόμη και υπερκαλύπτει, ό,τι η πραγματικότητα προβάλλει ως μοναδικό και
αυθεντικό. Με την εκφραστική λιτότητα που τον διακρίνει σε ό,τι γράφει, ο
Μακρόπουλος εστιάζει στον πυρήνα της ιστορίας του, πέρα από τη μυθοπλαστική
πλοκή, δηλαδή στην έννοια της ταυτότητας ως ρευστής και εύπλαστης, ανατρέποντας
την κυρίαρχη θέση πως αποτελεί ένα από τα πιο ευκρινή αποδεικτικά στοιχεία για
το «πρόσωπο» κάποιου. Εδώ η ταυτότητα είτε είναι χαμένη πίσω στον χρόνο (η
Μαργαρίτα δεν ξέρει τίποτα για την καταγωγή της, «άρχισα να ζω στα τρία μου
χρόνια» θα πει), είτε εύκολα μεταλλάσσεται σε νέα μορφή (η Ηλέκτρα αλλάζει τον
κόσμο της βρισκόμενη στη νέα της πατρίδα, έτοιμη κατόπιν να πάρει τη θέση μιας
άλλης για να αποκτήσει το αναγκαίο πλαίσιο ζωής), ενώ όλα μοιάζει να ρέουν σε
μια αδιάκοπη πορεία ασύλληπτη στη λογική της. Από την αρχή της αφήγησης
εγκαταλείπεται η γραμμική χρονική ακολουθία, έτσι που τα πρόσωπα πότε μιλούν
και περιφέρονται με την αρχική τους ταυτότητα και πότε με την καινούργια, πότε
βλέπουμε το πώς και το γιατί
σ’ αυτή τη μεταμφίεση, πότε παρασυρόμαστε κι εμείς και υιοθετούμε τη
συγγραφική πρόταση. Και πίσω από όλα αυτά η αντρική παρουσία, ο Κώστας, που
μορφοποιεί κατά το δοκούν τις δύο γυναίκες δίπλα του, επιλέγοντας τη σκόπιμη
αντικατάσταση, αν και ο ίδιος είναι άχρωμος και ανούσιος, κυριολεκτικά και
μεταφορικά άνθρωπος χωρίς διακριτή ταυτότητα. Αν η θεματική αυτή, της έννοιας
της ταυτότητας, αναλυόταν σε δοκιμιακό λόγο, θα είχαμε ακόμη ένα, δίπλα στα
πολλά ανάλογα πονήματα. Εδώ, όμως, με τη γραφή του Μακρόπουλου, έχουμε μια
νουβέλα μοναδικής αξίας. Ίσως ένα δείγμα ακόμη για τη δυναμική της λογοτεχνικής
γραφής να διεισδύει στα πιο καίρια προβλήματα και να τα διαπερνά με ευστοχία.
Σπύρος Κανιούρας, Πέτρες, εκδόσεις Κουκκίδα, 2024
Ένα πρώτο ξάφνιασμα περιμένει τον αναγνώστη στην πρώτη
του επαφή με τις Πέτρες του Κανιούρα.
Δύσκολα κατατάσσεται αυτό το βιβλίο σε κάποιο είδος, χωρίς αυτό να του στερεί
απολύτως τίποτα από τη γοητεία που ασκεί. Αρκεί να αφεθείς στην ανάγνωση, να
επιτρέψεις στην ιδιαίτερη αυτή γραφή να σε οδηγήσει με τους δικούς της
συνειρμούς μέσα από τις «πέτρινες» ατραπούς της. Γιατί οι πέτρες, όσο κι αν μας
ξενίζει αυτή η αλήθεια, έχουν μέσα τους ζωή, έχουν τη δική τους διαδρομή, τις
δικές τους μνήμες, εν τέλει τη δική τους δυναμική. Οι δυο ζωγραφισμένες πέτρες
που αντάλλαξαν αμίλητοι ο Ντοστογιέφσκι ,με τον Τολστόι, οι φεγγαρόπετρες της
Σικελίας στο μαγικό Χάος των αδελφών
Ταβιάνι, οι δυο αμέθυστοι της τραγικής Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, ο δουνίτης
Ανδαλουσίας του Νταλί, ο βρυώδης αχάτης του Φιλιππόβλαχου, οι αιματόλιθοι του
σοφού αρχηγού των Ινδιάνων Σιου, τα αυτοσχέδια δαχτυλίδια του σοφιστή Ιππία,
τόσες και ακόμα άλλες τόσες μικρές ιστορίες γύρω από τις «ανάσες» μιας πέτρας,
συγκροτούν ένα σύνθετο αφήγημα από τα πιο ενδιαφέροντα. Ως επιστέγασμα όλων, θα
έβαζα τη συλλογή του Όσιπ Μάντελσταμ Η
Πέτρα, ακριβώς για τη μεταφορική χρήση της λέξης: πέτρα είναι το υλικό με
το οποίο κτίζεται το ποίημα. Κι ας μην είναι ποιητική συλλογή οι Πέτρες του Σπύρου Κανιούρα. Οι αφηγήσεις
του έχουν κάτι από την ελλειπτικότητα, τη μεταφορικότητα, τον ρυθμό τελικά των
ποιημάτων.
Βασίλης Χουλιαράς, Πέρα από την άκρη του κόσμου, εκδόσεις Ενύπνιο, 2024
Έχω ασχοληθεί με όλα τα βιβλία που μέχρι τώρα έχει
εκδώσει ο Βασίλης Χουλιαράς, επισημαίνοντας κατά περίπτωση το νήμα που τα
συνδέει. Γιατί, να το πούμε και αυτό, η περίπτωση του Χουλιαρά αποδεικνύει
περίτρανα μια αλήθεια που γνωρίζουμε όλοι όσοι ασχολούμαστε με τη γραφή: στην
ουσία πάντα είναι το ένα και μοναδικό βιβλίο που γράφουμε, με τις διαφορετικές
εκδοχές του να διαχωρίζουν κάθε φορά τους τίτλους. Μια αφήγηση, συνήθως
προωτοπρόσωπη, μια αδιόρατη ανάμειξη του ρεαλιστικού με το ονειρώδες (ο
Χουλιαράς γνωρίζει καλά το μυστικό «πέρασμα»), μια διαρκής ερώτηση να πλανάται
στη σκέψη του αφηγηματικού υποκειμένου, χωρίς να δίνεται απάντηση ποτέ. Κι
όμως, παρά τον οικείο «τόπο» της γραφής αυτής, στον οποίο συναντάται ο
αναγνώστης, κάθε φορά, σε κάθε νέο του βιβλίο, έχεις την αίσθηση πως πρόκειται
για μια νέα «πρόταση», όπως συμβαίνει και στο πιο πρόσφατο βιβλίο του. Λες και
τα ερωτήματα να έχουν πλέον ενσωματωθεί σε ένα, το πιο καίριο από όλα, που
εμπεριέχει όλες τις επιμέρους εκδοχές τους, και που και αυτό, όπως συμβαίνει
στην καλή λογοτεχνία, θα μείνει αναπάντητο. Πόσο μακριά πρέπει να φθάσει
κάποιος, πόσο ψηλά να ανεβεί, πόσο να ψάξει μέσα του και γύρω του, προκειμένου
να βρει το ένα και μοναδικό ίχνος της
αόρατης αρχής που μας διαφεντεύει; Ούτε οι θρησκείες ούτε οι φιλοσοφικές
θεωρίες, ούτε η επιστήμη μπορεί να προσφέρει κάτι περισσότερο από μια «όψη του
αθέατου», με όλη την εγγενή αντίφαση που αναγκαστικά ενυπάρχει στη σύζευξη των
δύο λέξεων. Η λογοτεχνική γραφή έχει το «προνόμιο» να διέρχεται μέσα από όλες
τις απόπειρες ερμηνείας και να διατυπώνει με τον δικό της τρόπο τη δική της θέα
στον κόσμο, χωρίς να μπορεί κανείς να την κρίνει γι’ αυτό το εγχείρημα. Οι
ιστορίες του Χουλιαρά για μια ακόμη φορά δομούν έναν περίτεχνο λαβυρινθώδη
κόσμο, στον οποίο οι επινοημένες περσόνες μπερδεύονται με την πρωτοπρόσωπη
φωνή, έτσι που να νιώθεις πως στην ουσία ένα είναι το πρόσωπο, μόνο που αλλάζει, κατά περίσταση, ταυτότητα,
προσκαλώντας έτσι τον αναγνώστη σε ένα γοητευτικό ταξίδι, δύσκολο ωστόσο, προς
το ένα κέντρο του κόσμου, εκεί που ίσως θα ειπωθεί η μόνη αλήθεια, θα δοθεί η
μόνη απάντηση. Επί ματαίω, όμως. Η γη είναι στρογγυλή, στην ιδεατή άκρη του
κόσμου μόνον τείχος αδιαπέραστο θα βρεθεί μπροστά σου, ο φλοιός της ικανός να
σε κρατήσει επάνω του, αλλά αδιαπέραστος κι αυτός (ύλη και μόνον ύλη) προς την
άυλη ουσία. Τι απομένει τότε; Η πρόταση του Χουλιαρά, σ’ αυτό το βιβλίο (νομίζω
το καλύτερο από όλα τα προηγούμενα) είναι η καταξίωση της προσπάθειας να
υπερκεράσεις το ορατό εμπόδιο και να θέσεις εσύ τον ορίζοντά σου, όσο κι αν
αυτό περιβάλλεται από μια βαθιά τραγικότητα. Ναι, εν τέλει, οι ήρωες του
Χουλιαρά είναι τραγικές περσόνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου