Κατάδικος
Κωνσταντίνος Θεοτόκης
εκδόσεις Κείμενα
Ο θύτης και το θύμα - Δύο ηθικές στάσεις αποκλίνουσες και συγκλίνουσες
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης,
επικεντρώνοντας στην αγροτική ζωή της ελληνικής υπαίθρου, αποτυπώνει σκηνικά
και συμπεριφορές που κυριαρχούσαν στην ελληνική πραγματικότητα των αρχών του
20ού αιώνα, καθώς ακόμη δεν είχαν αναπτυχθεί τα αστικά κέντρα, και
αναδεικνύεται σε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ρεαλιστικής
ηθογραφίας. Στον Κατάδικο, που
δικαιολογημένα θεωρείται αριστούργημα, προσεγγίζοντας σε αξία κλασικούς της
ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, μένει πιστός στο ρεύμα του ρεαλισμού (πολύ κοντά στην
ιδεολογία του περί απόδοσης της πραγματικότητας, τόσο στις περιγραφές των χώρων
όσο και στην παρουσίαση των προσώπων, σε πείσμα των ειδυλλιακών γραφών που την
ωραιοποιούσαν) και τον εμπλουτίζει με νατουραλιστικές αποδόσεις των χαρακτήρων
του. Άλλωστε η θεματική του Κατάδικου,
συνιστά μια εν δυνάμει ανάλυση χαρακτήρων ως προς το ήθος, με δύο διαφορετικές
και συγκρουόμενες ηθικές περσόνες, αυτή του Τουρκόγιαννου (του θύματος) και του
Πέπονα (του θύτη). Ο Θεοτόκης, αν και με απολύτως πειστικό τρόπο μάς μεταφέρει τον εθιμικό τρόπο ζωής των ηρώων
του, πηγαίνει πολύ βαθύτερα στους χαρακτήρες, ανατέμνει προσεκτικά τα στοιχεία
που συνιστούν τις συμπεριφορές τους, στην ουσία τούς ψυχογραφεί, συνδέοντας
όμως τις πράξεις με το συλλογικό υπόβαθρο που τις καθορίζει, με τις οικονομικές
συνθήκες και, φυσικά, με το πολιτικό και πολιτισμικό εποικοδόμημα.
Ο Τουρκόγιαννος, όπως μυθοπλαστικά τον δομεί ο Θεοτόκης, είναι μια θετική προσωπικότητα, που δουλεύτηκε μέσα από τη φτώχεια, τη στέρηση, την απαξίωση των άλλων, την κοινωνική απομόνωση. Κι όμως, σαν να προαναγγέλλει, ως ψήγμα ελπίδας, την αντίδραση στην αδικία μέσα από τη δόμηση μιας προσωπικότητας όλο καλοσύνη, με το αίσθημα δικαίου να καταργεί τις όποιες αντιξοότητες του έχουν συμβεί. Από την άλλη ο Πέπονας, που αποσκοπώντας μόνο στην προσωπική του ωφέλεια, θα φθάσει στη δολοφονία, χρεώνοντας το έγκλημα στον Τουρκόγιαννο, έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός αρνητικού χαρακτήρα. Στη συγγραφική, ωστόσο, πρόθεση θα έχει το ελαφρυντικό του παθιασμένου έρωτά του για τη Μαργαρίτα, τη γυναίκα του σκοτωμένου Αράθυμου, αλλά και το γεγονός πως θα ομολογήσει τελικά το έγκλημά του εν συντριβή.
Δύο ηθικές στάσεις
αντιπαλεύουν στον Κατάδικο, με τον
συγγραφέα να μοιράζει ακριβοδίκαια τη δική του στάση απέναντι στους ήρωές του.
Και ως φόντο στους κεντρικούς του ήρωες οι δευτερεύοντες χαρακτήρες συνιστούν
έναν ιδιότυπο «χορό» τραγωδίας, απηχώντας το γενικότερο κλίμα, παρεμβαίνοντας
και σχολιάζοντας τις πράξεις των κυρίων προσώπων, πότε έτοιμοι να καταδικάσουν,
συντεταγμένοι με το προφανές, πότε να αμφισβητήσουν την αλήθεια όπως τους
παρουσιάζεται, στηριγμένοι στην προσωπική τους ηθική. Η γυναικεία παρουσία,
ενδιαφέρον θέμα στη γραφή του Θεοτόκη, εδώ εκπροσωπείται από τη Μαργαρίτα,
δυναμική για να κρατά το σπιτικό της όρθιο, παραδομένη κι αυτή, όμως, στο πάθος
της, που θα την οδηγήσει στην αδικία κατά του Τουρκόγιαννου.
Ένα από τα πλέον
ενδιαφέροντα σκηνικά που φτιάχνει ο Θεοτόκης
είναι αυτό της φυλακής, όπου εκτίει ο Τουρκόγιαννος την ισόβια ποινή
του, αλλά και ο Πέπονας τη δική του πρόσκαιρη για κάποιο άλλο αδίκημα, με τη συγγραφική
βούληση να τους φέρνει πάλι αντιμέτωπους. Πάλι οι δύο ηθικές στάσεις, μόνο που
εδώ οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, ο καθένας και μια διαφορετική ιστορία, δρουν
έξω από το παραδοσιακό σκηνικό της ζωής στο χωριό, σε μια δική τους κοινωνία,
έναν δικό τους μικρόκοσμο, όπου υπάρχει χώρος τόσο για την αδικία όσο, όμως,
και για τη συγχώρεση, την ενδοσκόπηση, την αλλαγή νοοτροπίας. Συνταρακτική η
περσόνα του Κάη (του άλλου Κάιν που σκότωσε τον αδελφό του), μέσα στη σοφία που
πλέον έχει αποκτήσει. Σ’ αυτό το περιβάλλον ο Τουρκόγιαννος, έχοντας ήδη τα
θετικά στοιχεία της δικής του ηθικής, θα
μεταμορφωθεί για τους άλλους κρατούμενους σε Αϊ-Γιάννη Τουρκόγιαννο, φθάνοντας
στο τέλος του αφηγήματος στην ύψιστη θυσία.
Δεν συναντάμε εύκολα
την ψυχογράφηση των χαρακτήρων με τόση λεπτομέρεια, με τόση φροντίδα να μην
αποδοθεί επιπόλαια ο λανθασμένος χαρακτηρισμός. Έτσι που, στο τέλος, ο
αναγνώστης έχει νιώσει, έχει αγγίξει όλους τους χαρακτήρες, έχει εννοήσει τα
κίνητρα των πράξεων, έχει ανακαλύψει τα αίτια που χτίζουν την αλυσίδα του
αιτίου και του αιτιατού.
Η συγκεκριμένη έκδοση,
με τη φιλολογική επιμέλεια του Ανδρέα
Ανδρέου, και την αποκατάσταση του χειρογράφου από τον Φίλιππο Βλάχο, που
χρονολογείται από το 1973 και το 1979 (επρόκειτο να εκδοθεί και νεότερη, όπως
φαίνεται από τις σημειώσεις του), προσφέρεται σε μονοτονικό, εκσυγχρονισμένη
ορθογραφικά, και με μια σημαντική σημείωση του σημερινού επιμελητή: «[…] με την
παραδοχή, πάντα, πως εκκρεμεί μια εκ
νέου αυτοψία του χειρογράφου – ενδεχομένως με στόχο μια κριτική ή ακόμα και
«γενετική» έκδοση του Κατάδικου».
Σημαντική, γιατί τα σπουδαία έργα, όπως αυτό, πάντα προκαλούν την έρευνα, τη
νέα αποτίμηση.
Στο εξώφυλλο της πολύ
προσεγμένης έκδοσης η ασπρόμαυρη φιγούρα με το στίγμα του αίματος στα μάτια
(έργο του Daniel Egnéus)
ισορροπεί ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, όπως και οι χαρακτήρες του
βιβλίου.
Απόσπασμα
Ο Τουρκόγιαννος έτρεμε
όλος τώρα, ήταν ωχρός, τα μάτια του εδάκρυζαν κι είχε σηκωθεί από το κρεβάτι.
Κι ο Πέτρος άκουσε αυτήν τη στιγμή κάτι να του σφίγγει το λάρυγγα, κι
αλαλιασμένος εκοίταξε τον έναν κατόπι στον άλλον. Η ψυχή του αναστατώθηκε. Ο
νους του δεν μπορούσε πλια να την κυβερνήσει· κι εδιάβηκε με μιας εμπρός του
όλο το έγκλημα: ο σφαγμένος Αράθυμος, η νύχτα του φονικού, το καρτέρι στο
σκοτάδι, το μαρτύριο του ανθρώπου που ’χε καταδικαστεί με τη δολερή μαρτυρία
του, ο γάμος του· κι αυτήν την ώρα άκουσε πάλε μέσα του την ανάγκη να μολογήσει
τα πάντα και ν' αλαφρώσει την αποσκληρυμένη καρδιά του. Επάλεψε κάμποση ώρα με
τον εαυτό του και ο αγώνας εκείνος εζωγραφιζότουν στο πρόσωπό του, που πότε
εκοκκίνιζε, πότε εκιτρίνιζε, πότε ίδρωνε, στο φοβισμένο κι αλλόκοτο βλέμμα του,
στες φλέβες του λαιμού του που εφούσκωναν, στη δίπλα που ’καναν τα ωχρά του
χείλη, στο νευρικό ψηλάφισμα πο ’καναν τα δάχτυλά του· το μυστικό τον έπνιγε. Η
δύναμη που ήθελε να τόνε κάμει να μιλήσει ήταν ακατανίκητη· έκλεισε τα μάτια
του που τώρα ήταν θαμπά και μεγάλα, κι είπε του Τουρκόγιαννου: «Ω συμπάθησε».
(σ. 170)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου