Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Αδέσποτοι δρόμοι μικρές ιστορίες Χριστίνα Φούσκα ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal


Αδέσποτοι δρόμοι

μικρές ιστορίες

Χριστίνα Φούσκα

ΑΩ εκδόσεις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal 





αδέσποτες παρουσίες

Ξαφνικά με πιάνει μια απεριόριστη συμπόνια για τους ανθρώπους και ξεχνώ εντελώς πόσο μπάσταρδοι μπορούν να γίνουν. Δεν ξέρω ποιος διάβολος με κατατρέχει κι εκεί που πάω να ορθοποδήσω με πιάνει από το πόδι και με φέρνει δέκα σβούρες. Έρχεται και βάζει μέσα στο κεφάλι μου αυτές τις ιδέες περί άγνοιας κι άλλων παρόμοιων δαιμονίων τη στιγμή που όλος ο κόσμος τουμπάρει με ξεφούσκωτα λάστιχα κτυπώντας το κεφάλι  του καταγής. Ποιος είναι αυτός που κάνει πως δεν ξέρει; ποιος μπορεί ποτέ να βρει την ησυχία του μέσα ή έξω από έναν τουμπαρισμένο κόσμο; (Άγνοια, σελ. 23)

Οι τριάντα τέσσερις μικρές ιστορίες της Χριστίνας Φούσκα αφορούν ακριβώς έναν τουμπαρισμένο κόσμο, που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του, να ορθοποδήσει, τη στιγμή που όλα αντιστρατεύονται την ισορροπία του. Πρόκειται για όλους αυτούς που ζουν (ή αγωνίζονται να επιβιώσουν) στο περιθώριο της άλλης ζωής, αυτής που κινείται με τον δικό της ρυθμό, χωρίς εμφανείς στερήσεις, χωρίς απειλές για την απρόσκοπτη βολική μακροημέρευσή της. Η πόλη μέσα στην οποία ζούμε καταπίνει τις διαφορετικές ταχύτητες, κλείνει τα μάτια μπροστά στα ζοφερά σκηνικά του δρόμου, γιατί χαλούν την αισθητική της, αδιαφορεί για τη ζωή που φθίνει μπροστά στην αδιαφορία ή ακόμη και την εχθρότητα. Κι όμως αρκεί ένας οξύνους παρατηρητής, που θα μπορεί να βλέπει πίσω από τις κρυμμένες γωνίες, πίσω από τα μισόκλειστα παράθυρα, μέσα στα σκουπίδια που κατακλύζουν τους δρόμους, αρκεί αυτός για να έρθουν στην επιφάνεια όλα όσα κρύβονται στη σκιά γιατί κάποιοι φοβούνται την κατάφωρη αλήθεια τους. Το εύρημα του βιβλίου έγκειται ακριβώς σ’ αυτόν τον παρατηρητή/δρομέα που, σαν σκύλος που είναι, ενσαρκώνει όλη την καταπίεση, την καταδίωξη, την ανέχεια και την ταπείνωση όσων βρίσκονται στην ίδια θέση μ’ αυτόν – και φυσικά εδώ δεν εννοούνται μόνον οι αδέσποτοι σκύλοι.

Σκέφτομαι πως κι ο κόσμος τον τελευταίο καιρό δεν έχει ιδέα προς τα πού να την κάνει. Κρύβεται σαν καβούρι στην άμμο μ’ εκείνο το σκληρό κέλυφος στον ώμο και περιμένει κανέναν περαστικό σκύλο να του φτιάξει τη μέρα και να παίξει για λίγο μαζί του. (σελ. 105)

Ένας σκύλος, λοιπόν, στη θέση του αφηγητή. Οξύνους και ευαίσθητος, ανοιχτός σε νέες γνωριμίες είτε αναζητώντας κάποιο σωτήριο φίλεμα για την επιβίωσή του είτε μια συντροφιά, παροδική μα ικανή να γεμίσει τη μοναξιά του, έστω και για λίγο. Άλλωστε οι φιλίες του δρόμου δεν ζουν πολύ. Εξανθρωπισμένος σκύλος, αν  εννοούμε με τον όρο αυτό μόνο την ικανότητά του να σκέφτεται με ανθρώπινες λέξεις και έννοιες. Δυστυχώς οποιαδήποτε άλλη ομοιότητα με τον άνθρωπο δεν υπάρχει· ο σκύλος των ιστοριών είναι προικισμένος με καρδιά και ψυχή, αλλά και με τον κοινό νου, που λείπει τόσο από τα «νοήμονα» όντα που συναντά στους δρόμους των περιπλανήσεών του. Νιώθει μέσα του τη ζωή στην πρωταρχική της αξία, ανόθευτη από τον βάρβαρο πολιτισμό στις πόλεις των ανθρώπων.


Η γραφή ρεαλιστική, κατορθώνει να αποδώσει τη σκληρότητα των εικόνων, ταυτόχρονα να προχωρήσει πίσω από το σκηνικό και να καταγράψει τις σκέψεις και τα συναισθήματα, σε πρώτο επίπεδο του αφηγητή/σκύλου αλλά και με έμμεσο τρόπο να δείξει τις συμπεριφορές των ανθρώπων καθώς και τα κίνητρά τους. Όλα κάτω από το πρίσμα του αφηγηματικού υποκειμένου, με τη δική του λογική πρόσληψη των καταστάσεων που βιώνει, με τη δική του ικανότητα να κατανοεί τα προβλήματα των ανθρώπων, να συγχωρεί όταν πρέπει, να θυμώνει και να απορεί απέναντι στην παράλογη βία. Ένας σχολιαστής με κοφτερή κρίση και γλώσσα που δεν χαρίζεται σε κανέναν.

Σκέφτομαι πως, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της κρίσης, είδαμε εικόνες ανέχειας, εξευτελισμού, βίας και απόγνωσης να μεταφέρονται στη λογοτεχνία (όλων των ειδών) άλλοτε με βαρετή ομοιομορφία και άλλοτε (πιο σπάνια) με ενδιαφέρουσα πρωτοτυπία. Οι Αδέσποτοι δρόμοι δεν αφορούν, βέβαια, μόνο την τωρινή κρίση, καθώς το σκηνικό τους είναι γνώριμο στις πόλεις πολύ πριν, φανερώνοντας μια διαχρονικότητα ζοφερή. Όμως και γι’ αυτήν την κατάσταση έχουν πολλοί άλλοι νωρίτερα μιλήσει. Το ενδιαφέρον εδώ, τουλάχιστον στη δική μου ανάγνωση, εστιάζεται στη στροφή της συγγραφικής ματιάς στον αδέσποτο σκύλο και στην επινόηση να του δοθεί η ικανότητα σκέψης, ώστε να τον ακούσουμε – έστω μέσω της λογοτεχνικής γραφής. Σαν να κατεβήκαμε όλη την κλίμακα της εξαθλίωσης για να συναντήσουμε όχι τον άστεγο της πλατείας ούτε τον τοξικομανή ή τον ζητιάνο, την ταπεινωμένη πόρνη, την κακοποιημένη γυναίκα, τον απελπισμένο που κρεμιέται από το ταβάνι, αλλά τον αδέσποτο σκύλο που κανείς δεν θα τον νοιαστεί, κανείς δεν θα τον συντρέξει, δεν θα συγκινηθεί με τη δική του απόγνωση μέσα στην εγκατάλειψη. Η ανθρώπινη υποκρισία επιλέγει ποιον θα λυπηθεί, για ποιον θα αδιαφορήσει επιδεικτικά. Ένα ράπισμα στην ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου, που μετράει τα πάντα με το ωφελιμιστικό κριτήριο – κάτω από αυτή τη λογική ποια χρησιμότητα να έχει ένας αδέσποτος σκύλος; Μας πέρασε από το μυαλό ότι το κάθε φυσικό ον έχει απλώς το δικαίωμα να ζήσει αξιοπρεπώς (σύμφωνα με τα δεδομένα της ίδιας του της φύσης και όχι με τα δικά μας μέτρα) και ότι αντλεί αυτό το δικαίωμα όχι από τη σχέση του μαζί μας αλλά από το γεγονός και μόνον ότι γεννήθηκε; Προχωρημένη σκέψη, εντελώς έξω από τα ειωθότα που συγκροτούν και υποστηρίζουν τη σεβαστή μας κοινωνία. Ας είναι.

Φθάνοντας σ’ αυτό το τελευταίο σκαλί έδωσε τον λόγο στο πιο αδέσποτο, το πιο άστεγο και εξαθλιωμένο πλάσμα για να μιλήσει για όλους τους πάσχοντες του κόσμου (ανθρώπους και μη) που έχουν το δικαίωμα της φωνής, αυτό το ελάχιστο βήμα που τους δίνει εδώ η λογοτεχνία, να ακουστούν. Ίσως και μόνο γι’ αυτό να άξιζε αυτή η γραφή. Έχει όμως και τη λογοτεχνική της αξία. Γρήγορη εναλλαγή εικόνων, σκέψεις που ακολουθούν ασθμαίνουσες μια διαδρομή μέσα στις πιο σκοτεινές γωνιές, τις πιο υποβαθμισμένες συνοικίες της πόλης – μιας πόλης που δείχνει την άλλη όψη της, την πιο σκληρή. Οι εικόνες μεταμορφώνονται σε λόγο λιτό και εύστοχο, χωρίς περιττά στοιχεία· γι’ αυτό οι ιστορίες είναι μικρές, κάποιες σαν στιγμιότυπα που μόλις προφταίνεις να τα δεις, όπως γρήγορα αλλάζουν οι σκηνές στα κινηματογραφικά πλάνα. Στο εξώφυλλο η φωτογραφία ενός σκύλου που κοιτάζει τον εαυτό του να καθρεφτίζεται. Ίσως η στιγμή που αποκτά συνείδηση της ύπαρξής του, ικανή αφετηρία για να αρχίσει να αφηγείται τις ιστορίες του βιβλίου.

Κατηφορίζω τη γλιστερή άσφαλτο της Φωκίωνος κουτσαίνοντας και προσπαθώντας να σκεφτώ κάτι καλύτερο απ’ αυτήν τη βρωμερή πραγματικότητα. Μια ταράτσα γεμάτη κόκαλα για παράδειγμα ή μια πλατεία γεμάτη θηλυκές σκύλες. Καταλήγω στο συμπέρασμα πως είμαι ένας τρομερά αισιόδοξος τύπος κι άλλες φορές ένα ηλίθιος κλαψιάρης γεμάτος τραγικές αντιφάσεις. (σελ.55)

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου