Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου "Ο Αδάμ και το Μήλο" εκδόσεις Οδός Πανός

 

Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο 

του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου

"Ο Αδάμ και το Μήλο"

εκδόσεις Οδός Πανός




Pagotό

 

Στη Κίμωλο είπανε; Στη Φολέγανδρο· δεν θυμάμαι, θα σε γελάσω. Ήτανε πάντως καμιά εικοσαριά χρόνια πριν· τότε που σταματήσαν οι πολλές δραχμές· κι ένα ματσάκι άνηθος κόστιζε ένα ευρώ και μας φαινόταν τζάμπα. Τότε, ο Παναγιώτης ο ψαράς, νοίκιασε για όλο τον Αύγουστο το σπίτι του σε έναν μεγαλομόδιστρο απ’ το Παρίσι: Ο monsieur Marc τάδε. Ο κυρ-Μάρκος. Καμιά σαρανταπενταριά, ίσως και λίγο πάρα πάνω. Ψηλούτσικος, κοντά μαλλιά, λιγνός πετσί και κόκκαλο, μ’ ένα κινητό συνέχεια κολλημένο στο αυτί του. Ήθελε ηρεμία· κανείς να μην τον ενοχλεί, τίποτα να μη βλέπει, να μην ακούσει τίποτα. Μόνο αυτός να μιλάει απ’ το κινητό του. Και με το αμόρε του: Έναν ίδιον μ’ αυτόν πάνω κάτω· μόνο λίγο πιο σκούρο. Μαροκινός. Εντάξει. Ο.Κ no problem: Ησυχία, ηρεμία!

 

Κι έστειλε ο Παναγιώτης ο ψαράς, για να μην ενοχλήσει,  την άλλη μέρα το πρωί, το γιο του τον Αγαθοκλή -ούτε πέντε χρονών παιδάκι- να σκουπίσει το κεφαλόσκαλο και τα παρτέρια γύρω στην αυλίτσα. Κι ο άλλος από μέσα,  το ’κανε χάζι το μικρό, να σαρώνει, σκουπιδάκια και  μαμαλίθρες με μια σκούπα δυο φορές σαν το μπόι του. Ρώτησε κι έμαθε πως το ice cream, οι ιθαγενείς εδώ το λένε pagotό. Και πιάνει και τού δίνει ένα ευρουλάκι· ίσα-ίσα για να πάρει ένα pagotό. Τρελάθηκε ο Αγαθοκλής· περιχαρής τον παίρνει τον μισθό του. Κι όπως δεν ήταν διόλου βλάξ, το ’πιασε αμέσως· πως το παγωτό οι μεγαλομόδιστροι απ’ το Παρίσι το λένε pagotό: ‘Pagotό’ έλεγε ξανά και ξανά, και ξανά και πάλι, κι όλο γλειφότανε με κουνιστό κεφάλι και μάτια υγρά, τουρλώνοντας έξω τα χείλια και σκάζοντας στα γέλια μόνος: ‘Pagotό’.

 

Και την επομένη το πρωί, μια και δυο παίρνει τη σκούπα και πάει πάλι μόνος κι αρχίζει να σκουπίζει το σπίτι γύρω, αρχίζοντας από την πίσω μεριά. Κι ύστερα πάει και χτυπάει απαλά την κλειστή ξώπορτα με το σκουπόξυλο. Μες απ’ τα κουρτινάκια δεν βλέπει κανέναν ο κυρ-Μάρκος -πού τον δει το μπόμπιρα- ανοίγει, και τονε βλέπει να τον κοιτάει σε στάση προσοχής, με την παλάμη του έτοιμη και να τού λέει, λάμποντας από χαρά, με τέλεια προφορά, σουφρώνοντας πάλι τα χείλια: ‘Pagotό!’. Έλιωσε ο μόδιστρος: Τι έξυπνοι που είν’ οι Έλληνες, τι unic greek islands, τι υπέροχος λαός και άλλα τέτοια, ανέξοδα.

 

Κι από τότε πήρε το κολάι ο μικρός και πήγαινε κάθε μέρα, σάρωνε και ζήταγε pagotό. Και ο κυρ-Μάρκος τού έδινε. Δεν υπήρξε φορά να μην τού δώσει. Τριάντα ευρώ εξτρά τού κόστισε το σκούπισμα· χαλάλι! Όλοι όμως εκεί τον λάτρεψαν: Τι καλός κύριος, τι ευγενικός, διακριτικός· ποτέ δεν ενόχλησε με τον Μαροκινό του, τι χουβαρντάς!

 

Κι ο Αγαθοκλής έγινε λαϊκός ήρωας τότε, σ’ όλο το νησί· που από πολύ νωρίς έμαθε να τα παίρνει απ’ τους ξένους. Έκαστος εφ’ ω ετάχθη· θα κοντεύει στα τριάντα τώρα. Όλα καλά κι όλοι ευχαριστημένοι... Κι εκείνη η ηλιοκαμένη -κάτι σαν artistic director λέει, γενικώς, και real estate- που μάς έλεγε χτες τούτη την ιστορία· Ελληνίδα, πολύ καλή φίλη τού Marc, απ’ το Παρίσι -και νονά τού Αγαθοκλή, παρακαλώ!- ακόμα πιο ευχαριστημένη, περήφανη· μονοπωλώντας άνετα και πολύ φτηνά, τη γενική βαρεμάρα. Εγώ όμως· γιατί ήθελα να βάλω τα κλάματα ακούγοντάς την;

Και ήταν όλοι στην παρέα ένας κι ένας, υποτίθεται· γαμώ το…

 

 

Αλέξανδρος Αδαμόπουλος ‘Ο Αδάμ και το μήλο’ εκδόσεις Οδός Πανός, Οκτώβριος 2020 ISBN 978-960-477-438-8

 


Αφηγήσεις και διηγήματα διάφορα·

Δημόσια και ιδιωτικά τωρινά και παλιότερα: Με κλωστές, ξέφτια, ρέστα, κουρέλια, σιωπές και παύσεις, πληγές και ράμματα. Μ’ ερείπια. Με χαλάσματα. Μα ούτε’ ένα ψέμα. Τίποτε φτιαχτό: Κόντρα σε τόσα δισεκατομμύρια που γελούν άχαρα, μ’ έναν πονεμένο μορφασμό κρεμασμένο απ’ τ’ αφτιά. Έχοντας την αριστοκρατική πολυτέλεια τής γνώσης μόνο· λίγο είναι; (από το οπισθόφυλλο)

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου