Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Η Περσεφόνη στο στόμα του λύκου Δήμητρα Λουκά εκδόσεις Κίχλη η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

 

Η Περσεφόνη στο στόμα του λύκου

Δήμητρα Λουκά

εκδόσεις Κίχλη

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Η Περσεφόνη στο στόμα του λύκου» της Δήμητρας Λουκά (κριτική) – Πρόσωπα και προσωπεία του μύθου

 


 

Η Περσεφόνη ακόμη παρούσα

 

Πώς μπορεί ένας αρχετυπικός μύθος, διατηρημένος μέσα στους αιώνες στη βασική του δομή και στην αρχική του ανάγκη που τον δημιούργησε, να λειτουργεί σήμερα, όχι ως μουσειακό είδος αλλά ως κοινός τόπος αναφοράς, σε αντιστοιχία και προσαρμογή με τις σύγχρονες συνθήκες; Η Δήμητρα Λουκά, δεινή αφηγήτρια, χειρίζεται τον μύθο της Περσεφόνης και της Δήμητρας με την άνεση ενός παιχνιδιού, που διαρκεί όσο μας ευχαριστεί και κατόπιν σταματά, αφήνοντας μια γεύση οικειότητας. Όπως τα παραμύθια –είτε μιλάμε για τις προφορικές από στόμα σε στόμα παραδόσεις είτε για τις επώνυμες δημιουργίες των ικανών παραμυθάδων– που έχουν την ικανότητα της προσαρμογής σε κάθε εποχή, ικανοποιώντας την ανάγκη διαφυγής από την πραγματικότητα ή της μετάπλασής της μέσα από την παρηγορητική, ιαματική παραμυθία. Στα είκοσι επτά διηγήματα του βιβλίου η Περσεφόνη πάντα παρούσα, να διατρέχει τον χρόνο και τον χώρο, διαμορφώνοντας κάθε φορά το κατάλληλο πλαίσιο για να ξετυλίξει τον μύθο της, που κάποτε μας θυμίζει την  αρχετυπική του μορφή και κάποτε μας ξαφνιάζει με την επινοητικότητα των αλλαγών του.

Μοιρασμένο σε δύο μέρη το βιβλίο, Η Περσεφόνη που  όλο επιστρέφει, Αρπαγές παντού. Στο πρώτο μέρος, στα δεκαπέντε διηγήματα, η Περσεφόνη αλλού πάσχει μέσα από τον μύθο της, καταδικασμένη να τον φέρει μέσα της ες αεί, αλλού χαίρεται «παίζοντας» μαζί του, καθώς ονειρεύεται τη διαφυγή από το σκοτάδι, σαν να ξορκίζει τον διαρκή της φόβο, αλλού μοιάζει να «διδάσκει» με αφορμή το δικό της πάθημα, αλλού η ίδια μπαινοβγαίνει μέσα στα παραμύθια, νιώθοντας την οικειότητα με τον δικό τους μύθο. Δίπλα της η μητέρα, η Δήμητρα, ο άλλος πόλος του δράματος, ταυτόχρονα, όμως, με το δικό της αρχέτυπο, η άλλη όψη της διττής σχέσης μητέρας-κόρης, πότε ως συνοδοιπόρος και συμπαραστάτης, πότε ως εκφραστής μιας διαχρονικής αντιδικίας. Στο δεύτερο μέρος, σε δώδεκα διηγήματα, η έννοια της αρπαγής έχει το δικό της διαχρονικό βάρος ως επιβεβαίωση της ανδρικής ισχύος, που ορέγεται και ικανοποιεί τις ορέξεις αρπάζοντας τη γυναικεία λεία· μια υπενθύμιση των κανόνων της πατριαρχίας που καλά κρατεί, ακόμη κι αν μέσα από διεκδικήσεις και αγώνες φαίνεται να μειώνεται η απόλυτη εξουσία του αρσενικού.

Οι ιστορίες της Λουκά διαβάζονται είτε ως αυθεντική μυθοπλασία (και μάλιστα εξαιρετικής δύναμης) στη βάση του αρχέτυπου Περσεφόνη-Δήμητρα, είτε ως συμβολικές αφηγήσεις για τη μοίρα των γυναικών που διεκδικούν κάτω από αντίξοες συνθήκες, συνεπικουρούμενες από την στερεοτυπική ισχύ των θεσμών (γάμος, θρησκεία, γραπτοί και άγραφοι νόμοι), την αυτοδιάθεσή τους. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για μια λογοτεχνία πολύ κοντά στον αυθεντικό της ρόλο, ως τρόπος ανάπλασης των μύθων ή επινόησης καινούργιων.  Στη δεύτερη μπορούμε να μιλάμε για μια λογοτεχνία που, στη βάση του συμβολισμού, έρχεται να συντρέξει τόσο την ιστορία όσο και τις κοινωνικές ανακατατάξεις. Και στις δύο, ωστόσο, αναγνώσεις, η αξία της συγκεκριμένης γραφής παραμένει. Έχει, μάλιστα, ενδιαφέρον ο τρόπος που η Δήμητρα Λουκά προσαρμόζει κάθε φορά τον λεκτικό της κώδικα, ώστε να παρακολουθεί την ιστορία που αφηγείται, αλλάζοντας από μια ήπια αφήγηση παραμυθιού σε μια σκληρή στον ρεαλισμό της γλώσσα, όταν η θεματική της απαιτεί ανάλογη τραχύτητα.

Ξεχωρίζω την ιστορία που δίνει και τον τίτλο της σε όλη τη συλλογή, «Η Περσεφόνη στο στόμα του λύκου», για τον τρόπο που χειρίζεται το γνωστό παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας (φοβικό οπωσδήποτε), παρεμβαίνοντας επινοητικά στη διαμόρφωσή του από τους αδελφούς Γκριμ και υπερσκελίζοντας την εκδοχή του Περώ με το τραγικό τέλος και τον διδακτισμό. Εδώ η Περσεφόνη ενδύεται η ίδια το κόκκινο χρώμα, και με τη Δήμητρα να την προσέχει, συναντά τον άγριο λύκο, κατόπιν τον σωτήρα της κυνηγό, σε μια κατάληξη που μοιάζει να έφθασε στόμα με στόμα, κατά τον παραδοσιακό τρόπο μετάδοσης των παραμυθιών, στα αυτιά των αδελφών Γκριμ που έψαχναν  να δώσουν πιο ευτυχή κατάληξη στο παραμύθι τους. Οι μύθοι δένουν μεταξύ τους, επικοινωνούν μέσα από μυστικά περάσματα. Υπέροχο! Εξαιρετική και η επιλογή του εξωφύλλου με το έργο του Daniel Egnéus, Κοκκινοσκουφίτσα. Γιατί τίποτα δεν είναι τυχαίο σε μια καλά φροντισμένη έκδοση.


 Θαρρώ πως όλο το βιβλίο της Λουκά συνοψίζεται σ’ αυτή την ιστορία, υπενθυμίζοντας πως ο λόγος σύνορα δεν γνωρίζει, αλλά διαρκώς μεταλλάσσεται μέσα σε χώρο και χρόνο, δημιουργώντας διαρκώς νέες εκδοχές ίσως της μιας και μοναδικής ιδέας που φέρει μέσα της τον σπόρο της αλλαγής της. Έτσι, η Περσεφόνη και η Δήμητρα (γιατί, βέβαια, δεν μπορεί να νοηθεί η μία χωρίς την άλλη), σε μια σχέση αιτιοκρατική αποτελούν διαχρονικά την αιτία και το αποτέλεσμα, την απώλεια, τη θλίψη και το πένθος από τη  μια, την  επιστροφή και τη χαρά από την άλλη, με τη μία όψη να εμπεριέχει ως σπόρο την άλλη, και όλο αυτό κατά την ακολουθία των φυσικών νόμων, που ορίζουν τις τακτικές εναλλαγές, από την εναλλαγή των εποχών μέχρι τη θεμελιώδη εναλλαγή από τη ζωή στον θάνατο. Άλλωστε όλα τα παραμύθια και όλοι οι μύθοι γύρω από αυτήν την ιδέα δομούνται, όσο διαφορετικοί κι αν φαίνονται. Η Λουκά έδειξε με τον μύθο της Περσεφόνης και της Δήμητρας πως όσο πιο τολμηρή είναι η λογοτεχνία αναιρώντας, ανατρέποντας, προσαρμόζοντας, αναδομώντας τον μύθο, τόσο περισσότερες εκδοχές του βασικού του πυρήνα ανακαλύπτουμε, τόσο πιο απεικονιστικός της ζωής μας αποβαίνει.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Απόσπασμα

 

[…] Η εικόνα που ερχόταν συχνά στον νου της Άικο από τη μέρα εκείνη ήταν οι λίγες σταγόνες ιδρώτα που είχε δει, καθώς η μάνα της έσκυβε για να υποκλιθεί, να κυλούν από το πίσω μέρος του λαιμού προς την πλάτη της σαν δροσοσταλίδες πάνω σε φύλλα μπαμπού. Και αυτό που στοίχειωνε κάθε βράδυ τον ύπνο της ήταν το ίδιο όνειρο: η μάνα της, καθισμένη σταυροπόδι στο κέντρο του βουδιστικού ναού Αντάιτζι, να καρφώνει με μια αποφασιστική κίνηση το κατάνα στο αριστερό πλευρό της. Και η Άικο να περιφέρεται σαν χαμένη στο κοιμητήριο, όπου ήταν θαμμένες όλες οι μανάδες των κοριτσιών που είχε αρπάξει ο Μαγιαμούνε, να πέφτει ξανά και ξανά πάνω στην ταφόπλακα της Τσίο και να μη βρίσκει ποτέ την πύλη εξόδου από αυτόν τον επίμονο εφιάλτη. Έναν εφιάλτη που στοίχειωνε όλες τις παλλακίδες του Κουσινόγκι Μαγιαμούνε, γιατί στην επικράτειά του, την κοιλάδα του Κάντο της κεντρικής Χονσού, δεν έκαναν χαρακίρι μόνον οι πιστοί σαμουράι από λύπη για τον χαμό του αφέντη τους, αλλά και οι μητέρες των κοριτσιών που άρπαζε ο φεουδάρχης, από βαθιά θλίψη για τον αποχωρισμό τους. («Άικο, η αγαπητή κόρη», σσ. 79-80).