Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Επιλογές από την πεζογραφία η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal


Επιλογές από την πεζογραφία 

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/epiloges-apo-tin-pezografia/





*Χαρά Νικολακοπούλου, Μπαμ! (μαύρη κωμωδία), ΑΩ 2020
*Θανάσης Χατζόπουλος, Ιστορικός Ενεστώς, Πόλις 2020
*Χρίστος Ρ. Τσιαήλης, Ψωμί, Γκοβόστης 2017
*Βερονίκη Δαλακούρα, Ένα απόγευμα, η ομίχλη, Κουκκίδα 2018
*Γιώργος Πετράκης, Όλα τα κακά σκορπά, Γαβριηλίδης 2019
*Βαγγέλης Γονιδάκης, Μη το γελάς, Ταξιδευτής 2019
*Ευσταθία Δήμου, Κλέφτες κι αστυνόμοι, Γκοβόστης 2020
*Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Φυσορρόος, Βακχικόν 2019

Χαρά Νικολακοπούλου, Μπαμ! (μαύρη κωμωδία), ΑΩ 2020

Στα χνάρια της πρωτοπρόσωπης χειμαρρώδους αφήγησης, που επιτρέπει την εκδήλωση συναισθημάτων και αποκαλύπτει τις πιο κρυφές πτυχές του ήρωα, η Χαρά Νικολακοπούλου προσφέρει την ηρωίδα της σε μια αποκαλυπτική αυτοανάλυση. Η Αγγελική του «Μπαμ!» εκπροσωπεί εκείνο το είδος ηρώων που κάτω από κανονικές συνθήκες πρόσληψης θεωρούνται απολύτως αρνητικοί. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις μια γυναίκα που με συνειδητή ευχέρεια και χωρίς καθόλου ενοχικό αίσθημα ξεμπερδεύει μια κι έξω με όσους την προκαλούν; Η αποσυνάγωγη αυτή περσόνα διασώζεται στην αναγνωστική συνείδηση λόγω της ευρηματικής γραφής – η Νικολακοπούλου προτίμησε να προσδώσει στην ιστορία της το σωτήριο χιούμορ, ικανό να δράσει καταλυτικά απέναντι σε οποιαδήποτε ηθική ένσταση. Και η αλήθεια είναι ότι, όπως είχε φανεί και στη συλλογή διηγημάτων της «Μια τρυφερή καρδιά στο βάθος και άλλες ιστορίες» (Θράκα 2018), διαθέτει το ταλέντο να βλέπει τα τραγικά πράγματα από την πιο σαρκαστική, αυτοσαρκαστική και άρα χιουμοριστική πλευρά τους. Μια πτυχή συγγραφική που δεν την είχαμε διακρίνει στις «Μέλισσες ιέρειες» (Γαβριηλίδης 2015) ούτε φυσικά στις επιστημονικού χαρακτήρα μελέτες της. Προσωπικά εκτιμώ ότι η αληθινή συγγραφική της φλέβα χτυπάει σ’ αυτό το είδος που τώρα μας παρουσιάζει  σκηνοθετώντας μια μαύρη κωμωδία, όπως εύστοχα χαρακτηρίζει την ιστορία της. Η Mona Lisa του Fernando Botero,  που κοσμεί το εξώφυλλο της άψογης αισθητικά έκδοσης, χαμογελάει όχι αινιγματικά αλλά ευχαριστημένη, ίσως έτοιμη ακόμη και να σκάσει στα γέλια.

Θανάσης Χατζόπουλος, Ιστορικός Ενεστώς, Πόλις 2020

Ο Θανάσης Χατζόπουλος στις είκοσι μία ιστορίες (δεκαπέντε νεκρολογίες και έξι μικρά διηγήματα θανάτου) του βιβλίου επιχειρεί μια αναμέτρηση με όσα ορίζουν την κανονικότητα της ζωής – όπως αυτή έχει στερεοτυπικά γίνει αποδεκτή. Τα πρόσωπα των ιστοριών παρουσιάζονται με τη λιτή αυστηρότητα ενός δελτίου δηλώνοντας με επίσημη γλώσσα (ευρηματική η χρήση της καθαρεύουσας υπογραμμίζει το ασύμπτωτο με την εποχή μας) τη γέννηση, τα βασικά γεγονότα της ζωής και καταλήγοντας στον θάνατο (κάποτε πρόωρο), σημείο στο οποίο επικεντρώνεται η προσοχή ίσως και η αφορμή της σύνταξης του κειμένου. Ιστορίες θανάτου, θα μπορούσαν να είναι, αν δεν δήλωναν μέσα στη συντομία τους το νόημα της ζωής. Οι επινοημένοι βίοι των ηρώων αποκτούν αξία μέσω του θανάτου τους· αυτός τελικά ιστορείται καθιστώντας μάταιη την όποια οίηση γύρω από ζωές τάχα σπουδαίες. Εδώ πρόκειται για απλούς βίους, μέσα στην κανονική ροή της ζωής, που όμως ιχνηλατείται από τη σκιά της βεβαιότητας ενός επερχόμενου τέλους. Σε κοινό τόπο παραπέμπει ο τίτλος της συλλογής, καθόσον αυτές οι ζωές του παρελθόντος υπογραμμίζουν την επαναληπτική μοιραία πορεία – αναφέρονται στο παρελθόν αλλά δίνουν τραγικό περιεχόμενο στο σήμερα και στο αύριο. Παράδειγμα η νεκρολογία του Ανέστη Πρωτονοτάριου, ο οποίος μετά από τριάντα πέντε χρόνια που συνέτασσε τη στήλη με τα Κοινωνικά στην εφημερίδα γνωρίζοντας την άφευκτη επαναληπτικότητα της ανθρώπινης μοίρας, είδε το όνομά του να συμπεριλαμβάνεται στη μακρά σειρά των δημοσιευμένων θανάτων. Πίσω από τις ελάσσονες ιστορίες των προσώπων διαγράφεται η άλλη ιστορία των σημαντικών γεγονότων, από τις αρχές του 20ου αιώνα ως το 2004. Στο προσκήνιο, ωστόσο, της λογοτεχνίας μετρούν μόνο οι ατομικές περιπτώσεις – ικανά δείγματα ζωής και κυρίως τελευτής του βίου.

Χρίστος Ρ. Τσιαήλης, Ψωμί, Γκοβόστης 2017


Μέσα σε δεκατέσσερις ιστορίες παρακολουθούμε το διαδοχικό πέρασμα από τον υπαρκτό κόσμο, τον προσιτό στις αισθήσεις, στον φαντασιακό, εξίσου ικανό να συνεγείρει τη συνείδηση με τη δική του πραγματικότητα – όσο κι αν αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως οξύμωρο. Ο Τσιαήλης αποδεικνύεται δεινός χειριστής της γλώσσας, καθώς δημιουργεί ένα προσωπικό σύμπαν γραφής, στην ουσία παίζοντας με τις λέξεις και οδηγώντας στο έπακρο τις δυνατότητές τους. Στις ιστορίες του συνυπάρχουν ίσοις όροις τα έμψυχα με τα άψυχα ανοίγοντας έτσι νέους δρόμους στην αφήγηση. Αν και θεματικά οι ιστορίες διαφέρουν, υπάρχουν συνδετικοί ιστοί που τις συνέχουν σε ένα όλον. Έτσι, θα δούμε, πέρα από το ύφος και τον τρόπο γραφής, να διατρέχουν το αφηγηματικό σώμα ένας δυνατός (μέσα στην ταπεινότητά του) μαγνήτης, μία βόμβα (απειλητική στην καταστροφική της ισχύ) και οπωσδήποτε ένας δρομέας, που όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αντέχει να διανύει τις μακρινές αποστάσεις μεταφέροντας την ασθμαίνουσα φωνή του σ’ εμάς. Ξεχωρίζω την ιστορία με τον ευφυή τίτλο «Αντιχρονιστικότητα» για τον τρόπο που χειρίζεται το (στην ουσία ασύλληπτο για την ανθρώπινη αντιληπτική ικανότητα) θέμα της χρονικής διάρκειας. Η ζωγραφική έμπνευση του Νταλί που έλιωνε τα εικαστικά του ρολόγια δένει απρόσμενα με την καθημερινότητα. Κοινός παρονομαστής μια αλήθεια: ο χρόνος δεν ελέγχεται, δεν κατανοείται. Μέσα του κινούμαστε και μέσα του καταστρεφόμαστε. Μια πολύ ενδιαφέρουσα γραφή.

Βερονίκη Δαλακούρα, Ένα απόγευμα, η ομίχλη, Κουκκίδα 2018

Δεκατρία διηγήματα στεγασμένα κάτω από έναν τίτλο που θα μπορούσε να παραπέμπει και σε ποιητική συλλογή. Με κύρια άλλωστε ιδιότητα την ποιητική η συγγραφέας προσφέρει εδώ μια σύζευξη των δύο ειδών. Οι ιστορίες της καταργούν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μικρής αφήγησης προσεγγίζοντας την ποιητική φόρμα. Χαλαρή γραφή ως προς τη θεματική, ύφος υπαινικτικό και γλώσσα με δισήμαντες προεκτάσεις. Σ’ αυτή τη νέα μορφή που προσδίδει στην πεζογραφία εμφανής είναι η ειλικρίνεια με την οποία απευθύνεται στον αναγνώστη με τη βοήθεια της πρωτοπρόσωπης φωνής. Η εσωτερικότητα του λόγου προσιδιάζει περισσότερο σε στοχαστικά κείμενα και λιγότερο σε διηγήματα – δεν υπάρχει, ωστόσο, καμία απαγορευτική προδιαγραφή για να αποκλειστεί μια διαφορετική οπτική στη μικρή φόρμα. Άλλωστε θα πρέπει να συμφιλιωθούμε με την αλήθεια πως η γραφή στην ουσία της μία είναι, ενιαία ως σύλληψη αρχική και ποικίλη και συνδυαστική των ειδών ως μορφή τελική. Ξεχωρίζω ενδεικτικά το έξοχο «Φωνή μετάλλαξη», το οποίο ξεκινά σαν ένα ταξίδι φίλων για να εξελιχθεί σε μια συνάντηση με τη Σίμια του θεού και μέσω αυτής να μεταλλαχθεί ο αφηγηματικός μονόλογος σε πορεία ενδοσκόπησης, με τον ίδιο τρόπο που το τοπίο μεταμορφώνεται από ρεαλιστικό σε παράξενα υπερβατικό. Η συλλογή διηγημάτων της Δαλακούρα μπορεί να διαβαστεί είτε σαν μια καινοτόμος πεζογραφική εκδοχή είτε σαν στοχασμοί με αφορμή εσωτερικά πάθη ή εξωτερικά ερεθίσματα. Ακόμη, όμως, κι αν διαβαστεί ως ένα (ενιαίο) μακροσκελές ποίημα, ο αναγνώστης θα είναι κερδισμένος.

Γιώργος Πετράκης, Όλα τα κακά σκορπά, Γαβριηλίδης 2019


Πρόσωπα έξω από χρόνο και χώρο. Ιστορίες προσώπων που ακροβατούν έξω από τυποποιημένα σχήματα και κυρίως χωρίς συγκεκριμένο θεματικό άξονα. Κι όμως, σε προσελκύει η αλήθεια τους, η αναμέτρησή τους με τον εαυτό τους σε έναν καθρέφτη που διαρκώς παραλλάσσει την εικόνα τους. Τι ακριβώς ζητάνε; Κάπου ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό τοπίο που δημιουργεί η προσεγμένη γραφή στήνεται το σκηνικό των διηγημάτων.  Και είναι ακριβώς εκεί που οι αδύναμοι ήρωες αποκτούν φωνή, τη φωνή που τους δίνεται για όσο διαρκεί του καθενός η ιστορία. Σε τελευταία ανάλυση, ακόμη και η πιο ταπεινή και αφανής παρουσία δικαιούται ένα βήμα, λίγο φως δημοσιότητας για να μιλήσει. Τότε ξεχύνεται η βαθύτερη επιθυμία για μια ανάσα ζωής, όπου κι αν γίνεται να βρεθεί, σε ρεαλιστικό ή σε επινοημένο περιβάλλον – όλα θεμιτά. Έχει ενδιαφέρον η περίπτωση του Πετράκη, γιατί σ’ αυτό το πρώτο του βιβλίο δεν επέλεξε καθόλου την πεπατημένη οδό μιας προσωπικής καταγραφής αλλά μετέφερε και μοίρασε το μοναχικό τοπίο σε ποικίλους ήρωες δείχνοντας πως η έννοια του κενού (κοινή όσο και απευκταία αίσθηση) αφορά τον μέσο άνθρωπο. Δημιούργησε έτσι δεκαπέντε ιστορίες που μπορεί να μην είναι απολύτως θελκτικές θεματικά, όμως προδιαγράφουν μια ενδιαφέρουσα συγγραφική πορεία. Δείτε, για παράδειγμα, την ανάμειξη του πραγματικού με το φανταστικό στο διήγημα «Καπέλο από την έρημο» χτίζοντας ένα σύμπαν όπου ο Ερρίκος Ντυνάν χαιρετά τον ήρωα σε ένα θάλαμο νοσοκομείου την ίδια στιγμή που αυτός επινοεί τρόπους να βιώσει μια τραγική απώλεια.  

Βαγγέλης Γονιδάκης, Μη το γελάς, Ταξιδευτής 2019


Ιστορητής και παραμυθάς ο Γονιδάκης δουλεύει τη γραφή του μέσα από τη μνήμη. Οι ιστορίες που αφηγείται σ’ αυτό το πρώτο του βιβλίο έχουν πολλή θάλασσα, και δεν γινόταν αλλιώς. Ναυτικές ιστορίες από τη μια, που απηχούν την πολύχρονη δική του επαφή με τη θάλασσα και τη ζωή των ναυτικών. Ιστορίες από την Κύθνο, το νησί του, από την άλλη, έτσι όπως τις έζησε, τις άκουσε, τις είδε και τις μετέτρεψε σε ελκυστικές αναγνώσεις. Η μαστοριά στη χρήση της γλώσσας δίνει ζωή στις αφηγήσεις του, καθώς ο τρόπος ομιλίας ακολουθεί κάθε φορά με ευστοχία και ακρίβεια το πρόσωπο που μιλάει. Γιατί ο Γονιδάκης κάνει ευρεία χρήση του διαλόγου στις ιστορίες του, κατά τη συνήθεια των παλαιών γραφιάδων που κατόρθωναν να μεταφέρουν ολοζώντανα το ήθος των προσώπων μέσα από το ύφος της γλώσσας τους. Στα αφηγηματικά και στα διαλογικά κομμάτια φαίνεται η τέχνη μιας γραφής που μιλάει με ευθύτητα και ειλικρίνεια χωρίς συγγραφικά τεχνάσματα που θα πρόδιδαν την αυθεντικότητα. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του συγγραφέα. Η ζωή όπως είναι, με την κακοτυχιά και τον θάνατο να ισοζυγιάζει με τη γελαστική αντίσταση του ανθρώπου. Η μείξη του τραγικού με το κωμικό στοιχείο –αυτό το δίπολο της ζωής– χαρακτηρίζει την αίσθηση του κόσμου όπως τον αντιλαμβάνονται οι ήρωες του βιβλίου απηχώντας τη στάση του συγγραφέα/δημιουργού τους που χωρίζει στα δύο το βιβλίο του – στην ουσία συμπληρώνοντας το ένα μέρος με το άλλο σαν δύο όψεις ενός και του αυτού. Από τις πιο σημαντικές νέες εκδόσεις.

Ευσταθία Δήμου, Κλέφτες κι αστυνόμοι, Γκοβόστης 2020


Τα διηγήματα της συλλογής θα μπορούσαν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες. Κάποια από αυτά (τα πιο μακροσκελή) επικεντρώνουν στην πλοκή της ιστορίας επιμένοντας σε λεπτομέρειες (περιγραφής και αφήγησης) και σε εξηγήσεις προς τον αναγνώστη θυμίζοντας παλαιότερες τεχνικές γραφής. Κάποια άλλα, σαφώς συντομότερα, προτιμούν τις ευφυείς στροφές της αφήγησης, ξαφνιάζουν με τον περιεκτικό τους λόγο και κινητοποιούν τον αποδέκτη να σκεφτεί, να εισχωρήσει στην ιστορία με τις δικές του προσλαμβάνουσες  και (γιατί όχι;) να τη συμπληρώσει ο ίδιος με τον δικό του τρόπο. Αυτά τα μικρά διηγήματα αποκαλύπτουν περισσότερο την ικανότητα της Δήμου να στήσει το θέμα της με τα ελάχιστα υλικά και να το αποδώσει με ικανοποιητική πληρότητα. Μένω στην εξαιρετικά σύντομη ιστορία «Βάλε καφέ», χτισμένη μέσα σε δύο μόλις παραγράφους και σε τριάντα έξι αράδες. Κι όμως κατορθώνει να δείξει, παρά τη στενότητα της έκτασης, τη διαπροσωπική σχέση μέσα στη συγκαταβατική αφενός συμβίωση αλλά και στην κατ’ εξαίρεση αλλαγή του ρόλου των δύο προσώπων. Σκέφτομαι πόσο θα είχε καταστραφεί η έξοχη μετάλλαξή τους, αν είχε αναλυθεί σε μακροσκελές κείμενο με τις απαραίτητες εξηγήσεις. Η Δήμου είναι σημαντική πεζογράφος, όταν αρκείται σε όσα το ίδιο το θέμα μπορεί να δώσει μέσα στη συνοπτική του πολυσημία.

Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Φυσορρόος, Βακχικόν 2019



«Του σπαραγμού» και «Της αθωότητας», τα δύο μέρη στα οποία χωρίζεται η συλλογή διηγημάτων με τον παράξενο τίτλο Φυσορρόος. Ο σπαραγμός του πρώτου μέρους έρχεται πίσω από τις εικόνες και τις λέξεις, δεν κραυγάζει, μόνο υπόκωφος ξεχειλίζει από τις ιστορίες. Όλες με αναφορά στην τραγική μοίρα της  Κύπρου μετά την εισβολή του ’74. Όχι, δεν πρόκειται για μια ακόμη καταγραφή των γεγονότων ούτε για ένα ακόμη δείγμα γραφής των Κύπριων λογοτεχνών με εστίαση στην ανοιχτή πληγή. Το ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αφορά στη θεματική που επιλέγει ο συγγραφέας αλλά στον τρόπο που αφηγείται. Σε ρόλο σκηνοθέτη καθοδηγεί την κάμερα και αιχμαλωτίζει το τοπίο έξω από το κεντρικό πλάνο. Για παράδειγμα, ο εγκαταλελειμμένος παπαγάλος στη στοιχειωμένη πόλη της Αμμοχώστου δίνει τον σπαραγμό της ερήμωσης και της απώλειας των οικείων καλύτερα από τη δυνατότερη αφήγηση των γεγονότων. Μέσα στη μοναδική φράση που πεισματικά επαναλαμβάνει (την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα), έρχεται στην επιφάνεια όλο το δίκιο της Κύπρου. Στιγμιότυπα που υπαινικτικά δείχνουν όλο το τοπίο χωρίς ίχνος λυρισμού. Με απλή, λιτή αφήγηση. Στο δεύτερο μέρος στο προσκήνιο είναι η αθωότητα των χρόνων πριν να συμβεί το κακό. Μνήμες από την παιδική και εφηβική ηλικία, αφηγήσεις που άκουσε ο συγγραφέας και εδώ μεταφέρει με τον τρόπο του· λιτή η γραφή και σ’ αυτές τις ιστορίες χωρίς νοσταλγικές υπερβολές. Τα δύο μέρη της συλλογής δένουν μεταξύ τους όχι μόνον από τον τρόπο της γραφής αλλά και ως αντιστικτικές συνθήκες. Η τραγική πραγματικότητα και η αθωότητα της άγνοιας πριν να συμβούν όλα αυτά. Το κακό και η αποφόρτισή του. Τέλος η λέξη με τις μαγικές ιδιότητες, φυσορρόος,  ικανή άραγε να αποσείσει το κακό; Μια γραφή αξιοπρόσεκτη, διαφορετική.



Διώνη Δημητριάδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου