Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης Ιστορικό μυθιστόρημα Ισμήνη Καπάνταη εκδόσεις Ίκαρος η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης

Ιστορικό μυθιστόρημα

Ισμήνη Καπάνταη

εκδόσεις Ίκαρος

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης, της Ισμήνης Καπάνταη (bookpress.gr)

Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης, της Ισμήνης Καπάνταη (bookpress.gr)

 


αυτόχθονες και ξενόφερτοι στη μετεπαναστατική Ελλάδα

 

Πολύπαθο το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος στα ελληνικά γράμματα, ακροβατεί συχνά ανάμεσα σε μία ειλικρινή (στην καλύτερη περίπτωση) διάθεση διερεύνησης του παρελθόντος με τη χρήση αρχειακών πηγών και σε μια ισχυρότερη συχνά επιθυμία εκμετάλλευσης του ιστορικού πλαισίου, προκειμένου προς τέρψη του αναγνωστικού κοινού να γραφεί μια ιστορία, συχνά ερωτική, που θα μπορούσε κάλλιστα να αφορά τη σημερινή πραγματικότητα – μόνο που τότε θα ανήκε σε ένα πιο ευτελές είδος μυθοπλασίας. Θα ήταν δυνατόν, βέβαια, κάποιος να αντιτείνει πως ένα μυθιστόρημα δεν θα μπορούσε να σταθεί ως τέτοιο, αν μόνο στηριζόταν σε ντοκουμέντα και ιστορικά στοιχεία χωρίς την ευφάνταστη συγγραφική επινόηση. Σωστό αυτό. Ας πούμε, λοιπόν, ότι άξια μνείας είναι εκείνα τα μυθιστορήματα του είδους, στα οποία η πλάστιγγα γέρνει προς τη σοβαρότητα, τη δημιουργική επινοητικότητα και τον σεβασμό προς την ιστορική αλήθεια. Ίσως ακόμη περισσότερο σε όσα αποσκοπούν να προτείνουν ένα νέο τρόπο θέασης του παρελθόντος, με άλλα λόγια να συνεισφέρουν στην επί το θετικότερο συνειδητοποίηση της συλλογικής ταυτότητας, χωρίς θεαματικές υπερβολές και «εθνικά» ψεύδη.

Η Ισμήνη Καπάνταη με μακρά πορεία στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος και  έχοντας αναμετρηθεί πολλές φορές με αμφιλεγόμενες εποχές της ελληνικής ιστορικής συνέχειας (ξεκινώντας από το 1989 με το «Επτά φορές το δαχτυλίδι»), έρχεται με το νέο της μυθιστόρημα να ερευνήσει μυθοπλαστικά την εποχή που το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη Καποδίστρια,  αναζητά τη φυσιογνωμία του, με πολλές παγίδες να εμποδίζουν μια ομαλή πορεία. Εγκλωβισμένοι οι πολίτες ενός ελεύθερου πλέον κράτους στις προσωπικές και ταξικές τους διενέξεις, αυτές που καθόρισαν εν πολλοίς και την πορεία της Επανάστασης, δεν είναι σε θέση να συμπορευτούν με τον ευρωπαϊκό χώρο, στον οποίο ωστόσο θα ήθελαν να ενσωματωθούν. Εστιάζει σε δύο ομάδες Ελλήνων, αυτούς που παραμένοντας όλη τους τη ζωή στον ελληνικό χώρο θέλουν τώρα να συνεχίσουν τη μακρά πείρα τους στα κοτζαμπασιλίκια και τα αρματολίκια, και σε όσους καταφθάνουν από τα ευρωπαϊκά τους «καταφύγια», με σπουδές, χρήματα και με μια διαφορετική αντίληψη για τον τρόπο που κυβερνιέται ο τόπος. Δεν είναι καθόλου εύκολο να διακρίνει κανείς σε ποια μερίδα βρίσκεται η απόλυτη αξία. Η κάθε μία μερίδα επιθυμεί να νεμηθεί την εξουσία αντιμετωπίζοντας αφενός τη χώρα ως πεδίο αντιπαράθεσης με κρυμμένα προσωπικά και ταξικά συμφέροντα, και αφετέρου τους άλλους ως εχθρούς.



Στο moto του 23ου κεφαλαίου η συγγραφέας θυμάται από το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη μια διαχρονική για τη μοίρα του ελληνισμού αλήθεια: Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη. Θα μπορούσε αυτό να συνοψίζει όλο το νόημα του βιβλίου, στοχεύοντας στη «διαπαιδαγώγηση», δηλαδή στην τρόπον τινά καθοδήγηση του αναγνώστη προς μια δύσκολα αποδεκτή αλήθεια. Επιλέχτηκε  ωστόσο, ως προμετωπίδα, ένα απόσπασμα από το εμβληματικό κείμενο «Ανωνύμου του Έλληνος Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί ελευθερίας» έργο που εκδόθηκε το 1806 στην Ιταλία, από το οποίο και ο τίτλος όλου του βιβλίου: Ω θανατηφόρος έλλειψις της πατρίδος! Πόσους και πόσους διαυθεντευτάς της και υπερασπιστάς της η ασωτεία και κακοήθεια των αλλογενών της κλέπτει. Πόσων ποτίζει το βρωμερόν ύδωρ της λήθης! Αλλοίμονον, αλλοίμονον, ω Έλληνές μου ακριβοί, αν οι ξενιτευμένοι δεν αλλάξουν γνώμην και δεν ενθυμηθούν ότι, όπου είναι η πατρίς, εκεί και η ευτυχία. Προφητικά τα λόγια του εκλεκτού Ανωνύμου ως προς μια μερίδα της ευθύνης για τις αιτίες της κακοδαιμονίας μας (πιθανόν ως σήμερα)· φυσικά θα πρέπει να μην πέσει στη λήθη και η ευθύνη όσων παραμένοντες στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο φρόντισαν να συνδέσουν την τύχη του ελληνικού γένους με τα στενά τους συμφέροντα εγκαθιδρύοντας την παντοδύναμη οικογενειοκρατία. Η ιστορία, αδέκαστη συχνά, κρίνει. Εδώ η λογοτεχνία –ας μην ξεχνάμε ότι περί μυθοπλασίας πρόκειται– θα κατανείμει τις ευθύνες, στον βαθμό που η συγγραφέας (και όχι ιστορικός) μελετά τις πηγές (κάποιες αρχειακές και άλλες από τη βιβλιογραφία), οι οποίες παρατίθενται στον πρόλογο του βιβλίου, και καταθέτει προς ανάγνωση ένα ιστορικό μυθιστόρημα στον γνώριμο τρόπο της γραφής της (καλή γνώση της γλώσσας, ευρεία χρήση του διαλόγου, αφηγηματικές ικανότητες) ικανό να προσελκύσει ένα ευρύ κοινό. Ενσωματώνοντας στη μυθοπλασία της και τα ιστορικά πρόσωπα, περισσότερο ως απόηχο και αποτύπωμα πάνω στους επινοημένους ήρωές της, και όχι ως φυσική παρουσία, δίνει την εικόνα της μετεπαναστατικής εποχής, μέσω του επιμέρους πλαισίου που επιλέγει, των δύο διαφορετικών οικογενειών (των «αυτοχθόνων» Καμπάσηδων και των «ξενόφερτων» Κουμάντηδων) ως προς τον τρόπο που εννοούν τη διακυβέρνηση της χώρας. Όσο κι αν μπορεί να θεωρηθεί αποσπασματική η θεώρηση της εποχής που αναλαμβάνει να εξετάσει, τα γνώριμα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τέχνης της Καπάνταη υπερτερούν στη συνολική εκτίμηση.

Δύο αποσπάσματα από το βιβλίο:

Το τριώροφο αρχοντικό των Καμπασαίων ξεχώριζε τεράστιο στην πεδιάδα. Ήτανε, βλέπεις, μακριά από τις αρχαίες κολόνες που υψώνονταν κοντά στη μαρμαρένια Πύλη του Αδριανού, πανύψηλες, θεϊκές, έξω από τα ανθρώπινα μέτρα κι εκμηδένιζαν ό,τι ήταν κοντά τους. […] Όχι πως δεν θα φάνταζε μεγάλο και μέσα στην πόλη, εδώ όμως, στην απλωσιά όπου αριά και πού διέκρινες καλύβια και στάνες, και μικρά μαντρωμένα περιβόλια με τα λιγοστά τους λαχανικά κάτω από τις ελιές, τις συκιές και τις λεμονιές, με τα ασπρισμένα από τη σκόνη που τα  σκέπαζε όλα, λόγω της ανομβρίας, φύλλα τους, φάνταζε σωστό παλάτι. (σ.15,16)

 

« […] Οι Κουμάντηδες ξιπασμένοι;… » κι άρχισε ύστερα, ξανά-μανά, τα χιλιοειπωμένα, που τα έλεγαν και τα ξαναέλεγαν όλοι οι δικοί τους, το τσούρμο τους δηλαδή, που μαζεύτηκε γύρω τους σιγά-σιγά και που αυγάταινε μέρα με τη μέρα, όταν σιγουρεύτηκαν πως οι ξενόφερτοι (οι πλούσιοι ξενόφερτοι) ήρθανε και θα μείνουν. Πόσο σπουδαίοι είναι, έλεγε, και πόσο χρεωμένοι πρέπει να αισθάνονται όλοι  απέναντί τους επειδή αυτοί, από αγάπη για τον τόπο τους, και μόνο από αγάπη, αφήσανε τη βολή τους στην ξενιτιά, και φέρανε τα πλούτη τους εδώ για να βοηθήσουνε, λέει, τους αναγκεμένους… Έτσι της είπε. (σ.27)

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου