Ιστορίες από την Αθήνα που φεύγει
Αντώνιος Ρουσοχατζάκης
εκδόσεις ΑΩ
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Πού πάει η Αθήνα όταν φεύγει; • Fractal (fractalart.gr)
Πού πάει η Αθήνα
όταν φεύγει;
Όσο και να γυαλίζεις την κορνίζα, η σέπια είναι σαράκι
που τρώει το χαρτί. Όσες κρέμες και αν απλώσεις, το πρόσωπο ζαρώνει. Οι ρυτίδες
είναι σύννεφο με λεπίδες που σκάβουν το δέρμα βαθιά, αργά και μυστικά. Όλα
παλιώνουν και ο χρόνος με τη σκόνη, με τον ήλιο και τη βροχή σβήνουν τη
φρεσκάδα από το πρόσωπο και ροκανίζουν τη ζωή. («Φωτογραφία κομοδίνου», Κολωνάκι/Ακαδημίας/Σόλωνος, Απρίλιος 1974, σ.
59).
Όπως τα πρόσωπα και τα
σώματα αποκτούν την «πατίνα» του χρόνου, παλιώνουν και γερνάνε, έτσι και οι
τόποι που αγαπήσαμε χάνουν τη φρεσκάδα τους, την εικόνα τους, όπως τη
θυμόμαστε, όπως μέσα της γράψαμε τη ζωή μας. Ο Ρουσοχατζάκης, μέσα σε οκτώ
μικρές ιστορίες, και μόλις 50 σελίδες γραφής, σαν σε φωτογραφίες εποχής, αιχμαλώτισε
εικόνες της πόλης, που, λίγο να αφεθούμε, μοιάζει κι εμείς να αποτελούμε
κομμάτι τους.
Ξεκινώντας από τον Νέο Κόσμο του σύγχρονου 2023, και βαδίζοντας ανάποδα, θα πάει στην Πανόρμου του 2020, στο Κουκάκι του 2015, στην Ομόνοια του 2004, στο Μοναστηράκι του 1998, στο Πεδίον του Άρεως του 1988, στη διαδρομή Καισαριανή-Παγκράτι του 1984, για να καταλήξει στο ευρύ τετράγωνο Κολωνάκι-Ακαδημίας-Σόλωνος του μακρινού πλέον 1974. Στις ιστορίες του, καλύπτοντας ένα χρονικό διάστημα πενήντα χρόνων, δίπλα στα πρόσωπα, σαν κρυμμένος πρωταγωνιστής ο τόπος, να περικλείει τη λιγοστή δράση του κάθε μικρο-διηγήματος, να τονίζει τις λεπτομέρειες, να κρατάει μέσα του τις λέξεις και τις φράσεις που ακούγονται, εύκαιρες σε μια αναπαραγωγή, βοηθούμενες από τη μνήμη. Η μνήμη που, όπως η αναδρομή των χρονικών στιγμών από το σήμερα στο χθες, κι αυτή βαδίζει ανάποδα, καταργώντας τη χρονική ακολουθία, εμμένοντας στο σήμερα, και μόνο όταν ένα ερέθισμα σταθεί ικανό να ανατρέψει τη χρονική σειρά, τότε «θυμάται». Σαν τα ανεξίτηλα μελάνια μιας αυτόματης φωτογραφίας: […] Αυτός ο Έρωτας. Εκείνη η στιγμή. Σε ένα εφήμερο πορτρέτο ξεγνοιασιάς ακόμα στεγνώνει σιγά σιγά, στο πρώτο αεράκι κάθε Άνοιξης, με τα ανεξίτηλα μελάνια εκτύπωσης να αποτυπώνουν τη χαρά. («PHOTOMATON», Μοναστηράκι, Μάιος 1998, σ. 44).
Στο οπισθόφυλλο η ερώτηση:
«Ιστορίες από την Αθήνα που φεύγει. Και πού πάει δηλαδή;» Δεν είναι ρητορικό το
ερώτημα, έχει απάντηση. Οτιδήποτε φεύγει, μένει εδώ, αρκεί να έχεις τον τρόπο
να το ανακαλέσεις, όπως, για παράδειγμα, με τη γραφή, που κι αυτή επιμένει να
λειτουργεί ανάποδα στον χρόνο – κινητήρια συγγραφική δύναμη συχνά, πολύ συχνά, η
μνήμη. Και τότε, όλα μένουν εδώ.
Α, ναι, και η κρυμμένη
ποιητικότητα (αλήθεια, πόσο συχνά αναδύεται ποίηση μέσα από ένα πεζό, είτε το
παραδέχεται ο συγγραφέας του είτε όχι;), να διαφαίνεται πίσω από την
επιφανειακή πεζότητα ενός σκηνικού, μέσα σε έναν απλό διάλογο ή σε μια αφήγηση,
με τον ρυθμό της να καταργεί τον πεζό χαρακτήρα: […] Εδώ ήταν η καμπίνα. Εδώ ακριβώς που πατώ αυτήν τη στιγμή. Άλλαξαν τα
πεζοδρόμια, άλλαξαν οι δρόμοι, άλλαξε η Γη, κάποιοι καταθέτουν στεφάνι πάλι στο
Πολυτεχνείο σήμερα, κι εγώ εδώ με τον Δημόκριτο και τον Περικλή κομπάρσους πίσω
μου, παλιά φαντάσματα κι αυτοί, αλό-αλό-και-τρισαλό, μ’ ακούς παλιέ μου Έρωτα;
Σου στέλνω την αγάπη μου και τα φιλιά μου όπου κι αν βρίσκεσαι.
(«Υπεραστικό», Πεδίον του Άρεως, 1988, σ. 48).
Βλέπω στο εξώφυλλο του
Αντώνη Γλυκού τη γάτα που βαδίζει προς τα δεξιά, μοιάζει το μισό της σώμα να
ξεπερνά το χαρτόνι (στον ευφυώς σχεδιασμένο σελιδοδείκτη θα δούμε το υπόλοιπο
μισό σώμα της) και περιμένω να τη δω μέσα στις ιστορίες του βιβλίου. Πράγματι,
θα τη δείτε, κι ας μην κατονομάζεται ρητά σε καμιά ιστορία, να αποτελεί μέρος
ενός διαχρονικού σκηνικού: η Αθήνα, όπως και οι γάτες της, τότε και τώρα και
πάντα. Τέτοιες λεπτομέρειες ανακαλύπτεις, καθώς διαβάζεις, και ίσως αυτή να
είναι και η μεγαλύτερη αξία του βιβλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου