Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024

Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους Μιχάλης Αλμπάτης Εκδόσεις Νήσος [παρουσίαση: Παναγιώτης Χαλούλος]

 

 

Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους

Μιχάλης Αλμπάτης

Εκδόσεις Νήσος

 

[παρουσίαση: Παναγιώτης Χαλούλος]


 

 Ένα βιβλίο, που θα μπορούσε κάλλιστα να τροφοδοτήσει με τις ευρηματικές ιστορίες που περιγράφει σενάριο μιας κινηματογραφικής ταινίας με σκηνές διασκεδαστικές, αλλά και με προβληματισμό για τις σχέσεις των ανθρώπων, τις υποκριτικές, με τις κακίες και τις δολοπλοκίες τους, τις κρυφές επιθυμίες, τα ανέκφραστα και ανολοκλήρωτα όνειρα, τις σκέψεις, τα μυστικά, που, όπως λέγεται, συχνά «τα παίρνουν στον τάφο» οι άνθρωποι!...

  Αν μπορούσαμε να …ακούσουμε τι σκέφτεται ένας άνθρωπος, αφού πεθάνει, το πνεύμα του δηλαδή, αν υποθέσουμε ότι αυτό δεν απόλλυται με το θάνατο του σώματος, πόσα μη αναμενόμενα για πολλούς από τους οικείους και τους φίλους του θα μαθαίναμε! Αν οι νεκροί σκέφτονταν και «μιλούσαν», πόσα θα μπορούσαν να συμβούν! Πόσοι θα δυσαρεστούνταν και πόσοι θα αισθάνονταν δικαίωση για όσα πίστευαν για τον εκλιπόντα! Αφού, απαλλαγμένοι πλέον από την άμεση σχέση και επικοινωνία με τους ζωντανούς οι νεκροί, δεν θα είχαν κανένα ενδοιασμό να αποκαλύψουν την αλήθεια τους, όλα όσα φοβούνταν να πουν ενώ ζούσαν, στα πλαίσια της κοινωνικής υποκρισίας ή από φόβο, υστεροβουλία και σκοπιμότητα. Και πόσο κάποιες φορές θα διασκέδαζαν οι πεθαμένοι διαπιστώνοντας τις διάφορες αντιδράσεις των οικείων τους, αν ήταν δυνατό να ακούσουν εκείνοι τις αλήθειες που κρύβονταν μια ζωή, ενώ άλλες φορές θα λυτρωνόταν το πνεύμα τους από το βάρος που έφεραν στη ζωή κρύβοντας πολλά από αγαπημένα τους πρόσωπα, αν έτσι αποκαλύπτονταν από τους ίδιους, ως εξομολόγηση, έστω μετά το θάνατο!...

    Ο Μιχάλης Αλμπάτης επινόησε τον ήρωα του βιβλίου, ένα νεαρό αγόρι στην Κρήτη, που ανακαλύπτει σε μια κηδεία πως έχει το «χάρισμα» να ακούει τη φωνή, τη σκέψη των νεκρών, χάρισμα, που κάποιες φορές σκέφτεται πως μπορεί να είναι «κατάρα» για τον ίδιο. Ένας θείος του σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί την ιδιότητα του νεαρού και τον κάνει «διερμηνέα των πεθαμένων» περιοδεύοντας στα χωριά, παραβρισκόμενοι σε νεκροτομεία, και προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σε συγγενείς, αλλά και, όταν χρειαστεί, στις αστυνομικές αρχές, στην ιατρική επιστήμη προς έρευνα και μελέτη του φαινομένου, υπό την εποπτεία και των εκκλησιαστικών αρχών, προς επιβεβαίωση της θρησκευτικής πίστης περί αθανασίας της ψυχής!...

   Θα μπορούσαν να αποτελούν μια επιστημονική θεωρία όσα συμπεραίνει ή υποθέτει ο αρχίατρος, επικεφαλής μιας επιστημονικής επιτροπής που μελετά τη διαδικασία «διερμηνείας» της σκέψης των νεκρών στο νεκροτομείο του παλαιού Δημοτικού Πανάνειου Νοσοκομείου του Ηρακλείου – η ιστορία τοποθετείται στο 1950 – από το νεαρό Φανούρη, με την παρουσία, πάντα βεβαίως, του θείου του, δημοσιογράφων, αλλά και ενός ιερωμένου ως εκπροσώπου της Αρχιεπισκοπής. Μια θεωρία ενδιαφέρουσα, που δεν αποδέχεται την εκκλησιαστική άποψη περί αθανασίας της ψυχής, αλλά δέχεται την ύπαρξη αυτού που αποκαλούμε ψυχή, «όχι όμως σαν μια αθάνατη έξωθεν ουσία, αλλά σαν παράγωγο του ίδιου του σώματος, σαν κύημά του».

   Αντιγράφουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη συζήτηση στην επιτροπή και την …«επιστημονική» θεωρία:

     « ̶ Ένα είναι το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα! παρενέβη αποφασιστικά ο ιερομόναχος. Η ψυχή υπάρχει! Ο άνθρωπος δεν είναι μονάχα το σώμα του, όπως η επιστήμη πασχίζει τους τελευταίους αιώνες να αποδείξει! Ιδού! Είναι νεκροί κι όμως ακόμα μιλάνε, υπάρχουνε ακόμα!

̶  Δεν έχετε άδικο, αγαπητέ, απάντησε ο αρχίατρος χαμογελώντας με συγκατάβαση, αλλά ούτε ολοκληρωτικά δίκιο. Απ’ ό,τι αποδεικνύεται, είμαστε κάτι περισσότερο από το σώμα μας, αλλά όχι κάτι πέρα από αυτό. Όπως κι αν ονοματίσουμε αυτό που απομένει του θανάτου, παρατηρούμε ότι παραμένει προσδεμένο στο κορμί που το εκκόλαψε κι ότι είναι καταδικασμένο να εξασθενεί και να αποσυντίθεται προοδευτικά μαζί του, διαδικασία που η ψύξη της σάρκας δεν μπορεί να ανακόψει. Μακάρι να βρίσκαμε έναν τρόπο να διατηρήσουμε αναλλοίωτο αυτό που θα αποκαλούσαμε ψυχή, γιατί – ναι! – πρέπει να παραδεχτούμε πως υπάρχει, όχι όμως σαν μια αθάνατη έξωθεν ουσία, αλλά σαν παράγωγο του ίδιου του σώματος, σαν κύημά του. Αν παρομοιάζαμε το ανθρώπινο έμβρυο με έναν σπόρο και το ενήλικο άτομο μ’ ένα πλήρως αναπτυγμένο φυτό, θα λέγαμε ότι η ψυχή είναι το άρωμα που αναδίδουν τα άνθη του. Ακόμα κι αν το λουλούδι κοπεί, το άρωμά του θα εξακολουθεί για κάποιο διάστημα να διαχέεται στον αέρα, αλλά θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι το άρωμα προϋπήρχε του φυτού ή ότι είναι δυνατόν να συνεχίσει να υπάρχει εις το διηνεκές μετά τον μαρασμό του υλικού κέντρου εκπήγασής του.

  »Για να χρησιμοποιήσω μιαν άλλη παρομοίωση, θα έλεγα πως η ψυχική μας δραστηριότητα, παραγόμενη προφανώς από τη λειτουργία του νου, προσιδιάζει σε μια αδιάκοπη εκπομπή εγκεφαλικών κυμάτων, τα οποία δεν είμαστε σε θέση ακόμα, δυστυχώς, να συλλάβουμε και να αναλύσουμε. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι ψυχικοί αυτοί παλμοί συμπεριφέρονται όπως και κάθε άλλο παλμικό κύμα, διαχέονται δηλαδή προς όλες τις κατευθύνσεις με τη μορφή πολλών, ολοένα διευρυνόμενων κύκλων. Μπορούμε να φανταστούμε τον θάνατο σαν τη στιγμή εκείνη όπου ρίπτεται στο ακουάριο(*) του Νου το τελευταίο βότσαλο αυτοσυνειδήσεως, προξενώντας τις στερνές, κυκλοειδείς ρυτιδώσεις, τις ύστατες εκπομπές ψυχικού ρευστού, που με τη μορφή διευρυνόμενων δακτυλίων εξαπλώνονται ολοένα, μέχρι την οριστική τους διάλυση.

    »Τούτο πιστεύω, κύριοι, ότι συμβαίνει, ένα καθ’ όλα φυσικό φαινόμενο, το οποίο ως τώρα δεν είχε υποπέσει στην αντίληψή μας και που κάποια στιγμή η εξέλιξη της επιστήμης θα μας επιτρέψει να μελετήσουμε διεξοδικά και να εντρυφήσουμε στους νόμους που το διέπουν…»

  Η φαντασία του συγγραφέα μάς προσφέρει ιστορίες διασκεδαστικές, πικάντικες κάποτε, συναρπαστικές και απροσδόκητες, με μόνο μειονέκτημα, κατά την άποψή μας το μακροσκελές κάποιων ιστοριών-αφηγήσεων των νεκρών, που καλό θα ήταν να είχαν κάποια συμπύκνωση λόγου.

