Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

Ειρήνη Μπόμπολη Το μοίρασμα εκδόσεις Πνοή Γράφει η Παναγιώτα Π. Λάμπρη

 

Ειρήνη Μπόμπολη

 Το μοίρασμα

εκδόσεις Πνοή

 

Γράφει η  Παναγιώτα Π. Λάμπρη*



Ολοκληρώνοντας τη μελέτη του καινούργιου βιβλίου της Ειρήνης Μπόμπολη με τίτλο «Το μοίρασμα» (εκδ. Πνοή, 2024), ένιωσα πως πρόκειται για ένα πανηγύρι της μνήμης που αποτυπώθηκε στο χαρτί με επτά, μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης, διηγήματα, καθώς κι ένα διασκευασμένο παραδοσιακό παραμύθι. Μάλιστα, όσο από σελίδα σε σελίδα μυούμουν σ’ όλα εκείνα, τα οποία έγιναν αφορμή και έμπνευση γι’ αυτή, της μούσας Μνήμης την προστασία θάρρεψα πως είχε.

    Και τούτο, διότι η μνήμη, οδυνηρή ή μη, γίνεται αστείρευτος τροφοδότης της ζωής μας, αυτού που είμαστε, διεκδικεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το μεράδι της και κινητοποιεί εσώτερες δυνάμεις που δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε.  Εν προκειμένω, η Ειρήνη επικαλείται αρκετές φορές τη μούσα Μνήμη και κάπου, φιλοσοφώντας, γράφει: «Το ποτάμι κυλάει πάντα προς τη θάλασσα, αλλά αν σκεφτούμε τον κύκλο του νερού, δεν μπορούμε με σιγουριά να αποφανθούμε ποιο είναι το πριν και ποιο το μετά. Το βέβαιο είναι ότι η βραχεία ζωή μας είναι απλώς ένα μέρος αυτής της ροής. Εκτός και αν σπάσουμε τα στενά όρια της απτής μνήμης και πορευτούμε όχι σε προσδοκία μέλλοντος, αλλά σε αναζήτηση παρελθόντος. Τότε η ζωή μας αποκτά το βάθος που της ανήκει. Θα βοηθήσουμε τη μνήμη με τη φαντασία και τη γραφή. Θα ακολουθήσουμε, γράφοντας, το ποτάμι που κυλούσε και κυλάει ανάμεσά μας, στον ίδιο τόπο, στον τόπο μας, δίνοντας υπόσταση στην ύπαρξή μας και συνάμα αιωνιότητα.» (σ. 51)

    Το ποτάμι, το οποίο συνδέει ως ομφάλιος λώρος τα διηγήματα του βιβλίου και δένει ιδιότυπα τη ζωή της Ειρήνης με τον τόπο που τη γέννησε, είναι ο Άραχθος! Είναι ο αρχαίος θεός, Άραχθος! Είναι ο Θεοπόταμος, ο Μέγας, ο Φείδαρης, ή απλά, το Ποτάμι! Είναι και η μνήμη των ανθρώπων που πέριξ κατοικούν, είναι η μνήμη και η αφορμή για άπειρες μνήμες της συγγραφέως, η οποία μας μυεί στο τι είναι αυτό καθαυτό το συγκεκριμένο ποτάμι, τι είναι για την ίδια, τι κουβαλάει από τη ζωή του τόπου και των ανθρώπων και πώς την επηρεάζει, αλλά και τι μπορεί να σημαίνει για περισσότερους.  Διότι το ποτάμι, που αενάως κινείται, που «δεν έχει χρόνο», αλλά «είναι ο χρόνος» (σ. 44), λειτουργεί διττά. Γίνεται δημιουργός ζωής και δωρητής, αλλά και φορέας θανάτου. Φέρνει και παίρνει, χωρίς κανέναν να ρωτήσει. Που σημαίνει πως η αρχέγονη δύναμή του λειτουργεί ερήμην των ανθρώπων, οι οποίοι, ζώντας δίπλα του, μαθαίνουν γι’ αυτή και γνωρίζουν τα δικά τους όρια, διότι ο ποταμός είναι αυτός που δίνει το μέτρο κι αν δεν τον σεβαστείς θα υποστείς τις συνέπειες.

    Βέβαια, το ποτάμι, που «είναι το πιο όμορφο που έχει δει» (σ. 11) η Ειρήνη, διατρέχοντας την κοιλάδα, εκτός από τα υπέροχα τοπία που διαμορφώνει, δημιουργεί κι ένα ιδιότυπο μοίρασμα, ενώνει και χωρίζει τους ανθρώπους που εκατέρωθεν της κοίτης του κατοικούν, τους «αποπέρα» και τους «αποδώθε», καθορίζοντας τους χαρακτήρες, την ψυχοσύνθεση, τις ασχολίες, καθώς και τους συγγενικούς, τους κοινωνικούς, τους ιστορικούς δεσμούς που αναπτύχθηκαν μεταξύ τους και ως σήμερα, δεδομένων των συνθηκών, συνεχίζονται.  

    Και οι άνθρωποι που κινούνται στα διηγήματα του βιβλίου, πάντα με κέντρο το ποτάμι, ως κομμάτι του τόπου αναπόσπαστο υπάρχουν και δρουν, αν και κάποιες φορές εξωγενείς παράγοντες και πρόσωπα ξένα εμφανίζονται και επηρεάζουν ποικιλότροπα τη ζωή τους, συχνά αναπότρεπτα. Οι περιπτώσεις του σκληρού δασκάλου στο διήγημα «Ο Λάμπρος» και του Λευτέρη στο διήγημα «Ο ξένος» αποτελούν ξεχωριστά παραδείγματα, που αναδεικνύουν κοινωνικά ζητήματα της εποχής, στην οποία αναφέρονται, αλλά και τον τρόπο που τα αντιλαμβάνονται και τα διαχειρίζονται όσοι εμπλέκονται σ’ αυτά.  

    Στα διηγήματα, πέραν άλλων, συναντούμε και οικεία πρόσωπα της γράφουσας, τα οποία είναι σαν κάπου να τα έχουμε συναντήσει, ειδικά όσοι σε κοντινά μέρη ζήσαμε. Αλλά κι εκείνοι που δεν έχουν ανάλογες εμπειρίες, διαβάζοντας, μπαίνουν στη χρονομηχανή και ανιχνεύουν τη ζωή ανθρώπων μιας παρελθούσας εποχής, όπου στόχος δεν ήταν η επιδίωξη της άμετρης απόκτησης υλικών αγαθών, αλλά η ζωή αυτή καθ’ αυτή, που συχνά αναπτυσσόταν με τη μορφή της επιβίωσης, η οποία όμως δεν τους στερούσε την αναζήτηση της χαράς, ούτε την προσδοκία για βελτίωση των υφιστάμενων συνθηκών που θα οδηγούσαν στην πνευματική και στην κοινωνική τους ανέλιξη.  

    Ουσιαστικά, πρόκειται για τη ζωή των φυσικών ανθρώπων, στους οποίους ύμνους αναπέμπει η Ειρήνη Μπόμπολη. Άλλωστε, τους γνωρίζει πολύ καλά, αφού κοντά τους γαλουχήθηκε στα πρώτα, καθοριστικά για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός εκάστου χρόνια. Και θαύμασε την καρτερία τους, τη στωική στάση στα δύσκολα της ζωής, την ανθρωπιά τους, τη συμφιλίωση με τη φύση, της οποίας το πρόσωπο πολλαπλά γνωρίζουν, την αποδοχή του αδήριτου, την αγωνιστικότητα που δεν αφήνει περιθώρια για παραίτηση και άλλα πολλά.

    Έτσι, εναλλάσσοντας το πρώτο με το τρίτο πρόσωπο στην αφήγηση, βλέπουμε τη συγγραφέα να κινείται και να δρα ανάμεσά τους, να μαθαίνει απ’ αυτούς, ν’ αναδεικνύει χαρακτήρες και συμπεριφορές, ν’ ανακαλύπτει τον κόσμο σε πολλές εκφάνσεις του. Να ενσωματώνει, επίσης, με ξεχωριστό τρόπο στοιχεία της παράδοσης, όπως, για παράδειγμα, στο διήγημα «Ο γάμος», όπου το έθιμο του «παντρέματος του ποταμού» είναι κάτι περισσότερο από αυτή καθαυτή την παράδοση. Και γράφει: «Αυτό το γλεντοκόπι κρατούσε περίπου μια ώρα. Ήταν το έθιμο «το πάντρεμα του ποταμού». Γινόταν κάθε φορά που παντρεύονταν άνθρωποι από τους δύο διαφορετικούς αυτούς κόσμους, τους «αποπέρα» και τους «αποδώθε». Έλεγαν ότι μετά απ’ αυτό ο ποταμός θα δώσει σημάδι για τη ζωή του ζευγαριού. Το θεωρούσαν ένα είδος εξευμένισης της μοίρας, αλλά εδώ η μοίρα ήταν ο Άραχθος.» (σ. 39)

    Στις ιστορίες της Ειρήνης διακρίνεται μια αδιόρατη νοσταλγία, για όσα έζησε και απωλέστηκαν στη ρύμη του χρόνου και την ακολουθούν, εν προκειμένω και την εμπνέουν. Δεν φαίνεται όμως να επιθυμεί την επιστροφή σε κείνον τον ιδιότυπο παράδεισο της παιδικής ηλικίας, αφού έτσι κι αλλιώς, εκτός από το ποτάμι και το φυσικό τοπίο που παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα, όλα τ’ άλλα έχουν αλλάξει, μια και οι άνθρωποι που τους έδιναν νόημα δεν είναι πια εκεί. Πολύ περισσότερο, που κάθε  επιστροφή «στον τόπο που ερήμωσε» της αποκαλύπτει αλλαγές που την πληγώνουν. Ακόμα και στην πόλη, στην Άρτα, παρόμοια νιώθει, αφού αρκετά από κείνα που συνιστούσαν γι’ αυτή μνήμη και ζωή θάλλουσα έχουν χαθεί.  

    «Ύστερα από δέκα λεπτά έμπαινε επιτέλους στον χώρο του σύγχρονου παζαριού με λαίμαργη διάθεση.», γράφει. «Η πρώτη εικόνα την ακινητοποίησε για λίγο και την άφησε άφωνη. […] Αντί για ζώα, βρήκε πλαστικά κατασκευάσματα που τα ονόμαζαν «κούκλες». Αντί για βελέντζες, νάιλον κουβερλί. Αντί για «γύρο του θανάτου», έναν θάνατο κάθε γνήσιου κατάλοιπου του αλλοτινού μουχούστι, ενός θεσμού που ξεκίνησε από την τουρκοκρατία. Ακατάστατα εμπορεύματα, άσχετα μ’ αυτόν τον τόπο, και ακατάστατοι θορυβώδεις επισκέπτες. Ένας θεσμός που τόνωσε για αιώνες την τοπική οικονομία, ρημάχτηκε από την παγκοσμιοποιημένη αγορά. Μια εκκωφαντική μουσική που δεν έμοιαζε με τίποτα, παρά μόνο ενοχλούσε ακόμα και τα πιο ισχυρά ώτα, την έδιωξε άρον άρον από τον χώρο.» (σ. 119)

    Όποιος πάρει στα χέρια του «Το μοίρασμα» της Ειρήνης Μπόμπολη θα μαγευτεί από τις ιστορίες της, θα γνωρίσει έναν άγνωστο, ίσως, κόσμο, θα επικοινωνήσει με γνήσιους φυσικούς ανθρώπους, θα μάθει γι’ αυτούς και τις ασχολίες τους, θα εντρυφήσει σε μύθους και παραμύθια, θα κινδυνεύσει να πλανευτεί από ξωθιές, θα γνωρίσει έθιμα, θα συναντήσει ιδιωματικές λέξεις, αναπόσπαστο κι αυτές κομμάτι του τόπου, θα θαυμάσει την ομορφιά του τοπίου, θ’ αντιληφθεί κατά το δυνατόν τη φυσιογνωμία του Αράχθου και, ίσως, επιθυμήσει να τον δει και να τον αφουγκραστεί από κοντά.

    Και τούτο, διότι ο Άραχθος, «[…] δεν είναι ένα απλό ποτάμι. Για να διαβεί και να φτάσει στη θάλασσα του Αμβρακικού έστρωσε ζαφειρένιο χαλί από λευκά κρόταλα, πέτρες ολόλευκες και υπόλευκες. Έτσι, όλη η κοίτη του είναι λευκή, επειδή όμως εκτός από όμορφο είναι και ατίθασο, η κοίτη του δεν είναι σταθερή. Άλλοτε απλώνεται, άλλοτε μαζεύεται, άλλοτε αλλάζει διαδρομή, άλλοτε διακλαδίζεται και σχηματίζει μικρά νησάκια. Έτσι, δίπλα στα νερά του, εκατέρωθεν, απλώνεται μεγάλης έκτασης αιγιαλός κατάλευκος που του δίνει μοναδικότητα εκπληκτική, και το κυριότερο, το κάνει να ξεχωρίζει από μακριά ακόμα και στο βαθύ σκοτάδι. Ένα τεράστιο κατάλευκο φίδι το ποτάμι μας που διασχίζει με ορμή και πάθος την κοιλάδα των ορεινών Τζουμέρκων μέχρι τον κάμπο της Άρτας, όπου και ημερεύει χάνοντας και μέρος της φυσιογνωμίας του.» (σ. 12)

    Το βεβαιώνω κι εγώ, που είμαι από τους «αποπέρα», το κάλλος του ποταμού, ευχόμενη στην Ειρήνη Μπόμπολη, «Το μοίρασμά» της να ταξιδέψει σε πολλές καρδιές. Το αξίζουν αυτό το ταξίδι τα διηγήματά της, διότι κομίζουν έναν πιο απλό, γνήσιο, μη επιτηδευμένο κόσμο, ο οποίος όλο και σπανίζει στις μέρες μας. Και τον έχουμε ανάγκη αυτόν τον κόσμο, έστω και ως παράδειγμα, διότι ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτόν ζούσε αρμονικά με τη φύση, σεβόμενος την ίδια και τη δύναμή της, κάτι που ο άνθρωπος της εποχής μας δεν πράττει εν πολλοίς, υφιστάμενος, όχι σπάνια, τις συνέπειες.  

Παναγιώτα Π. Λάμπρη

*η Παναγιώτα Π. Λάμπρη είναι   πεζογράφος, ποιήτρια

   

 

  

    

   

 

 

   

 

ΝΕΕΣ ΚΥΚΌΦΟΡΙΕΣ Anna Musewald Τα πράσινα και κίτρινα πιόνια Εκδόσεις Πηγή

 ΝΕΕΣ ΚΥΚΌΦΟΡΙΕΣ


Anna Musewald
Τα πράσινα και κίτρινα πιόνια
Εκδόσεις Πηγή

 


 

Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πηγή το μυθιστόρημα της Άννας Μούζεβαλντ «Τα πράσινα και κίτρινα πιόνια», μία περιπέτεια φαντασίας εμπνευσμένη από τους ελληνικούς μύθους της Κνωσσού.
Μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, ο Στέφαν όχι μόνο χάνει τη μνήμη του, αλλά όταν συνέρχεται συμπεριφέρεται εντελώς παράταιρα με τη μέχρι πριν από το ατύχημα συμπεριφορά του. Οι φίλοι του και συμμαθητές του -τρία αγόρια και ένα κορίτσι-, μέσα από ένα παράξενο γράμμα, με αποστολέα την άγνωστη Υακίνθη, ανακαλύπτουν ότι για να βοηθήσουν τον Στέφαν να ξαναβρεί τον εαυτό του πρέπει να πάρουν μέρος στους αγώνες ενός παράξενου και πολύ επικίνδυνου παιχνιδιού, που παίζεται χωρίς διακοπή από τα βάθη των αιώνων. Η πίστα του παιχνιδιού βρίσκεται καλά κρυμμένη στις όχθες του ποταμού Λόιζαχ, στο Γκάρμις της Βαυαρίας. Ακολουθώντας την Υακίνθη, που είναι η ψυχαγωγός της ομάδας τους, και με μπροστάρη τον Ανδρέα θα συμμετάσχουν σε αγώνες και θα έρθουν αντιμέτωποι με πολλές παράξενες και επικίνδυνες καταστάσεις, είτε υπερασπιζόμενοι τους εαυτούς τους είτε ακόμα και το ίδιο το παιχνίδι. Οι νεαροί θα ανακαλύψουν την πραγματική σημασία του παιχνιδιού μόνο όταν φτάσουν στην όχθη του ποταμού που διασχίζει την πίστα του παιχνιδιού.
Ένα παιχνίδι γεμάτο περιπέτεια και αγωνία ξεκίνησε μόλις έπιασες στα χέρια σου αυτό το βιβλίο. Μόνο μια ομάδα μπορεί να φτάσει ως το τέλος. Αντέχεις να μάθεις όλη την αλήθεια;

 

Βιογραφικό


Η Anna Musewald (Άννα Μούζεβαλντ) γεννήθηκε στην Ελλάδα αλλά από το 1998 ζει μόνιμα με την οικογένειά της στο Μόναχο της Γερμανίας. Εργάζεται σαν οικονομικός και φορολογικός σύμβουλος, αλλά τον ελεύθερο χρόνο της τον αφιερώνει στο φανταστικό κόσμο των βιβλίων είτε διαβάζοντας τις ιστορίες που έχουν φανταστεί άλλοι, είτε γράφοντας η ίδια τις ιστορίες που θα της άρεσε να διαβάσουν οι άλλοι. Ξεκίνησε να γράφει ιστορίες για παιδιά. Στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί: «Στην αναζήτηση της χαμένης ομορφιάς» (εκδ. Πατάκη, 2003) και «Ο φύλακας της Ερμίν» (εκδ. Κέδρος, 2008). Τα τελευταία χρόνια έχει γράψει αρκετές ιστορίες για ενήλικες, αλλά ποτέ δεν έφυγε από τον κόσμο του φανταστικού.

 

Εκδόσεις Πηγή
Μαλέας 11, 54634 Θεσσαλονίκη, Τηλ. 2311 272803

Ανακοίνωση Συνεργασίας του BookPoint με το JukeBooks

 

Ανακοίνωση Συνεργασίας του BookPoint 

με το JukeBooks

 


Το BookPoint του ΟΣΔΕΛ, η πιο ολοκληρωμένη βιβλιογραφική βάση δεδομένων η οποία υποστηρίζει ολιστικά την ελληνική αγορά βιβλίου και η ελληνική συνδρομητική πλατφόρμα ακρόασης audiobooks, JukeΒooks, ανακοίνωσαν τη στρατηγική τους συνεργασία.

Μέσα από αυτή τη συνέργεια, μια πλατφόρμα που παρέχει ηλεκτρονικά μια μεγάλη συλλογή από ηχητικά βιβλία συναντά τις πληρέστερες εγγραφές της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής. Ο στόχος είναι διττός: αφενός, η διευκόλυνση των επαγγελματιών του χώρου – εκδοτών, βιβλιοπωλών και δημιουργών – στη διάθεση και προβολή της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής αλλά και των audiobooks, και αφετέρου, η ενημέρωση του ευρύτερου κοινού για τους τίτλους που κυκλοφορούν με αυτή τη συναρπαστική, νέα μορφή ανάγνωσης.

Η συνεργασία των δύο εταιρειών σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα προς την πληρέστερη ενημέρωση όλων των παραγόντων της αγοράς και των αναγνωστών για όλες τις μορφές βιβλίων που κυκλοφορούν στην Ελληνική αγορά αναδεικνύοντας και το ηχητικό βιβλίο.

Δείτε και το σχετικό βίντεο της εκδήλωσης εδώ:

 youtube.com/watch?v=6s6qNNWYXGQ&ab_channel=%CE%9F%CE%A3%CE%94%CE%95%CE%9B-OSDEL

 

BookPoint
Θεμιστοκλέους 73, Αθήνα 106 83, τηλ.: 2103849118

 

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

Ω! ΘΕΕ ΜΟΥ . . . ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

 Ω!  ΘΕΕ  ΜΟΥ . . .

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ



Βαθύς ο ίσκιος της ζωής
πίσω από θλιμμένα μάτια
κι αυτό το δράμα της ψυχής,
θρήνος σε άγνωστα μονοπάτια.
Ω! Θεέ μου,
παρηγόρησέ με!

Αίμα εδώ και αίμα εκεί,
δρόμοι γεμάτοι δάκρυ,
ποιοι άραγε σ’ αυτή τη γη
το μίσος  θα φέρουνε στην άκρη;
Ω! Θεέ μου,
αξίωσέ με!

Τα χέρια επάνω στη φωτιά
και οι φωνές πολεμική κραυγή,
ποια θα είναι αυτή η γενιά
που θα φέρει μιαν άλλη εποχή;
Ω! Θεέ μου,
αναθάρρησέ με!

Μετανάστες και όμηροι
σε ανθρώπινα παζάρια,
τι δυστυχία οι κακόμοιροι,
αιχμάλωτοι σε κελάρια.
Ω! Θεέ μου,
αντρείεψέ με!

Πού να πάνε να προσκυνήσουν,
σε ποιον τόπο να σταθούν,
τη ζωή τους ν’ αγαπήσουν
χωρίς το αύριο να φοβηθούν;
Ω! Θεέ μου,
ευλόγησέ με!

Μικρά παιδιά στην απονιά,
απόκληρα κι ορφανά στο δρόμο,
σε ποια θα γείρουν αγκαλιά
χωρίς σπαραγμό και τρόμο;
Ω! Θεέ μου,
προστάτεψέ με!

Δύσκολοι κι απέλπιδες καιροί
δίχως δίκιο και σεβασμό,
με ποια ευχή τόσοι καημοί
θα βρούνε λυτρωμό γλυκό;
Ω! Θεέ μου,
φυγάδεψέ με!

Η αντιδικία θρονιασμένη
με τα πάθη ως αρετή
και η κοινωνία διχασμένη
δίχως έρμα και ντροπή.
Ω! Θεέ μου,
γρηγόρεψέ με!

Την ειρήνη πού να καρτερέψουν,
ποιους ηγέτες να εμπιστευθούν
πώς εκδικητές να ημερέψουν,
σε ποιους σωτήρες να στραφούν;
Ω! Θεέ μου,
προφύλαξέ με!

Ικέτες ιεροί στη δύναμή Σου
να  ‘βρει η φιλία χώρο και σκεπή
να ‘ναι αρμονία η θέλησή Σου
των ανθρώπων, και σοφίας ηθική.
Ω! Θεέ μου,
ευτύχισέ με!

Γιώργος  Αλεξανδρής

Φωτογραφία: Pierre Pelegrini

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Το σκάλωμα νουβέλα Δημήτρης Στατήρης εκδόσεις Γκοβόστη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη μου ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Το σκάλωμα

νουβέλα

Δημήτρης Στατήρης

εκδόσεις Γκοβόστη

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη μου ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Ο κοινωνικός και ο φαντασιακός ρόλος • Fractal

 


Ο κοινωνικός και ο φαντασιακός ρόλος

 

Μπορεί μια νουβέλα να ενσωματώσει μια, τρόπον τινά, ανάλυση της έννοιας των κοινωνικών ρόλων; Να δώσει το κοινωνικό περίβλημα του ρόλου; Να στραφεί προς την εσώτερη αποδοχή ή την απόρριψή του από το άτομο, ενδεχομένως τη δυνατότητά του να τον υπερβεί ή αλλιώς τον συμβιβασμό με τον εγκλωβισμό του στα πολλαπλά γρανάζια του, αδυνατώντας να δει την προοπτική μιας καθοριστικής αλλαγής της ζωής του;

Τα ερωτήματα αυτά προκύπτουν από την ανάγνωση του καινούργιου βιβλίου του Δημήτρη Στατήρη. Καθώς προχωράει με έναν καταιγιστικό ρυθμό η πλοκή, αντιλαμβάνεσαι πως, για μια ακόμη φορά, η γραφή έχει τη δύναμη να πάει πιο πέρα από μια συναρπαστική υπόθεση, που σχεδόν προσιδιάζει σε θρίλερ – σημαδιακό το εξώφυλλο. Ο ήρωας του Στατήρη, ένας πολύ καθημερινός άνθρωπος, που δεν τον προσέχεις καν, αιφνιδίως βρίσκεται μπροστά στην ευκαιρία να αποκτήσει πολύ χρήμα, μέσα από ένα κερδισμένο δελτίο τυχερού παιχνιδιού. Τι είναι αυτό που τον κάνει να αναβάλλει διαρκώς την εξαργύρωσή του; Να μένει προσκολλημένος στο οικογενειακό και εργασιακό του περιβάλλον (λειψά και τα δύο), στον κρυφό του έρωτα για την όμορφη Μάρα, να υφίσταται την προσβλητική έως και κακοποιητική συμπεριφορά του συναδέλφου του στην καφετέρια που εργάζεται; Θα μπορούσε να αποτινάξει από πάνω του ό,τι τον κακοφορμίζει, έτσι όπως ταιριάζει με το δύσμορφο πρόσωπο και σώμα του. Τι τον κάνει στην ουσία να αρνείται (δεν το παραδέχεται ποτέ) και όχι απλώς να καθυστερεί τη θεαματική αλλαγή των δεδομένων της ζωής του;


Στο οπισθόφυλλο τίθεται το ερώτημα αν τα χρήματα φέρνουν την εξιλέωση. Θεωρώ πως το κεντρικό θέμα της νουβέλας δεν είναι αυτό. Τα χρήματα στην προκειμένη περίπτωση είναι ένα «όχημα» που κινητοποιεί τη σκέψη του ήρωα για να καταδυθεί κατόπιν αυτός στο πιο ουσιαστικό ερώτημα, υπαρξιακό φυσικά. Πόσο ισχυρός είναι ο κοινωνικός ρόλος που έχουμε ενδυθεί, και πόσο υπαρκτή εν τέλει η δυνατότητα απόσεισής του; Οι κοινωνικοί ρόλοι, μοιάζει να λέει ο Στατήρης, έχουν μια δυναμική, που ενισχύεται από το στερεότυπο περίβλημά τους (δουλεμένο γερά από τις κοινωνικές συνθήκες), αλλά περισσότερο από την αναγκαία αποδοχή του ιδεολογικού πυρήνα τους, που φθάνει πολύ βαθιά, σκαλώνει μέσα στην ψυχή και δεν το κουνάει ρούπι. Πώς θα μπορέσει να υπερβεί αυτός ο συγκεκριμένος επινοημένος μυθοπλαστικά τύπος ήρωα –αυτός περισσότερο από τον καθένα– το υπερμέγεθες εμπόδιο που υψώνεται όχι μπροστά του αλλά μέσα του; Η απόσταση που τον χωρίζει από το πρακτορείο που θα εξαργυρώσει το δελτίο αποκτά τεράστιες για τις δυνατότητές του διαστάσεις. Κι αυτό γιατί έχει πάρει μέσα του ο καινούργιος ρόλος του μια μορφή φαντασιακή, δυσθεώρητη στο ύψος της. Δεν θα κάνει το καθοριστικό βήμα, γιατί δεν το αντέχει. Η ζωή, όμως, θα τον οδηγήσει σε μια πράξη που από μόνη της υπερβαίνει όλες τις αποδεκτές κοινωνικές συμβάσεις.

 

Η γραφή του Στατήρη εξελίσσεται σταθερά από βιβλίο σε βιβλίο και ως προς τη θεματική, κυρίως, όμως, ως προς τη μορφή. Εγκαταλείπει πλέον τον συνεχή  λόγο που καταργούσε τις παραγράφους, διατηρεί ωστόσο την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, καλύτερα δουλεμένη αυτή τη φορά, με έμφαση όχι τόσο στις περιγραφές, τις οποίες έχει αρκετά περιορίσει, αλλά στον ψυχαναλυτικό μονόλογο, που ενισχύεται από τον ασθματικό αφηγηματικό ρυθμό. Έχω, όμως, τη γνώμη πως η ανάγκη του να δημιουργήσει ξανά μια ιστορία που θα οδηγηθεί απρόσμενα σε μια ακραία, δραματική κορύφωση, στερεί από το κοινωνικό σχόλιο την αναμενόμενη περαιτέρω ανάπτυξη. Θα έλεγε, βέβαια, κάποιος «ουδέν κακόν αμιγές καλού», κυρίως για την αποδοχή από το αναγνωστικό κοινό, καθώς  η τροπή αυτή προσδίδει στη νουβέλα ένα σασπένς, ενισχυόμενο από τις, σχεδόν σαν κινηματογραφικές σεκάνς, σκηνές. Το ζήτημα, φυσικά, εδώ έγκειται στη συγγραφική πρόθεση, όμως αυτό μας πηγαίνει πολύ μακριά.

Διώνη Δημητριάδου


 

Απόσπασμα

 

Κοίτα να δεις που όλη αυτή η ιστορία γεννάει ολοένα και περισσότερες σκέψεις μέσα μου. Λογικά θα περίμενε κανείς να το ρίξω έξω. Αγορές, ηδονές και τα σχετικά. Να αποκτάω όσα υλικά αγαθά γουστάρω χωρίς να με νοιάζει τίποτα και κανένας. Να απολαμβάνω φρέσκια σάρκα και κάθε λογής καλούδια. Να μου μιλάνε στον πληθυντικό λες και ποιος ξέρει τι έχω κάνει για να αξίζω τον σεβασμό τους. Θα γίνω μια κρεατομηχανή που θα καταναλώνει μέχρι να στουμπώσει και να σκάσει. Τι κι αν δεν φέρθηκα καλά στον έναν ή αν πλήγωσα τον άλλον; Ψιλά γράμματα μπροστά στο φαγοπότι των εκατομμυρίων. Άντε να το πω λίγο πιο κομψά. Θα είμαι μια κρεατομηχανή με ψυχή. Άκυρο. Ούτε για τίτλος σε μαύρη κωμωδία δεν κάνει. Τέλος πάντων. Τα πόδια μου βάρυναν, στρίβω σε ένα στενό. «Μήπως παίρνω το τομάρι μου πολύ στα σοβαρά:» αναρωτιέμαι. Περαστικοί πηγαινοέρχονται στα πλαϊνά του στενού. Αγνοούν την ύπαρξή μου. (σ. 21).