Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Για την Ποίηση συνομιλίες του Σωτήρη Κακίση με τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Γιώργο Μαρκόπουλο και τον Γιώργο Χρονά εκδόσεις Ερατώ η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.grhttps://www.vakxikon.gr/anagnwseis-noembrio/



 
Για την Ποίηση
συνομιλίες του Σωτήρη Κακίση
με τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Γιώργο Μαρκόπουλο και τον Γιώργο Χρονά
εκδόσεις Ερατώ 
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.grhttps://www.vakxikon.gr/anagnwseis-noembrio/


Ο Σωτήρης Κακίσης είναι από τους πλέον έμπειρους των συνεντεύξεων. Για πάνω από 30 χρόνια συνομιλούσε με σημαντικούς Έλληνες αλλά και ξένους δημιουργούς, υπέγραφε συνεντεύξεις στα μεγαλύτερα ελληνικά έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά. Πολλά τα θέματα των συνεντεύξεων και εύστοχος πάντοτε ο τρόπος με τον οποίο η συνομιλία οδηγούσε στην αποκάλυψη των σκέψεων του προσώπου με το οποίο ο (ποιητής κυρίως) Κακίσης συνομιλούσε. Ας τονιστεί η ιδιότητα του ποιητή για τον πολυπράγμονα δημιουργό, διότι εδώ έχουμε ένα βιβλίο στο οποίο το θέμα είναι η ποίηση. Ένα βιβλίο δύο όψεων, κατά την προσφιλή ενίοτε επιλογή του, στο οποίο σταχυολογούνται από το πλούσιο αρχείο του συνομιλίες με τους ποιητές Γιάννη Βαρβέρη, Γιώργο Μαρκόπουλο και Γιώργο Χρονά με θέμα την Ποίηση (η μία όψη) καθώς και μια επιπλέον συνομιλία με τον Γιάννη Βαρβέρη με τον τίτλο «Δεν συμφωνώ!» (η άλλη όψη). Μοναδικός ο τρόπος του Σωτήρη Κακίση. Γνωρίζει πώς να θέτει ερωτήσεις αλλά και πώς να προωθεί τη συζήτηση σε ολοένα και πιο προσωπικές καταθέσεις.  Όταν μάλιστα, όπως εδώ, η συνομιλία αφορά την ποίηση -κοινός τόπος και για τους τέσσερις εκλεκτούς ποιητές-  το όλον γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον. Έτσι δεν πρόκειται απλώς για συνεντεύξεις αλλά και για μια σύντομη θεώρηση της Ποιητικής του καθενός – όσο φυσικά μπορεί αυτή να γίνει αντιληπτή στα πλαίσια μιας συζήτησης. Ας δούμε κάποια δείγματα:
Μέσα σε δυο μόλις απαντήσεις ο Γιάννης Βαρβέρης δίνει το στίγμα της ποίησης (αν θέλετε της Ποίησης) όπως την εννοεί ο ίδιος – ακόμη κι αν θεωρηθεί πως είναι λύτρωση, αφορά τον δημιουργό της που ακουμπά σ’ αυτήν την ελπίδα της ελάχιστης και σύντομης ίασης. Όσο για τους άλλους (τους αποδέκτες της), αυτοί ας νιώσουν πως η πορεία εν μέσω ξηρασίας είναι απολύτως ατομική, χωρίς καθοδηγητές και κυρίως χωρίς μεσσίες:

Σ.Κ.: Τι πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος πια, για να μπορέσει να λυτρωθεί, έστω και λίγο, γράφει — δεν γράφει ποιήματα;
Γ.Β.: Πραγματικά δεν το περίμενα αυτό το ερώτημα. Δεν είμαι έτοιμος να προτείνω λύσεις στους άλλους ανθρώπους. Φαντάζομαι πάλι, εκείνο που έλεγε από παλιά ο Μιχάλης ο Κατσαρός: «Αντισταθείτε, αντισταθείτε, σ’ εμένα ακόμα που σας ιστορώ, αντισταθείτε» ή και το άλλο πάλι, το δικό του: «Πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον μας έχει πολύ ξηρασία», είναι ιδιαίτερα επίκαιροι στίχοι σήμερα.
Σ.Κ.: Μια και το μέλλον είναι πια εδώ.
Γ.Β.: Τώρα, ο καθένας τι νερό θα βάλει μέσα στο παγούρι του, εκείνος το ξέρει. Το σίγουρο είναι όμως πως όλοι πρέπει να προετοιμαστούμε για μια έντονη και εντατική, και πείσμονα ξηρασία. Εκτός κι αν αυτή την ξηρασία που τώρα λέμε, υπάρχουν άνθρωποι που τη βιώνουν ως φυσική, ως φυσιολογικότατη κατάσταση.
(απόσπασμα από τη συνομιλία με τον Γιάννη Βαρβέρη)

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος μιλά (με όση σαφήνεια αντέχει μια τέτοια δήλωση) για τον ιδιωτικό δρόμο του ποιητή, την προσωπική του (μακάρι) λύτρωση, συνώνυμη με την απομόνωση από τον συρφετό των ανόητων και αδιέξοδων σχέσεων:


Σ.Κ.: […] Πώς αντέχει κανείς;
Γ.Μ.: Όπως σας είπα ακριβώς: αποσυρόμενος. Εγώ, κάθε μέρα αποσύρομαι όλο και περισσότερο. Με πολλή μεγάλη πίκρα, βέβαια, το κάνω αυτό, πλην όμως, όπως είναι σήμερα τα πράγματα, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Αποσύρομαι, λοιπόν, κι εγώ, χτίζω κι εγώ τον δικό μου κόσμο, με τους δικούς μου ανθρώπους, με τη δική του φαντασμαγορία, με τις δικές του προοπτικές λύτρωσης ψυχής.
(απόσπασμα από τη συνομιλία με τον Γιώργο Μαρκόπουλο)

Όσο για τον Γιώργο Χρονά, δεν ξέρω πόσο καλύτερα θα μπορούσε να συνοψισθεί το έργο του, έτσι όπως αναπηδά μέσα από τα λόγια του ως θέση και στάση ζωής η απόσταση που κρατά ο αληθινός ποιητής από τα λογής λογής «παραμύθια» του εφησυχασμού:
Σ.Κ.: […] το «εργοτάξιο» των «εξαιρετικών» σας «αισθημάτων» έχει πολλή δουλειά ακόμα.
Γ.Χ.: Εγώ μαζεύω τα κομμάτια του κόσμου, τα βάζω μαζί με το δικό μου σκόρπισμα, και προσπαθώ να ανασυνθέσω αυτό που έχει σπάσει μέσα μας κι έξω. Δεν ξέρω αν αυτά τα κομμάτια ανήκουν σε κάποιο άγαλμα που έπεσε ή σε κανένα ναό που γκρεμίστηκε, σε ανθρώπους που διαμελίστηκαν από τις ανάγκες και τις αντιξοότητες της ζωής τους. Το μόνο που ξέρω είναι αυτό που είχε πει παλιά ο Χριστιανόπουλος: «Ο κόσμος υποφέρει και πονά, κι εσείς τα ίδια παραμύθια».
(απόσπασμα από τη συνομιλία με τον Γιώργο Χρονά -  ο λόγος εδώ για το περιοδικό και τις εκδόσεις «Οδός Πανός»)

Ξεχωριστή ανάμεσα στις Συνομιλίες, αυτή που μαζί ο Βαρβέρης και ο Μαρκόπουλος συζητούν με τον Κακίση (δημοσιευμένη στην εφημερίδα Τα Νέα στις 14 Ιουλίου 2001) σε έναν ενδιαφέροντα  διάλογο που αποκαλύπτει σημεία ταύτισης αλλά και διαφορές μεταξύ τους. Από αυτό το κομμάτι του βιβλίου κρατώ την εύστοχη ρήση του Βαρβέρη:
«Η Ποίηση δεν είναι φιλέορτη. Αυτό-εορτάζει, αλλά φιλέορτη δεν είναι. Η Ποίηση είναι συνωμοτική και εχέμυθη»
άποψη με την οποία και ο Μαρκόπουλος συμφωνεί· αναμενόμενη στάση για όποιον ποιητή γνωρίζει τη σημασία της στροφής προς εαυτόν προκειμένου να καταστεί δυνατή κατόπιν η κοινοποίηση στους άλλους.  Αλλά και σαφής η επιλογή της απόστασης από τις στημένες εορταστικές εκδηλώσεις στο όνομα της Ποίησης. Ο Γιώργος Χρονάς, από τη δική του συνομιλία με τον Κακίση, μοιάζει να συμπληρώνει λέγοντας:
–Εγώ πάντα ήμουνα από τους τελευταίους. Όχι ότι ήθελα ποτέ να τερματίσω τελευταίος, αλλά από κάποια σοβαρότητα, από παντελή αδιαφορία για πρωτεία και διακρίσεις.
Όλα αυτά στη μία όψη του βιβλίου. Στην άλλη όψη θα δούμε τη συνομιλία με τον Βαρβέρη με τον τίτλο «Δεν συμφωνώ!», που και μόνο για το υπέροχο αυτό ρήμα μέσα στην άρνησή του άξιζε να δοθεί αυτή η διπλή όψη στο βιβλίο. Εν συνόψει όλη η ποίηση εδώ:
Σωτήρης Κακίσης: Δεν συμφωνώ! Έτσι ν’ αρχίσουμε, λέω εγώ, αυτή τη συζήτηση, Γιάννη.
Γιάννης Βαρβέρης: Συμφωνώ. Γιατί το «Δεν συμφωνώ!» είναι μια φράση κλειδί για όλη την Τέχνη βέβαια, αλλά στην Ποίηση, που είναι ένα από τα πιο υποκειμενικά πράγματα, ταιριάζει απόλυτα.
Αυτή ακριβώς η υποκειμενικότητα της Ποίησης (ακολουθώ κι εγώ τη γραφή με κεφαλαίο που επιλέγει και ο Κακίσης), με την αναμφισβήτητη αλήθεια που εμπεριέχει ως έννοια, είναι διάχυτη σε όλες τις Συνομιλίες του βιβλίου. Ο κάθε ένας ποιητής από τους τέσσερις προσεγγίζει το θέμα από τη δική του οπτική και κυρίως από τον δικό του τρόπο βίωσης της πραγματικότητας –στους αληθινούς ποιητές είναι αυτονόητη η βιωματική εμπειρία ως προϋπόθεση της γραφής.

Το βιβλίο διαβάζεται και ως μία ευρεία συζήτηση με συμμετέχοντες και τους τέσσερις μαζί, χωρίς να έχει μεγάλη σημασία η χρονική διαφορά των συνεντεύξεων (χρονολογούνται στο ευρύ χρονικό διάστημα από το 1993 ως το 2009), με κοινό θέμα την Ποίηση. Και με αφιέρωση/μνεία στις δύο όψεις του βιβλίου σε δύο άλλους ποιητές, απόντες πλέον, που νοερά συνομιλούν μαζί τους:
«στον ποιητή Νίκο Χουλιαρά»
διαβάζουμε στο κομμάτι του βιβλίου με τις πέντε συνεντεύξεις/συνομιλίες,
«στον ποιητή Τζίμη Πανούση»
διαβάζουμε στο κομμάτι της συνέντευξης/συνομιλίας με τον Γιάννη Βαρβέρη.
Υ.Γ. Και μια εξωκειμενική κατάθεση για τα βιβλία δύο όψεων. Ήταν το 1984, όταν πήρα με ευχάριστη έκπληξη στα χέρια μου βιβλίο δύο όψεων. Ήταν από τις εκδόσεις Καστανιώτη ένα βιβλίο μισό-μισό, με μοιρασμένες τις σελίδες του ανάμεσα σε δύο αγαπημένους γραφιάδες, τον Χρήστο Βακαλόπουλο (Υπόθεση Μπεστ-σέλλερ) και τον Σωτήρη Κακίση (Παραμύθια σαν αστεία άστρα). Μετά από χρόνια, το 2003, πάλι ο Κακίσης με δύο μεταφράσεις του στον Τζέημς Θέρμπερ, από τις εκδόσεις Ερατώ, και τώρα ακόμη μια φορά στις καλές εκδόσεις (που επιμένουν στα όμορφα σκληρά εξώφυλλα) με τις Συνομιλίες. Μια αίσθηση συνέχειας, σιγουριάς, βεβαιότητας πως όλα έρχονται ξανά και ξανά. Τίποτα δεν χάνεται. Ούτε οι αγαπημένες συνήθειες ούτε οι καλές γραφές.

Διώνη Δημητριάδου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου