Θηρίο ή Θεός
Διώνη Δημητριάδου
Εκδόσεις ΑΩ
Γράφει η Έφη Δήμου
Η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Διώνη Δημητριάδου: «Θηρίο ή Θεός» (diastixo.gr)
Επιλέγοντας για τίτλο μια φράση από τα Πολιτικά του Αριστοτέλη, η Διώνη Δημητριάδου συστήνει το νέο της πεζογράφημα, Θηρίο ή Θεός, που έρχεται για να αποτελέσει μια συνέχεια των ποιητικών της αναζητήσεων κατά τρόπο απόλυτα βαθύ, καίριο και στοχαστικό. Πρόκειται ουσιαστικά για μια απόπειρα να συντεθεί ένα είδος οδοιπορικού στις μεγάλες έννοιες της ζωής και του κόσμου, όπως αυτές σαρκώνονται για να αποτελέσουν τους πυρήνες της περίσκεψης και του προβληματισμού που αναπτύσσει ο κεντρικός ήρωας του έργου. Το δίλημμα, λοιπόν, του τίτλου γίνεται και δίλημμα του ίδιου του πρωταγωνιστή, ο οποίος επιδίδεται σε μια διαρκή και ασταμάτητη διερεύνηση των όρων και των ορίων του βίου σε άμεση εξάρτηση με την κοινωνία και την κοινωνικότητα ως ιδιαίτερη εκδήλωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Η μοναχική, «μοναστηριακή» του φύση θα έλεγε κάποιος, η απόλυτη προσήλωσή του στην ανεύρεση της αλήθειας, με τον τρόπο που το έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, η επίμονη και επίπονη αναμέτρησή του με την τέχνη, τη λογοτεχνία, τις μορφές της αρχαιοελληνικής γραμματείας, τον Οιδίποδα συγκεκριμένα, συνιστούν τις όψεις μιας προσωπικότητας που επιδιώκει να αρθεί από το επίπεδο της πραγματικότητας και να εισέλθει στις περιοχές εκείνες όπου ο νους αποτελεί τον πυρήνα των ανθρώπινων λειτουργιών. Ωστόσο, και παρά το γεγονός ότι ο ήρωας –και, πίσω από αυτόν, η συγγραφέας– καταφάσκει στη διανόηση ως μέθοδο απόκτησης της γνώσης ή, πιο σωστά, διεκδίκησής της, αφού η γνώση, η απόλυτη γνώση παραμένει πάντα ένα ζητούμενο, η παρουσία του αισθήματος ή των αισθημάτων δεν φεύγει ποτέ από τον ορίζοντα. Ίσα ίσα που συνοδεύει τον ήρωα σε κάθε του βήμα, σε κάθε αναβαθμό προς την αυτογνωσία και την ετερογνωσία, έτσι που να μπορεί κάποιος να συνυφάνει και να συγκεράσει αυτές τις δύο εκδοχές κάνοντας λόγο για το πάθος της γνώσης, για τη δύναμη της σκέψης που προβάλλει πάντα στον άνθρωπο με την ορμή ενός χρόνιου απωθημένου.
Ένα είδος οδοιπορικού στις μεγάλες έννοιες της ζωής και του κόσμου.
Η έννοια του απωθημένου, άλλωστε, είναι κεντρική στο αφήγημα αυτό της Δημητριάδου, αφού ο ήρωας καταφεύγει πολλές φορές στο παρελθόν του, ιδιωτικό και δημόσιο, για να ανακαλύψει εκεί τις ρίζες του παρόντος, τη γραμμή που τον οδήγησε στη συνθήκη στην οποία βρίσκεται και η οποία σφραγίζεται από την αμετάκλητη απόφαση της απόσυρσης και του αυτοεγκλεισμού κατά τρόπο όμως απόλυτα δημιουργικό, απόλυτα εξυψωτικό. Γιατί η απόσυρση και το περιθώριο στο οποίο καταφεύγει ο ήρωας αποτελεί ουσιαστικά το σύνορο με τον εσωτερικό κόσμο, με την περιοχή αυτή του εαυτού στην οποία έχουν την έδρα τους όλα εκείνα τα ερωτηματικά που αναδύονται παντοδύναμα και διεκδικούν την αποτύπωση και την απάντησή τους. Σε αυτήν ακριβώς την προσπάθεια επιδίδεται ο πρωταγωνιστής επιχειρώντας ουσιαστικά μια καταβύθιση στο νόημα της ύπαρξης και στον τρόπο με τον οποίο, τελικά, αυτό το νόημα βρίσκεται μέσα στον λόγο όταν αυτός υπηρετεί τις ύψιστες αξίες της ζωής, την ηθική, την αλήθεια και, κυρίως, την ομορφιά. Για τον λόγο αυτό πολύ συχνά ο πρωταγωνιστής βρίσκει το καταφύγιο και τα νοήματα που αναζητά στο έργο προγενέστερών του συγγραφέων που κατόρθωσαν, ακόμα και μέσα από μια φράση τους, να συλλάβουν την ουσία της ανθρώπινης προαίρεσης και πράξης.
Κεντρική, ακόμα κι όταν δεν εξέρχεται σε πρώτο πλάνο, παραμένει η φυσιογνωμία του Αριστοτέλη, ο οποίος έθεσε ουσιαστικά τις βάσεις του σύγχρονου προβληματισμού για τον τρόπο με τον οποίον ο άνθρωπος εντάσσεται μέσα στο κοινωνικό σύνολο προκειμένου να αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος και συστατικό του στοιχείο. Με την αριστοτελική αυτή προσέγγιση διαλέγεται η Δημητριάδου αναδεικνύοντάς την ως μια από τις πιο βασικές πτυχές του ανθρώπινου γίγνεσθαι. Δεν είναι μόνο η σημασία που αποδίδει στην κοινωνική πράξη και πρακτική, στον στίβο της ζωής από όπου προέρχονται όλες εκείνες οι εμπειρίες που τροφοδοτούν αργότερα τις θεωρητικές θέσεις για την ανθρώπινη συνθήκη, είναι πολύ περισσότερο η αναγνώριση της σημασίας που έχει για το άτομο η παράλληλη κίνηση μέσα στην κοινωνία αλλά και μέσα στον εαυτό ως πεδία μιας παράλληλης, παράπλευρης δραστηριοποίησης που δεν μπορούν παρά να υπάρξουν και να εξελίσσονται μαζί, μέσα στο πλαίσιο της ζήσης που τόσο σύντομη, αλλά και τόσο μακρά είναι. Για τον λόγο, άλλωστε, αυτόν η αφήγηση προσλαμβάνει, αρκετά συχνά, τον χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά του δοκιμίου, του στοχαστικού και ποιητικού δοκιμίου που, έτσι όπως συμπληρώνεται από τις ημερολογιακές αφηγήσεις, τα αποσπάσματα από τα γραπτά κείμενα του ήρωα, αλλά και τα καθαρόαιμα κομμάτια της αφήγησης, εκβάλλει σε ένα μεικτό αποτέλεσμα που ποικίλλει σημαντικά το βιβλίο και διευκολύνει την πρόσληψη και τη μέθεξη του αναγνώστη σε αυτό που θα όριζε κάποιος ως έλξη του νου προς την Ιδέα που συνέχει τον άνθρωπο και τον κόσμο. Και η ιδέα αυτή δεν μπορεί παρά να είναι η κεντρική στην αρχαιοελληνική και τη μετέπειτα σκέψη ιδέα του ανθρωπισμού, ως της δύναμης εκείνης που συνέχει και νοηματοδοτεί τον κόσμο. Ο άνθρωπος, λοιπόν, που απέχει βέβαια από το να είναι θηρίο ή θεός, αφού επιλέγει την κοινωνία και την εγκόσμια συμβίωση, ολοκληρώνεται μέσα και από τη διαδικασία της (επι)κοινωνίας με τον εαυτό του όταν, όμως, αυτή εστιάζει και αναδεικνύει την αντιπροσωπευτική, παραδειγματική του φύση και όχι την εξατομικευμένη του εκδοχή. Και αυτό είναι κάτι στο οποίο επενδύει η συγγραφέας για να καταδείξει ακριβώς την ανάγκη στροφής του ανθρώπου στον άνθρωπο τόσο σε επίπεδο προσωπικό, όσο και σε επίπεδο αντιπροσωπευτικό χωρίς –ιδανικά– να διαχωρίζονται το ένα από το άλλο.
Έφη Δήμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου