Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Μέρα Νύχτα [Ταξίδια στο Σκριπτόριο & Άνθρωπος στο σκοτάδι] Paul Auster μετάφραση: Μαρία Ξυλούρη εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr


Μέρα Νύχτα


[Ταξίδια στο Σκριπτόριο & Άνθρωπος στο σκοτάδι]

Paul Auster

μετάφραση: Μαρία Ξυλούρη
 εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr
https://www.vakxikon.gr/auster-review/





Δύο μεταφυσικά μυθιστορήματα του Paul Auster στεγασμένα κάτω από τον ίδιο τίτλο «Μέρα Νύχτα», προορισμένα να διαβαστούν μαζί. Όχι γιατί λειτουργούν αντιστικτικά (όπως παραπλανητικά υποδηλώνει ο κοινός τίτλος) αλλά γιατί απολύτως συμπληρωματικά το ένα στο άλλο οδηγούν σε μια αναγνωστική πρόσληψη. Ο κόσμος της γραφής (αγαπημένο θέμα στα βιβλία του Auster) εδώ αφενός από την πλευρά των μυθοπλαστικών ηρώων και αφετέρου από την οπτική της κριτικής. Ενδιαφέρουσες παράμετροι και οι δύο, αποδεικνύουν ότι το τελικό αποτέλεσμα (το βιβλίο που βλέπει το φως της έκδοσης)  κρύβει πίσω του και δύο διαφορετικές εκδοχές αποδοχής – με τη μία να αφορά τον ρόλο της κριτικής,  γνωστή φυσικά ως ένα βαθμό, και την άλλη να αφορά τις λογοτεχνικές περσόνες, ένας τόπος ανεξερεύνητος, που στο σύμπαν της γραφής του Auster αποκτά απρόσμενες διαστάσεις. 

Στην πρώτη ιστορία («Ταξίδια στο Σκριπτόριο») ο Μπλανκ, ήρωας απολύτως συνεπής με το όνομά του ζει με κενά μνήμης προσπαθώντας να εννοήσει ποιος είναι και πού βρίσκεται νιώθοντας όμως πως είναι έγκλειστος σε ένα  δωμάτιο/κελί που δεν το αναγνωρίζει. Στην πορεία της ιστορίας πρόσωπα τον επισκέπτονται συσκοτίζοντας περισσότερο την κατάσταση άγνοιας. Ο ίδιος διαβάζει ένα χειρόγραφο με την ιστορία ενός άλλου εγκλωβισμένου (ο εγκιβωτισμός της ιστορίας μέσα στην ιστορία είναι από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα του συγγραφέα), από την ανάγνωση του οποίου εξαρτάται η μακροημέρευσή του και η ποιότητα της ζωής του.

Δεν αργούμε να αντιληφθούμε πως όλη η πλοκή χτίζεται με άξονα την ίδια τη γραφή και τους επινοημένους ήρωές της, οι οποίοι (γιατί να το αποκλείσουμε;) αποφασίζουν να εγκαλέσουν τον δημιουργό τους για τα όποια παθήματα αυτός τους αναγκάζει να περάσουν. Δεν νομίζω να υπάρχει συγγραφέας που να μην ένιωσε –έστω και για λίγο– ότι οι ήρωες είναι που τον κατευθύνουν και χαράζουν την πορεία τους, και όχι αυτός που τους δημιουργεί. Οι επινοημένες φιγούρες αποκτούν αληθινή υπόσταση και συχνά αποφασίζουν για την τύχη τους,  άρα και για την πορεία της αφήγησης αιφνιδιάζοντας τον  συγγραφέα που απλώς αφήνεται στη δική τους ικανότητα να διαμορφώσουν όχι μόνο μυθοπλασία αλλά και ζωή προσωπική. Πρόκειται για μια μαγική συνθήκη της λογοτεχνίας, προς την οποία καλό είναι να συμφιλιώνεται ο κάθε συγγραφέας. 

«Χωρίς αυτόν, δεν είμαστε τίποτα, το παράδοξο όμως είναι ότι εμείς, τα αποκυήματα ενός άλλου νου, θα επιζήσουμε του νου που μας έπλασε, διότι άπαξ και μας ρίχνουν στον κόσμο, συνεχίζουμε να υπάρχουμε για πάντα, και οι ιστορίες μας συνεχίζουν να λέγονται, ακόμα και μετά τον θάνατό μας». (σελ.162)

Στον «Άνθρωπο στο σκοτάδι» ο ήρωας, κριτικός, σε ανάρρωση και σε πλήρη αδυναμία να κοιμηθεί, δημιουργεί με το μυαλό του διαστρεβλώσεις της πραγματικής ιστορίας σε ρόλο επινοητή/συγγραφέα. Προσπαθεί να διατάξει τον έσω κόσμο του (μέσα από την αντιστροφή των γεγονότων του εξωτερικού χώρου) ή ίσως κάνει απόπειρες να μεταβεί από την ιδιότητα του κριτή της λογοτεχνίας σ’ αυτή του δημιουργού της;

«Αυτό κάνω όταν ο ύπνος αρνείται να έρθει. Ξαπλωμένος, λέω νοερά ιστορίες. Μπορεί να μην είναι και τίποτα το φοβερό, όσο όμως είμαι μέσα τους, διώχνουν απ’ τη σκέψη αυτά που θα προτιμούσα να ξεχάσω». (σελ. 170)

Αν θέλουμε να εισχωρήσουμε βαθύτερα στη θεματική αυτή (που καθόλου επιπόλαιη δεν είναι) θα πρέπει να παραδεχθούμε πως η μετάλλαξη (ακριβώς με αυτό τον όρο) του κριτικού σε συγγραφέα είναι συχνά αναπόφευκτη – αν και όχι πάντοτε επιτυχής. Οι κριτικές αναλύσεις είναι καταδικασμένες να λειτουργούν στη λογική μιας επικαιρότητας, τη στιγμή που τα λογοτεχνικά έργα, για τα οποία μιλούν εξαντλώντας όλη την αναγνωστική τους πείρα και επιστημονική συχνά κατάρτιση, ατενίζουν (μακάρι) μια διαχρονικότητα ξεπερνώντας κατά πολύ τη χρονική διάρκεια ζωής του δημιουργού τους. Μια αλυσίδα αναμενόμενης κατάργησης, λοιπόν: ο ήρωας της μυθοπλασίας επιβιώνει αυτονομούμενος από το έργο, ο συγγραφέας καταδικασμένος στο αποδεκτό φυσικό όριο ζωής της θνητότητας, η κριτική μελέτη πρόσκαιρα επίκαιρη και κατόπιν στην οριστική αφάνεια. 


Ο ήρωας εδώ εγκλωβίζεται στα προσωπικά του φορτία και αδυνατεί να συγκροτήσει με πληρότητα τις ιστορίες που αγωνίζεται να χτίσει στο μυαλό του. Είναι αυτή ακριβώς η ξεχωριστή συνθήκη, με την οποία εξοικειώνεται πιο εύκολα ο συγγραφέας, να κατορθώσει δηλαδή να ενσωματώσει την προσωπική του εμπειρία ζωής μέσα στη μυθοπλασία που η φαντασία του επινοεί – και όλο αυτό χωρίς να αφήνει εμφανή τα σημάδια των συνδέσεων, να μη φαίνεται η ραφή. Από αυτή την άποψη, έξοχος ο χειρισμός του θέματος από τον Auster, καθώς δείχνει το απόλυτο αδιέξοδο του κριτικού να μεταβεί στο επίπεδο του συγγραφέα – γνωστό φυσικά πως στην αντίστροφη πορεία συναντάμε ικανό αριθμό από ενδιαφέρουσες περιπτώσεις. 

Και οι δύο ιστορίες τελούν εν κλειστώ με τον κλειστοφοβικό τους χαρακτήρα να διαπνέει όλη τη γραφή, υπηρετούμενη με άριστο τρόπο στην απόδοσή της στην ελληνική γλώσσα από τη Μαρία Ξυλούρη. Δύο ιστορίες που γράφτηκαν για να συμπλέουν στην αναγνωστική πρόσληψη. Και οι δύο ήρωες, ο καθένας από τη δική του θέση, συμφωνούν ότι από τη λογοτεχνία (από όποια θέση κι αν την υπηρετείς) δεν μπορείς να ξεφύγεις χωρίς προσωπικές απώλειες· συντριπτικές εν μέρει αλλά και ιαματικές με τον τρόπο τους. Ο Paul Auster εδώ κλείνει συνωμοτικά το μάτι στον αναγνώστη του.


Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου