Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

"Ο αληθής λόγος της ποίησης" Η Ευσταθία Δήμου γράφει για τον «Ευτυχισμένο Σίσυφο», ποιητική συλλογή της Διώνης Δημητριάδου, ΑΩ εκδόσεις Η πρώτη δημοσίευση στο Literature.gr


"Ο αληθής λόγος της ποίησης"

Η Ευσταθία Δήμου γράφει 

για τον «Ευτυχισμένο Σίσυφο», 

ποιητική συλλογή της Διώνης Δημητριάδου, 

ΑΩ εκδόσεις

Η πρώτη δημοσίευση στο Literature.gr




Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Διώνης Δημητριάδου, που κυκλοφόρησε δύο χρόνια μετά την πρώτη, Λέξεις Απόκρημνες (Μικρές εκδόσεις, 2017), φέρει τον αναπάντεχο και ανατρεπτικό τίτλο Ο ευτυχισμένος Σίσυφος.  Η ανατροπή, βεβαίως, βασίζεται και προκύπτει από την χρήση του επιθετικού προσδιορισμού «ευτυχισμένος», αντί του «δυστυχισμένος», όπως θέλει και παρουσιάζει την μορφή του Σίσυφου ο αρχαιοελληνικός μύθος, η γνωστή ιστορία της παραδειγματικής του τιμωρίας από τους θεούς και της καταδίκης την οποία υπέστη να ανεβάζει συνεχώς και επαναλαμβανόμενα έναν βράχο μέχρι την κορυφή ενός βουνού, στον Κάτω Κόσμο. Πέρα όμως από την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο τίτλος και, συνεπώς, το σύνολο των ποιημάτων της συλλογής διαλέγεται και με το περίφημο έργο του Albert Camus, Ο μύθος του Σισύφου, στο οποίο επίσης πλάθεται ένας διαφορετικός από τον μυθικό Σίσυφος, ένα σύμβολο της ανθρώπινης μοίρας, μία μορφή που περιφρονεί τους θεούς, αγαπά τη ζωή και μισεί τον θάνατο. 

Ευθύς εξ αρχής, λοιπόν, η ποιήτρια αποκαλύπτει τη βαθιά, εσωτερική σχέση των ποιημάτων της με τα ανθρώπινα και, συνεπώς, τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό τους. Από αυτόν ακριβώς τον προσανατολισμό προκύπτει και μία θυμοσοφική διάθεση και τάση, έκδηλη κυρίως στα μικρότερης έκτασης ποιήματα, αλλά ακόμα και σε μεμονωμένους στίχους. από μοναχικό αγκίστρι/ κρεμάστηκε η ζωή/ πότε παλεύει ν’ απαγκιστρωθεί/ πότε ηρεμεί και περιμένει. Η ιδιαιτερότητα του τίτλου συνοδεύεται και από μια ιδιαιτερότητα στην δόμηση του βιβλίου που αποτελείται από πέντε ομάδες ποιημάτων, τριάντα πέντε στο σύνολό τους, τα οποία «προλογίζονται» ή έπονται ενός μικρού αφηγηματικού κειμένου η έκταση του οποίου, κατά κανόνα, δεν ξεπερνά τη μία σελίδα. Το στοιχείο εκείνο που προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι η πλήρης απουσία τίτλων στα ποιήματα, επιλογή που ενδεχομένως καταδεικνύει τη βούληση της ποιήτριας να παρέχει την απαιτούμενη ελευθερία στον αναγνώστη, ώστε να προσδιορίσει και να νοηματοδοτήσει ο ίδιος το ποιητικό κείμενο, αλλά και να δηλώσει την θεώρηση των ποιημάτων της ως ενιαίου, αδιαίρετου και ομοιογενούς συνόλου και όχι απλώς και μόνο ως τη συνύπαρξή τους εντός των σελίδων της συλλογής. Κοντά στην απουσία των τίτλων, θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει και την πλήρη – εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων – απουσία σημείων στίξης στα ποιήματα, στοιχείο που διαμορφώνει ένα πλαίσιο συνάφειας με την ποίηση και την ποιητική των υπερρεαλιστών ποιητών και ενισχύει το αίσθημα ελευθερίας του αναγνώστη ο οποίος καλείται να εμπνευστεί ο ίδιος τις παύσεις και τον σχολιασμό που σε αντίθετη περίπτωση θα υπηρετούσε και θα αναδείκνυε η χρήση της στίξης. 
Τα πέντε πεζά αφηγηματικά κείμενα της συλλογής διακρίνονται, στο επίπεδο της έκφρασης, για την λιτή, ρέουσα γλώσσα τους, τον εξομολογητικό τους τόνο και το ανεπιτήδευτο ύφος τους, ενώ στο επίπεδο του περιεχομένου για την αποδόμηση και την απομυθοποίηση που επιχειρούν να προκαλέσουν, για μία διάθεση δηλαδή και τάση προσγείωσης και συνειδητοποίησης της αλήθειας της ζωής, όσο πικρή ή δυσάρεστη κι αν είναι αυτή. Η αποδόμηση αυτή πραγματοποιείται με έναν ευθύ και ευθύβολο τρόπο και δεν αφήνει περιθώρια για υπεκφυγές και απλοποιήσεις ή για λείανση των αιχμηρών όψεων της ζωής. Μια φωτογραφία, τραβηγμένη λίγο πιο παλιά, σε κοιτάζει και σου κλείνει το μάτι. Εν προκειμένω, στρέφεται εναντίον σου βρίσκοντας επιτέλους τον στόχο. Η αποδόμηση και η απομυθοποίηση αυτή που πραγματοποιείται στα εμβόλιμα πεζά κείμενα της συλλογής, εντοπίζεται σαν τεχνική και μέθοδος και στα ποιήματα, μόνο που εδώ προσλαμβάνει μία διαφορετική χροιά και προέκταση. Γίνεται παραμυθία. Η πτυχή αυτή είναι στενά συνυφασμένη με τη φύση και τη λειτουργία της ποίησης, ως τέχνης αυτής καθεαυτής, που, ανεξάρτητα από τον προσανατολισμό της ποιητικής σκέψης, έχει πάντοτε σαν στόχευση την ανθρώπινη συνθήκη, την προβολή μιας εκδοχής και ενός οράματος για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Στα ποιήματά της αυτά, η Δημητριάδου ρέπει προς μια φιλοσοφική θεώρηση του τρόπου με τον οποίο στήνεται και λειτουργεί ο άνθρωπος και ο κόσμος του και, μέσα από αυτήν την θεώρηση, οδηγείται στην αποδοχή και την απαντοχή του. Αρκετοί από τους στίχους των ποιημάτων αυτών έχουν έναν χαρακτήρα αποφθεγματικό που συνυφαίνεται στενά με την κοσμοθεωρητική θέση και άποψη της ποιήτριας. σε τούτο το ατέλειωτο παιχνίδι/ ανάμεσα στον πόθο για ερμηνεία/ και στην παράλογη σιωπή/ ο Σίσυφος περιγελά την τάξη αυτού του κόσμου/ με μιαν απλή εξίσωση/ «οδός άνω κάτω μία και ωυτή» Η φιλοσοφική διάθεση της ποιήτριας ανοίγεται και ακολουθεί βασικά δύο κατευθύνσεις. Άλλοτε δηλαδή μετατρέπεται σε ενδοσκόπηση και απολογισμό, σε μία ποιητική αναμέτρηση με τα θέματα της παρουσίας και της απουσίας, της μνήμης και της λήθης, της ζωής στο άστυ. όταν οι άλλοι βλέπανε/ τα στρογγυλά φεγγάρια/ εμείς λυγίζαμε το σώμα μας/ να δούμε λίγο φως/ πίσω από όρθιες συρμάτινες αντένες// εμείς τις αγαπήσαμε τις πόλεις/ γιατί μας δίναν πάντοτε/ τα πιο αληθινά μεγέθη. Άλλοτε πάλι η διάθεση αυτή προσλαμβάνει έναν συμβουλευτικό τόνο και μετατρέπεται σε ένα είδος διδαχής ή παραίνεσης με στίχους που, κάποτε, ανακαλούν την καβαφική συμβουλευτική ποίηση και ποιητική, μέσα, μάλιστα, από μία περίεργη αντιστροφή. Έτσι ο γνωστός από το ποίημα του Καβάφη «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» στίχος πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο έρχεται ασυναίσθητα στην αναγνωστική συνείδηση διαβάζοντας την αντίστροφη εκδοχή του στο ποίημα της Δημητριάδου. γι’ αυτό σου λέω/ κρατήσου μακριά απ’ το παράθυρο/ έξω φυσά και θα σκορπίσουν όλα Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ποιήτρια καταπιάνεται με τα θεμελιώδη ζητήματα της ομορφιάς, του έρωτα, της φθαρτής φύσης του ανθρώπου, του σώματος της ύλης και του «σώματος» των λέξεων μορφοποιημένων σε ποίηση, τεχνουργώντας ποιήματα που δονούνται εμφανώς από ένταση και πάθος και που διαμορφώνουν ένα ευρύ πεδίο προσδοκιών, συνδέσεων, συσχετισμών και συνειρμών με ζητήματα και ερωτήματα πανανθρώπινα, αλλά και επικαιρικά, όπως για παράδειγμα το προσφυγικό. παράνομα σκιρτήματα/ κατατρεγμένοι ποταμοί/ στο απόκρημνο του εδάφους/ άθλια προσφυγάκια/ κοιμούνται όπου βρουν/ τσιμπολογώντας αποφάγια/ του ήθους των σεπτών/ στα σκοτεινά και τ’ άφεγγα/ για πάντα προγραμμένα. 
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα η Δημητριάδου μετατρέπει τη γραφίδα της σε νυστέρι της σύγχρονης πραγματικότητας, εντάσσεται δηλαδή στη συγχρονία και ανατέμνει τις συνθήκες του κοινωνικού βίου, κυρίως, όμως εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι ακολούθησαν διαφορετικές πορείες και στάσεις ζωής, διαμορφώνοντας ο καθένας το δικό του ιδανικό και βάζοντας το δικό του στίγμα μέσα στη συγχρονία και τη διαχρονία. κάποιους που αράξανε ανένταχτοι/ κι άλλους που μέσα σε εκούσιες φυλακές/ ποδοπατήθηκαν μα τίποτα δεν αρνήθηκαν. Πρόκειται για την κοινωνική πτυχή ή πλευρά της ποίησής της, μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη στον βαθμό που αποκαλύπτει και στηρίζει την εκδοχή που θέλει την Ποίηση να αποτελεί μία Πράξη, μια πράξη κοινωνικής μέριμνας και ευθύνης. Για μια φορά μονάχα/ να βάλουμε στους στίχους μας/ των άλλων την κραυγή/ που αδύναμη σε λίγο σβήνει/ τότε ίσως να είμαστε ποιητές/ για τούτη την πολύτιμη στιγμή/ που γίναμε η φωνή των άλλων. Στο άκρο αυτής της στάσης βρίσκεται η αυτοκριτική που αποτολμά η ποιήτρια στον ίδιο της τον εαυτό και σε όλους όσοι έχουν την ίδια ιδιότητα, αυτή του ποιητή. Πρόκειται για μια εξαιρετικά θαρραλέα αντιμετώπιση που προκρίνει τον αυτοέλεγχο ακόμα και σε βάρος της ίδιας της τέχνης, μια στάση που προϋποθέτει την αποδοχή του ενδεχομένου καταδίκης της ποίησης από τη στιγμή που αυτή δεν μπορεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και των περιστατικών. κάπου μακριά ξωμάχοι της γραφής γεννιούνται/ κι εμείς εδώ ακόμα στιχοπλέκουμε κανόνες/ άστοχες ρίμες και στεγνούς αφορισμούς/ αδύναμοι να αγγίξουμε τη φλέβα της ζωής 
Το ζήτημα της ποίησης, της θέσης και του ρόλου του ποιητή απασχολεί την Δημητριάδου σε έναν κύκλο ποιημάτων που δεν είναι ακριβώς ποιήματα ποιητικής, αλλά ποιήματα προοπτικής ή καλύτερα προοπτικών που ανοίγει η συγκεκριμένη μορφή τέχνης. Στην ουσία, η ποιήτρια προσπαθεί να διερευνήσει την λειτουργία και τη στόχευση της τέχνης της, την αποστολή της μέσα στην ανθρώπινη κοινότητα, ακόμα και την ίδια τη φύση των λέξεων ως πρώτη ύλη της δημιουργίας ή την ιδιοσυγκρασία του ποιητή ως δημιουργού και καλλιτέχνη. ποιητική αδεία/ ή αλλιώς/ θρασύς – ευτυχώς – ο ποιητής/ προτίμησε γυμνόπους να διαβεί/ το απροσπέλαστο (κι ας το ’ξερε)/ τραχύ του θαύματος Είναι από τις λίγες, ίσως, φορές που μια ποιητική συλλογή κατορθώνει παρά το, εκ των πραγμάτων και εκ φύσεως, μικρό της μέγεθος να αγγίξει και να θίξει μια τόσο ευρεία και ενδιαφέρουσα ποικιλία θεμάτων και θεματικών. Δεν είναι όμως μόνο τα θέματα που ποικίλουν και διαφοροποιούνται. Είναι ακόμα ο τόνος, το ύφος, η διάθεση, ακόμα και ο ρυθμός που συνέχει και συγκροτεί κάθε ποίημα ξεχωριστά. Άλλοτε εξομολογητικός, φιλοσοφικός, απολογητικός και άλλοτε κριτικός, καυστικός, διερευνητικός ο ποιητικός λόγος και η ποιητική έκφραση της Δημητριάδου προσφέρει και προσφέρεται για μία ενδιαφέρουσα μελέτη του πολυκύμαντου και της πολυμορφίας της γλώσσας του ίδιου ποιητικού υποκειμένου. 
Πέρα όμως από την αισθητική και αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει η συγκεκριμένη ποικιλομορφία τόσο στο επίπεδο των σημαινομένων, όσο και των σημαινόντων, εκείνο που προεξάρχει στην συγκεκριμένη συλλογή είναι η αίσθηση μίας κίνησης ή, καλύτερα, κινητοποίησης της ποιήτριας, αλλά και του αναγνώστη, προς την κατεύθυνση της εγρήγορσης και της αφύπνισης, αλλά και προς την κατεύθυνση μιας πιο ρεαλιστικής αντίληψης του ανθρώπου και του κόσμου. Εδώ ακριβώς έγκειται η επιτυχία του εγχειρήματος της Δημητριάδου. Γιατί η ποίησή της, χωρίς να χάνει ή να μειώνει την λογοτεχνικότητα και τη την ποιητικότητά της, δεν απομακρύνεται από την πραγματικότητα και την αλήθεια, αλλά κατορθώνει να παραμείνει γήινη, ανθρώπινη, αληθινή, ουσιαστική.

Ευσταθία Δήμου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου