Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Γάλα Μαγνησίας Κώστας Ακρίβος εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στην Bookpresshttps://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/akribos-kostas-metaichmio-gala-magnisias-dimitriadou


Γάλα Μαγνησίας

Κώστας Ακρίβος

εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpresshttps://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/akribos-kostas-metaichmio-gala-magnisias-dimitriadou







Η προσωπική αναμέτρηση με την αλήθεια

Πολλοί άνθρωποι γυρίζουν πίσω στο παρελθόν και εξωραΐζουν τα γεγονότα. Η νοσταλγία δεν τους αφήνει να θυμηθούν τα πράγματα όπως έγιναν, αλλά τα πασπαλίζει όλα, πρόσωπα και καταστάσεις, με την άχνη της αθωότητας και τα κάνει να φαίνονται όμορφα. Αυτοί είναι οι περισσότεροι. Υπάρχουν όμως και άλλοι που κάνουν το ακριβώς αντίθετο. Υποβαθμίζουν την όποια καλή στιγμή και κάθε μικρό ή μεγάλο σφάλμα η ενοχή τους το διογκώνει μέχρι εκεί που δεν λέγεται. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι νορμάλ άνθρωποι, οι φυσιολογικοί. Στη δεύτερη εκείνοι που πάνε από ψυχολόγο σε ψυχίατρο, μάλλον και όσοι πιάνουν μολύβι στα χέρια τους.
Η λογοτεχνία που πραγματεύεται τα αποθηκευμένα της μνήμης δεν μπορεί παρά να είναι προσωπική. Η γραφή, όταν πιάνεις το μολύβι στα χέρια σου, βγάζει την αύρα των στιγμών, των προσώπων, των εικόνων· φέρει τον απόηχο των αισθημάτων, με την αναπόφευκτη αλλοίωση των πραγματικών στοιχείων – άλλοτε με μια δόση υπερβολής και άλλοτε με τη μείωση των αληθινών διαστάσεων. Παραμένει όμως, πέρα από τις όποιες παραμορφώσεις, μια γραφή που αγγίζει τον αναγνώστη – κι ας ισορροπεί ανάμεσα στο αληθινό και στο μυθοπλαστικό τοπίο. Ίσως μάλιστα η πιο μαγική στιγμή της λογοτεχνίας να εντοπίζεται σ’ αυτόν τον ουσιαστικά αδύνατο προσδιορισμό της «αλήθειας» της.
Στο νέο του μυθιστόρημα ο Κώστας Ακρίβος επιλέγει  μια γραφή που μοιράζεται σε διαφορετικά επίπεδα. Σε  ένα πρώτο επίπεδο έχουμε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση ρεαλιστικής ακρίβειας, που μας μεταφέρει στον πρώτο χρόνο της Μεταπολίτευσης (η εποχή δανείζει το χρονικό φόντο στην ιστορία του βιβλίου αχνά προσδιοριζόμενη) για να συναντήσουμε μια παρέα τεσσάρων παιδιών τελειόφοιτων του εξατάξιου τότε Γυμνασίου. Με τα υποκοριστικά τους: ο Μικ, ο Μπράσκας, ο Αχιλλάκος και ο Ζερβής, ο αφηγητής. Εσώκλειστοι σε ένα εκκλησιαστικό οικοτροφείο, όπως και πολλά άλλα παιδιά άπορων οικογενειών της ευρύτερης περιοχής της Μαγνησίας, περιορισμένα από θρησκευτικές συντεταγμένες, με στερήσεις, τιμωρίες και ελάχιστες δικές τους στιγμές – άλλοτε με την ανοχή των περιοριστικών ρυθμίσεων του ιδρύματος και άλλοτε παρακούοντας τις εντολές του Διευθυντή και του διάκου-επιτηρητή. Σε ένα δεύτερο επίπεδο βλέπουμε τους τέσσερις ενήλικες πλέον (πενηντάρηδες) και παρακολουθούμε την προσπάθεια του αφηγητή να έρθει πάλι σε επαφή με τους άλλους τρεις, μετά από πολύχρονη διακοπή των σχέσεων. Λες και η φιλία τους σταμάτησε εκείνο το καλοκαίρι του 1975. Είναι το σημαδιακό γεγονός που συνέβη τότε που θα καθορίσει και την πορεία τους. Αυτό το γεγονός τμηματικά μας αποκαλύπτεται σε ένα τρίτο αφηγηματικό επίπεδο, εμβόλιμα στην αφήγηση του Ζερβή, σαν ένα χρονικό μιας προαναγγελθείσας τραγωδίας (από την πρώτη σελίδα γνωρίζουμε το «κακό» ως συντελεσμένο γεγονός) σε τριτοπρόσωπη φωνή – αυτή του παντογνώστη πλέον συγγραφέα, που ως παντεπόπτης μιλά για τα γεγονότα αποστασιοποιημένος από αυτά.  Ενδιαφέρουσα, λοιπόν, η γραφή σ’ αυτή την επιλογή των διαφορετικών επιπέδων αφήγησης. Η ζωντάνια της προσωπικής φωνής από τη μια, με την περίκλειστη ζωή στο ίδρυμα και τις ποικίλες διαφυγές που οι τέσσερις φίλοι επινοούν. Από την άλλη το «γεγονός» (ο πνιγμός του μισητού συμμαθητή κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες) με την τραγικότητά του να διεμβολίζει την πεζότητα και την καθημερινότητα της έγκλειστης ζωής. Ο αναγνώστης στην ευνοϊκή θέση του επαΐοντος (στη θεατρική σκηνή θα μιλούσαμε για την τραγική ειρωνεία) την ώρα που οι ήρωες αγνοούν την εξέλιξη της πορείας τους προς την καταστροφή.
Ωστόσο, η νέα συγγραφική κατάθεση του Ακρίβου δεν ξεχωρίζει μόνο για τη μορφή της. Η θεματική που πραγματεύεται το βιβλίο είναι και η πλέον ενδιαφέρουσα για τα σημαινόμενα που εμπεριέχει. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ανατρέχοντας στη νεανική ηλικία και μεταφέροντας την αφήγηση στη ζωή των ενηλίκων γράφει άλλο ένα μυθιστόρημα για την πορεία προς την ενηλικίωση. Μια ενηλικίωση, όμως, που δεν συμβαδίζει μόνο με τα χρόνια που μετρούν πάνω στους ήρωες της ιστορίας· απαιτείται μια ενδοσκόπηση -έστω καθυστερημένη- προκειμένου ο πενηντάρης μεσήλικας να συνειδητοποιήσει πως, αν δεν ξεκαθαρίσει μέσα του τις φοβερές αλήθειες, δεν θα έχει διαβεί το κατώφλι της ενήλικης ζωής. Πώς θα διαχειριστεί τη μνήμη που επιμένει να αποσείει την όποια ενοχή φωλιάζει μέσα του;
Δεν μπορούσε να ξεχάσει. Το μυαλό του όλα αυτά τα χρόνια ήταν καρφωμένο εκεί. Τις νύχτες έβλεπε εφιάλτες και τη μέρα είχε συνέχεια τη σκηνή μπρος στα μάτια του. Άκουγε φωνές. Γύριζε την πλάτη και πίσω του νόμιζε ότι φωνάζουν «Βοήθεια!». Στη μνήμη του δεν είχε ξεθωριάσει ούτε το πρόσωπο ούτε οι κινήσεις του. Τόσα χρόνια δεν είχαν σταθεί ικανά να νικήσουν μία και μόνο μέρα, τη Δευτέρα 9 Ιουνίου 1975. […] «Κι αν θες να ξέρεις, εσύ φταις που πνίγηκε!».
Από την ώρα που θα ακουστεί η τρομερή κουβέντα, καταρρέει όλος ο επινοημένος πύργος της άμυνάς του. Όταν, λοιπόν, πνίγηκε ο συμμαθητής τους, ο Σώτος, παρασυρμένος από τα ρεύματα, δεν ήταν ατύχημα; Μπορούσαν μήπως να τον έχουν διασώσει; Ίσως αυτός, μόνον αυτός, να μπορούσε κάτι να κάνει; Υπήρχε όλα αυτά τα χρόνια ένας ένοχος, που καμιά αστυνομία δεν του είχε φορτώσει τα ενοχοποιητικά στοιχεία, καμιά δικαιοσύνη δεν είχε κατορθώσει να τον καταδικάσει; Και αυτός συμβαίνει να είναι ο μόνος που έχει βυθιστεί στην «ευκολία» της αυτοαθώωσης; Οι άλλοι δύο είχαν όλα αυτά τα χρόνια ανοιχτούς λογαριασμούς με τη συνείδησή τους, είχαν να παλέψουν με τους δαίμονές τους, με αμφίβολη την κατάληξη · ο τρίτος απουσίαζε από το τρομερό σκηνικό εκείνη τη μέρα και εύκολα συμφιλιωνόταν με το «έγκλημα» – είναι που τον αθώωνε η απόσταση. Άραγε κι αυτός, αν ήταν παρών, τι θα επέλεγε; Ο αφηγητής όμως έχει δρόμο ακόμη. Η πορεία προς την αποκάλυψη της αλήθειας, η αντιμετώπιση της προσωπικής ευθύνης και ενοχής,  συνιστά μια γραφή σύντομη σε έκταση (πρόκειται για το δεύτερο και πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου με τον τίτλο «Χρόνια μετά»), ωστόσο με εντυπωσιακή εσωτερική δύναμη.
«Ο Θεός, μη εγκαταλίπης με· ουδέν εποίησα ενώπιόν Σου αγαθόν· αλλά δος μοι κατά την χρηστότητά Σου βαλείν αρχήν…»
Σταμάτησε και κάρφωσε τα μάτια στα δικά μου. Πόσος καιρός σιωπής, πόσες δοκιμασίες κρύβονταν εκεί μέσα. Σκέφτηκα πως τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή να τον ρωτήσω για να μου φύγουν οι αμφιβολίες, άλλο δεν πήγαινε.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση συχνά δείχνει πως ίσως έχουν παρεισφρήσει στη γραφή προσωπικές βιωματικές καταστάσεις. Προτού μας παρασύρει ο αφηγηματικός τρόπος σε αυθαίρετες σκέψεις, ας θυμηθούμε το «μαγικό ψεύδος» της λογοτεχνίας, ας θυμηθούμε πως η μυθοπλασία μέσω της αληθοφάνειας των χαρακτήρων και του συσχετισμού ενίοτε με βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα  διασώζει τη μαγεία του δικού της ψέματος. Και ας αφεθούμε στην ανάγνωση μιας ιστορίας πολυεπίπεδης και αποκαλυπτικής στις προεκτάσεις της. Είναι μια ιστορία για τη μνήμη, την ενοχή, την υπευθυνότητα, τη  συνευθύνη, την προσωπική διάσωση, τις επιλογές, τις πίσω σελίδες μας, που γράφουν μέσα μας ανεξίτηλα σημάδια. Μια ιστορία τραγική, όσο τραγικό μπορεί να είναι το βεβιασμένο τέλος της ζωής ή ακόμη όσο βαρύ μπορεί να είναι το φορτίο μιας ενοχής που κατατρώει τη συνείδηση και αδυνατεί να αποσείσει το βάρος της από αυτήν. Μια ιστορία εν τέλει για την αναμέτρηση του ανθρώπου με τις δικές του δυνάμεις ή τις αδυναμίες του. Και εδώ ο Κώστας Ακρίβος αποδεικνύεται δεινός τεχνίτης της μεγάλης αφήγησης, που έχει πρώτα απ’ όλα θέμα σαφές και ξεκάθαρο (ας μη θεωρηθεί αυτονόητη αυτή η παράμετρος της συγγραφής), κυρίως έχει τρόπο να χειριστεί το θέμα του για να ανοίγει όπως προχωρά η πλοκή νέες προεκτάσεις, νέες παρεμβάσεις του αναγνώστη, καθιστώντας τον συμμέτοχο της γραφής του, κάθε φορά που αυτός νιώθει ότι η επινοημένη ιστορία του βιβλίου ξεφεύγει από τη σφαίρα της μυθοπλασίας και τον αφορά.  Σημαντικό αυτό το τελευταίο.

Διώνη Δημητριάδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου