Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Αυτιστικός Θεός Δημήτρης Μαύρος εκδόσεις Gutenberg η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr


Αυτιστικός Θεός
Δημήτρης Μαύρος
εκδόσεις Gutenberg
 η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr



Ο νέος ποιητής Δημήτρης Μαύρος αφιερώνει το εκτενές (μα και πολύμορφο) ποίημά του στον δάσκαλό του που τον μύησε στα τοπία της ποίησης παραλλάσσοντας τα λόγια του Δάντη από το Καθαρτήριο της Θείας Κωμωδίας: Του Δημήτρη Αρμάου Il miglior uomo del parlar materno, καλώντας τον καλύτερο άνδρα της μητρικής γλώσσας. Και είναι αυτός ο πρώτος ιδεασμός για τον αναγνώστη του πως εδώ θα συναντήσει πριν απ’ όλα τη μαγεία (ή το παιχνίδι) της γλώσσας, με την πλαστικότητα και την πολυσημία της. Ωστόσο, πιστός στα χνάρια του δασκάλου του, κάθε φορά στοχεύει τη μία σημασία της κάθε λέξης, που την καθιστά ικανή να ανοίξει την εικόνα – μία κι αυτή, αν θέλουμε να εισχωρήσουμε στον κόσμο του ποιητή με οδηγό τη γλώσσα που κατέχει τον κύριο ρόλο. Αν η αναγνωστική πρόσληψη (πολυποίκιλη φυσικά) συμπέσει με το μοναδικό εννοιολογικό περιεχόμενο που προσδίδει στις λέξεις του ο ποιητής, τότε  η μέθεξη έχει συντελεστεί.
Θεωρώ πως το πρώτο που αξίζει να σχολιαστεί σχετικά με τον Αυτιστικό Θεό, πριν ακόμα και από τον τίτλο, είναι η σπάνια επιλογή (κυρίως για πρώτη ποιητική παρουσία) της θεματικής συνοχής των ποιημάτων – στην ουσία πρόκειται για ένα συνθετικό ποίημα χωρισμένο σε πέντε μέρη, με εμβόλιμα σχόλια της κάθε ενότητας. Δηλωτικό αυτό του τρόπου με τον οποίο ο Μαύρος αντιμετωπίζει την ποίηση. Μια ποιητική συλλογή δεν μπορεί να είναι μια σύναξη ανόμοιων θεματικά (συχνά και υφολογικά) στιχουργημάτων. Είναι ένα σώμα ενιαίο, με τα μέλη του σε οργανική σύνδεση μεταξύ τους· και όταν η σύνδεση αυτή καταργείται, τότε το σώμα διαλύεται.
Ο ποιητής παρουσιάζεται με τρεις μορφές, καθώς διατηρεί εκτός από την πρόδηλη ποιητική, κι εκείνη του μεταφραστή (ή καλύτερα του μεταγραφέα) και αυτή του σχολιαστή· έτσι προμηνύει το παιχνίδι της γραφής, καθόσον διασπάται στα τρία, προκειμένου να στήσει το σκηνικό του ποιήματος κατά τον ιδιάζοντα τρόπο του. Αρχικά είναι ο Αδάμ του ποιήματος (και συγγραφέας του επινοημένου κειμένου) ως αφηγητής που εκθέτει τον μονόλογό του μέσα στην απέραντη μοναξιά που τον έχει καταδικάσει  η προκαθορισμένη μοίρα του. Ένα κείμενο, όπως διαβάζουμε στον Πρόλογο, αυτιστικό που αναγνωρίζει τον ρόλο του και τον υμνεί. Αυτός ο Αδάμ (στην ουσία ταυτισμένος με έναν αυτιστικό θεό μέσα στη μοναχική του παντοδυναμία) που πολύ απέχει από την αρχετυπική περσόνα της θεολογικής ερμηνείας του κόσμου, θα μπορούσε να είναι ένας άνδρας σημερινός με συγκεχυμένα τα στοιχεία της ταυτότητάς του. Αλλά, ακόμα κι αν μείνουμε στα θεολογικά πλαίσια, προκύπτει μια ανάλογη ερμηνεία του ποιητικού ευρήματος. Μόνο που τότε ο αυτισμός αφορά το ίδιο το θεϊκό υποκείμενο, απόμακρο, αυτοαναφορικό και εν τέλει απόν από τον κόσμο τον οποίο δημιούργησε – ικανή συνθήκη για να θεωρηθεί αυτός ο κόσμος χωρίς κανένα νόημα. Ας έχουμε, ωστόσο, υπ’ όψη ότι το ποίημα του Μαύρου δεν έχει στην πραγματικότητα θεολογικό περιεχόμενο, δεν αγγίζει  τα θεϊκά πράγματα παρά μόνον τα ανθρώπινα.
 Κατόπιν είναι ο Mεταγραφέας του  κειμένου του Αδάμ, ο οποίος δεν μεταφράζει απλώς αλλά μεταποιεί κατά το δοκούν το αρχικό κείμενο, σε σημείο που να δημιουργείται τεχνηέντως από τον ποιητή η αίσθηση της αμφίβολης αυθεντικότητας. Ενδιαφέρον εδώ το σχόλιο που προκύπτει στον προσεκτικό αναγνώστη για την πιστότητα της γραφής γενικά, για την κληρονομούμενη παράδοση, για τα όρια της μεταφραστικής αυθαιρεσίας. Και ακόμη πιο ενδιαφέρον να βλέπουμε σε έναν νέο ποιητή τη σύνδεση ανάμεσα στο προκείμενο που είναι η ποίησή του και στο διαχρονικό που υπαινικτικά παρουσιάζεται. Τέλος είναι ο Σχολιαστής που αναλαμβάνει να δώσει διευκρινίσεις –πάντα με τον δικό του προσωπικό ερμηνευτικό τρόπο– άλλοτε διαφωτίζοντας και άλλοτε σκοπίμως συσκοτίζοντας το ποιητικό τοπίο.