   Σε συνέντευξή του στη lifo ο Μιχάλης Αλμπάτης στην ερώτηση “— Από πού ξεκίνησε η ιδέα για το «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους»;” απαντά:

  “…χρειαζόμουν κάτι άλλο, μια ιδέα καινούρια, ξεχωριστή, κι αυτή με βρήκε αναπάντεχα στην κηδεία ενός συγγενή μου. Κατά τη διάρκεια της αγρύπνιας, ένας φίλος του, που συνήθιζαν να τα πίνουν παρέα, νιώθοντας ενοχές που εμείς απολαμβάναμε το κονιάκ μας ενώ κανείς δεν σκέφτηκε να δώσει λίγο στον μακαρίτη, του έσταξε μερικές σταγόνες στα χείλη και του παραπονέθηκε για το φευγιό του, γιατί οι ζωντανοί αισθανόμαστε πάντα εγκαταλειμμένοι μπροστά στον θάνατο.

Αναρωτήθηκα τότε τι θα σκεφτόταν ο θείος μου αν μπορούσε να ακούσει τα παράπονα του φίλου του, τι θα σκεφτόταν και τι θα μας έλεγε αν μπορούσε να μιλήσει, και η ιδέα του βιβλίου ξεπήδησε με μιας· ένα νεαρό αγόρι που μπορεί να αφουγκραστεί τις σκέψεις των νεκρών! Ήξερα πως θα είναι μυθιστόρημα ενηλικίωσης και περιπλάνησης, αλλά ταυτόχρονα, μέσα απ’ τις διηγήσεις των νεκρών, ιστορίες μέσα στην ιστορία, θα μπορούσε να είναι πολλά περισσότερα…”

Με μια τέτοια ιστορία αρχίζει το βιβλίο, με το θάνατο του θείου του Φανούρη, του Κρασογιώργη:

“…Όταν έφτασε ο Φανούρης, η αυλή ήταν ήδη γεμάτη κόσμο. Είχαν κουβαλήσει καρέκλες απ’ όλη τη γειτονιά, που τις είχαν τοποθετήσει περιμετρικά του αυλόγυρου, κι ο κόσμος, αφού έμπαινε να προσκυνήσει τον νεκρό και να δώσει τα συλλυπητήριά του, καθόταν εκεί για να κουτσομπολέψει ψιθυριστά, αργορουφώντας τους καφέδες κι αδειάζοντας τα ποτηράκια με το κονιάκ που η αδερφή του, η Φιλιώ, και άλλες συγγενοπούλες σερ­βίρανε αδιάκοπα, πηγαινοερχόμενες αεικίνητα ανάμεσα στο πλήθος…

Όλες αυτές οι εκφράσεις τρυφερότητας προς τον νεκρό ξάφνιασαν τον Φανούρη, που είχε συνηθίσει να ακούει τα ίδια χείλη να κατηγορούν αδιάκοπα τον μακαρίτη σαν μέθυσο, ανεπρόκοπο, γρουσούζη και ακαμάτη, και σκέφτηκε πως αυτή η μεταστροφή εξη­γούσε τη συνήθεια να αποκαλούνται οι νεκροί «συγχωρεμένοι», πως ο θάνατος έκανε να φαίνεται ασή­μαντο κάθε ελάττωμα και κάθε πρότερο αμάρτημά τους, απαλλάσσοντάς τους από κάθε μομφή και κάθε κατηγορία. Με τις σκέψεις αυτές, ζύγωσε πάνω απ’ το φέρετρο…

Τότε το άκουσε. Ήταν η φωνή του θείου του, με τη συνηθισμένη της χροιά, όμως σε έναν τόνο πολύ πιο χαμηλό κι από αυτόν του πιο αιθέριου ψιθύρου, χωρίς να χάνει ωστόσο σε διαύγεια ή σε σφρίγος, θυμίζοντας το απαλό βουητό που αφήνει ο άνεμος καθώς περνάει μέσα απ’ τα χωράφια με τα στάχυα.

— Καλώς το Φανουράκι μου! Ήρθες; Πώς και σ’ άφησε ο τσιγκούναρος ο Σπαγούλιος να φύγεις; Αυτός δεν ήρθε, ε; Εμ βέβαια! Σιγά μην κλείσει το μαγαζί του να ’ρθει να ανάψει μια λαμπάδα στον συγγενή του! Φοβάται μη χάσει καμιά δεκάρα ο σπαγγοραμμένος!

Ο Φανούρης, που δεν είχε προλάβει ακόμα να προσκυνήσει το εικόνισμα, έστρεψε τα γουρλωμένα από έκπληξη μάτια του προς το πρόσωπο του νε­κρού, πιστεύοντας πως είχε γίνει κάποιο θαύμα και πως ο θείος του είχε αναστηθεί, όμως όχι, τα χείλη του παρέμεναν σφαλιστά, έχοντας την μπλαβιά από­χρωση του σκοτωμένου αίματος.

— Αχ! Τι με κοιτάς, ανίψο μου, λες και μπορείς ν’ ακούσεις όσα λέω. Μακάρι να μπόραγες! Εσύ πάντα με νοιαζόσουνα και με καταλάβαινες κι όλο και κάνα ποτηράκι κρασί μου ’φερνες κρυφά απ’ τη γιαγιά σου. Αχ! Μακάρι να μ’ άκουγες και να μου ’δίνες κι εμένα λίγο κονιακάκι, που το ζήλεψα. Τόση ώρα πίνουνε οι κερατάδες και λένε «Μακαρία του», μα δεν εβρέθηκε ένας τους να στάξει λιγουλάκι απά στα χείλια μου, απού έχουνε πετρώσει!

Ο Φανούρης, σίγουρος πια πως ο θείος του ήτανε ζωντανός, μόνο που δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα του εμποδισμένος απ’ το μαντίλι, στράφηκε απότομα προς τα πίσω, άρπαξε ένα ποτηράκι με κονιάκ από τον δίσκο που η αδερφή του μετέφερε και ξαναγυρίζοντας πάνω από το φέρετρο έσταξε αργά αργά το περιεχό­μενό του πάνω στα παχιά, σφιγμένα χείλη, που όμως διόλου δεν σαλέψανε για να το υποδεχτούν, παρά το άφησαν να κυλήσει σε δυο λεπτές γραμμές πάνω στον ζαρωμένο λαιμό κι από κει να μουσκέψει τον γιακά του άσπρου πουκαμίσου. Μέσα στην αίθουσα επικράτησε ξαφνικά μια απόλυτη σιωπή, με κάθε κίνηση να μένει μετέωρη και με ολωνών τα βλέμματα συγκεντρωμένα επάνω του, ξαφνιασμένα από την παράδοξη σπονδή, που την ερμήνευσαν σαν έναν συμβολικό αποχαιρετι­σμό προς τον αγαπημένο του θείο.

Εκείνη τη στιγμή η αέρινη φωνή ακούστηκε ξανά:

— Αχχχ! Να’χεις την ευχή μου! Δεν μπορώ, βέβαια, να το καταπιώ, μα μου γλύκανε τα χείλη. Μα πώς μπορείς και με ακούς; Είσαι κι εσύ σαν τον παππού σου τον Φανούρη, ε; Κι αυτός λένε πως εμίλαγε με τους αποθαμένους…”

 

Πάλι από τη συνέντευξή του συγγραφέα στη lifo:

   “— Γιατί τοποθετείς το βιβλίο σε παλιότερη δεκαετία, του ’50, και όχι στη σημερινή εποχή;”

“Το «τώρα» του βιβλίου είναι οι αρχές της δεκαετίας του 1950, αλλά με τις διηγήσεις-αναμνήσεις των νεκρών ταξιδεύουμε ακόμα πιο πίσω. Ήταν εποχές που ο κόσμος δεν είχε ακόμα ολότελα απομαγευτεί, όπου, κυρίως στην επαρχία, πίστευαν ακόμα στα ξόρκια, στις μαγικές τελετές, στις νεράιδες και τα φαντάσματα. Ήταν ένας κόσμος όπου ο Φανούρης, με το αλλόκοτο χάρισμά του, μπορούσε, παρ’ όλες τις αρχικές επιφυλάξεις, να γίνει πιστευτός και σεβαστός. Αν εμφανιζόταν στην εποχή μας ένα παιδί που υποστήριζε ότι μπορεί να μιλήσει με τους νεκρούς, είναι σίγουρο ότι θα κατέληγε στο ψυχιατρείο…”

 

Ο Μιχάλης Αλμπάτης γεννήθηκε στο Ζαρό Κρήτης, στους πρόποδες του Ψειλορείτη, ζει στο Ηράκλειο.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «νήσος», Αθήνα 2022


(*) ακουάριο = ενυδρείο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου