Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου [παρουσίαση: Παναγιώτης Χαλούλος]

 

Το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου

 

[παρουσίαση: Παναγιώτης Χαλούλος]


 

[Το πεζογράφημα «Το κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου ανέβηκε στη σκηνή διασκευασμένο ως θεατρικό έργο και παίζεται φέτος για 9η χρονιά στο «Studio Μαυρομιχάλη» στα Εξάρχεια, από τον ηθοποιό Φώτη Μακρή, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνας Νικολαΐδη]

Εδώ παρουσιάζουμε το βιβλίο και όχι τη θεατρική παράσταση, την οποία δεν έχουμε δει.

Διαβάζοντας «Το κιβώτιο», χαίρομαι το κείμενο, τη λογοτεχνική χάρη, που παρά τον μακροπερίοδο λόγο – κάποιες περίοδοι καταλαμβάνουν μια ολόκληρη, μεγάλη, παράγραφο! – δεν είναι καθόλου κουραστικό για τον αναγνώστη! Έχει μια γραφή σε ρέοντα λόγο, με περιγραφές γεγονότων, συναισθημάτων, καταστάσεων, ο πλάγιος λόγος εναλλάσσεται με τον ευθύ, υπάρχει μια ποικιλία εκφραστική, χωρίς να είναι απαραίτητος ο διαχωρισμός του γραπτού κειμένου με τελείες, ενώ συναντώνται όλα τα άλλα είδη σημείων στίξης. Σπάνια ένα κείμενο με τόσο μακροσκελείς περιόδους λόγου διαβάζεται ευχάριστα!

Ως παράδειγμα ένα απόσπασμα:

«Το ρολόι της εκκλησίας ήτανε σταματημένο, σταμάτησε όταν έπεσαν οι βόμβες στην πλατεία κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της 22ας Ιουνίου 1949 και τα αεροπλάνα είχαν έρθει τόσο ξαφνικά, που σκοτωθήκανε καμιά εικοσαριά και πολλοί τραυματιστήκανε, γιατί ήτανε μέρα παζαριού και ο κόσμος δεν πρόφτασε να φύγει και μια και το ’φερε η κουβέντα, θα ήθελα να προσθέσω ότι η επαναλειτουργία του ρολογιού, έστω και με τον τρόπο που έγινε, είχε γενικώς ειπείν ευμενέστατο αντίχτυπο στην κοινή γνώμη της πόλεως και δεν έχει βέβαια καμιά απολύτως σημασία που καγχάζανε οι εκκλησιαστικοί επίτροποι, ποιος τους λογαριάζει αυτούς, κοράκια είναι και θα κρώζανε έτσι κι αλλιώς, ενώ οι τίμιοι κάτοικοι της πόλεως Ν, ούτε που υποπτεύτηκαν πιθανότατα τίποτα, γιατί ο φαντάρος που ανέβαινε στον πυργίσκο του ρολογιού για να γυρίζει τους δείχτες από μέσα, έβγαινε κάθε τόσο στον εξώστη του πυργίσκου, λίγο πιο κάτω απ’ το ρολόι και κοίταζε με τα κιάλια προς όλες τις κατευθύνσεις, έτσι που οι τίμιοι κάτοικοι θα πρέπει να πιστέψανε ότι είχαμε μετατρέψει τον πυργίσκο του ρολογιού σε παρατηρητήριο και το κυριότερο, το ρολόι χτύπαγε κανονικότατα τις ώρες, την ίδια ακριβώς στιγμή που έδινε την ώρα Αστεροσκοπείου Αθηνών το ραδιόφωνο της Αθήνας και θα πρέπει να λυσσάγανε σίγουρα απ’ το κακό τους οι εκκλησιαστικοί επίτροποι και όλοι οι αντιδραστικοί που το ακούγανε (παράνομα βέβαια, γιατί είχαμε απαγορεύσει την ακρόαση όλων των κυβερνητικών σταθμών) και το γεγονός ότι ο λεπτοδείχτης πήδαγε απότομα κάθε τρία ή τέσσερα λεφτά (στην αρχή δηλαδή, γιατί από τότε που τοποθετήθηκαν οι επόπτες απέναντι, στα παράθυρα του Δημαρχείου, η Υπηρεσία Ρολογιού άρχισε να λειτουργεί κατά τρόπο άμεμπτο) ακόμα κι αυτά τα πηδήματα λοιπόν, δε θα πρέπει να προξένησαν μεγάλη εντύπωση, δεδομένου ότι ήτανε σχεδόν κανονικά (θυμάμαι ότι ο μεγάλος δείχτης του ρολογιού της Μητρόπολης, στην Αθήνα, πήδαγε από λεφτό σε λεφτό) και ήτανε βέβαια δική μου η ιδέα να επαναλειτουργήσει το ρολόι κατ’ αυτόν τον τρόπο και το πρότεινα πράγματι στον διοικητεύοντα Βελισάριο για να τον παρασύρω σε μια λύση που δεν ήτανε λύση, μα αποδείχτηκε πως ακόμα κι αυτή η ψευτολύση, καλά εφαρμοσμένη, είχε σαν αποτέλεσμα να ανέβει η Διοίκησή μας στην εκτίμηση των κατοίκων και για να τελειώνω με αυτή την ιστορία, προσθέτω μια ακόμα λεπτομέρεια, διευκρινίζοντας πως δεν το αποχάλασα εγώ το ρολόι με το σφυρί, διότι είχε ήδη αχρηστευτεί από τις βόμβες που πέσανε στην πλατεία κατά τον βομβαρδισμό της 22ας Ιουνίου 1949, ενώ η βρύση δεν έπαθε παραδόξως τίποτα απολύτως και εξακολουθούσε να τρέχει όπως πάντα, με μεγάλη πίεση, έτσι που για να πιείς νερό απ’ τη χούφτα σου, χωρίς να πιτσιλιστείς, έπρεπε να μην την ανοίξεις πολύ.»

Το μεγαλύτερο απόσπασμα εντόπισα στο κεφάλαιο «Τετάρτη, 15 Νοεμβρίου 1949», όπου στις περιγραφές της αφήγησης συμπεριλαμβάνονται πλήθος από γεγονότα σε μια περίοδο λόγου (χωρίς τελεία) που καταλαμβάνει ολόκληρο το κεφάλαιο, 20 σελίδες! Αναφέρονται: η ομολογία πως το μυστικό «επισκεπτήριο» (που έπρεπε να εμφανίσει αν του το ζητούσαν οι υπεύθυνοι για την παραλαβή του κιβωτίου) το είχε κρυμμένο στον επίδεσμο του χεριού του, η περιγραφή της άκαρπης εξονυχιστικής έρευνας γι’ αυτό, ακόμα και στα εσώρουχά του, αφού τον άφησαν γυμνό, η συνάντησή του με τη γυναίκα του Ρένα, που είχαν χάσει επικοινωνία για μεγάλο χρονικό διάστημα, με περιγραφές των κινήσεων και ενεργειών της ομάδας μέχρι να φθάσουν στο χωριό Κυδωνιές και να τη συναντήσει χωρίς να έχει σχετική άδεια, με κάλυψη του συντρόφου Λυσίμαχου, η έκπληξή του για το κομμένο της χέρι, το αγκάλιασμα του γυμνού κορμιού της και η παρατήρηση της θέας του κορμιού της με την επιθυμία να το ζωγραφίσει, συγκρίνοντας τη δική του αδεξιότητα στο σχέδιο με το σχεδιαστικό ταλέντο του συντρόφου Χριστόφορου στα μαθητικά χρόνια τους – περιγράφοντας ακριβείς λεπτομέρειες από σχέδια εκείνου, η συνδρομή της να εμφανιστεί ένα κρυμμένο μήνυμα και οι δικές του άκαρπες προσπάθειες να το αποκρυπτογραφήσει. Είναι το τελευταίο κεφάλαιο, όπου γίνεται η αποκάλυψη για τον αναγνώστη, αλλά και για τον ίδιο τον αφηγητή, ότι όλη η αποστολή της ομάδας, που αποδεκατίστηκε και μόνος αυτός έμεινε, για να παραδώσει το κιβώτιο στους υπεύθυνους της κομματικής οργάνωσης, αποδείχτηκε πως έγινε εις μάτην! Το κιβώτιο ανοίχθηκε, το ξύλινο που περιείχε άλλο σιδερένιο, το σιδερένιο στη συνέχεια, του οποίου έκοψε σιδεράς τη μια πλευρά, οπότε βρέθηκε εντελώς άδειο! Ο ήρωας του βιβλίου, το ομιλούν πρόσωπο, συνελήφθη, ανακρίνεται, αλλά δεν γνωρίζει να ομολογήσει κάτι σχετικό με το ποιος το γέμισε, με τι ακριβώς, ποιος το σφράγισε με οξυγονοκόλληση, αφού δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας.

Στην απομόνωση του δίνεται η ευκαιρία να συντάξει την απολογία του γραπτώς, με την ησυχία του, ώστε να θυμηθεί όσα είχαν διαδραματισθεί από την παραλαβή του κιβωτίου και την έναρξη της αποστολής της ομάδας. Χειμαρρώδης ο λόγος σε μια προσπάθεια να αποδείξει πόσο δύσκολο και επικίνδυνο έργο ήταν να επιτελέσει η ομάδα 40 ανταρτών, κομμουνιστών συντρόφων (με πλαστά συνθηματικά ονόματα, π.χ. Σοφοκλής, Ίκαρος, Λυσίμαχος, Αγαθοκλής, Τηλέμαχος, Ερμής, Έκτορας, Σπάρτακος...) το έργο της αντιμετωπίζοντας κάθε είδους κινδύνους, ξεκινώντας από την πόλη Ν μέχρι να φθάσει με απόλυτη μυστικότητα στην πόλη Κ, επικοινωνώντας μέσω ασυρμάτου με κωδικοποιημένα μηνύματα με το Γενικό Αρχηγείο της κομματικής Οργάνωσης, αντιμετωπίζοντας πιθανές ενέδρες από τα κυβερνητικά στρατιωτικά τμήματα και βομβαρδισμούς από την αεροπορία, τέλη 1949, στον εμφύλιο πόλεμο.

Η γραπτή απολογία του είναι λεπτομερέστατη, σε βαθμό που είναι απίστευτο να είχε ζητηθεί από κρατούμενο και να του επιτρεπόταν να καταγράψει γεγονότα, διανθισμένα με σκέψεις, διαλόγους, συναισθήματα, σε έκταση ολόκληρου βιβλίου. Είναι εκπληκτικές οι εκτενείς περιγραφές του!

«…έλεγα θυμάμαι τις προάλλες πως ο Λυσίμαχος εκτελέστηκε επειδή τον ανέφερα στον διοικητεύοντα Βελισάριο και σας προκάλεσα να με ρωτήσετε τι σχέση έχει ο Λυσίμαχος με την Επιχείρηση Κιβώτιο, μα εσείς μου απαντήσατε και πάλι με τη σιωπή σας και λοιπόν, μια κι αποφάσισα παρ’ όλα αυτά να συνεχίσω, διευκρινίζω σήμερα ότι τον ανέφερα πράγματι τον στρατιώτη Λυσίμαχο, δεν εκτελέστηκε όμως, είπα ψέματα ως προς αυτό το σημείο τις προάλλες,… και είναι λοιπόν γεγονός ότι τον βρήκα τον Λυσίμαχο να κοιμάται κατάχαμα, ακουμπώντας την πλάτη του στη μάντρα του προαύλιου, τον ξύπνησα, του υποσχέθηκα να μην τον αναφέρω και κείνη τη στιγμή το πίστευα πως δε θα ’λεγα λέξη σε κανέναν, γιατί από μικρό παιδί δε μου άρεσε να είμαι μαρτυριάρης και στο Γυμνάσιο τασσόμουνα πάντοτε με το μέρος των συμμαθητών μου, ακόμα και σε περίπτωση ομαδικού σκασιαρχείου (μολονότι, ούτε τα καουμπόυκα που πηγαίναμε και βλέπαμε, ούτε οι λουκουμάδες που τρώγαμε στον “Κρίνο” με πολυενθουσιάζανε) και θυμάμαι πως ποτέ μου δεν μαρτύρησα συμμαθητή μου, ένοχο καζούρας, ακόμα κι όταν τύχαινε να με απειλήσει ο καθηγητής πως αν δεν τον κατονομάσω, θα τιμωρήσει εμένα. Δεν μαρτύρησα ποτέ τον ένοχο, ενώ τον είχα δει να μπήγει το σπασμένο ξυραφάκι σε μια χαραμάδα του θρανίου, να λυγίζει τη λεπτή λάμα και να την αφήνει απότομα, παλλόμενη, πλημμυρίζοντας την τάξη με νότες σχεδόν αρμονικές, την ώρα που ο μαθηματικός, έχοντάς μας γυρισμένη την πλάτη, απόδειχνε, γράφοντας στον πίνακα, ότι η εξίσωση ισούται με το μηδέν. Ο ένοχος δεν ομολογούσε, ακόμα κι όταν ο καθηγητής με έβγαζε από την τάξη, γιατί αυτή ήταν η συμφωνία όλων μας, να μην παίξουμε το παιχνίδι των καθηγητών, μα να τους αφήσουμε να τόχουν βάρος στη συνείδησή τους πως τιμωρούν έναν αθώο πιθανότατα, κάποιον που διαλέξανε στη τύχη, μη μπορώντας να βρουν τον πραγματικό φταίχτη…»

Αναλογίζεται ο ήρωας κατά διαστήματα αν ο ανακριτής διαβάζει όσα γράφει καθημερινά:

«Σύντροφε ανακριτά, αρχίζω να αναρωτιέμαι αν είσαστε πράγματι σύντροφος. Ή μάλλον, αρχίζω να πιστεύω πως δεν είσαστε και σας το λέω έξω απ' τα δόντια, αδιαφορώντας αν θα προκαλέσω την οργή σας. Επιτέλους, ελάτε στη θέση μου, προσπαθήστε να δείτε την κατάσταση με τα δικά μου μάτια και πέστε μου ύστερα αν έχω δίκιο να λέω ότι το πράγμα καταντάει αφύσικο. Κατέγραψα τόσα γεγονότα, ανέφερα συγκεκριμένα στοιχεία, ονόματα, ημερομηνίες, επανήλθα σε λεπτομέρειες για να διευκρινίσω τα τυχόν σκοτεινά σημεία, ομολόγησα ότι έτυχε να πω σε ορισμένες περιπτώσεις τη μισή αλήθεια κι όμως εσείς εξακολουθείτε να σωπαίνετε, δεν εννοείτε να παίξετε σωστά τον ρόλο σας, δεν εννοείτε να μου υποβάλετε ερωτήσεις, με αφήνετε να εικάζω τι μπορεί να σας ενδιαφέρει — μάντης είμαι;…

Σύντροφε ή κύριε ανακριτά, ή μάλλον όχι, από δω και πέρα θα γράφω ή μάλλον δε θα γράφω καν, θα εννοείται, δε θα γράφω λοιπόν και από δω και πέρα θα εννοείται ότι απευθύνομαι στον πρώτο τυχόντα αρμόδιο, γιατί τώρα πια, το αν είσαστε λενινιστής ή δογματικός ή έστω και κυβερνητικός έχει περάσει για μένα σε δεύτερο πλάνο, δεδομένου ότι αμφιβάλλω για κάτι πολύ σπουδαιότερο. Αμφιβάλλω αν μπαίνετε στον κόπο να διαβάσετε τα χαρτιά μου.»

Ανάμεσα στις περιγραφές των περιπετειών και της περιπλάνησης ανευρίσκουμε σκέψεις και θεωρίες για διάφορα ζητήματα, όπως για το χτίσιμο των ψηλών αρχαίων ναών με κίονες, πώς έγινε κατορθωτό τεχνικά να τοποθετηθούν οι λίθινοι-μαρμάρινοι σπόνδυλοι των κιόνων σε τόσο ύψος με το βάρος τόνων έκαστος:

«…Πώς ανεβάζανε τους σπόνδυλους των κιόνων και τα κιονόκρανα; Στήνανε σκαλωσιές, είχανε τροχαλίες και βαρούλκα;

Ο Σταμάτης τού εξήγησε (καθόμουνα δίπλα του κι εγώ και άκουγα) πως μάλλον δεν είχανε βαρούλκα, βάζανε λοιπόν τα θεμέλια, κατασκευάζανε γύρω - γύρω τα σκαλοπάτια, στρώνανε τις μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου, τοποθετούσανε τους πρώτους σπόνδυλους στη θέση τους και τα σκεπάζανε όλα με χώματα, ως το ύψος των πρώτων σπονδύλων. Γινόταν έτσι ένας πολύ χαμηλός λοφίσκος με ένα πλάτωμα στην κορφή του, με μικρές κατωφέρειες ολόγυρα, με κεκλιμένα επίπεδα, απ’ τα οποία ανεβάζανε, τραβώντας τους με σκοινιά, τους δεύτερους σπόνδυλους, τους τοποθετούσανε και τους στέριωναν πάνω στους πρώτους και τους σκέπαζαν κι αυτούς με χώματα και ούτω καθ’ εξής και ο λοφίσκος όλο και ψήλωνε, το πλάτωμα στην κορφή παρέμενε το ίδιο, οι κατωφέρειες όμως γινόντουσαν όλο και μεγαλύτερες και φυσικά κοπιάζανε όλο και περισσότερο οι δούλοι, ανεβάζοντας όλο και πιο ψηλά τους σπόνδυλους, κουβαλώντας όλο και πιο ψηλά το χώμα με ζεμπίλια για να τους σκεπάσουν, ώσπου να μπουν και οι τελευταίοι σπόνδυλοι και να στηθούν απάνω τους οι μετόπες και η στέγη…» Σημειώνουμε πως η σύγχρονη αρχαιολογική επιστήμη δέχεται ότι η ανύψωση και τοποθέτηση των λίθων γινόταν κατά περίπτωση με γερανούς, έλκηθρα, ξύλινους κυλίνδρους ή φάλαγγες (κατρακύλια), μοχλούς ξύλινους και χαλύβδινους και με σχοινιά.


Στο μυθιστόρημα περιγράφεται και ένα φανταστικό θεατρικό έργο με τον τίτλο «Σιωπή», που χαρακτηρίζεται ως αντιστασιακό έργο, το οποίο, σύμφωνα με το μυθιστόρημα, έγραψε ο Αλέκος, αδελφικός φίλος του ανώνυμου αφηγητή. Η υπόθεση έχει ως εξής: σε μία αστυνομοκρατούμενη χώρα η κυβέρνηση προφασιζόμενη τη σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης για λόγους στατιστικής ενημέρωσης διατάζει να τοποθετηθούν μικρόφωνα στα σπίτια όλων των πολιτών. Οι πολίτες αντιδρούν ο καθένας με τον δικό του τρόπο και στο τέλος αντιστέκονται καταφεύγοντας στη σιωπή, οι ήρωες υποκρίνονται ότι πάνε για ύπνο και ύστερα αρχίζουν να συνεννοούνται με νοήματα. Μια δυστοπική κατάσταση, που θυμίζει το ολοκληρωτικό καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού, όπως περιγράφεται στο «1984» του George Orwell με έλεγχο ενεργειών, εκφραζόμενων απόψεων μέσω συνομιλιών και διαθέσεων των πολιτών.

Στοιχεία φιλοσοφικού στοχασμού διανθίζουν την αφήγηση του μεγάλου αυτού μονολόγου, όπως στο απόσπασμα που ακολουθεί:

«…ο Φαντάρος παρατήρησε πως αν ήτανε στη θέση του Οιδίποδα, όχι μόνο δε θα αυτοτυφλωνότανε, μα θα έλεγε στον Απόλλωνα πως δεν ευθύνεται για τίποτα, μια κι αυτός (ο Απόλλωνας) είχε προσχεδιάσει τα πάντα. Γιατί αυτός τον καταδίκασε τον Οιδίποδα να σκοτώσει τον πατέρα του και να κοιμηθεί με τη μάνα του και η καταδίκη εκείνη δεν βασιζότανε σε καμιά απολύτως κατηγορία. Ναι, τον καταδίκασε, γιατί ας μην παίζουμε με τις λέξεις, τι «Πράξε αυτό που σου λέω», τι «Θα πράξεις οπωσδήποτε αυτό που λέω», η πρόβλεψη του Απόλλωνα ισοδυναμεί με διαταγή και ήτανε πολύ φυσικό να υπακούσει ο Οιδίποδας στη διαταγή Του, μια και είχε κάνει τη στρατιωτική του θητεία και είχε μάθει να υπακούει στις διαταγές των ανωτέρων του. (Εδώ κι ο Αβραάμ είχε δεχτεί να σφάξει τον γιο του, γιατί να μη δεχότανε ο Οιδίποδας να σκοτώσει τον πατέρα του;) Το ότι ήτανε διαταγή και απόφαση του Απόλλωνα, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι εγένετο τελικώς το θέλημά Του. Ο Οιδίποδας, λοιπόν, θα μπορούσε κάλλιστα να πει ότι υπήρξε απλά και σκέτα ένα εκτελεστικό όργανο. Μα το κυριότερο, θα μπορούσε να επικαλεστεί το γεγονός πως έκανε ό,τι πέρναγε απ’ το χέρι του για να μη σκοτώσει τον πατέρα του (δηλαδή τον Πόλυβο, γιατί για τον Οιδίποδα αυτός ήτανε ο πατέρας). Όμως, είναι φανερό ότι αν υπάκουε τότε στην έμμεση, αλλά σαφέστατη διαταγή του Απόλλωνα και σκότωνε τον Πόλυβο, ο χρησμός δε θα επαληθευότανε. Άρα, για να γίνουνε τα πράγματα σύμφωνα με τον χρησμό, σύμφωνα με τη θέληση του Απόλλωνα, έπρεπε ο Οιδίποδας να παρακούσει τη διαταγή, έπρεπε να αισθανθεί φρίκη στη σκέψη ότι θα σκότωνε με τα ίδια του τα χέρια τον πατέρα του. Γιατί λοιπόν να τιμωρηθεί όπως τιμωρήθηκε; Μόνο και μόνο επειδή είχε το σθένος να αντισταθεί στην επίμονη προτροπή Του, αρνούμενος να εκτελέσει το κατ’ εντολήν Του έγκλημα; Μα κι αν ακόμα δεχτούμε ότι ο Απόλλωνας δεν είχε πρόθεση να τιμωρήσει τον Οιδίποδα, αλλά επεδίωκε έναν άλλο σκοπό, αν δεχτούμε ότι για λόγους που μόνον Εκείνος γνωρίζει, η επαλήθευση του χρησμού ήταν απαραίτητη για την διατήρηση της συμπαντικής αρμονίας, ότι ήτανε κι αυτή μια ελάχιστη λεπτομέρεια της προκαθορισμένης πορείας του σύμπαντος, ότι ήτανε με δυο λόγια αναγκαία και ότι χωρίς αυτήν θα γκρεμιζότανε το όλο οικοδόμημα, που είχαν χτίσει οι θεοί με πέτρες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος…»

Προς τι η αναφορά στην περίπτωση του Οιδίποδα και του χρησμού του Απόλλωνα; Για τον προσεκτικό αναγνώστη διευκρινίζεται αυτό, όταν ο αντάρτης αφηγητής αρχίζει να αναλογίζεται: «…μπορεί το ίδιο το Γενικό Αρχηγείο να μας είχε στείλει εν γνώσει του στην αποτυχία και στον θάνατο (ομάδα αυτοκτονίας ήμασταν) εν γνώσει του και σκόπιμα, έχοντας μελετήσει και σχεδιάσει την Επιχείρηση Κιβώτιο κατά τέτοιο τρόπο ακριβώς, ώστε ο σκοπός του Γενικού Αρχηγείου να επιτευχθεί μέσω της δικής μας ακριβώς αποτυχίας…» και συγκρίνοντας τη θέση: «…αν ήτανε στη θέση του Οιδίποδα, όχι μόνο δε θα αυτοτυφλωνότανε, μα θα έλεγε στον Απόλλωνα πως δεν ευθύνεται για τίποτα, μια κι αυτός (ο Απόλλωνας) είχε προσχεδιάσει τα πάντα». Η αυτονομία είναι τότε μια ψευδαίσθηση του ατόμου, μια και έπρεπε να πράξει ό,τι έπραξε με προδιαγεγραμμένο το αποτέλεσμα. Προηγούμενες συνθήκες και όχι εμείς προδιαγράφουν την συμπεριφορά μας, λοιπόν, ένας ντετερμινισμός; Αναρωτιέται ο Αλεξάνδρου... Ο ορισμός της ελευθερίας πράξεων, της ηθικής και της ευθύνης του ατόμου συνίσταται μόνο στο ότι μπορεί να επιλέγει μεταξύ εναλλακτικών πράξεων; Προς τι, λοιπόν, να βασανίζεται ο αντάρτης από την τελική αποτυχία και να προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητά του από την κατηγορία του δολιοφθορέα; Αφού: «…αν σκοτωνόμουνα κι εγώ, αν χανόταν το κιβώτιο, αν δεν έφτανε ποτέ στην πόλη Κ, ναι, το λέω και πέστε με υβριστή και συκοφάντη, αυτός ήτανε ο σκοπός του Γενικού Αρχηγείου, γιατί αν ήθελε πράγματι να φτάσει το κιβώτιο στην πόλη Κ, θα μπορούσε κάλλιστα να το φορτώσει σε ένα τζιπ και θα έφτανε σε μια μέρα σώο και αβλαβές…» και όχι με τις σκληρές εντολές για τους συντρόφους μέλη της ομάδας, σκληρούς κανόνες που καθόριζαν την αποστολή της ομάδας, προκειμένου να παραδοθεί το κιβώτιο με ασφάλεια και χωρίς περιττές καθυστερήσεις. « ̶  Aν φτάσει το κιβώτιο στην K, κερδίσαμε τον πόλεμο. Aν όχι, τον χάσαμε».  Όποιος δεν μπορεί να ακολουθήσει, λόγω τραυματισμού, ασθένειας ή άλλου λόγου, την πορεία της ομάδας, που ορίζεται γεωγραφικά και χρονικά αυστηρά με κρυπτογραφημένα μηνύματα από την Οργάνωση, υποχρεώνεται να αυτοκτονήσει πίνοντας κυάνιο και κάθε μέλος έχει επάνω του μια αμπούλα κυανίου, για να τη χρησιμοποιήσει, όταν διαταχθεί ή όποτε ο ίδιος καταλάβει πως δεν έχει άλλη επιλογή (αν, για παράδειγμα, βρεθεί σε κίνδυνο να πέσει στα χέρια των εχθρών).

«Όλοι μας ήμασταν πολύ κεφάτοι, ακόμα και ο Σοφοκλής, που βγαίνοντας απ’ τη λίμνη, κάτι πάτησε και έκοψε την αριστερή του φτέρνα… την άλλη κιόλας μέρα το πόδι του είχε πρηστεί, αναγκάστηκε να βγάλει το γουρουνοτσάρουχο, κούτσαινε, άρχισε να βραδυπορεί… Ο Σοφοκλής είχε βάρδια συνοδείας, έπρεπε λοιπόν να βαδίσει δίπλα στο κάρο. Δεν ήταν νοητόν να κάνουνε οι άλλοι της διμοιρίας του διπλές βάρδιες συνοδείας, δηλαδή να κουράζονται διπλά. Η φάλαγγα είχε σταματήσει, επενέβη ο Σταμάτης και είπε πως ήταν απαράδεκτο να κυανιστεί ένας μαχητής που μπορούσε να κάνει όλες τις άλλες βάρδιες, ακόμα και να πολεμήσει, αν παρουσιαζότανε ανάγκη. Ο Ταγματάρχης δεν απάντησε αμέσως, τον είδα που δίσταζε, λες και έψαχνε να βρει επιχειρήματα και τελικά μας δήλωσε πως ρώτησε με τον ασύρματο το Γενικό Αρχηγείο και η απάντηση ήταν «Σοφοκλής κυάνιο». Ο Σοφοκλής τον κοίταζε σαν χαμένος και τελικά, πρόφερε σχεδόν ψιθυριστά, πως δεν καταλαβαίνει τι θα κέρδιζε η Αποστολή, αν έλειπε αυτός απ' τη μέση. Τότε ο Ταγματάρχης θύμωσε για καλά (ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που τον έβλεπα να χάνει την ψυχραιμία του) του έβαλε τις φωνές και του θύμισε πως ήτανε προειδοποιημένος, του είχαν εξηγήσει τον κανονισμό της πορείας, το είχε σκεφτεί και το δέχτηκε εθελοντικά να πάρει μέρος στην Αποστολή…». Ο σύντροφος Σοφοκλής δεν κατάπιε το κυάνιο, αυτοπυροβολήθηκε. Ο Ταγματάρχης αργότερα θα εκτελεστεί κι αυτός, θα υποχρεωθεί από την ομάδα να αυτοκτονήσει πίνοντας κυάνιο!

Έτσι μέχρι να φθάσει το κιβώτιο στον προορισμό, στην πόλη Κ, η ομάδα αποδεκατίστηκε με συνεχείς απώλειες συντρόφων, και με κάποια ατυχήματα που μεσολάβησαν και πέθαναν κάποιοι (όπως ο Αγαθοκλής που βρήκε τραγικό θάνατο στον μεγάλο λάκκο με ασβέστη που κόχλαζε και ο Λυσίμαχος που τον δάγκωσε σκορπιός!...), ο ένας μετά τον άλλον κατάπιαν το κυάνιο.

Πώς συνέβη να αποβεί άκαρπη μια τόσο δύσκολη αποστολή του κιβωτίου, με θύματα στη διαδρομή όλα τα μέλη της ομάδας, εκτός από το ομιλούν πρόσωπο, που τώρα γράφει την απολογία του; Ποιο θα είναι το πόρισμα της ανάκρισης; Πώς θα αντιδράσει ο ανακριτής διαβάζοντας τη μακροσκελή αναφορά γεγονότων;

Τον συγγραφέα δεν ενδιαφέρει τίποτα από τα παραπάνω ερωτήματα. Στόχος του ήταν, κατά την άποψή μας, να δηλώσει το μάταιο τόσων αγώνων. Το κιβώτιο, δηλωτικό του ατελέσφορου αγώνα του αριστερού κινήματος για μια δικαιότερη κοινωνία, θα παραμείνει χωρίς περιεχόμενο και κανείς από τους συντρόφους αγωνιστές, κανείς από όσους χάθηκαν άδικα δεν θα αποδειχθεί υπεύθυνος. Οι υπεύθυνοι δεν θα πληρώσουν, πολλές φορές οι αθώοι πληρώνουν. Γι’ αυτό η απολογία κλείνει με την ερώτηση-προτροπή προς την επιτροπή που έχει φυλακίσει τον απολογούμενο σύντροφο:

«…αν νομίζετε λοιπόν πως θα γεμίσει το κιβώτιο με το πτώμα μου, τι περιμένετε και δε με στήνετε στα έξη βήματα, στον τοίχο…;»

Το μυθιστόρημα «Το κιβώτιο» κυκλοφόρησε το 1975 από τις εκδόσεις «Κέδρος» και ακολούθησαν πολλές επανεκδόσεις. Ίσως αποτελεί ένα σχόλιο του Άρη Αλεξάνδρου για διαγραφές από το Κομμουνιστικό κόμμα, αποκηρύξεις, κατηγορίες μελών ως προδοτών και χαφιέδων, όπως του Νίκου Πλουμπίδη, του Νίκου Ζαχαριάδη. Ο ίδιος ο Αλεξάνδρου αποχώρησε πικραμένος από το ΕΑΜ Νέων το καλοκαίρι του 1942, έπειτα από τη διαγραφή τριών φίλων του και ηγετικών στελεχών της ΟΚΝΕ (Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας), οι οποίοι ταυτόχρονα καταγγέλθηκαν ως «χαφιέδες». Στον εμφύλιο συνελήφθη αιχμάλωτος από τις βρετανικές δυνάμεις και στάλθηκε στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων στην Ελ Ντάμπα της Λιβύης, ελευθερώθηκε μέσα στο 1945 και επέστρεψε στην Αθήνα, αλλά συνελήφθη το 1948 και εκτοπίστηκε στον Μούδρο της Λήμνου, μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη μέχρι το 1951. Το 1953 καταδικάστηκε ως ανυπότακτος στράτευσης δηλώνοντας στο στρατοδικείο (όπου είχε ως δικηγόρο τον Ηλία Ηλιού) «κομμουνιστής», με αποτέλεσμα τη φυλάκισή του. Τέθηκε σε απομόνωση από τους υπόλοιπους πολιτικούς κρατουμένους, έως το 1956 και τελικά αποφυλακίστηκε με αναστολή ποινής το 1958. Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 διέφυγε στο Παρίσι, όπου πέθανε το 2016, σε ηλικία 94 ετών.

Ο Άρης Αλεξάνδρου (πραγματικό όνομα: Αριστοτέλης Βασιλειάδης, γεννήθηκε το 1922 στο Λένινγκραντ), ποιητής, με μοναδικό μυθιστόρημά του το «Κιβώτιο», ήταν ενάντιος σε κάθε εξουσία που καταπιέζει, ανεξαρτήτως αν είναι η κυβέρνηση είτε οι σύντροφοι του κόμματος, λενινιστές, δογματικοί σταλινικοί, το ίδιο το κόμμα με τους σκοτεινούς μηχανισμούς του, ακόμα η εκκλησιαστική εξουσία… «Σύντροφε ή κύριε ανακριτά, … τώρα πια, το αν είσαστε λενινιστής ή δογματικός ή έστω και κυβερνητικός έχει περάσει για μένα σε δεύτερο πλάνο…»

Το 1975 είχε δηλώσει: «Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα και σε καμιά πολιτική οργάνωση. Δεν είμαι μέλος καμιάς εκκλησίας. Δεν είμαι οπαδός καμιάς θρησκείας… Έχοντας περάσει από τα ξερονήσια και τις φυλακές, νιώθω πως είμαι συγκρατούμενος όχι μόνο με όσους υποφέρουν στα φασιστικά στρατόπεδα, μα και με όσους βασανίζονται στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ*. Νιώθω αλληλέγγυος και συνυπεύθυνος με όσους αγωνίστηκαν, αγωνίζονται και θα αγωνιστούν εναντίον όλων των τυράννων, εστεμμένων και τραγιασκοφόρων, εναντίον όλων των δεσποτών, γαλονάδων και ρασοφόρων.»

Αν νομίζετε ότι ο στόχος του κινήματος θα εκπληρωθεί με διαγραφές, αποκηρύξεις, κατηγορίες άδικες ίσως, «αν νομίζετε λοιπόν πως θα γεμίσει το κιβώτιο με το πτώμα μου»…

(* Βιβλίο του νομπελίστα Αλεξάντρ Σολζενίτσιν)

 Παναγιώτης Χαλούλος



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου