Τετάρτη 12 Ιουνίου 2024

Το έβδομο θύμα ένα σπονδυλωτό αφήγημα Στάθης Ιντζές εκδόσεις Ενύπνιο η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Το έβδομο θύμα

ένα σπονδυλωτό αφήγημα

Στάθης Ιντζές

 εκδόσεις Ενύπνιο

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ: Μια διαφορετική θέα θανάτου • Fractal (fractalart.gr)


 


Μια διαφορετική θέα θανάτου

 

Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι ο άνθρωπος βγαίνει πιο δυνατός, πιο όμορφος από τον πόνο. Έτσι θυμάμαι το πρόσωπο της μάνας μου, όταν στέγνωσαν τα πρώτα της δάκρυα και μου μιλούσε στη φωτογραφία στη σιρβάντα. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή· μας μαζεύανε σε κομμάτια. Τα χέρια μου μπήχτηκαν στο χώμα· το κορμί μου ορφανό μέσα στους θάμνους. Τα σκυλιά μάς μύριζαν με τις υγρές μουσούδες τους. τα πουλιά φτεροκοπούσαν μέσα στις φωλιές τους. Άλλαξα πολύ από τότε που πέθανα. Κάποιοι γλίτωσαν, άργησαν να μιλήσουν. Τους άφησε κουσούρι λένε. (σ. 79).

 

Η γραφή του Ιντζέ αγαπά να κυκλοφορεί σε δύο επίπεδα, από τη μια τη ρεαλιστική πεζότητα και από την άλλη την αναίρεσή της, μεταπηδώντας στον χώρο του αφύσικου. Σχολιάζοντας πριν μερικά χρόνια τις μικρές του ιστορίες (Η Μήνα και άλλες ιστορίες, Κίχλη, 2019), είχα επισημάνει την ευκολία με την οποία  το αφύσικο εισβάλλει απροειδοποίητα στο ρεαλιστικό σκηνικό των ιστοριών, γεγονός που αποδεικνύει (πέρα από δεινότητα γραφής) ότι ο συγγραφέας μέσα στη συνείδησή του ενώνει με φυσιολογικό τρόπο τους δύο χώρους. Τώρα, στο  μικρό του αφήγημα Το έβδομο θύμα, προβάλλει ξανά η διττή «πραγματικότητα», με τις δύο όψεις της να εισχωρούν απρόσκοπτα η μία μέσα στην άλλη. Η θεματική του θανάτου που επιλέγεται εξυπηρετείται άριστα κάτω από αυτή την οπτική, καθώς εμπεριέχει έτσι κι αλλιώς την άρνηση της όποιας βεβαιότητας, την αμφιβολία για τα όρια του υπαρκτού, υιοθετώντας απροσχημάτιστα την εν δυνάμει αναίρεση κάθε λογικής ερμηνείας.

Στο κέντρο της αφήγησης η ιστορία του δεκατριάχρονου Ισίδωρου Ταγιάνη, που θα βρεθεί τον Μάιο του 1962, από το χωριό του στο Πήλιο, ναυτόπαις στο κέντρο εκπαίδευσης του Πόρου, για να αποτελέσει δυο χρόνια μετά ένα από τα θύματα του σιδηροδρομικού δυστυχήματος, στις 30 Απριλίου 1964, κοντά στη γέφυρα Ντε Κίρικο εν μέσω σφοδρής ανεμοθύελλας, κατά το ταξίδι της επιστροφής του στο χωριό του, πρώτη φορά μετά την κατάταξή του. Το γεγονός αυτό το χειρίζεται ο Ιντζές διασπώντας την ιστορία και παρεμβάλλοντας παράλληλες αφηγήσεις, που μπορεί να μοιάζουν ασύνδετες, ωστόσο εκβάλλουν στο ίδιο σημείο, αποτυπώνοντας τις διασταυρούμενες διαδρομές της ζωής, απρόσμενες, φυσικές ή αφύσικες, όπως τις αποδίδει ο ίδιος ο Ισίδωρος (εισχωρώντας στη «ζωή μετά»), όπως τις καταγράφουν οι σελίδες των εφημερίδων, όπως τις μεταφέρουν οι θρύλοι και οι παραδόσεις. Έτσι προκύπτει η σπονδυλωτή μορφή του αφηγήματος, με τα κομμάτια που το συναποτελούν, με εναλλασσόμενο τον τόπο και τον χρόνο, να προσφέρουν το καθένα το δικό του βάρος, τη δική του οπτική.



Έχει ενδιαφέρον η κατάτμηση του γεγονότος, του θανάτου με την ευρύτερη έννοια, καθώς προτείνει (κατά την πιθανή συγγραφική  πρόθεση) την ευκολότερη αποδοχή του.  Το ίδιο το γεγονός συνιστά μια αφορμή για μια ιδιαίτερη ενασχόληση με τη θεματική του θανάτου, ακροβατώντας ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, στο προσβάσιμο με τις αισθήσεις και το άβατο. Στο αφήγημα ενσωματώνεται και μια ακόμη αφορμή, η ταινία Το έβδομο θύμα (που προσφέρει ευφυώς και τον τίτλο στο αφήγημα), την οποία παρακολουθεί ο Ισίδωρος, χωρίς να φθάσει στο τέλος της, προϊδεάζοντας για τη δική του «λειψή διαδρομή». Όπως τα καρέ της ταινίας εξακολουθούν να προβάλλονται στο μυαλό του, χωρίς να γνωρίζει το τέλος, έτσι και η σύντομη ζωή του θα γυρίζει στη μνήμη του χρόνια μετά, κομμάτια και αποσπάσματα που αδυνατούν πλέον να δέσουν σε ζωή συνεχή· αυτή διακόπηκε αμετάκλητα στα δεκαπέντε του χρόνια. Νομίζω πως δεν θα μπορούσε με καλύτερο τρόπο να αποδοθεί μέσω της  σκόπιμης ασυνέχειας (ποιος πλανάται πως μπορεί να ορίσει την ευθύγραμμη, γραμμική, ροή του χρόνου;) η φαινομενικά συνεχής ζωή ώς τη μετατροπή της σε μη-ζωή.

 

Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη· ρίχτηκα στις σκάλες. Στην κάμαρα, σκυφτός πάνω στο θρανίο, ήμουν εγώ. Εγώ παιδί, με μαλλιά που μου ’πεφταν στα μάτια. Έγραφα γράμμα στον μελλοντικό μου εαυτό, λέει. Ένα σύννεφο σκέπασε τη στιγμή εκείνη το φεγγάρι και ο ανήλικος εαυτός μου μού έτεινε το χέρι. Τότε ξύπνησα και είδα τον αέρα να κόβει στα δυο το κάθισμα, τον διπλανό μου να αναποδογυρίζει και όλο τα βαγόνι να χάσκει στο κενό. Θα κράτησε λιγότερο από πέντε δευτερόλεπτα. Πρόλαβα να αναστενάξω, θυμάμαι, και είχα μια απερίγραπτη ανάγκη να τεντωθώ και να κοιτάξω εκείνο τον τόσο λαμπρό ήλιο, που δεν έλεγε να βασιλέψει ακόμα. Η νύχτα θα απλωνόταν μπροστά μου με ένα αίσθημα ηρεμίας. (σ. 79).

 

Η φωτογραφία στο εξώφυλλο, μια βουτιά, ένα πήδημα στη θάλασσα, ή αλλιώς ένα «πέρασμα» από το γήινο ορατό στο βαθύ και ανεξερεύνητο – η ζωή και ο θάνατος.

 

 Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου