Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Ένα παιδί σκέτο καταμεσήμερο ποιήματα Αντιγόνη Βουτσινά εκδόσεις Κουκκίδα


Ένα παιδί σκέτο καταμεσήμερο
ποιήματα
Αντιγόνη Βουτσινά
εκδόσεις Κουκκίδα
η πρώτη δημοσίευση στο frear.grhttp://frear.gr/?p=25454









το βαρύ φορτίο των λέξεων



Στρίμωξα τη ζωή μου
να χωρά σ’ ένα ποίημα
που τίποτ’ άλλο εκείνο πια δεν έγραφε
εξόν του ότι
στρίμωξα τη ζωή μου.

Όταν με το ποίημα αυτό συστήνεται η ποιήτρια προβάλλοντάς το εν είδει βιογραφικού –το λέει άλλωστε καθαρά: «πιο βιογραφικό από το ποίημα, μάγκες μου, δεν έχω»– ξέρεις πως έχει δώσει ήδη το στίγμα της ποίησής της. Στα βαρέα και ανθυγιεινά συγκαταλέγει τα ποιήματα· επώδυνη η δημιουργία τους – κι ας μην θεωρηθεί πως η οδύνη και το βάρος της δημιουργίας αφορά τον περίτεχνο λόγο με τις μπερδεμένες μεταξύ τους  λέξεις σε μια προσπάθεια να δειχθεί το υψιπετές και  μέγιστο της γραφής. Όχι, καθόλου μάλιστα. Οι λέξεις της Βουτσινά είναι οι πιο απλές, δεμένες μέσα σε λιτές προτάσεις που μετρούν το μέγεθός τους με άλλα κριτήρια: α. την ευστοχία τους ως προς την πορεία της ποίησης και β. το φθάσιμο στον αναγνώστη/κοινωνό – φυσικά αυτά τα δύο κριτήρια σε άρρηκτη μεταξύ τους σχέση.
Η ποίηση ας θεωρείται εύστοχη, εφόσον επιχειρεί βαθιά διείσδυση στο θαύμα του κόσμου, πάντα με την αθωότητα που κρύβει μέσα στην ελπίδα της να επιδιορθώσει τα σαθρά του κομμάτια, να ενώσει με αόρατη κλωστή τα πιθανά ανοίγματα στην αμφιβολία, να το οικειοποιηθεί με δυο λόγια.  Κι αν η ζωή μπορεί να παρομοιαστεί με σκοτεινό λαβύρινθο, στον οποίο εισέρχεσαι χωρίς τον σωτήριο καθοδηγητικό μίτο (χαμένη πλέον μέσα του και η Αριάδνη) παρά μόνο με τη διαισθητική σου ικανότητα να βλέπεις στο σκοτάδι και να λύνεις τον γρίφο των διακλαδώσεων, η ποιήτρια θα πει πως ακόμη πιο ζοφερό είναι το έρεβος του μέσα λαβύρινθου, εκεί που Μέσα στο στόμα της/σφαγμένο/ ένα πουλί /Θέλει να βγει/μα εκείνη όλο σωπαίνει. Ή εκεί που έτσι αργά το μαύρο το σκυλί/δαγκώνεται/την σάρκα τρώει την ουρά του/μασιέται όλο ως τα γόνατα/γιατί από εκεί και κάτω/ με σκύλου πόδια/βάδισε πάλι αυτό το ποίημα. Το ποίημα, λοιπόν, στο κέντρο πάλι, να είναι στόχος το ίδιο αλλά και να στοχεύει  με ατσάλι κοφτερό τον ποιητή πρωτίστως (αλίμονο!) κατόπιν όποιον χωθεί στα δικά του σκοτάδια άοπλος φυσικά και αθώος επίσης.
Τριάντα ποιήματα ακραίας Ποιητικής – και είναι ακραία ακριβώς γιατί από την άκρη του γκρεμού τεντώνεται η ποιήτρια για να προφτάσει το ποίημα να μην κατακρημνισθεί και χαθεί για πάντα. Καταγράφει τον τρόπο που η ίδια προσεγγίζει το ποιητικό αίνιγμα και το ερμηνεύει, με τα υλικά της γραφής της να ακολουθούν μια σαχτούρεια πορεία (το δηλώνει από την αρχή χρησιμοποιώντας για είσοδο στα δικά της ποιήματα τη γραφή του άλλου ποιητή) με μια ταλάντωση ανάμεσα στη ρεαλιστική γλώσσα και στις υπερρεαλιστικές εικόνες – τέλεια ποιητική ισορροπία.

Ένα κορίτσι
σπασμένο
στα κεραμίδια πάνω
Ένα κεραμίδι
πεταγμένο
μέσα στο μάτι της
Ένα μάτι
ολάνοιχτο
πάνω στο κορίτσι.

Κοιτάζω από την κλειδαρότρυπα
με το ’να μου μάτι.

Μέσα σ’ αυτό
ένα κορίτσι.
(Σάββατο απόγευμα στο σπίτι της γιαγιάς)

Ως προς τον αποδέκτη αυτής της κραυγής (γιατί κατ’ ουσία για κραυγή πρόκειται – ηχηρή, κοφτή, σκληρή στο άκουσμα) η ποιήτρια δεν του απευθύνει καθόλου τον λόγο (απουσιάζει το δεύτερο πρόσωπο που θα υπονοούσε σε μία εκδοχή του μια συνομιλία), ωστόσο μέσα από την πρωτοπρόσωπη και αυτοαναφορική γραφή της προκαλεί λεπτές συγκινήσεις, δυνητικά θύρες ανοιχτές για την προσέγγιση.

Ήμασταν λέει στο σπίτι,
η μητέρα καθισμένη στα τέσσερα
έτρωγε το βραδινό της κόκκαλο
ο πατέρας ξαπλωμένος στην πλάτη της
τακτοποιούσε την θηλή του·
ξαφνικά σβήνει το φως
και βρισκόμαστε όλοι στο τραπέζι.
Συγκεντρωθήκαμε απόψε εδώ για να δειπνήσουμε
σαν οικογένεια, λέει ο ένας κι
αρπάζουμε πεινασμένοι τα μαχαίρια

να τεμαχίσουμε
αυτομάτως
μικρότερο το ψέμα.
(Ατόφια μερίδα)

Μια σκηνή που θαρρείς και ξεπήδησε από τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου, με τη γλώσσα, τη θεατρικότητα, την τραγικότητα της μοναξιάς των προσώπων να περιπαίζει τη συμβατικότητα των σχέσεων και να τεμαχίζει το κοινωνικό προσωπείο – εύκολη προσποίηση που καταρρέει όμως μπροστά στην ειλικρίνεια του ποιητικού λόγου.
Στο έξοχο, λιτό εξώφυλλο η μαύρη σκιά (έργο: Χριστίνα Καραντώνη) που τεντώνει το χέρι ν’ αγγίξει τον τίτλο της ποιητικής συλλογής με το βαθύ κόκκινο χρώμα στα γράμματα. Φως μόνο ως υποψία, η σκιά επαναλαμβάνεται στο οπισθόφυλλο.
Εν συνόψει, μια δοκιμή της ποίησης· μέσω αυτής μια δοκιμή επώδυνη ανίχνευσης του εαυτού· εν τέλει (μακάρι) μια δοκιμή ανάγνωσης της ποίησης και μέθεξης/ταύτισης για τον αποδέκτη.




 Διώνη Δημητριάδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου