Δημοσθένης Κούρτοβικ
Ο ήχος της σιωπής της
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας
«Ο ήχος της σιωπής της» του Δημοσθένη Κούρτοβικ (κριτική)
Ένα αίνιγμα που γεννά αινίγματα
Διαισθανόμουν
πως το ερώτημα «ποιος είμαι» καθρεφτιζόταν στο ερώτημα «ποια ήταν εκείνη». Στο πρόσφατο βιβλίο του (διστάζω να το ονομάσω
μυθιστόρημα, όπως το θέλει η έκδοση, πιθανόν και ο ίδιος εν τέλει) ο Δημοσθένης
Κούρτοβικ ανατρέχει στο παρελθόν με διάθεση αρχικά ερευνητική· μια προσπάθεια
να λύσει το αίνιγμα που περικλείει τη μητέρα του, ενδεικτική, άλλωστε, η έννοια
της σιωπής ακόμη και από τον τίτλο. Μέσα από σκόρπιες μνήμες (οι προσωπικές να
μπερδεύονται με τις μνήμες άλλων ή να συμπληρώνονται από αυτές) θα ανασυστήσει
τη μορφή της μητέρας του, που πάντα ήταν γι’ αυτόν μια σχεδόν φυσική διαδικασία
έλξης άπωσης. Σαν μια παράλληλη πορεία, με κάποια σημεία συνάντησης,
ερμηνευμένα τότε με την επιπολαιότητα αλλά και την άγνοια της νεαρής ηλικίας,
στην ώριμη ενατένισή τους, ωστόσο, με διαφορετικές διαστάσεις, αναπόφευκτα
μεγεθυμένα ή ελαττούμενα σε σημασία, με την ύστερη γνώση να προτείνει κάθε φορά
το μέγεθός τους. Πονάει το παρελθόν, όπως κι αν το προσεγγίσει κανείς, συχνά
προσαρμοσμένο στις συνθήκες του παρόντος ή, να το πούμε αλλιώς, στην ανάγκη που
θέλησε να το φέρει στο προσκήνιο.
Καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι των αναμνήσεων για να
δεθούν μεταξύ τους τα κομμάτια του αινιγματικού παζλ, αινιγματικού γιατί δεν υπάρχει
κανένας οδηγός της επιδιωκόμενης εικόνας, η μορφή της μητέρας θα δένει
αναπόφευκτα με τα γεγονότα της ζωής του γιου, σαν μπροστά σε σπασμένο καθρέφτη
με διπλό είδωλο, κι άντε να ξεδιαλύνεις ποιος είναι ποιος. Ακόμα κι αν η συγγραφική
αφορμή (τουλάχιστον όπως παρουσιάζεται) είναι η εξιχνίαση των σκοτεινών
αινιγμάτων που συγκροτούν την προβαλλόμενη μορφή της μητέρας, καθώς προχωράει η
αφήγηση όλο και περισσότερο νιώθεις πως ο αφηγητής δεν είναι ο
παρατηρητής/ερευνητής ενός άλλου προσώπου, αλλά πως ανιχνεύοντας (και ερμηνεύοντας
κατά το δοκούν) τα βήματα εκείνης, τις επιλογές της ζωής της, τη στάση της
απέναντι στην οικογένειά της και στους άλλους, αυτά έρχονται και δένουν με τα
βήματα του γιου, προσφέροντας τις (ιαματικές ή όχι, κατά περίπτωση) ρωγμές για
να φωτιστεί το προσωπικό του τοπίο. Έτσι, δεν ξαφνιάζει που ολόκληρα κεφάλαια
μοιάζει να «αγνοούν» την ύπαρξη της μητέρας ως προσώπου προς ανίχνευση,
εστιάζοντας στην πορεία ζωής του γιου. Δεν θέλω μ’ αυτό να πω πως η μητέρα
υπήρξε απλώς η αφορμή (ή το «όχημα») για να μιλήσει για τον εαυτό του, ίσα ίσα
εννοώ ότι η ζωή του φαίνεται πως «κυκλώθηκε» (ίσως καθοδηγήθηκε εμμέσως;) από
τη χαρισματική αυτή γυναίκα, που ήξερε τον τρόπο να κάνει αισθητή την παρουσία
της στη ζωή του, ακόμη κι όταν αυτός ένιωθε εντελώς απελευθερωμένος από εκείνη.
Οπότε, μιλώντας γι’ αυτήν, μιλάει για τον ίδιο, και, όπως είναι φυσικό, και το
αντίστροφο· μια κοινή πορεία με τις αλληλεπιδράσεις στα δύο μέρη της, και όχι
δύο παράλληλες τελικά διαδρομές.
Επειδή, βέβαια, τα πρόσωπα δεν είναι ερριμμένα ατάκτως στον κόσμο, αλλά ενταγμένα μέσα σε συγκεκριμένο περιβάλλον, που ορίζεται αρχικά από τον μικρόκοσμο της οικογένειας για να οδηγηθούν σταδιακά στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, τις συνθήκες εκείνες που ορίζουν και διαμορφώνουν τη συλλογική ιστορία του τόπου, δεν μπορεί η αφήγηση να αγνοήσει αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, στο οποίο κάθε ενέργεια των προσώπων αποκτά νόημα, είτε ως αποδοχή των δεδομένων που επικρατούν είτε, κυρίως, ως αντίδραση σ’ αυτά. Στα αφηγούμενα, λοιπόν, γεγονότα της ζωής της μητέρας και του γιου, ως φόντο (ενίοτε και ως κύρια εικόνα) προβάλλεται η ιστορία του τόπου, τα σημαντικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία όχι μόνο των δυο προσώπων αλλά και ενός ολόκληρου λαού. Κι αν αυτό είναι το ευρύτερο τοπίο, δίπλα σ’ αυτό, ή μέσα σ’ αυτό, παρακολουθούμε τον απόηχο στον μικρόκοσμο της γειτονιάς, της πόλης. Σαν μια εικόνα που άλλοτε διευρύνεται και άλλοτε ελαχιστοποιείται, προκειμένου μέσα στην αφήγηση να χωρέσουν όλα, σε μια διαλεκτική σχέση. Ο γιος αλληλεπιδρά με τη μητέρα, ο απλός κόσμος της γειτονιάς με τη μεγάλη ιστορία που, το συχνότερο, τον αγνοεί.