Προσωπικά, κάθε μέρα που ξυπνάω, ανάλογα με τα κέφια μου, διαλέγω και μία παρανάγνωση. (Σχολιασμός ΙΙ)

Όλα όμως είναι μέσα στο ποίημα, δεν υπάρχει τίποτα έξω από αυτό, δεν υπάρχει ο «παντογνώστης» αφηγητής/σχολιαστής. Ένα παιχνίδι της γραφής από τον ποιητή που δίνοντας φωνή στον Αδάμ και την Εύα του (μάνα και Εύα μαζί) κατορθώνει να μιλήσει για τον άνθρωπο διαχρονικά, για τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, τη βίωση της απώλειας, τη δημιουργία της γραφής, πρωτίστως τη γλώσσα.

Ο Αδάμ προδιέγραψε τη ζωή του ώστε να την καταστήσει παρελθόν. Με αυτόν τον τρόπο, η γλώσσα διέρρηξε την ζωή – εννοώντας ότι έλαβε την απαραίτητη απόσταση και βρήκε τις λέξεις. (Σχολιασμός ΙΙ)

Με ειρωνικό κατά τόπους και αυτοσαρκαστικό τρόπο, ο Δημήτρης Μαύρος ανατέμνει το ποιητικό τοπίο, αν όχι με ευστοχία τουλάχιστον με ξεκάθαρη διάθεση να δημιουργήσει ανατρεπόμενους χώρους· καθόλου μικρό πράγμα, καθώς  τέτοιες κινήσεις επιτρέπονται (ή και επιβάλλονται υπό μίαν έννοια) σε δόκιμους δημιουργούς. Εδώ σ’ αυτή την πρώτη του ποιητική κατάθεση διακρίνεται όχι τόσο μια ωριμότητα και ένα καταστάλαγμα, που δεν θα ήταν άλλωστε εύκολο να δικαιολογηθεί, αλλά μια προσπάθεια να ανασηκωθεί το προσωπείο σοβαρότητας της ποίησης για να αποκαλυφθεί η κενότητα που συχνά υποκρύπτεται. Είναι εμφανής η τοποθέτηση του ποιητή (μέσω του ποιητικού υποκειμένου) μέσα στον κόσμο με την υποψία του φορτίου της ήττας που αναπόφευκτα φέρει στους ώμους του. Από αυτό το σημείο πηγάζει η ικανότητα (και το δικαίωμα ίσως) ενός λόγου οιονεί προφητικού.


…προς ένα νενικήμεθα, προς μια σειρά ματ[αι]ωμένες κατανύξεις, στο κυνήγι ενός thesaurus κι η υπεροψία με τραβά στον πυθμένα, [ποιον; εμένα!] και το βένθος με κοιτά γεμάτο μάτια, ποιο πένθος, το πένθος θέλει μνήμη […] σιβυλλαίνω τε και πρόφημι, καλούμαι να κατευναστώ με την καταστροφή μου, <αίσθημα ευκολότερο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, απ’ την αναμονή>, να παρατήσω και τις τρεις διαστάσεις πριν με λιώσει ο χρόνος, ελπίζοντας πως σαν τετράγωνα και κύβοι αθροιστούν στη στάχτη, πως θα μπορώ πια να πλαγιάσω, αν πρώτα σαν παιδί, ανήξερος, ξερός… (Πολίτης Κάιν – Κάτεργα, Ημέραι)

Ίσως το πλέον κομβικό σημείο προς κατανόηση του (δύσβατου) ποιήματος να βρίσκεται στην έννοια της παρέκκλισης, όπως τη μεταφέρει ο ποιητής από την αρχαία φιλοσοφία σε σημερινή και διαχρονική ισχύ:

Φαίνεται πως έπαψα να πέφτω· πλέον είμαι πεπτωκώς, άρα κείτομαι εδώ στην Κόλαση, αλλά καθώς έπεφτα, παρεξέκλινα, άρα κείτομαι εδώ σε μια Κόλαση καλύτερη χάρη σ’ εμένα. (Πολίτης Κάιν – Κάτεργα, Ημέραι)

Αυτό σε συνδυασμό με το ομηρικό ὤλετο, ὤλετό μοι νόστος (Ι.413), που θα θυμηθεί ο ποιητής για να δέσει άρρηκτα με το τετελεσμένο της λέξης πεπτωκώς, προβάλλει σε διακριτό επίπεδο το αναπόφευκτο. Από το σημείο της συνειδητής κατάστασης εκκινεί η αυθαίρετη πλέον πορεία, η παρέκκλιση και (το τίμημα) η προσωπική Κόλαση, ως ποινή αλλά και κατάκτηση ταυτόχρονα. Ο άνθρωπος ως μονάδα μοναχική, από επιλογή αλλά και από προδιαγραφή, ανάγεται σε ένα επίπεδο ανώτερο της ευτελούς θνητότητας, σε σκεπτικιστή, αμφισβητία και εν τέλει σε δημιουργό ενός δικού του σύμπαντος. Τότε μπορεί να  δώσει υπόσταση στον άλλο ουρανό (τον ουρανό του) θεωρώντας πως ο Θεός είναι απών και αδιάφορος, άρα ο άνθρωπος ελεύθερος να αντιστρέψει την τάξη των πραγμάτων – βασική αρχή του υπαρξισμού. Απότοκο της θέασης αυτής είναι η εσωτερική δυστοπία που βιώνει, το έσω σπαρασσόμενο τοπίο. Εννοεί όσα θέλει, απορρίπτει ό,τι έξωθεν τον περιορίζει, κανοναρχεί τον δικό του κόσμο. Είναι ο εαυτός του, είναι κάθε φορά κατ’ επιλογή ένας άλλος – Je est  un autre, όπως γράφει στην προμετωπίδα με τη ρήση του Arthur Rimbaud (Lettre à Paul Demeny, 15 mai 1871). Η ταυτότητα είναι πάντα υπό αίρεση, ένα ζητούμενο.
Το συνθετικό ποίημα του Δημήτρη Μαύρου είναι απαιτητικό στην ανάγνωσή του, γεγονός που ίσως αποκλείει από το βαθύτερο νόημά του όποιον θα αρκεστεί σε μια επιπόλαιη προσέγγιση. Θέτει, έτσι, έναν ακόμη προβληματισμό σχετικά με το προσβάσιμο του ποιητικού λόγου για τον μέσο αναγνώστη – διαχρονικό φυσικά θέμα, ανοιχτό σε συζήτηση, αν είναι αυτός ο μέσος αποδέκτης της ποίησης που ενδιαφέρει τελικά. Ωστόσο, δεν μπορεί παρά να είναι ενδιαφέρουσα μια πρώτη παρουσία στα ποιητικά πράγματα, που θέτει σε αμφιβολία (άρα σε αρχή αναζήτησης) τα παραδεδομένα της ποίησης εν συνόλω.

Διώνη Δημητριάδου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου