Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Οδός Ευτυχίδου Μυθιστόρημα Χρύσα Φάντη Εκδόσεις Σμίλη η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

 

Οδός Ευτυχίδου

Μυθιστόρημα

Χρύσα Φάντη

Εκδόσεις Σμίλη

 η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Οδός Ευτυχίδου» της Χρύσας Φάντη (κριτική) – Κάποτε στο Παγκράτι (bookpress.gr)

 


Τόπος ιδιωτικός και κοινός

 

Παρακολουθώντας τη συγγραφική πορεία της Χρύσας Φάντη, είναι ευδιάκριτη η συνεχής εξέλιξη, από έναν πειραματισμό σε διαφορετικές τεχνικές αφήγησης όπως στην Ιστορία της Σ., κάτι σαν μια άσκηση γραφής, κατόπιν σε μια υπόρρητη σύνδεση διαφορετικών ιστοριών, όπως στη συλλογή διηγημάτων Σε θολά νερά, μέχρι την ολοκλήρωση της συγγραφικής πρόθεσης, στην Οδό Ευτυχίδου, να δοθεί μια ιστορία πολυεπίπεδη, με τα διαφορετικά «στρώματα» τόσο σε μορφή όσο και σε περιεχόμενο, σε θεματική, να συναποτελούν πλέον ένα ενιαίο «τοπίο». Η Φάντη σταθερά βρίσκει τον δρόμο της, πρωτότυπο και ευρηματικό, αλλά και τη θέση της στη σύγχρονη πεζογραφία ως μια σημαντική φωνή.

 

Αρχικά η ιστορία

 

Παρακολουθούμε την αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο του βασικού ήρωα, του Πέτρου, να κάνει αναδρομή στη ζωή του, λίγο πριν κλείσει τα εβδομήντα του χρόνια, με αφορμή παλιές φωτογραφίες (πόση αλήθεια κρύβουν μέσα τους από την όντως πραγματικότητα που προσπάθησαν να απαθανατίσουν;) αλλά και μια σειρά επιστολών του πατέρα του από τον καιρό του Εμφυλίου, όταν είχε εξοριστεί εικοσάχρονος στην Ικαρία, στο τέλος του ’46, μαζί με τον αδελφό του και τους συντρόφους τους, για την  αντιστασιακή τους δράση. Επιστολές προς την μητέρα του αφηγητή, νεαρή κοπέλα ακόμη τότε. Κι όπως η προσωπική ζωή δένει άρρηκτα με τη ζωή των προηγούμενων γενιών, η αφήγηση θα φέρει  τις ρίζες της οικογένειας από τη Σμύρνη, μετά στον Πειραιά για να καταλήξει στο Παγκράτι, στην οδό Ευτυχίδου. Η ζωή του πατέρα έχει, όμως, και τη δική της ιστορία να αφηγηθεί από την εξορία στα χρόνια του Εμφυλίου, την υπογραφή της «δήλωσής» του, τη ένταξή του στον Εθνικό στρατό, ιστορία που εγκιβωτίζεται μέσα στην ευρύτερη της οικογένειας, που την αποτελούν οι γονείς, οι παππούδες και οι γιαγιάδες, οι θείοι και οι θείες, τα αδέλφια και τα ξαδέλφια. Η αναφορά στις επιστολές συνιστά (πρέπει να αναφερθεί και αυτό) μια άριστη μορφή επιστολικής λογοτεχνίας, αποτελώντας σχεδόν το μισό  της έκτασης του βιβλίου· από μόνη της η επιλογή αυτή θα διαμόρφωνε ένα διαφορετικής πρόθεσης μυθιστόρημα. Η συγγραφική τέχνη, όμως, της Φάντη, κατάφερε τη λειτουργική ένταξη των επιστολών στην αφήγηση.

 

Η επιλογή του δεύτερου προσώπου

 

Ενδιαφέρουσα επιλογή αυτή του δεύτερου προσώπου (συχνότερα τη συναντάμε στον ποιητικό λόγο) που επιτρέπει μια εμβάθυνση στη σκέψη και στον χαρακτήρα του αφηγητή, περισσότερο ακόμη και από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, καθώς με άμεσο τρόπο μοιάζει να απευθύνεται στον αόρατο ακροατή, αναγνώστη εν προκειμένω, αλλά ταυτόχρονα συνιστά μια εξομολόγηση προς εαυτόν, ένα κοίταγμα σε έναν προσωπικό καθρέφτη, όσο οδυνηρό μπορεί ποτέ να είναι κάτι ανάλογο. Είναι, όμως, και ένας τρόπος να «συνομιλήσει» με τα πρόσωπα που διαμόρφωσαν τη ζωή του, σε έναν διάλογο που ενσωματώνει αλήθειες, παράπονα, διαπιστώσεις, αποκαλύψεις· επιτέλους μιλάει για όσα δεν τόλμησε, επιτέλους σκέφτεται, ζυγίζει, κρίνει, απαλλαγμένος πλέον από τον οικογενειακό κλοιό, μακριά από τη συνοικία που μεγάλωσε, στο σπίτι της Νέα Πεντέλης, με τη μνήμη επιλεκτικά να λειτουργεί στα χνάρια των παλαιών ενθυμημάτων του πατέρα.  

 

Η ιδιωτική μικρο-ιστορία και η συλλογική ευρύτερη ιστορία

 

Δεν μπορεί κανείς να αποσυνδέσει τη ροή του ιδιωτικού βίου από το γενικότερο σύνολο, στο οποίο αυτή εντάσσεται λειτουργικά. Η συλλογική ιστορία (η «μεγάλη» ιστορία) δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον, τις ενεργές συνθήκες, εξελισσόμενες και διαμορφούμενες διαρκώς, προκειμένου να αποκτήσουν τον απαιτούμενο «χώρο» και «χρόνο» οι καθημερινές, ιδιωτικές ιστορίες. Αλλά κι αυτές με τη σειρά τους,  στο  μπόι που τους αναλογεί, γεμίζουν το ιστορικό κενό με τον δικό τους βίο, προσδίδοντας πρόσωπο και χαρακτήρα σε κάτι που διαφορετικά δεν θα είχε υπόσταση. Σχέση διαχρονικά διαλεκτική. Αυτή την ιδιαίτερη συνθήκη τη χειρίζεται άριστα η Φάντη, εντάσσοντας τα πρόσωπα της ιστορίας της μέσα στα γεγονότα που ταλάνισαν τον τόπο από τη μικρασιατική καταστροφή, μέχρι τον Εμφύλιο, αλλά αναπόφευκτα με την εκβολή τους στο σήμερα. Έτσι, σε ένα εύρος μεγαλύτερο, η ιστορία της εκκινεί από το 1922 και απολήγει στο 2022. Εκατό χρόνια παράλληλης ιδιωτικής και συλλογική ιστορίας.

 

Ο τόπος

 

Ο τόπος που διαμορφώνει με τη δική του ιστορία το πλαίσιο για την πλοκή είναι καθόλου τυχαία το Παγκράτι, μια γειτονιά που συμμετείχε ενεργά, με τα σημαίνοντα αλλά και ανώνυμα για τους πολλούς πρόσωπα, στη σύγχρονη ιστορία του τόπου. Ο κατάλληλος καμβάς για να βρουν χώρο να σταθούν τα πρόσωπα της ιστορίας, να εξελιχθεί η πλοκή. Κάτω από ατό το πρίσμα, αυτή η αθηναϊκή συνοικία, λειτουργώντας πίσω από όσα φωτίζει ο φακός της αφήγησης, είναι διαρκώς παρούσα, κι ας μην ακούγεται η δική της φωνή. Δεν γνωρίζω αν η Φάντη θέλησε με έμμεσο τρόπο να γράψει μια ιστορία για το Παγκράτι, όμως δεν μπορείς να διαβάσεις το βιβλίο της χωρίς να γυρνάει ο νους σου στο δικό του σκηνικό, ακόμα κι αν το δεις σαν ένα δείγμα αντιπροσωπευτικό των συνοικιών της Αθήνας που θυσίασαν στον βωμό του κέρδους την ομορφιά και την αυθεντικότητά τους, παρασύροντας, όπως ήταν αναμενόμενο, και την ψυχή των ανθρώπων τους.

 

 Οι άνθρωποι, ο άλλος «τόπος»

 


Το σημείο συνάντησης για τον αναγνώστη (τον όποιον αναγνώστη) με τη συγγραφική ιδέα (πάντοτε παρούσα να πηγαινοέρχεται, να μπαίνει και να βγαίνει στην ιστορία, να θεωρείται ολοκληρωμένη και πάλι να αναμένει την αναγνωστική ματιά και ερμηνεία) είναι τόσο ο χώρος και ο χρόνος, κοινός τόπος μνήμης, όσο και οι άνθρωποι, γιατί κι αυτοί είναι «τόποι», με κοινές αναφορές, κοινά χαρακτηριστικά, που η δεινότητα της γραφής αποτύπωσε με τέτοιο τρόπο που να παραπέμπουν σε κοινά σημεία, οικεία και γνώριμα. Τα σπίτια, για παράδειγμα, θα πει ο αφηγητής «ένα πέρασμα είναι», κι όμως έχουν τη δύναμη να σε δένουν, να σε κρατούν μέχρι που να σε κάνουν κτήμα τους εσαεί. Και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τα πράγματα από τους ανθρώπους, μοιάζουν όλα ζωντανά να είναι· έτσι, δεν ξαφνιάζει η επιλογή ενός δρόμου στο  τίτλο του μυθιστορήματος· οι δρόμοι, τα σπίτια, οι τόποι είναι οι άνθρωποι.

 

Η αλήθεια και η «αλήθεια»

 

Το βιβλίο μπορεί να αποτελεί, φυσικά, προϊόν μυθοπλασίας, ωστόσο πίσω του κρύβεται μια μακρά και επίπονη εργασία τεκμηρίωσης, όπως αποδεικνύεται από τις πηγές που παρατίθενται στο τέλος, στην ενότητα «Από το αρχείο του αφηγητή» και από τη βιβλιογραφία. Μια ταύτιση, εύλογη και αναπόφευκτη, της αφηγηματικής φωνής με τη συγγραφική, μια υπόμνηση ταυτόχρονα, για τον μόχθο που απαιτεί η γραφή, κυρίως αν θέλεις να εντάξεις την πλοκή του μύθου σου (το επίπλαστο, λογοτεχνικό ψεύδος) μέσα στην αληθινή ιστορία, μέσα στα πραγματικά γεγονότα. Μόνον έτσι δικαιώνει η μυθοπλασία τη δική της αλήθεια, την αληθοφάνεια, αυθεντική και σημαντική όσο και η όντως αλήθεια. Γιατί, στην πραγματικότητα (όπως λέει και ο αφηγητής) μπορεί «να αμφιβάλλεις όχι μόνο για την ακρίβεια αυτών που ακούς αλλά και πολλά από αυτά που εσύ καταθέτει και εξιστορείς».

 

Στο εξώφυλλο (φωτογραφία του Μισέλ Φάις) Εσωτερική κλίμακα, αντιπροσωπευτική παλιών αθηναϊκών πολυκατοικιών, υποβλητική στον φωτισμό της, σαν να φωτίζει (επί ματαίω ίσως) παλιές μνήμες. Γιατί, σε ένα καλό βιβλίο, τίποτα δεν είναι τυχαίο.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Απόσπασμα

 

Όσο δύσκολο σου είναι να συλλάβεις τα σημάδια του χρόνου πάνω σου, άλλο τόσο δύσκολο είναι να ακολουθήσεις προς τα πίσω τα ίχνη του, και μαζί με αυτά τα ίχνη των ανθρώπων που έζησαν σε τούτη τη συνοικία, να πλανηθείς σε στέκια γνωστά, μαγαζιά απ’ όπου ψώνιζες διάφορα πράγματα που για χρόνια φύλαγες αχρησιμοποίητα και άλλα που, χωρίς δεύτερη σκέψη, την ίδια κιόλας μέρα τα πετούσες· να απαριθμήσεις εκείνα που, από τη μια μέρα στην άλλη, κατέβασαν ρολά χωρίς να δώσουν τη σκυτάλη σε άλλα, να τα επαναφέρεις στη μνήμη σου, αν και δεν γνωρίζεις ή δεν βρίσκεις τον λόγο. […] Ακόμα κι αν σου επιτραπεί η πρόσβαση, πολύ φοβάσαι ότι θα σου είναι σχεδόν ακατόρθωτο να επαναφέρεις την αίσθηση της ρουτίνας και της καθημερινότητας των παλιών ενοίκων της, να ανακαλέσεις το ηχητικό αποτύπωμα των ομιλιών και των καβγάδων τους που κάποτε έφταναν στ’ αυτιά σου· τη θέση τους θα έχει πάρει η γρήγορη αποσάρθρωση, η αργή αλλά βέβαιη αποσύνθεση του μπετόν, οι υπόκωφοι τριγμοί του τσιμέντου, τα μισοσαπισμένα κουφώματα και τα στιγματισμένα πατώματα, σημάδια μια συνοικίας που τα τελευταία χρόνια πνέει τα λοίσθια. (σσ. 375-376).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου