Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ Χύμα Εκδόσεις Οδός Πανός Ψάλατε άσμα νέον! Γράφει η Δήμητρα Ρούσσου

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

Χύμα

Εκδόσεις Οδός Πανός 

 

 

Ψάλατε άσμα νέον!


 

Γράφει η Δήμητρα Ρούσσου

 



Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος εξέδωσε πρόσφατα, από τις Εκδόσεις Οδός Πανός, ένα

μ ο ν α δ ι κ ό βιβλίο· το ‘Χύμα’. Ο ίδιος το χαρακτηρίζει ως Ηθιστόρημα και αναφέρει στη σύντομη εισαγωγή: «...Έγραφα τσαλαβουτώντας άτσαλα πάνω στα πλήκτρα μα κι εντελώς αλογόκριτα μέσα στη μνήμη και τη φαντασία, ξεδιπλώνοντας υπαρκτούς κι ανύπαρκτους έρωτες· αλήθειες σαν ψέματα, ψέματα σαν αλήθειες, λογής-λογής πιθανά κι απίθανα αγκαλιάσματα…».

Τα τέσσερα κύρια πρόσωπα του βιβλίου, γύρω στα σαράντα όλοι, είναι διάφανα σαν κύβοι από γυαλί. Ο αφηγητής δεν περιγράφει ποτέ τα πρόσωπά τους· το κορμί τους ναι. Η Σοφία, τελείως έκλυτο πλάσμα· άψογο παιδί μα διόλου αθώα και πάντα γυμνά γυμνή, είναι η ερωμένη του αφηγητή.  Η Meg, Δυτική,  από  άλλο κόσμο· Αγγλίδα. Φρέσκια, ζωηρή· μια δροσερή γλύκα, σαν κόκκινο ζαχαρωτό γλειμμένο, που προσπαθεί να καταλάβει. Είναι η σύντροφος του αφηγητή. Ο Στέφανος, πετυχημένος επαγγελματίας, είναι ο άντρας της Σοφίας, κι ο Φίλιππος είναι ο αφηγητής. Και οι δυο τους είναι φιλήδονα ωμοί και τρυφερά διαβολικοί. Θέλουν να μοιραστούν τις γυναίκες τους. Δυο ή και τρεις μαζί. Κάθε νεύρο του αφηγητή έχει κιόλας ευλογηθεί με την αίσθηση του κορμιού της Σοφίας· σεξ σαν καραμέλα από εκχύλισμα κάκτου, με μιαν ουδέτερη μηχανική στο συναίσθημα. Είναι όμως άπειρα όμορφα φτιαγμένο όλο αυτό απ’ τον Αλέξανδρο Αδαμόπουλο!

 

Ψηλαφίστε την αχνή αψάδα του ιδρώτα των κορμιών· θρυμματισμένο πάγο, έναν ώριμο χουρμά που κολλάει, έναν βαθύ παλιό πόνο. Ανήκουμε στο κείμενο. Πάντα γράφουμε για ένα κείμενο που του ανήκουμε. Πιστεύω πως το ίδιο θα αισθανθεί κι ο αναγνώστης διαβάζοντας το ‘Χύμα’. Γιατί στο ‘Χύμα’ το γυμνό κορμί σβήνει την εποχή. Η μυρωδιά του δημιουργεί μεθυστικές διαλείψεις. Στο ‘Χύμα’, στον έρωτα, κανείς απ’ τους ήρωες δεν είναι ζώο σε ‘αμφεταμινικό’ ρυθμό, μα έχει την ανάγκη να κερδίσει τις στιγμές της έκστασης συνειδητά. Στο ‘Χύμα’ δεν πέφτει η νύχτα σαν πέπλο από αλκοολικά τριαντάφυλλα. Είναι ηλιόλουστο και σπαρταριστά ζωντανό. Καίει σαν τα τρελά φεγγάρια της καλοκαιρινής θάλασσας.  Είναι ηδονικό και νοήμον.

Με το ‘Χύμα’ η ζωή μάς φαίνεται λαμπερή πάλι, ατίθαση -στην πρίζα. Προφανώς έχει και λύπες που νοτίζουν σαν κρυφή υγρασία, το εκστατικό φως της ηδονής. Έχει πίκρες βαθιές, παλιά τραύματα -σφήνες στο φως. Κι εκείνες οι σπαραχτικές τελευταίες σελίδες του ακόμα πιο πολύ. Και το μείζον: Το ‘Χύμα’ γεννήθηκε μέσα στο ελληνικό φως και στον ήλιο κι όχι κάτω απ’ τον μολυβή ουρανό της Δύσης.

 

Σκέφτομαι: Τι ήταν η ρομαντική σχολή στη Γερμανία; Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η

αφύπνιση της ποίησης του Μεσαίωνα, όπως αυτή είχε εκδηλωθεί στα τραγούδια, στα έργα γλυπτικής και στα οικοδομήματά του. Αυτή όμως η ποίηση, προερχόταν απ’ τον Χριστιανισμό· ήταν λουλούδι του Πάθους που φύτρωσε από το αίμα του Χριστού. Δεν γνωρίζω αν αυτό το μελαγχολικό λουλούδι, που στην Γερμανία το λένε “Passionsblume” (ανθός του θείου Πάθους· ‘παθανθός’) έχει και στη Γαλλία το ίδιο όνομα, ούτε αν ο θρύλος του αποδίδει και εκεί την ίδια μυστική προέλευση. Είναι το λουλούδι εκείνο με το ασυνήθιστα απαίσιο χρώμα, που στον κάλυκά του βλέπουμε να απεικονίζονται τα σύνεργα με τα οποία βασάνισαν τον Χριστό στη Σταύρωση: Τα σφυριά, το ακάνθινο στεφάνι, τα καρφιά. Ένα λουλούδι καθόλου άσχημο· εφιαλτικό όμως, που κοιτώντας το νοιώθει κανείς ευχαρίστηση ανάμεικτη με φρίκη, όμοια με τις γλυκές συσπάσεις που βγαίνουν μέσα απ’ τον πόνο τον ίδιο. Από αυτή την άποψη το λουλούδι αυτό θα μπορούσε να είναι το πιο κατάλληλο σύμβολο του ίδιου του Χριστιανισμού, που η πιο φρικιαστική γοητεία του έγκειται ακριβώς στην ηδονή του πόνου. Στο ‘Χύμα’, όμως, η ηδονή είναι ηδονή· κόβει σύρριζα τον ‘παθανθό’ και δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτόν!

 

Γιατί σίγουρα η Σοφία, η ερωμένη του αφηγητή, δεν είναι κάποια από τις οδαλίσκες του Matisse, στολισμένη με μαλαχίτη και ίασπι, με χυτά μαλλιά λουσμένα στους χυμούς των φρούτων, τυλιγμένη με ηδονικά βλέμματα κάτω από λευκά περιστέρια που πετούν και ραμφίζουν τις παγερές αχνογάλανες φλέβες των Άλπεων. Είναι ατόφιος άνθρωπος, όπως και όλα τα πρόσωπα στο βιβλίο. Στέκουμε αμήχανοι με τη γυμνή αλητεία του αίματός τους· όμαιμες ψυχές. Ο ίλιγγος των πεταλούδων. Η Γενετήσια χλόη και η Ομορφιά. Σφαγή στον αυχένα· με απλές λέξεις που έχουν χάσει το χνούδι τους και ξαναβρήκαν επιτέλους το αληθινό αρχικό τους νόημα.

 

Το βιβλίο δεν είναι διόλου ερωτικό. Εν τούτοις η Σοφία τον νιώθει τέλεια τον αφηγητή· έχει τον έλεγχο του πιο μύχιου είναι του. Κάνει λεπτές χειρουργικές επισημάνσεις γι’ αυτόν, πολύ ειλικρινείς. Κι εκείνον τον ελκύει βαθιά ο ελευθεριακός γυμνός ερωτισμός της. Τον τρελαίνει το ‘αρσενικό’ στυλ της, ο άμεσος και γυμνός λόγος της. Την παραδέχεται, την σέβεται. Κι αντίστοιχα μοιράζεται απλόχερα μαζί της -και μαζί μας- το ίδιο εύστοχες παρατηρήσεις για τις σχέσεις του Ζεύγους, των ζευγαριών και για την κοινωνία του Έρωτα. Σίγουρα θ’ αρέσουν στον αναγνώστη τα χείλη του αφηγητή πάνω στο κορμί της, το σεξ των τριών τους (ας μην ειπωθεί εδώ ποιοι με ποιους) γιατί η γραφή του Αδαμόπουλου -αυτό το υπέροχο σέρφινγκ πάνω σε στάλες ιδρώτα- εκφράζει το θαύμα της ελεύθερης ανάσας και συνάμα την ανάλυση περίπλοκων καταστάσεων που σχεδόν πάντα τις θάβουμε κάτω απ’ το χαλί.

 

Ο συγγραφέας στο ‘Χύμα’ με μια κίνηση του χρωστήρα του σβήνει τον Μέγα Θεοδόσιο, που βάναυσα εξόρισε το Αρχαίο Ελληνικό Κάλλος, κι ένας αχανής χρόνος παγετώνων του γυμνού Έρωτα άρχισε να επελαύνει και να κυριαρχεί σ’ όλον τον Δυτικό κόσμο για πολλούς αιώνες. Ο συγγραφέας όμως παίρνει το φως που έχει διαθλαστεί μέσα του και το αφήνει να πλημμυρίσει το βιβλίο. Κι αν με ρωτούσε κάποιος μήπως ξέρω ποια είναι η υπαρξιακή και η ιδεολογική θέση απ’ την οποία εξαρτώνται τα κύρια χαρακτηριστικά του ‘Χύμα’, θα έλεγα· μια ονειροπόλα, παιδιάστικη αγάπη του Αδαμόπουλου για την πραγματικότητα. Θρησκευτική, καθώς συγχέεται -χάρη στην ομοιότητά της- μ’ έναν απέραντο σεξουαλικό φετιχισμό. Γράφει απλά, γυμνά, φυσικά. Η αιτία της απλούστευσής του είναι ότι βλέπει την πραγματικότητα σαν μια ιερή ουσία. Και το Ιερό είναι πολύ απλό.

 

Αυτός ο ‘ιερατικός’ έρωτας για τον κόσμο δικαιώνει τις τεχνικές διεργασίες του βιβλίου, αλλά κατά κάποιον τρόπο ισχύει και το αντίστροφο: Αυτές ακριβώς οι τεχνικές του ‘Χύμα’ (το γυμνό, το απλό) νομίζω πως αποκάλυψαν στον ίδιο τον συγγραφέα την ένταση του έρωτά του, απελευθερώνοντάς τον από τις πιθανές τυποποιήσεις που του είχε επιβάλει η λογοτεχνία: Το πάθος, που είχε πάρει τη μορφή ενός μεγάλου έρωτα για τη λογοτεχνία και τη ζωή, σιγά σιγά απόδιωξε τον έρωτα για τη λογοτεχνία κι έγινε αυτό που πράγματι ήταν: Ένα πάθος για τη ζωή.

 

Κι ακόμη παραπέρα: Στο ‘Χύμα’ ο Αδαμόπουλος έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τη γλώσσα (ή μάλλον, με τη Γλώσσα) και στρέφεται εναντίον της γλώσσας, εναντίον της λογοτεχνίας. Σαν γύρω του, στις απαρχές· πέρ’ απ’ όλες τις παγίδες, τις θεσπισμένες, δεν ήταν παρά η Γλώσσα, που τα πρώτα λαχανιάσματα του παιδιού, τα προανθρώπινα πάθη, τα ήδη σπιλωμένα, να μην τα ομολογούσε.

 

Το ‘Χύμα’ είναι μια εξέγερση κόντρα στη νόρμα κατ’ αρχήν και λιγότερο κόντρα στη

φόρμα. Ο Έρωτας στο ‘Χύμα’ είναι πιο σύγχρονος από κάθε τι σύγχρονο. Είναι σαν ένα φιλμ που ξετυλίγεται ολοζώντανο  μπροστά στα μάτια μας μέσ’ απ’ τα πέντε κεφάλαιά του. Όλα με επικεφαλίδες παρμένες απ’ την ‘Πολιτεία’ του Πλάτωνα και τα ‘Εις εαυτόν’ του τον Μάρκου Αυρηλίου: ‘Μυξίου ‘έκχυσις’, ‘Αποδυταίον ταις των φυλάκων γυναιξί’, ‘Μη ως μύρια έτη μέλλων ζειν’, ‘Περί γυναικών κοινά τα των φίλων έσται’, ‘Της αληθείας φιλοθεάμονες’. Πράγμα που δεν το θεωρώ καθόλου τυχαίο, καθώς ο Αδαμόπουλος θέλει και εδώ να μας δείξει πού έχει τις ρίζες του, γράφοντας στο σήμερα. Και μάλιστα χρησιμοποιώντας σε πολλά σημεία ρέοντες φυσικότατους καθημερινούς διαλόγους που κάνουν το κείμενο ακόμα πιο ζωντανό και οικείο. Μέσα σ’ αυτό, ο ήλιος θα ξαναγίνει στιλ. Το στιλ αυτό που συνδέει τον ήλιο -τον ήλιο τον αληθινό μ’ εκείνον του βιβλίου- με την ίδια φυσικότητα όπως και την ώρα τους τόπους τις μνήμες και τις απλές σωματικές περιγραφές, μαζί με λεπτές ψυχολογικές παρατηρήσεις και μύχιες σκέψεις. Αυτό όμως είναι δουλειά του μοντάζ του συγγραφέα! Γιατί τελικά το βιβλίο είναι προϊόν που επιτυγχάνεται με διακριτικά κοψίματα στο συνεχές της λογοτεχνίας· ή μάλλον της ίδιας της ζωής.

 

Το να κάνεις τέτοια λογοτεχνία είναι σαν να γράφεις πάνω σε χαρτί που καίει. Το βιβλίο παρατείνει το στιλ, το αποδιώχνει και το ξαναζωντανεύει με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο: Αυτό που ήταν μια μεταφορική εικόνα γίνεται πραγματική, εμπλέκοντας το φυσικό, το φως, το γυμνό σώμα, αλλά και την ψυχή των εραστών.

 

Αυτή η αίσθηση του σεξ, που αναδύεται απ’ το βιβλίο, κοντράρει τις αναλύσεις του τύπου ‘H κορίντα’ του έρωτα’. Έχουν υποστηρίξει (Pascal Bοnitrez) πως πρόκειται για αρένα, κορίντα· όπου η ερωμένη είναι ο ταυρομάχος, κι ο εραστής το θύμα. Μέσα σ’ αυτήν την ταυρομαχική αντίληψη του έρωτα, τη σχεδόν συμβατική από την εποχή του Georges Bataille του Michel Leiris και μετά, ο ρόλος του ‘ματαδόρ’ αποδίδεται στον άνδρα, το χτύπημα με την άκρη του ξίφους έχει την έννοια της διείσδυσης, και το ξίφος... Διόλου δεν αφορούν το ‘Χύμα’ τέτοιες θεωρίες. Το βίωμα και η απόλαυση έχουν ανάγκη την κυριολεξία μόνο, όχι τις ιδεοληψίες.

 

Επιλογικά θα έλεγα πως η Δυτική σκέψη είναι δυναστική· την εξουσιάζει ο Λόγος (la raison, die Vernunft). Οι esthètes και οι blasés είναι ανήμποροι να κατακτήσουν φυσιολογικά το βάθος. Κι έτσι ο Έρωτας είναι Εσταυρωμένος. Μαρτύριο. Το κορμί ξεκόπηκε ολότελα απ’ την ψυχή. Και ποιες είναι οι τελευταίες τρομακτικές ιστορικές κοινωνικο-πνευματικές απορροές αυτού του διχασμού; Ρομαντισμός, μηχανικός πολιτισμός, που αποσυνθέσανε το Sexus σε αναρίθμητα κομμάτια, όχι μόνο εντελώς ανίκανα ν’ ανασυντεθούν σε μιαν έννοια κοσμική, μα αφημένα στο σκοτάδι σαπίζουν διαρκώς· κρυφά ή φανερά μέσα στον κόσμο μας.

Ο Αδαμόπουλος, όμως, στο ‘Χύμα’ κάνει παιχνίδι πολύ σοβαρά μόνος του. Πιάνει μια σκυτάλη που κάπου παράπεσε πριν πολλούς αιώνες, και χωρίς να κοιτά πίσω, τρέχει σ’ έναν σύγχρονο, καινούργιο στίβο. Στις μέρες μας. Και πασκίζει να κολλήσει πάλι μαζί ψυχή και σώμα. Γι’ αυτό είναι μοναδικό το ‘Χύμα’: Ο πόθος του αφηγητή για ενιαίο γυμνό αίσθημα - γυμνό κορμί - γυμνή Ουσία, είναι πανταχού παρών· ειλικρινής, ατόφιος, αλήτικος, αριστοκρατικός.

 

© Δήμητρα Ρούσσου

Φιλόλογος Εκπαιδευτικός

dhmhtraroussou@gmail.com

 

 

 


ΣΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΠΕΖΟΥΛΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

ΣΤΟ  ΠΕΤΡΙΝΟ  ΠΕΖΟΥΛΙ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ



Καθισμένοι εκεί στο πέτρινο πεζούλι,
καταφύγαμε στην ευπρέπεια της σιωπής,
συνομολογήσαμε το κενό της αναμονής
και οι ατέλειωτες ώρες της σύναξης και της σπουδής
μας έγιναν βαθύς καημός και προσδοκία.
Αισθήματα και στοχασμοί αναπετάρισαν
στον βωμό  των πόθων και των ονείρων
και οι απανωτοί στεναγμοί στα πληγωμένα στήθη
βάθαιναν της καρτεριάς το μαρτύριο,
τον πόνο τον κρυφό και την αγωνία.
Αμίλητοι εκεί στο πέτρινο πεζούλι,
στέκι κι αδέλφι κι αυτό της μοναξιάς μας
με τη γητειά, την απαντοχή και το παρακάλι,
με τη γλυκιά και ουράνια ματιά σου,
θρόνος  χρυσός να γίνει για τις καρδιές μας.
Αντίκρυ ο δρόμος σκοτεινός και λασπωμένος
από την ξαφνική και αναμαλλιάρα βροχή,
ορφανός από περαστικούς και διαβάτες
και φλύαρο τ’ ανέμι στις δεντροκορφές
τραγουδώντας τις βιαστικές αναπνοές μας.

Μη μιλάς για το κλειστό το σταυροδρόμι,
μη  νοιάζεσαι για την απάνω γειτονιά
και μη μακαρίζεις την κάθε της γωνιά,
καταφυγή να βρούμε και παρηγοριά,
σε απόμακρη κι ανέσπερη μεγαλοσύνη.
Εκεί και πάλι στο πέτρινο πεζούλι,
θα 'ρθει η νύχτα μαγεμένη και ονειρική,
φεγγάρι κι άστρα την αυλή θ’ ασημώνουν,
γελαστός κι ο ήλιος θα μας βρει το πρωί,
να έχει η ζωή μας ξημέρωμα και  απαντοχή.
Ακολούθησε εκεί τα θεϊκά τα χνάρια,
στα μυστικά κι απάτητα μονοπάτια,
στο στρατί της γλυκιάς προσμονής κι ελπίδας,
και έλα να προσκυνήσουμε αντάμα
τη σεβάσμια και χαριτόβρυτη θεά
του έρωτα, της χαράς και της ευτυχίας,
με θάρρητα στο κάλεσμα της ψυχής,
με φίλημα στις χάριτες της αγάπης
και καλοκάρδισμα στην ανοιχτή την αγκαλιά,
θρονιασμένοι εκεί στο πέτρινο πεζούλι.

Γιώργος  Αλεξανδρής

Φωτ.: Adrian Donoghue


Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Έλα να παίξουμε μυθιστόρημα Δημήτρης Χριστόπουλος Το Ροδακιό η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Έλα να παίξουμε

μυθιστόρημα

Δημήτρης Χριστόπουλος

 Το Ροδακιό

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ΛΕΞΕΙΣ | Στο όνομα της σιωπής • Fractal

 


 

Στο όνομα της σιωπής

 

Τα παιδιά που έμειναν παιδιά έρχονται και μας βρίσκουν τις πιο ανύποπτες ώρες. Κάτι παράφορα βράδια της άνοιξης τρυπώνουν απ’ τις χαραμάδες, ανάβουν ένα κερί, ανοίγουν το παλιό μπαούλο και κάθονται να παίξουν με τα παροπλισμένα τους παιχνίδια. (σσ. 104-105).


Όταν τον Φεβρουάριο του 1992 επιστρέφει στο νησί της μητέρας του,  τη Σίφνο, ο Στέργιος Σιδέρης ως αγροτικός γιατρός, δεν ξέρει ακόμη πως λίγο να σηκώσει το πέπλο της λήθης, θα ξεπηδήσει από κάτω το αποκοιμισμένο παιδί που ήταν κάποτε και θα ζητήσει εξηγήσεις για όλα όσα ήταν βυθισμένα στην ένοχη σιωπή. Καθώς θα ψάχνει τα ίχνη του εξαφανισμένου το 1942 θείου του, όταν ήταν ακόμη το Σπυριδωνάκι ή Σπυ επτάχρονο παιδί, (Πενήντα χρόνια πουθενά δε βρέθηκε το καημένο το παιδί· ολούθε κυλά όπως το νερό της θάλασσας. Επτά χρονώ άνοιξε η γη και το κατάπιε),  θα προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο τα δικά του ίχνη, από την παιδική του ηλικία, την τραυματισμένη ανεπανόρθωτα από έναν κακοποιητικό πατέρα. (Ήταν τότε που οι λέξεις μέσα στο μυαλό του αποσυνδέθηκαν από τα πράγματα. Πώς να πεις «μπαμπά» δίχως εκείνη τη σουβλιά στο στομάχι;).


Οι δύο ιστορίες θα αλληλοϋποστηρίζονται, θα αλληλοερμηνεύονται, με συνδετικό τους νήμα τη μνήμη που διαρκώς θα αποκαλύπτει μικρές ψηφίδες, θα τις δένει μεταξύ τους, μέχρι να συμπληρωθεί όλη η εικόνα, καθαρή πλέον αλλά και άλλο τόσο τρομακτική. Ποιος, όμως, γλίτωσε ποτέ από το παιχνίδι του μυαλού, που εδώ θα συμπεριλάβει τις δύο γιαγιάδες (την πεθαμένη προγιαγιά Στεργιανή και την εν ζωή γιαγιά Μαργαρώ) τη μητέρα και τον πατέρα του Στέργιου, τον άρχοντα του νησιού Φραγκίσκο Πατριαρχέα (τον Κανάγια που τον τρέμουν οι ντόπιοι) τον καθηγητή Φάνη Γκίκα (με το ημιτελές έργο της ζωής του), τον αγγειοπλάστη Λεωνίδα,  τη Μυρτώ (αγάπη ήταν ή φόβος;).


Ο αφηγητής θα χρησιμοποιήσει το πρώτο πρόσωπο σε μια σύντομη εισαγωγή, εξηγώντας γιατί τώρα δίνει διέξοδο στη γραφή, τώρα που πια ο πατέρας του δεν ζει, θα επιλέξει, όμως, σε όλη την αφήγηση την εν μέρει αποστασιοποιημένη τριτοπρόσωπη φωνή· ένα έμμεσο σχόλιο, ίσως, για τη δυσκολία να μιλήσεις για όσα κρύβονται εκεί, στην καρδιά του σκότους. «Έλα να παίξουμε», μόνο που αυτό δεν ήταν παιχνίδι, ήταν η παγίδα της σιωπής, στην οποία εγκλωβίστηκε ο Στέργιος. Να μη μιλήσει, να μην πει τα ανείπωτα μαρτύρια, να κλείσει την κραυγή του σε μια διαρκή σιωπή, με όλο αυτό να φέρει το ένδυμα ενός παιχνιδιού, μια παραπλάνηση της παιδικής αθωότητας. Τώρα, ως ενήλικας, θα αντέξει να αφαιρέσει τα φτιασίδια; Ψάχνοντας να βρει τι απέγινε το άλλο παιδί, το Σπυ, ξέρει πως αναπόφευκτα βυθίζεται και στο δικό του παρελθόν – ένα χαμένο παιδί κι αυτός.

 

Τελικά η σιωπή ήταν που αποφάσιζε όλ’ αυτά τα χρόνια ποιος θα ζήσει, ποιος θα χαθεί, και τις ζωές μας μυστικά κυβερνούσε. […] Και το μικρό παιδί αόρατο και πανταχού παρόν δεν ησυχάζει λες κι η γη δεν το χωρεί, σέρνοντας μια μυστική λιτανεία από παιδιά που δεν πρόλαβαν. Όποιος έχει καθαρή ψυχή, μπορεί να την ακούσει τις πιο σκοτεινές νύχτες που στήνουν καρτέρι στους περαστικούς, να παίξουνε μαζί τους κρυφτό, μπάλα και τσούνια. (σ. 142).


 

Ο Φάνης, που εμπιστεύθηκε στον Στέργιο το ημιτελές μυθιστόρημά του, στην ουσία τον παρακίνησε να δώσει άλλη κατεύθυνση σ’ αυτό, να αφηγηθεί τη δική του ζωή, να γίνει δημιουργός του μυθιστορήματος της ζωής του, κάτι ανάμεσα στην αλήθεια και την επινόηση. Αυτό κάνει και ο Χριστόπουλος σε ό,τι γράφει. Έχοντας παρακολουθήσει τη γραφή του τα τελευταία χρόνια, ξέρω πως η αξία της (αδιαμφισβήτητη και βραβευμένη άλλωστε) δεν έγκειται μόνο στα θέματα που επιλέγει και στον τρόπο που τα αφηγείται, προσιδιάζοντας σε εκείνους τους παλαιούς παραμυθάδες (λόγιους και μη) που ο λόγος τους σαγηνευτικός, μας παρέσερνε να εισχωρήσουμε μέσα στις ιστορίες τους. Είναι που οι δικές του ιστορίες μοιάζει να έχουν αντληθεί από τις ζωές μας, τόσο κοντινές στην αλήθεια τους σε εμάς μα και τόσο μακρινές, σαν παραμύθι που το ακούς και, ενώ ξέρεις πως είναι μύθος και γλυκιά παραμυθία, λίγο αντέχεις να μην το αγγίξεις και αυτό στη δική του «αλήθεια». Το συγγραφέα δεν τον διαβάζουμε· εκείνος πρώτος μας διαβάζει, γράφει ο Φάνης στην προμετωπίδα του βιβλίου του που δίνει στον Στέργιο. Αυτό ισχύει στην  περίπτωση του Χριστόπουλου. Γι’ αυτό και οι ιστορίες του έχουν τη δική τους ξεχωριστή αξία· αυτές πρώτες μας έχουν «διαβάσει».


Τα λόγια του Τζιμ Μόρρισον (Για Εκείνους οι οποίοι προς το Θάνατο καλπάζουν/ Για Εκείνους που προσμένουν/ για Εκείνους που νοιάζονται) «προλογίζουν» το βιβλίο. Στο εξώφυλλο η φωτογραφία (προσφορά της Σοφίας Αρμελινιού) μας εισάγει στο παιχνίδι –που παιχνίδι δεν είναι, κι ας προσκαλεί «έλα να παίξουμε»– και στην παιδική αθωότητα την ποικιλοτρόπως τρωθείσα. Μια φυλακή ο κόσμος και ο καθένας εκτίει τη σιωπή του, θα πει ο Χριστόπουλος. Στο όνομα αυτής της σιωπής γράφει, γι’ αυτήν μιλάει.

Διώνη Δημητριάδου 

Φλας Ένας σκύλος αφηγείται Βιρτζίνια Γουλφ μετάφραση: Σπάρτη Γεροδήμου εκδόσεις Ερατώ η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Φλας

Ένας σκύλος αφηγείται

Βιρτζίνια Γουλφ


μετάφραση: Σπάρτη Γεροδήμου

εκδόσεις Ερατώ

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Virginia Woolf‎‎: «Φλας, ένας σκύλος αφηγείται»




 

Πώς μπορεί να συνδυαστεί η ανθρώπινη συνείδηση με αυτήν ενός σκύλου; Αν, φυσικά, δεχθούμε ότι και τα ζώα έχουν συνείδηση, έχουν πρόσβαση στον χώρο του «σύνοιδα», έχουν (ίσως με τον δικό τους τρόπο) την επίγνωση της ύπαρξής τους. Η  Βιρτζίνια Γουλφ δεν είναι η πρώτη φορά που θα ξαφνιάσει, θα προκαλέσει ίσως να πούμε καλύτερα, τα στερεότυπα της εποχής της με τη γραφή της· αρκεί να θυμηθούμε τον ανδρόγυνο Ορλάντο της, Ένα έργο που με τόλμη αναθεωρεί στερεότυπες αντιλήψεις για τους ρόλους, που οι κυρίαρχες κάθε φορά κοινωνικές αντιλήψεις προβάλλουν ως πρότυπα, προτείνοντας ταυτόχρονα με τον έμμεσο (αλλά αποτελεσματικό) λογοτεχνικό τρόπο την ανατροπή και τη νέα θεώρησή τους.

Στον Φλας η Γουλφ βιογραφεί, σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, έναν σκύλο, επιλογή συγγραφική που από μόνη της διεκδικεί την πρωτοτυπία, και που θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα «παιχνίδι» της γραφής, ενδιαφέρον μεν αλλά παιχνίδι. Στα χέρια όμως της  Γουλφ αποκτά μια άλλη διάσταση, που ξεπερνά και τις αρχικές της προσδοκίες. Γιατί κάθε θέμα με το οποίο ασχολήθηκε άφηνε να διαφανεί (κάποτε έμμεσα κάποτε άμεσα) το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε ως έμπνευση και το οποίο απηχεί τη δική της ζωή, πάντοτε αναμετρούμενη με τις πολλαπλές συμβάσεις της εποχής της. Η ίδια αμφέβαλλε τόσο για την απήχηση που θα είχε αυτό το παράξενο μυθιστόρημά της (μια αναμέτρηση με το κοινό της) όσο και για το αν θα άξιζε τελικά τον κόπο της γραφής του (μια αναμέτρηση με τις δικές της δυνατότητες, με τον εαυτό της τελικά). Πράγματι, στα χέρια κάποιου άλλου θα ήταν ένα χαριτωμένο αφήγημα, πιθανόν παιδικό. Η Γουλφ, όμως, κατόρθωσε να δώσει ένα εύρος στη θεματική της αλλά και ένα βάθος στην τοποθέτηση τη ιστορίας της μέσα στο κοινωνικό της πλαίσιο.


Ο ανθρωπομορφισμός (που ως επιλογή εντάσσεται στη βικτωριανή παράδοση) επιτρέπει να ακούσουμε τη σκέψη του σκύλου, που πλέον σκέφτεται, νιώθει, αντιδρά και «μιλάει» έχοντας δανειστεί στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, συγκλονίζεται από πάθη, υψώνει τη φωνή του καταγγελτικά απέναντι στις αποτρεπτικές κάθε ανανέωσης στερεότυπες αντιλήψεις που προβάλλουν την επιφάνεια κρύβοντας την ουσία, συντηρούν τις ανισότητες ανάμεσα στις τάξεις, στα δύο φύλα, υποθάλπουν κάθε μορφή υποκρισίας.

 

Αλλά ο Φλας είχε καθίσει σε γόνατα ανθρώπων και είχε ακούσει φωνές ανθρώπων. Η σάρκα του ήταν γεμάτη φλέβες με ανθρώπινα πάθη· είχε γνωρίσει όλες τις διαβαθμίσεις της ζήλειας, του θυμού και της απελπισίας. (σ. 176).

 

Ταυτόχρονα, με «όχημα» τον Φλας, η Γουλφ αναδεικνύει τον ασύλληπτο σε δυνατότητες κόσμο των αισθήσεων, τις διακυμάνσεις των συγκινησιακών αντιδράσεων, τους δρόμους επικοινωνίας που ανοίγονται πέρα από ό,τι η λογική δεσμευτικά επιτάσσει. Ο Φλας επικοινωνεί με τη δεσποινίδα Μπάρετ (Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ), ακόμα κι όταν τα ποιήματα που γράφει η σπουδαία ποιήτρια φαίνονται σαν ιερογλυφικά γι’ αυτόν. Από την άλλη, η Ελίζαμπεθ θα αποδεχθεί το ανθρώπινο στοιχείο μέσα στον Φλας. Μπροστά στον καθρέφτη ο Φλας βλέπει έναν σκύλο, μέσα του όμως ο άλλος του εξελιγμένος (κατά τα ανθρώπινα ειωθότα) εαυτός αντιδρά στην ίδια την εικόνα του.

 

Αλλά τι σημαίνει «εαυτός»; Μήπως είναι το πράγμα που βλέπουν οι άνθρωποι; Ή είναι το πράγμα που είναι κάποιος; Οπότε ο Φλας σκέφτηκε πάλι το ερώτημα και, ανήμπορος να λύσει το πρόβλημα της πραγματικότητας, κόλλησε σφιχτά πάνω στη δεσποινίδα Μπάρετ και τη φίλησε «εκφραστικά». (σ. 68).

 

Η ζωή των ποιητών Ρόμπερτ και Ελίζαμπεθ Μπράουνινγκ αλλά και του κοινωνικού τους περίγυρου έρχεται σε εμάς μέσα από τη σκέψη του Φλας, συνιστώντας  μια ιδιόμορφη, έμμεσου σχολιασμού, εικόνα για το ποιητικό ζευγάρι και την εποχή του –αν λάβουμε υπόψη τη «συνείδηση» του σκύλου– ωστόσο μια άμεση, μια κατευθείαν τοποθέτηση, ένα ξεκάθαρο κοινωνικό σχόλιο και μια σκιαγράφηση της Ελίζαμπεθ Μπάρετ-Μπράουνινγκ, αν το δούμε από την πλευρά της Γουλφ που το γράφει.

 

Εν κατακλείδι, αν και ο Φλας σαφώς υπολείπεται άλλων έργων της Γουλφ, αυτών που την κατέταξαν στους σημαντικότερους συγγραφείς του μοντερνισμού, δεν παύει να είναι και αυτός μια ευφυής άσκηση ύφους. Και αξίζει εδώ να θυμόμαστε πως για την Γουλφ το ύφος δεν ήταν απλώς ο τρόπος χρήσης της γλώσσας αλλά απηχούσε μια στάση ζωής, την οποία υπηρέτησε πιστά μέχρι το τέλος της. Άλλωστε και η μορφή που παίρνει το θέμα της εστιάζει στην πραγματικότητα όπως την προσλαμβάνει η ίδια, υπερβαίνοντας τα μέχρι τότε όρια της μυθιστορηματικής φόρμας. Η σχέση του Φλας με την Ελίζαμπεθ Μπάρετ, η σχέση του ζώου με τον άνθρωπο, διαμορφώνει συγγραφικά μια νέα εμπειρία  γραφής. Όπως γράφει η ίδια για τον Φλας στην Αλληλογραφία της: «[…] όλο είναι θέμα νύξεων και σκιάσεων».

 

Έγειρε πάνω του μια στιγμή. Το πρόσωπό της με το πλατύ στόμα και τα μεγάλα μάτια και τις πλούσιες μπούκλες που έμοιαζαν, αλλόκοτα ακόμα, με τις δικές του. Όντας η μέρα με τη νύχτα, ωστόσο καμωμένοι στο ίδιο καλούπι, ίσως ο ένας συμπλήρωνε αυτό που ήταν σε νάρκη μέσα στον άλλον. (σ. 210).

 

Αξίζει μια ιδιαίτερη μνεία στη μεταφράστρια Σπάρτη Γεροδήμου, όχι μόνον για την απόδοση του έργου στη ελληνική γλώσσα και για το «Σύντομο σημείωμα στον Φλας» όσο και για τις Σημειώσεις που παραθέτει στο τέλος, ειδικά τη σημείωση που αφορά τη Λίλυ Γουίλσον, την καμαριέρα της Μπάρετ, συνθέτοντας μια, κατά Γουλφ, φανταστική βιογραφία με τα στοιχεία (τα ελάχιστα) που παρατίθενται στην ιστορία της.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

 

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2025

Κοραής - Κουμανούδης Η θεωρία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού για τη Λογοτεχνία και τη Ζωγραφική Δημήτρης Αγγελάτος Εκδόσεις Gutenberg η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Κοραής - Κουμανούδης

Η θεωρία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού

για τη Λογοτεχνία και τη Ζωγραφική

Δημήτρης Αγγελάτος

Εκδόσεις Gutenberg

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Κοραής - Κουμανούδης: Η θεωρία του νεοελληνικού διαφωτισμού για τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική» του Δημήτρη Αγγελάτου (κριτική)

 

 


Ο κανόνας της αληθοφάνειας στη Λογοτεχνία και την Τέχνη

 

Ποιο είναι το θεωρητικό πλαίσιο για τη Λογοτεχνία και την Τέχνη στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα; Το ερώτημα αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς πρόκειται  για τα χρόνια εδραίωσης των αντιλήψεων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ως απόρροια της επίδρασης που άσκησαν στην ελληνική διανόηση οι Ευρωπαίοι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής. Το κύριο ζήτημα που απασχόλησε τους Νεοέλληνες Διαφωτιστές ήταν η αποσύνδεση από την ανατολική σκέψη (κυρίως τον τρόπο που αυτή ευδοκίμησε ως βυζαντινή προσέγγιση των ιδεών, με την αυθεντία κράτους και εκκλησίας και την απομάκρυνση από τον ορθό λόγο) και η συμπόρευση με τον δυτικό τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, που είλκε την καταγωγή του από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. 

Ο Δημήτρης Αγγελάτος, Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας και Θεωρίας της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, στη μελέτη του αυτή επιχειρεί να αναδείξει τις ιδέες δύο επιφανών της νεοελληνικής διανόησης, του Αδαμάντιου Κοραή και του Στέφανου Κουμανούδη, για τη Λογοτεχνία και την Τέχνη. Πιο συγκεκριμένα, έχει ως άξονες τη θεωρητική αντίληψη του Κοραή για το μυθιστόρημα (1804) και το δοκίμιο του Κουμανούδη για την Τέχνη (Πού σπεύδει η Τέχνη των Ελλήνων την σήμερον, 1845), δύο πεδία δημιουργίας στα οποία αναφαίνεται αντίστοιχα η στερέωση της ιδέας περί εθνικής ταυτότητας και η απελευθέρωση των ψυχικών δυνάμεων μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας.


Η μελέτη είναι χωρισμένη σε δύο μέρη· Α΄ Οι θεωρητικοί όροι και το πλαίσιο αναφορών για την αληθοφάνεια: Ο πυρήνας της αριστοτελικής Ποιητικής και τα αναπτύγματά της και Β΄ Το νεοελληνικό πλέγμα της αληθοφάνειας: Η αφετηρία του Δοξαρά και οι κόμβοι: Ο Κοραής, ο Κ. Οικονόμος και ο Κουμανούδης.

Έχει ιδιαίτερη σημασία στο Α΄ μέρος η προσέγγιση της αληθοφάνειας, ως αισθητικού (λογοτεχνικού και εν γένει καλλιτεχνικού) κανόνα που κυριάρχησε κατά το β΄ ήμισυ του 19ου αιώνα, στηριγμένου σε δύο αντιστικτικά πεδία (την πραγματικότητα και το ιδανικό), τα οποία παραπέμπουν κατευθείαν στις αντιλήψεις περί δημιουργίας, εκφρασμένες στο Περί Ποιητικής του Αριστοτέλη. Εκεί διατυπώνεται η θέση για τη σύνδεση του έργου με τη πραγματικότητα, με την αποφυγή μιας παθητικής μίμησης αλλά με μια δημιουργία που αφενός θα διαφοροποιείται από τις βασικές απαιτήσεις της πραγματικότητας αλλά αφετέρου θα συντάσσεται με αυτήν «κατά το εικός ή το αναγκαίον», θεμελιώδη αριστοτελική θέση για τη συμφωνία του έργου με τη λογική και φυσική τάξη του κόσμου· άρα, βλέπουμε τη συνύπαρξη της μίμησης (δημιουργικής ωστόσο) της πραγματικότητας με την Τέχνη, ή αλλιώς τη συνύπαρξη του δεδομένου με το επινοημένο. Αυτή ακριβώς η αληθοφάνεια εκφράζει ταυτόχρονα την πίστη στην πραγματικότητα/Φύση και στο καλλιτεχνικά επεξεργασμένο ιδανικό (ως εικόνα του «εικότος και του αναγκαίου») που εν δυνάμει υπερβαίνει τη Φύση, συνιστώντας, ως πλέον αυτόνομο έργο, έναν αφετηριακό άξονα αναφοράς για τους μεταγενέστερους.

Στο Β΄ μέρος ο μελετητής εξετάζει τις θέσεις του Παν. Δοξαρά (Περί ζωγραφίας, 1726, εκδ. 1871) για τη σχέση ανάμεσα στη μίμηση του φυσικού και τη δημιουργία του καλλιτεχνικού έργου, προς επιδίωξη της τελειότητας, που θεωρούνται προδρομικές για τους μετέπειτα Νεοέλληνες Διαφωτιστές κατά το α΄ ήμισυ του 19ου αιώνα, ομοίως την ανάλογη θέση του Winckelmann για τη δημιουργική μίμηση, στηριγμένη στον αρχαιοελληνικό κανόνα περί αισθητικής (Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική, 1755). Στο μέρος αυτό θα δούμε την αντίληψη του Κοραή για το μυθιστόρημα (ως «πλαστήν αλλά πιθανήν ιστορίαν, γραμμένην εντέχνως και δραματικώς»), θέση στηριγμένη και αυτή στην αριστοτελική περί μίμησης  αλλά και περί δραματικού αφηγηματικού τρόπου. Θα δούμε επίσης τη θέση του Οικονόμου (1817) για την «αληθή» μίμηση, που αποτελεί θεμέλιο των καλών τεχνών, καθώς αντλεί την αξία της από τον φυσικό και ηθικό κόσμο. Οι οικείες αντιλήψεις του Κουμανούδη αναπτύσσονται εκτενώς, με έμφαση στη διάκριση που επιχειρεί (και πάνω της στηρίζει όλη τη θεωρητική του προσέγγιση) ανάμεσα στη Δυτική Τέχνη, που ακολουθεί τον δημιουργικό δρόμο της αληθοφάνειας, και τη Βυζαντινή Τέχνη, που ισοπεδώνει τη δημιουργική έμπνευση/παρέμβαση στη Φύση, αρνούμενη το φυσικό κάλλος και οδηγώντας στη στατικότητα και άρα στην αδράνεια.

Κατανοητή, επομένως, με όλα τα στοιχεία που παρατίθενται στη μελέτη του Αγγελάτου, η σημασία της αληθοφάνειας (όπως την προσδιόριζαν εκκινώντας από την αριστοτελική σκέψη και ερμηνεύοντας στη συνέχεια τους πρώιμους εκφραστές της κατά τον 18ο αιώνα) για τους διανοητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες του 19ου αιώνα, που με το έργο τους έδωσαν το στίγμα των ιδεών του Διαφωτισμού τόσο στον Λόγο όσο και την Τέχνη, προσανατολισμένοι προς τη Δύση και τις ιδέες περί της κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας του ατόμου, με την τεκμηριωμένη αποδέσμευσή τους από τον σκοταδισμό που για αιώνες κυριαρχούσε.

Η έκδοση συμπληρώνεται από εκτενή Βιβλιογραφία. Στο εξώφυλλο ο Ευαγγελισμός του Paolo Veronese (1558). Το έργο, ενδεικτικό της σχολής της Βενετίας, με την εναλλαγή των χρωμάτων, τις περίτεχνες λεπτομέρειες και το φυσικό κάλλος των θεϊκών μορφών, εύστοχη εικαστική παρέμβαση στο περιεχόμενο του βιβλίου, αποτυπώνει το ιδανικό πρότυπο για τη δημιουργία ενός έργου τέχνης, τόσο μακριά από τη δουλική μίμηση όσο κοντά στην εμπνευσμένη επινόηση, πάντα κατά τη λογική και τη φυσική τάξη των πραγμάτων.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Απσπάσματα

 

[…] η προσοχή του καλλιτέχνη, ερεθισμένη από την πρόκληση του κόσμου των αντικειμένων, επικεντρώνεται σε αυτά με τρόπον ώστε να αναδυθούν τρόπον τινά αρχές για την έντεχνη ανασύνθεσή τους, καθώς συμβαίνει τα αντικείμενα να αφήνουν να εκφραστεί δυνάμει ένας ορίζοντας καλλιτεχνικής μορφοποίησης τους (παρέχουν αφεαυτών το αναγκαίο μέτρο για τη μετάθεσή τους στο πεδίο της Τέχνης, χωρίς βέβαια να εξουδετερώνουν γι’ αυτό τον λόγο την ουσιώδη διαφορά τους από το τελευταίο), και εδώ επεμβαίνει ο καλλιτέχνης για να φέρει σε πέρας αυτή τη διαδικασία. (σ. 56)

 

Η βασισμένη στην αληθοφάνεια μίμηση δεν απαλείφει την πρωτοτυπία, αλλά αντίθετα τη ενισχύει, εάν ο καλλιτέχνης αξιοποιήσει το «κάλλος» και το «ύφος» των προτύπων του, ανθολογώντας τις υψηλότερες τιμές τους, για να αφήσει μέσα από αυτή τη διαδικασία να φανεί ο δικός του χαρακτήρας. (σ. 106)

 

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Ο άνθρωπος της Άμμου κατά τον E. T. A. Hoffmann Διασκευή: Anna Kindermann Εικονογράφηση: Dorota Wünsch Μετάφραση: Αθηνά Δ. Μιράσγεζη εκδόσεις ΕΥΡΥΔΙΚΗ η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Ο άνθρωπος της Άμμου

κατά τον E. T. A. Hoffmann

Διασκευή: Anna Kindermann

Εικονογράφηση: Dorota Wünsch

Μετάφραση: Αθηνά Δ. Μιράσγεζη

εκδόσεις ΕΥΡΥΔΙΚΗ

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Το φανταστικό στα όρια του τρομακτικού • Fractal

 

 


Το φανταστικό στα όρια του τρομακτικού

 

Ο Ερνστ Τέοντορ Βίλεμ Χόφμαν (Ernst Theodor Wilhelm Hoffmann 1776-1822), ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς συγγραφείς του Ρομαντισμού, έχει δώσει μερικά από τα καλύτερα δείγματα της φανταστικής και γοτθικής λογοτεχνίας, πάνω στα οποία θα στηριχθούν οι μεταγενέστεροι για να καλλιεργήσουν το είδος. Ειδικότερα, πέντε φανταστικές του ιστορίες αποτέλεσαν το έναυσμα για τη δημοφιλή όπερα του Ζακ Όφφενμπαχ Τα παραμύθια του Χόφμαν, με τον επώνυμο ρόλο του Χόφμαν να είναι εμπνευσμένος από τον ίδιο τον Ε. Τ. Α. Χόφμαν. Το είδος της ρομαντικής, γοτθικής μυθοπλασίας που υπηρετεί ο Χόφμαν, προϋποθέτει κάποια βασικά χαρακτηριστικά, όπως έναν μοχθηρό ήρωα, στον αντίποδα του οποίου βρίσκεται η παγιδευμένη στις ραδιουργίες του θηλυκή μορφή και ο καλός ήρωας που θα επιχειρήσει να τη σώσει. Η ατμόσφαιρα (συχνά τρομακτική έως και ανατριχιαστική) δημιουργείται από τα επιβλητικά σκηνικά αλλά και από την εμβάθυνση στον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων· έτσι, τα έργα του Χόφμαν αποκτούν ένα ψυχολογικό βάθος, που τα καθιστά ξεχωριστά, κυρίως επειδή κατορθώνει να αναγάγει τη συγκεκριμένη κάθε φορά ιστορία του στη σφαίρα της πανανθρώπινης αγωνίας για όσα υπερβαίνουν τη λογική ικανότητα, μυστηριακά και ανεξήγητα. Κάθε φορά που ο αναγνώστης (ακολουθώντας τη δράση των ηρώων) πλησιάζει να πιστέψει πως όσα διαδραματίζονται εν δυνάμει ερμηνεύονται, ο Χόφμαν ανατρέπει τη λογική εξήγηση με μια νέα (πιο τρομακτική) υποκρυπτόμενη αίσθηση του ανεξήγητου.

Η ιστορία του Χόφμαν Ο Άνθρωπος της Άμμου (Der Sandmann), γραμμένη το 1816, παρουσιάζει την εφιαλτική  μορφή του δικηγόρου Κοπέλιους, που στοιχειώνει τον φοιτητή Ναθαναήλ από την παιδική του ηλικία, όταν επισκεπτόταν τις νύχτες τον πατέρα του, καθώς τον ταύτιζε με το φόβητρο των μικρών παιδιών, τον «άνθρωπο της άμμου» των παραμυθιών, που τους έριχνε άμμο στα μάτια, τα έκλεβε και εξαφανιζόταν στο φεγγάρι. Όταν μετά από μια τέτοια επίσκεψη ο πατέρας του θα πεθάνει, ο Ναθαναήλ θα πειστεί πλέον για τον κακό του δαίμονα. Φοιτητής πια, θα συναντήσει τον πλανόδιο πραγματευτή Κόπολα και θα τον ταυτίσει με τον Κοπέλιους. Ο φίλος του Λόταρ και η αρραβωνιαστικιά του η Κλάρα, αδερφή του Λόταρ, θα προσπαθήσουν να προσγειώσουν την τρομαγμένη του φαντασία, όμως αυτός θα επιμείνει και θα θελήσει να τον εκδικηθεί για τον θάνατο του πατέρα του. Όταν από το παράθυρό του θα αντικρίσει την Ολύμπια, μια αινιγματική και ασάλευτη παρουσία, θα την ερωτευθεί, αγνοώντας τον περίγυρο που μοιάζει να ξέρει κάτι που ο ίδιος δεν καταλαβαίνει, ότι η πανέμορφη Ολύμπια είναι μια κατασκευή του Κοπέλιους. Όταν θα καταλάβει πως ερωτεύθηκε μια άψυχη κούκλα/μηχανή, θα χάσει τα λογικά του. Το δραματικό τέλος της ιστορίας θα συμβεί, χρόνια μετά, με τον  θεραπευμένο Ναθαναήλ πάλι κοντά στην Κλάρα, με τα δαιμονικά κιάλια όμως του Κοπέλιους να έχουν την τελευταία λέξη, οδηγώντας τον Ναθαναήλ πάλι στην τρέλα και τελικά στον θάνατο.


Στηριγμένος  Χόφμαν στο παραδοσιακό παραμύθι του «ανθρώπου της άμμου», πλέκει γύρω του την επινοημένη πλοκή, τονίζοντας το πιο τρομακτικό στοιχείο, την αίσθηση του παράξενου και απόκοσμου, του μεταφυσικού. Έτσι, παραπέμπει στους πιο βαθείς φόβους του ανθρώπου, που κάποτε πριν από την ανάπτυξη του πολιτισμού ήταν κυρίαρχοι στη συνείδησή του. Η λογική δεν κατόρθωσε να τους καταργήσει, τους απώθησε βέβαια, αφήνοντας όμως μικρές ρωγμές, από τις οποίες αυτοί ξαναζωντανεύουν. Ελκύεται ο άνθρωπος της λογικής από το φανταστικό και το ανερμήνευτο, στο οποίο η τέχνη του λόγου συχνά στηρίζει τις ιστορίες της. Αλλά και τα παραμύθια σε όλους τους λαούς πάντοτε αφήνουν χώρο όχι μόνο στο φανταστικό (που μπορεί να είναι και ευχάριστο) αλλά και στο τρομακτικό (ο δράκος, οι μάγισσες, η έννοια του Κακού που ελλοχεύει), σαν μια ανάμνηση από τις αρχικές κοινωνίες που δημιούργησε ο άνθρωπος, πριν ενσωματώσει σ’ αυτές τη δύναμη της λογικής, θέλοντας να αποσείσει τον φόβο του για ό,τι αδυνατούσε να εξηγήσει. Περνώντας αυτά τα παραμύθια μέσα από τους ίδιους «μηχανισμούς» της παράδοσης, έφθασαν να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της, κι ας τροφοδοτούν την παιδική φαντασία με τρομακτικές εικόνες – άλλωστε τα παραμύθια συνιστούν έναν εύστοχο και αποτελεσματικό «προθάλαμο» για την αποδοχή από τα παιδιά της κοινωνίας των μεγάλων. Ό,τι προκαλεί φόβο ή τρόμο με την έννοια του ανεξήγητου να το συνοδεύει, αποτελεί την άλλη όψη του ερμηνεύσιμου, του κατανοητού, ισορροπώντας έτσι τη συνολική εικόνα του κόσμου.

Η διασκευή από την Anna Kindermann διατηρεί τον αρχικό κορμό (μάλιστα παραθέτοντας με italics αυτούσιες φράσεις), «παίζοντας» εύστοχα με τα στοιχεία της ιστορίας φθάνοντας σε ένα τέλος (ως συνέχεια χρόνια μετά) που αφήνει μια σταλιά χαράς στους μικρούς αναγνώστες για τους οποίους προορίζεται, και τους οποίους οπωσδήποτε τάραξε όλο το σκηνικό της παράδοξης ιστορίας. Η εικονογράφηση από την Dorota Wünsch εισάγει στο σκοτεινό μύθο, προσδίδει δραματικότητα στην αφήγηση, τελικά «ξεγελά» για παιδικό παραμύθι, ενώ όπως ειπώθηκε παραπάνω, αφορά περισσότερο το παιδί που έχουμε αφήσει να αποκοιμηθεί μέσα μας, και που διψάει να επιστρέψει στη γοητεία (ναι, ακριβώς!) που ασκούν πάνω του οι παλαιοί μύθοι, όσο τρομακτικοί και αν είναι.

Οι εκδόσεις Ευρυδίκη προσφέρουν, σε έναν καλαίσθητο σκληρόδετο τόμο, στη σειρά «Παγκόσμια Λογοτεχνία για παιδιά», την αίσθηση του παραμυθιού, κατά την άποψη του Χόφμαν, σε απόδοση από την Αθηνά Δ. Μιράσγεζη, γεφυρώνοντας τον κόσμο του παιδιού με αυτόν του ενήλικα. Σημαντικό σε κάθε περίπτωση.


Διώνη Δημητριάδου

 

Απόσπασμα

 

Στους επόμενους μήνες αυξάνονταν συνέχεια τα σκοτεινά βράδια, όπου ακούγονταν τα βήματα στον διάδρομο. Στο τέλος δεν άντεξε άλλο και ρώτησε ένα απόγευμα την παραμάνα: «Πες μου, ποιος είναι αυτός ο Άνθρωπος της Άμμου, που επισκέπτεται ολοένα τον πατέρα μας;»

Η ηλικιωμένη γυναίκα γέλασε και ανοιγόκλεισε πονηρά τα καφέ της μάτια: «Μικρέ μου Θανήλε, δεν το ξέρεις αυτό ακόμη; Είναι ένας κακός άνθρωπος, που έρχεται στα παιδιά, όταν δεν θέλουν να πάνε για ύπνο και τους ρίχνει χούφτες άμμο στα μάτια. Μετά τους κλέβει τα μάτια και εξαφανίζεται μ’ αυτά στο φεγγάρι».

«Ώστε λοιπόν ένας κακός άνθρωπος!», φώναξε ο Ναθαναήλ και χτύπησε τα χέρια του. Φαντάστηκε τώρα στο μυαλό του την εικόνα του Ανθρώπου της Άμμου μ’ έναν τρόπο τρομερό. Δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι η παραμάνα τού διηγήθηκε μόνο ένα παραμύθι για να τον τρομάξει.

 

 

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ Τάσος Γκρους «Oι ρίζες του κόσμου, 1970 - 1974 τραγούδια ενάντια στη δικτατορία» Ποίηση: Κώστα Βάρναλη, Κώστα Καρυωτάκη, Γιάννη Ρίτσου, Πάμπλο Νερούδα, Ναζίμ Χικμέτ Μουσική: Τάσος Γκρους, Ερμηνεία: Αργυρώ Καπαρού, Αλέξανδρος Καψοκαβάδης, Τάσος Γκρους Εκδόσεις Μετρονόμος

 ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ




Τάσος Γκρους
«Oι ρίζες του κόσμου, 1970 - 1974 τραγούδια ενάντια στη δικτατορία»
Ποίηση: Κώστα Βάρναλη, Κώστα Καρυωτάκη, Γιάννη Ρίτσου, Πάμπλο Νερούδα, Ναζίμ Χικμέτ
Μουσική: Τάσος Γκρους, Ερμηνεία: Αργυρώ Καπαρού, Αλέξανδρος Καψοκαβάδης, Τάσος Γκρους
Εκδόσεις Μετρονόμος

 

Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μετρονόμος το εξαιρετικό βιβλίο-cd «Οι ρίζες του κόσμου, 1970 - 1974 τραγούδια ενάντια στη δικτατορία», που περιλαμβάνει τραγούδια σε μουσική Τάσου Γκρους και ποίηση των Κώστα Βάρναλη, Κώστα Καρυωτάκη, Γιάννη Ρίτσου, Πάμπλο Νερούδα και Ναζίμ Χικμέτ.

Ο Τάσος Γκρους, σημειώνει:
«Μετά από 50 χρόνια δόθηκε και σε εμένα η ευκαιρία, μετά από επιλογή, να προχωρήσω στην έκδοση των 15 αυτών τραγουδιών, που αποτελούν πνευματικό καρπό σπουδαίων Ελλήνων και ξένων ποιητών. Στη διάρκεια του χρόνου είχα τη δυνατότητα να φτιάξω ένα πλαίσιο που μου επιτρέπει, μετά από αξιολόγηση, να εκδίδω κύκλους τραγουδιών, που έχουν πραγματικά κάτι ιδιαίτερο να εκφράσουν. Με τα τραγούδια εκείνης της περιόδου 1970-1974 δημιούργησα μια τριλογία που έχει τον τίτλο «1970-1974 τραγούδια ενάντια στη δικτατορία».
Το πρώτο μέρος σε ποίηση Μπέρτολτ Μπρεχτ και τίτλο «Γενιές σημαδεμένες» έχει ήδη κυκλοφορήσει από το 2011. Το δεύτερο με τίτλο «Οι ρίζες του κόσμου» είναι αυτό που μόλις κυκλοφόρησε. Το τρίτο στη σειρά, του οποίου η ηχογράφηση θα αρχίσει σύντομα, είναι το έργο του Γιάννη Ρίτσου «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο».
Όλα τα τραγούδια της τριλογίας έχουν σαν βάση την ποίηση, γράφτηκαν στην Ιταλία μεταξύ 1970-1974 και έχουν καθαρά πολιτικό περιεχόμενο και συγκεκριμένο ιδεολογικό προσανατολισμό. Πιστεύω ότι η περίοδος που διανύουμε είναι η πλέον κατάλληλη για την έκδοση αυτών των τραγουδιών. Όταν χάνεται ή αλλοιώνεται η συλλογική μνήμη επικρατεί νομοτελειακά η αντίδραση και ο φασισμός. Μια ματιά στα τεκταινόμενα των χωρών στην Ευρώπη αλλά και στις άλλες ηπείρους μπορεί να μας πείσει γι’ αυτό.
Ελπίζω λοιπόν αυτά τα τραγούδια να συμβάλουν στην αφύπνιση και κινητοποίηση των προοδευτικών και δημοκρατικών μαζών ενάντια στην αντίδραση και τον φασισμό».

Η Αγάθη Γεωργιάδου, Δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, γράφει για την έκδοση στο diastixo.gr: «Μέσα από τη μουσική του, ο Τάσος Γκρους πετυχαίνει να αναδείξει το βαθύτερο νόημα της ποίησης, δημιουργώντας μια έντονη συναισθηματική εμπειρία για τους ακροατές. Η μελοποίηση καθιστά την πυκνότητα των νοημάτων πιο προσιτή, ακόμη και σε όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την ποίηση, διευκολύνοντας την κατανόησή της και συμβάλλοντας περισσότερο στην απόλαυσή της.»

Τα μελοποιημένα ποιήματα που περιέχονται στο βιβλίο-cd, είναι:
«Οι ρίζες του κόσμου», «Α.Β.Γ.», «Ο Αλέξης», «Ο μπάρμπα-Μήτσος», «Χρέος» του Γιάννη Ρίτσου, «Πρόλογος», «Ο εχτρός», «Κύκλος», «Πρωτομαγιά του 1944», «Ακτοπλοϊκό», «Το “Αν” του Κίπλινγκ», «Η μπαλάντα του Κυρ Μέντιου» του Κώστα Βάρναλη, «Ο Μιχαλιός» του Κώστα Καρυωτάκη, «Νανούρισμα Ι» του Ναζίμ Χικμέτ (μτφ: Γιάννης Ρίτσος), «Το βουνό και το ποτάμι» του Πάμπλο Νερούδα (μτφ: Τάσος Γκρους)

Τραγουδούν: Αργυρώ Καπαρού, Αλέξανδρος Καψοκαβάδης, Τάσος Γκρους

Χορωδία: Λητώ Αθανασοπούλου, Βασούλα Δελλή, Ειρήνη Κωνσταντίνου, Δημήτρης Μαγκλάρας, Άρης Ντεληθέος, Μαργαρίτα Παπαντώνη, Φανή Σκληρού

Ενορχήστρωση: Αλέξανδρος Καψοκαβάδης

Ηχοληψία – Μίξη – Mastering: Άρης Ντεληθέος

Εικονογράφηση - Εικαστικά: Αλεξία Γκρους

Έπαιξαν οι μουσικοί: Αλέξανδρος Καψοκαβάδης: κιθάρες, λαούτο, τζουράς, μπαγλαμάς, μπάσο, Simone Mongelli: κρουστά, Μάριος Παπούλιας: βιολί, Δημήτρης Κουφαλάκος: φαγκότο – φυσαρμόνικα, Βασίλης Καραγιάννης: κλαρινέτο, Αλέξανδρος Χαραλάμπους: τσέλο, Χρυσή Τζάβλα: βιολί, Στέφανος Χατζηαναγνώστου: φλάουτο

Επικοινωνία: ArtsPR

Ακούστε τα τραγούδια εδώ: youtube.com/watch?v=5r_4wxpKNIM&list=PLaEYLTf74pqXF33_gqk7SXdrtfknCxdZ0

 

 Μετρονόμος Περιοδικό & Εκδόσεις

Ζωοδόχου Πηγής 8-10 & Σόλωνος, Αθήνα, Τηλ.: 210 3807206