Περιπλανώμενος εξ επιλογής ή εκ των πραγμάτων (Το σπίτι μου. Πού να βρω το σπίτι μου; Πού
να βρω τη θέση μου στον κόσμο;) ο αφηγητής θα αναζητήσει τον στέρεο τόπο,
κάπου να σταθεί να πει «εδώ είναι πατρίδα». Έτσι, όπως και σε πολλά άλλα γραπτά
του, θα συναντήσουμε τον προβληματισμό του για την έννοια της ελληνικότητας,
άρα μία ακόμη ενδιαφέρουσα παράμετρο του κόσμου του. Διάσπαρτες σκέψεις πάνω σ’
αυτό το θέμα σε όλο το βιβλίο, πιο συγκροτημένες σε δύο εμβόλιμα κείμενα/σχέδια
ομιλίας για το θέμα της εθνικής ταυτότητας μέσα στον ευρύ ευρωπαϊκό ιστό.
Όλα τα παραπάνω, που συνιστούν το «υβριδικό;», πρωτότυπο
πάντως μυθιστόρημα, δένουν μεταξύ τους με τα αινιγματικά λόγια της μητέρας,
λίγο πριν ξεψυχήσει, δίνοντας το έναυσμα στον γιο να λύσει τον γρίφο. Αυτός ο
γρίφος είναι όντως η αφορμή, στην ουσία το συγγραφικό εύρημα, για να ξεκινήσει
τη γραφή, γιατί είναι αλήθεια πως τα πιο προσωπικά πράγματα, τα λόγια της
ψυχής, δεν τα ξεστομίζεις εύκολα, χρειάζεσαι ένα άλλοθι. Δουλεύοντας συγγραφικά
πάνω σ’ αυτό το άλλοθι ο Κούρτοβικ, έχτισε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, στη βάση
του αυτοβιογραφικό (όσο ισχύει αυτή η έννοια στην αυτομυθοπλασία), στην
αναγνωστική του πρόσληψη, ωστόσο, μυθοπλαστικό. Άλλωστε, γνωστό αυτό, δεν μπόρεσε
ποτέ κανείς να ξεχωρίσει με ακρίβεια πού είναι τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια των
πραγμάτων και στην επινόηση της λογοτεχνίας. Συχνά ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής,
αφηγούμενος τη ζωή του, παραχωρεί ελέω λογοτεχνίας τη θέση του σε κάποιον άλλο,
που θα μπορούσε να είναι ο εαυτός του, αλλά δεν είναι. Δεν είναι, όμως, αυτό
που ενδιαφέρει στο συγκεκριμένο βιβλίο. Μια αφήγηση γοητευτική, που δεν
ξεπέφτει σε ρηχή νοσταλγία, μια σειρά από σκέψεις που γεννούν σκέψεις με τη
σειρά τους, τέλος ένα αίνιγμα (έστω και επινοημένο «συγγραφική αδεία») που
ανοίγει τον χώρο σε άλλα αινίγματα, και που η απόπειρα επίλυσής τους μόνο σε
εικασίες οδηγεί. Το γράφει και ο ίδιος: Τα
αινίγματα που μας βάζει η ζωή λύνονται με τίμημα καινούργια αινίγματα.
Διώνη Δημητριάδου
Απόσπασμα
Και αν σήμερα, πολλά χρόνια έπειτα απ’ όλα ατά, τα
διηγούμαι όπως τα διηγούμαι, με μια ψυχραιμία που μόνον εγώ ξέρω πόσο επισφαλής
είναι και με δόσεις αυτοσαρκασμού που απέσταξα από δεκάδες πληγές μου, είναι
επειδή έχω αποδεχτεί ότι τα αινίγματα που μας βάζει η ζωή λύνονται με τίμημα
καινούργια αινίγματα. Και από τη στιγμή που το αποδέχτηκα, η προοπτική άλλαξε.
Το δειλινό χαμόγελό μου είναι η άλλη όψη της αδυναμίας μου. βλέπω τα μεγέθη στο
φόντο ενός διαφορετικού, μεγαλύτερου ορίζοντα.
Αλλά –ήδη προδόθηκα!– δεν είμαι εντελώς ειλικρινής.
Πονούν ακόμη αυτές οι ιστορίες όταν τις ανακαλώ, γι’ αυτό δεν ήθελα να θυμάμαι
το παρελθόν μου, και ήταν ο θάνατος εκείνης που μ’ έκανε να επιστρέψω σ’ αυτό.
Και μιλώντας τώρα για τα περασμένα της ζωής μου το κάνω σαν να εξορίζω τα
τραύματά μου σ’ έναν άλλο, σε κάποιον που έτυχε να έχει τ’ όνομά μου… (σ. 198).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου