Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΛΟΓΑΡΑ ΣΤΗ ΛΕΣΧΗ ΜΑΣ!

 ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ

ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ


ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΛΟΓΑΡΑ ΣΤΗ ΛΕΣΧΗ ΜΑΣ!




Χθες, Πέμπτη, 20 Νοεμβρίου 2025, υποδεχθήκαμε στη Λέσχη μας τον Κώστα Λογαρά και συζητήσαμε μαζί του το μυθιστόρημά του "Διπλή ζωή" (εκδόσεις Καστανιώτη). Μέλη και φίλοι της Λέσχης μας μοιραστήκαμε με τον συγγραφέα τις σκέψεις που μας γέννησε το πολυεπίπεδο βιβλίο του. Έτσι συμβαίνει με την καλή λογοτεχνία. Δημιουργεί ερωτήματα, προκαλεί σε εποικοδομητικές συζητήσεις.












Η επόμενη συνάντηση ορίζεται για τις 18 Δεκεμβρίου 2025, στις 18:00 στο κτήριο της Κεντρικής Βιβλιοθήκης - Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου (Κοντοπούλου 13, Αγία Παρασκευή). Θα υποδεχθούμε τον Κώστα Ακρίβο και θα συζητήσουμε μαζι του το πρόσφατο βιβλίο του "Όνομα πατρός: Δούναβης" (εκδόσεις Μεταίχμιο).
Όλοι οι φίλοι της καλής λογοτεχνίας ευπρόσδεκτοι
Οι συντονίστριες της Λέσχης Ανάγνωσης
Διώνη Δημητριάδου
Δήμητρα Καραχάλιου

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Δέσποινας Δεμερτζή "Τα αυθύπαρκτα της σιωπής", εκδόσεις Μανδραγόρας.


Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής

της Δέσποινας Δεμερτζή

"Τα αυθύπαρκτα της σιωπής"

εκδόσεις Μανδραγόρας

Ζεστή ατμόσφαιρα, ξεχωριστής αξίας ποίηση, χθες στο Bios στην Πειραιώς. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Συχνά είναι οι λέξεις που μας σώζουν, και μάλιστα οι ποιητικές.
















Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

Κινούμενος λαβύρινθος Χρήστος Κιτσίδης ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Κινούμενος λαβύρινθος

Χρήστος Κιτσίδης

 ΑΩ εκδόσεις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Κινούμενος λαβύρινθος • Fractal

 


 

 

Μια πιθανή έξοδος από τον λαβύρινθο

 

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα γύρω από τη γραφή, που αποτελεί αντικείμενο συζήτησης μέσα σε όλες τις εποχές, είναι αν μπορούμε να προσδιορίσουμε κοινά στοιχεία σε μορφή και θεματική σε λογοτέχνες, αν μπορούμε, δηλαδή, να ορίσουμε τη γενιά τους, στη βάση κάποιων έστω ελάχιστων, πλην καθοριστικών, χαρακτηριστικών. Τι καινούργιο, τι διαφορετικό θα λέγαμε πως έχει να προσφέρει στο ποιητικό τοπίο η νέα γενιά ποιητών; Σε ποια γόνιμη αλληλεπίδραση βρίσκεται με την εποχή της, τι αντιλαμβάνεται από αυτήν, σε τι την αντικρούει, σε τι την ακολουθεί; Διαβάζοντας την πρώτη συγγραφική απόπειρα ενός νέου ποιητή, εντόπισα στοιχεία που καταδεικνύουν την οπτική του στη γύρω του πραγματικότητα.

  Ήδη από μια θέση του, που λειτουργεί ως προμετωπίδα στη συλλογή του, κρατώ τις «καλοστημένες ψευδαισθήσεις». Σαν να τοποθετείται απέναντι στην εποχή του, να αποκαλύπτει ένα στημένο «παιχνίδι», να θέλει να μιλήσει γι’ αυτό. Είναι, φυσικά, ίδιον μιας νεανικής αντιμετώπισης των κοινωνικών πραγμάτων, ωστόσο, περιμένω να δω αν θα εκμεταλλευτεί δημιουργικά αυτή τη διαπίστωση, αν θα κομίσει μια νέα θέα σ’ αυτό την  κοινωνική «κατασκευή».

  Η έννοια του λαβύρινθου, που τιτλοφορεί και τη συλλογή, συνδυάζεται στο πρώτο πεζόμορφο ποίημα με την έννοια του χάους, αλλά και της αναγκαίας τάξης. Η εικόνα μοιάζει με αναζήτηση μιας διεξόδου, σε έναν νοητό λαβύρινθο, και μάλιστα με το έδαφος εν είδει κινούμενης άμμου.

  Από το σημείο αυτό και πέρα, εκκινεί η ποίηση αυτή καθεαυτή. Στην ουσία ένα ταξίδι με υπαρξιακά ερωτήματα, με τα υποκείμενα να διαφοροποιούνται, τα πρόσωπα να εναλλάσσονται από το δεύτερο της απεύθυνσης σε ομοφρονούντες ή της ενατένισης προσώπου στον καθρέφτη, σ’ αυτό της τριτοπρόσωπης παρατήρησης του εαυτού πάλι. Δεν λείπει, ωστόσο, και η συναρίθμηση στο σύνολο με τη χρήση του «εμείς» να ανοίγει τον εσωτερικό κλοιό.

  Το γνώριμο  στέκεται προκλητικά απέναντι στο άγνωστο, επιχειρεί να διατηρηθεί, κι όμως το κυνήγι του καινούργιου πάντα ανοιχτό.  Το σκοτάδι προκαλεί το φως, θέλοντας να το καταπιεί, το ήδη δομημένο σύστημα θέλει να στερεωθεί ακόμη περισσότερο και προκαλεί σε μια ίσως άνιση μάχη τη θέα σε ένα άλλο σκηνικό, το ανάχωμα μοιάζει να αντιστέκεται στη διαρκή ροή. Ποιος θα βγει νικητής;

  Η ποιητική παρατήρηση εναργής κυκλοφορεί τη νύχτα, αποτυπώνει σκηνές και ανθρώπους, η αναζήτηση, όμως, σκοντάφτει στη ρουτίνα και την τυποποίηση, στη συμβατικότητα.



  Μια ποίηση αντιθέσεων, ένας ποιητής που αναζητά την αλήθεια τη δική του και των πραγμάτων, κι όταν δεν τη βρίσκει αθώα, όπως θα την ήθελε,  γράφει στίχους,  που θα ταίριαζαν σε ρυθμούς ροκ ή τζαζ, όπως ένας κεραυνός που έπεσε στο φεγγάρι. Ο Χρήστος Κιτσίδης γράφει ποίηση που ακροβατεί ανάμεσα στη σκληρότητα μια εποχής που απειλεί να τον αναιρέσει ως υπόσταση και σε μια διάθεση ανατροπής της. Αρχικά θα πω μέσω της ποίησης, που κι αυτό δεν είναι λίγο. Ένας ενθουσιασμός που  διώχνει τον φόβο, ένα γνήσιο πάθος για ζωή που οφείλει να έχει μέσα του αγριότητα, γιατί αντιπαλεύει πιο άγρια πράγματα, όπως η αδιαφορία, η συνήθεια, η παθητικότητα, η στασιμότητα, ο εθισμός στις συμβάσεις. Μας δείχνει τη θέα από το μπαλκόνι του στο εξαιρετικό τελευταίο ποιητικό κομμάτι (πεζόμορφο κι αυτό), όπου ανακαλύπτει τις άπειρες διαβαθμίσεις ανάμεσα στο χάος και την τάξη, επιλέγει τον παλμό της ζωής, ρισκάρει στο θαύμα μιας ανατροπής, απέναντι στα αδιέξοδα φτύνει λύσεις και τις βαφτίζει ποιήματα. 

 

[…]

 

Γράφω για να αναπνέω σε έναν πλανήτη που καίγεται.

Για να βρω κι άλλους να μου δείξουν πώς γίνεται.

 

Πώς θα φτιάξουμε έναν κόσμο που τον έχουμε ανάγκη,

Μα έχουμε ξεχάσει πώς λέγεται.

 

Εν κατακλείδι, ο Κιτσίδης ψάχνει την εποχή του, και μάλιστα με ωριμότητα που δεν συνάδει με την ηλικία του, αντιμετωπίζει την ποίηση ως μια πολύ σοβαρή υπόθεση, αφού την επιλέγει για να σταθεί απέναντι σε μια πραγματικότητα που επιθυμεί να αλλάξει, τουλάχιστον ως προς την  προσωπική του θέση μέσα σ’ αυτήν. Δεν ξέρω αν αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της γενιάς του – πολύ θα το ήθελα όμως. Η απλότητα της έκφρασης και η λειτουργική χρήση της γλώσσας, με σημασία στην κάθε λέξη, προμηνύουν μια ανάλογη συνέχεια, που ακόμη κι αν θα συνιστά μια εξαίρεση σε έναν σκληρό και ανέλπιδο κανόνα, θα σημαίνει κάτι ξεχωριστό για το ποιητικό πεδίο.

 

 Διώνη Δημητριάδου

 

Παύλος Παυλίδης αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε εκδόσεις Καστανιώτη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

 

Παύλος Παυλίδης

αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε

εκδόσεις Καστανιώτη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Παύλος Παυλίδης: «Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε»


 

Το ότι ίσως δεν υπάρχει μεγάλη απόσταση από τον στιχουργό στον ποιητή –αρκεί και οι δύο χαρισματικοί–  είναι γνωστό, κι ας αντέδρασαν κάποιοι με ανεξήγητη σφοδρότητα στη βράβευση του Ντύλαν ως ποιητή, κι ας μην κατάλαβαν τίποτα ούτε από στίχο ούτε από ποίηση. Έχοντας στα χέρια μου την πρώτη ποιητική συλλογή του Παύλου Παυλίδη, αναρωτιέμαι αν κι όταν έγραφε στίχους για τα τραγούδια του το ήξερε πως ήταν γνήσια ποίηση κι εκείνοι. Δεν θέλω, όμως, να μιλήσω για τα ποιήματά του μόνο από την κριτική τους θεώρηση, κι ας λέγεται τούτο εδώ κριτικό σημείωμα. Θέλω περισσότερο να δείξω τι ένιωσα μέσα από την ποίηση του, τη “σκόνη” του, τα “τοπία” του, τον άχρονο χρόνο του, τον “σκύλο” που διατρέχει παρών-απών όλη τη συλλογή και όχι μόνο στον στίχο από το ποίημα “Στο ίδιο σημείο”, που δίνει και τον τίτλο σε όλο το βιβλίο.

Ποίηση βιωματική αλλά και αυτοβιογραφική, όσο αντέχει να είναι, με σκηνικό της τα τοπία, που δεν είναι μόνο χώροι αλλά και άνθρωποι, έτσι όπως μετασχηματίζονται μέσα στη μνήμη, με ασαφή τα όριά τους, αναπλάθοντας ταυτόχρονα τον χρόνο. Μόνο που αυτός ο χρόνος ξεπερνά τα χρονικά του διαστήματα, σπάει τα αποδεκτά όρια σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, και εξακτινίζεται σε ένα σύμπαν προσωπικό, αυτό του ποιητή, καλώντας κι εμάς να το διαβούμε, μέσα από τους δικούς του κώδικες. Και μόλις νιώσεις, όπως ο ποιητής, σαν ζώο μέσα σε λάθος κοπάδι, αρχίζεις να βαδίζεις στον ρυθμό του (πες τον ποιητικό, πες τον μουσικό, το ίδιο κάνει), αρχίζεις όχι μόνο να βλέπεις τις εικόνες, τα τοποθετημένα με προσοχή σκηνικά, τα σκηνοθετημένα με ίδια προσοχή πρόσωπα των ποιημάτων, αλλά να συμμετέχεις με τον τρόπο σου σ’ αυτά.  Η προγιαγιά Ευανθία, ο Νιζίνσκι, ο Μπρεχτ, ο Σαραμάγκου, η Οφηλία, η Γώγου, αλλά και η Ξάνθη, η Βεργίνα, ο Βόσπορος, πόλεις πολλές του κόσμου, να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται, ορατές και αόρατες. Μια γειτονιά όλες και όλοι, μέσα του. Κι ένας σκύλος για να του τη δείξει.



Έχει σηκώσει πολλή σκόνη ο χρόνος καθώς διαλύεται, κι αναμένει από τον στίχο να σωθεί, και η μνήμη μαζεύει εικόνες, στιγμιότυπα, λέξεις, τις βάζει άτακτα μέσα στα ποιήματα, αφού το  μόνο που δεν χρειάζεται είναι η τακτοποίηση, γιατί φέρνει στον νου ρυθμίσεις, όρια, συμβιβασμούς, υποχωρήσεις. Εδώ, όμως, η ποίηση είναι μια ανταρσία, μια άρνηση στις ποικίλες “τακτοποιήσεις”. Γράφεται όπως η μουσική, αφήνεται στους ήχους, ψάχνει συνοδοιπόρους, κι όταν τους βρίσκει νιώθει γεμάτη. Η ποίηση του Παυλίδη δεν είναι πια προσωπική, η οξεία παρατήρηση τού έσω και έξω κόσμου αφήνει το αποτύπωμά της κοινό κτήμα, όπως και η μουσική του. Η εναλλαγή του ρεαλιστικού τοπίου με την απογείωσή του σε φαντασιακό, σε ονειρικό, είναι η ζωή μας η ίδια· δεν έχει στερεό έδαφος να ακουμπήσει, ούτε ελεύθερο αέρα να ανασάνει, είναι γεμάτη κάγκελα, κι ας μην τα βλέπουμε.

 

Κλάψε γι’ αυτούς που δεν τα βλέπουνε τα σίδερα

Και φοβισμένοι κλείνουν πόρτες και παράθυρα

Ψάξε γι’ αυτούς να βρεις τα λόγια τα παρήγορα

 

Αλλά, πάνω από όλα, ο σκύλος, που ξεμακραίνει απ΄την αγέλη, ο άσπρος σκύλος που λέγεται Φόβος, που γυρίζει και σε κοιτάζει, που σου δείχνει τα δόντια του, κι εσύ, παγωμένος από τον δικό σου φόβο μένεις ακίνητος, ένα Σπήλαιο Βουβό.

 

Ουν ομ κιρούτ που λένε και οι Βλάχοι

Σημαίνει ένας χαμένος άνθρωπος ή κάτι τέτοιο.

Τα μεγάλα σκυλιά είναι ήδη εδώ.

 

Ουν ομ κιρούτ

Τα μεγάλα σκυλιά μ’ έχουν ήδη κυκλώσει

 

Θα το κάψουμε απόψε το βράδυ

Οι παλιοί μου οι φίλοι είναι όλοι εδώ

Ποιος το μάζεψε τόσο σκοτάδι

Θα το κάψουμε απόψε το βράδυ

 

Ουν ομ κιρούτ

 

Μπαίνω στο αυτοκίνητο κι ανάβω τα μεγάλα φώτα

“Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε”

 Βάζω τη μουσική στη διαπασών.

 

Αλλά και ο σκύλος που κουτσαίνει στην πλατεία Αριστοτέλους, ή ο άλλος ο σκύλος του ζητιάνου στην ιστορία του Μπρεχτ.

 

Επειδή, όπως και στα τραγούδια, έτσι και στην ποίηση, διαλέγεις ένα τραγούδι ή ένα ποίημα που σε καλεί να εισχωρήσεις σαν σε οικείο χώρο, (με όποιο κόστος αναπόφευκτα), επιλέγω το ποίημα “Ο Κάτω Κάμπος”, για την περιπλάνηση του ποιητή, εν είδει Οδυσσέα στη Νέκυια, σε έναν τόπο πέρα από όσα γνωρίζουμε, πέρα από όσα ποικίλοι “οδοδείκτες” μάς πείθουν για τη μορφή του.

 

Ένας πανύψηλος γαλάζιος ουρανός δε βοηθάει. Τι να το κάνεις τέτοιο σημάδι… έναν πανταχού παρόντα ουρανό, ορατόν τε είτε και… Τι να τον κάνεις;

 

Εκεί, σ’ αυτόν τον χώρο, ο ποιητής θα φανταστεί το εκκλησάκι, και εκεί θα εγκαταστήσει τον αιώνια χαμένο και αποκαθηλωμένο, αυτόν που επιλέχθηκε και τιμωρήθηκε, αν και πολύ αγάπησε:

 

Θα μπορούσε ίσως κάποτε παλιά να είχε χτίσει εδώ κάτω κάποιος

μόνος του κρυφά ένα εκκλησάκι για τον Ιούδα.

Αλλά ποιος να το βρει

Και ποιος να την αντέξει τόση αγάπη…

Ποιον να προδώσει κανείς σε μια τέτοια ερημιά…

Από αγκάθια ένα σωρό αλλά ποιος να τα πλέξει…

 

Η ποίηση του Παυλίδη γράφεται και τραγουδιέται και ζει και αναπνέει μέσα από τη συσσωρευμένη σκόνη, μέσα στον χαμένο χρόνο, όπως κι αν τη δει κανείς. Ποίηση με όση σκληρότητα αντέχει (γιατί το ποίημα αγρίεψε πολύ, ευτυχώς, και δεν χαϊδεύει αυτιά), ποίηση που μπορεί να συμφιλιώσει τις εικόνες τις παλιές με τις σύγχρονες, να ξορκίσει τους φόβους στο όνομα ενός μεγάλου Φόβου:

 

Αναρωτιέμαι

Ποια είναι εκείνη η στιγμή

που κάποιος θριαμβεύοντας

Μες στο αποκορύφωμα της δόξας

Αφήνει κρυφά

Κρυφά κι από τον ίδιο του τον εαυτό

Το κλειδί στον σιωπηλό άγγελο του θανάτου του

 

[…]

 

Είναι η στιγμή που ένας σκύλος σιωπηλός

Μπαίνει στη γειτονιά μου

 

Έλα και δείξε μου

Πάλι τα δόντια σου

 

Πόσο μου έλειψες

Παλιέ μου φίλε

 

Στο εξώφυλλο (το έργο του Βασίλη Σελιμά Αύρα) το παιδικό πρόσωπο με τα μάτια κλειστά να ονειρεύεται, να μαζεύει εικόνες, να αναπλάθει μέσα του τον κόσμο.

 

Διώνη Δημητριάδου

Φιοντόρ Ντοστογέφσκι Σημειώσεις από το υπόγειο Εισαγωγή-Μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου Εκδόσεις Άγρα η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Φιοντόρ Ντοστογέφσκι

Σημειώσεις από το υπόγειο

Εισαγωγή-Μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου

Εκδόσεις Άγρα

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Σημειώσεις από το υπόγειο» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (κριτική) – Ο παραλογισμός πίσω από τις πιο υψηλόφρονες ιδέες




 

 

Ένας “υπόγειος” άνθρωπος

 

Στα κλασικά έργα επιστρέφουμε, αυτή άλλωστε είναι και η αξία τους, πολύ πιο πάνω από την όποια επικαιρότητα στη θεματική τους. Για το έργο του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι Σημειώσεις από το υπόγειο έχει ασχοληθεί η κριτική και η διανόηση σχεδόν από την πρώτη του δημοσίευση, το 1864, στο λογοτεχνικό-πολιτικό μηνιαίο περιοδικό Εποχή, υπογεγραμμένο από τον Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, εκδότη του περιοδικού μαζί με τον αδελφό του Μιχαήλ. Ένα έργο που ξάφνιασε, που ενίοτε παρεξηγήθηκε στις προθέσεις του, αλλά αργότερα αξιολογήθηκε ως προάγγελος των μεγάλων μυθιστορημάτων του δημιουργού του. Ο άνθρωπος του “υπογείου”, απομονωμένος και αποσυνάγωγος, στον εμβληματικό του μονόλογο μιλάει με οργή, πάθος αλλά και ειρωνεία,  για την κοινωνία της εποχής του, προεκτείνοντας την κριτική του σε βάθος, αναζητώντας στην ανθρώπινη φύση και στις έξωθεν επιδράσεις τις γενεσιουργές αιτίες του φαινομένου. Ο λόγος του αποκαλύπτει έναν χαρακτήρα εγωπαθή και ανορθολογικό, δηκτικό και εκδικητικό, διακατεχόμενο από συναισθήματα μισανθρωπισμού. Ο ίδιος, ωστόσο, ο Ντοστογέφσκι δηλώνει πως με το έργο του αυτό δεν παρουσιάζει μια εξαίρεση, αλλά αντιθέτως τον πραγματικό άνθρωπο της ρωσικής πλειονότητας, φορέα ενός παραλογισμού, ακόμα και πίσω από τις πιο υψηλόφρονες ιδέες. Δείχνει, όπως και στα υπόλοιπα έργα του, την τραγικότητα του ανθρώπου που έχει επίγνωση της κατάστασής του, δεν μπορεί, όμως, ή δεν τολμά να την αλλάξει. Επειδή έχει ιδιαίτερη σημασία η εκτίμηση ενός έργου τοποθετημένου ως συγγραφή αφενός μέσα στην εποχή του και αφετέρου στις προσωπικές συνθήκες, στα βιώματα του συγγραφέα, πρέπει να συνδέσουμε το συγκεκριμένο έργο με τα χρόνια παραμονής του στα κάτεργα της Σιβηρίας, χώρο από τον οποίο αποκόμισε  τα στοιχεία του ανθρώπινου ψυχισμού που συναντάμε στην ψυχογράφηση των ηρώων των βιβλίων του. Ο ανώνυμος κάτοικος του “υπογείου” είναι ένας από αυτούς, έγκλειστος στον δικό του οιονεί υπόγειο κόσμο, από όπου παρατηρεί και καταγράφει. 



Αν δεχθούμε πως “Το υπόγειο”, δηλαδή το πρώτο μέρος του έργου, είναι, στην ουσία, ένα φιλοσοφικό δοκίμιο, γραμμένο με τον ιδιαίτερο τρόπο ενός συχνά εμπαθούς μονολόγου, το δεύτερο μέρος, δηλαδή το “Μ’  αφορμή το υγρό χιόνι”, είναι μια νουβέλα, εν είδει τεκμηρίωσης των θέσεων του προηγηθέντος δοκιμίου. Είναι μια αφήγηση κάποιων γεγονότων που, όπως λέει στο τέλος του “Υπογείου” ο ανώνυμος άνθρωπος, δεν τον άφηναν ήσυχο, και πιστεύει πως η καταγραφή τους ίσως τον βοηθήσει να γίνει καλός και τίμιος, αν μη τι άλλο. Ολοκληρώνοντας τη νουβέλα του θα γενικεύσει, προεκτείνοντας τη δική του θλιβερή εμπειρία από τις συναναστροφές του σε μια συναγόμενη αλήθεια, πως οι περισσότεροι άνθρωποι (ο ίδιος, βέβαια, θα πει όλοι σας, εξαιρώντας τη δική του περίπτωση) δεν τολμούν να αντιμετωπίσουν τη “ζωντανή ζωή” (δηλαδή την κανονική, απλή και καθημερινή ζωή, χωρίς την ωραιοποίηση της λογοτεχνίας), όντας νεκρογενείς, γεννημένοι και αυτοί από γονείς που δεν είναι όντως “ζωντανοί”.

Έχει, νομίζω, σημασία το γεγονός πως ο Ντοστογέφσκι δημιουργώντας τη λογοτεχνική περσόνα του ανθρώπου στις Σημειώσεις από το υπόγειο, χρησιμοποιεί τον όρο παραδοξολόγος, χαρακτηρίζοντάς τον. Η λέξη παραπέμπει στο “παρά την δόξαν”, υπονοώντας τη διαφορετική (ίσως και αποσυνάγωγη και απορριπτέα από τους πολλούς) άποψη, θεώρηση του κόσμου. Σε μια δεύτερη προσέγγιση υπονοεί την τραγικότητα του παράδοξου, όπως εμφανίζεται στην προσπάθεια του ανθρώπου να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια ζωή διαρκών αδιεξόδων και στις ανεδαφικές και ουτοπικές εξαγγελίες μιας καλύτερης ζωής. Καθόλου τυχαία το κείμενο του Ντοστογέφσκι έρχεται ως ένσταση στο έργο του Ν. Γ. Τσερνισέφσκι Τι να κάνουμε, έργο ιδιαίτερα επιδραστικό στην εποχή του, στηριγμένο σε μια θεωρία ουτοπιστική για έναν κόσμο δομημένο στις βάσεις του ορθολογισμού και της επιστήμης. Ο άνθρωπος του “Υπογείου” φέρνει τη δική του παραδοξότητα στον τέλειο αυτό κόσμο, διακηρύσσοντας πως ο εγωπαθής αμοραλισμός υπερβαίνει την “πειθαρχία” του ορθού λόγου, αρνούμενος το βασικό αξίωμα πως δύο και δύο κάνουν τέσσερα, δυναμιτίζοντας έτσι τον αστήρικτο ενθουσιασμό για μια νέα κοινωνία, έναν καινούργιο άνθρωπο. 

Οι εκδόσεις Άγρα επαναφέρουν στο προσκήνιο της συζήτησης το έργο αυτό του Ντοστογέφσκι, στη μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου (η ίδια μετάφραση είχε κυκλοφορήσει το 2007 από τις εκδόσεις Ίνδικτος), η οποία υπογράφει και την Εισαγωγή και τις κατατοπιστικές Σημειώσεις. Σκληρόδετη έκδοση με το μισό κρυμμένο πρόσωπο στο εξώφυλλο να παραπέμπει στην “υπόγεια”  θέα στον κόσμο.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Απόσπασμα

 

«Για τον Θεό –θα σας φωνάξουν–, δεν πρέπει να εξεγείρεστε: Δυο και δυο κάνουν τέσσερα! Η φύση δεν σας ρωτάει· δεν την ενδιαφέρουν οι επιθυμίες σας, ούτε σε ποιο βαθμό σας αρέσουν ή δεν σας αρέσουν οι νόμοι της. Οφείλετε να την αποδέχεστε όπως είναι, κι επομένως κι όλες τις συνέπειές της. Ο τοίχος λοιπόν είναι τοίχος… κλπ. κλπ.» Για τον Θεό, τι μ’ ενδιαφέρουν εμένα οι νόμοι της φύσης και η αριθμητική, όταν για κάποιο λόγο αυτοί οι νόμοι και το δύο και δύο ίσον τέσσερα δεν μου αρέσουν; Εννοείται πως δεν θα γκρεμίσω τον τοίχο αυτό με το κεφάλι μου, αφού δεν έχω όντως τη δύναμη να το κάνω, αλλά δεν θα συμφιλιωθώ κιόλας μόνο και μόνο γιατί έχω μπροστά μου έναν πέτρινο τοίχο και δεν έχω τις δυνάμεις να τον ρίξω. (σ. 43).

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

ΗΤΑΝ ΜΙΚΡΟΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ


ΗΤΑΝ ΜΙΚΡΟΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ




Ξεχάστηκα απροστάτευτο κι ανέμελο παιδί,
στις στράτες τ’ ουρανού, στου ήλιου τα αλώνια
κείθε του φεγγαριού, των αστεριών πιο δώθε
παίζοντας με τα όνειρα και τη ζωή μετρώντας.

Με παραφύλαγαν θεοί και μ’ αποπήραν
που πέρασα την πόρτα τους και μπήκα στις αυλές τους,
θαρρώντας πως βεβήλωνα τα όσια κι ιερά τους
κι απορημένος έφυγα πού τάχα να είχα φτάσει.

Έσκυψα κι αφουγκράστηκα της γης την καλοσύνη,
ένιωσα την ανάσα της να φτάνει απ’ τους ναούς της
κάλεσμα σε θύμησες  με προσευχές και ύμνους
κι ευτύχησα στον κόρφο της και στο γλυκό της βλέμμα.

Ήταν μικρός ο ουρανός  τ’ όνειρο  να χωρέσει.
Στα στήθια της η γη το κράταγε  ν’ αναπνέει.
Ξημέρωνε  στα μάτια σου και η ζωή βιαζόταν
κι αφέθηκα  στα χέρια σου  μαζί σου να τη ζήσω.

Γιώργος Αλεξανδρής 
(φωτογραφία: Paulina Klopot, η φωτογραφία από την Vogue)

Διώνη Δημητριάδου Μια Δοξαριά στον άνεμο Κριτικές επισημάνσεις και εννοιολογικές προσεγγίσεις στο έργο του Γιώργου Δουατζή Εκδόσεις Στίξις ΓΡΑΦΕΙ Η ΙΣΙΔΩΡΑ ΜΑΛΑΜΑ η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

 

Διώνη Δημητριάδου

 Μια Δοξαριά στον άνεμο

Κριτικές επισημάνσεις και εννοιολογικές προσεγγίσεις

στο έργο του Γιώργου Δουατζή

Εκδόσεις Στίξις

ΓΡΑΦΕΙ Η ΙΣΙΔΩΡΑ ΜΑΛΑΜΑ

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Διώνη Δημητριάδου: «Μια δοξαριά στον άνεμο»


 

Μόνο μια λέξη θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τη Δοξαριά στον άνεμο που καταθέτει η Διώνη Δημητριάδου στη μελέτη της για την ποίηση του Γιώργου Δουατζή: προίκα. Μια προίκα για το πώς ένας κριτικός λόγος μπορεί και ανατέμνει  τον ποιητικό λόγο χωρίς να τον τεμαχίσει, ακουμπώντας τον απαλά αλλά διεισδύοντας στα μεγάλα του βάθη. Μια προίκα για τον τρόπο με τον οποίο το επιστημονικό υπόβαθρο του κριτικού στέκει με το στιβαρό του εκτόπισμα κάτω από την αγαπητική προς την ποίηση προσέγγιση, ώστε αυτή να ανοίγεται στον κάθε αναγνώστη και να επιτυγχάνεται το «τέλος» (με την αριστοτελική σημασία της λέξης) του όλου εγχειρήματος, που αποτελεί και το «τέλος» της ποίησης του ίδιου του Δουατζή: το μοίρασμα. Μια προίκα για τον φιλόδοξο κριτικό κειμένων, που οφείλει να σταθεί όχι στο ύψος αλλά πίσω από το ύψος της γραφής, να καταυγάσει το αντικείμενο της εργασίας του και όχι να εξάρει τις δεξιότητες του υποκειμένου αυτής, σε μια αλαζονική συστροφή προς εαυτόν.

Μέσα σε 135 σελίδες το πολυδιάστατο έργο του μεγάλου δημιουργού παρελαύνει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη με έναν πραγματικά επιδέξιο τρόπο. Γιατί αποτελεί διακύβευμα για τον καθένα το να αναδείξει όχι μόνο την πνευματική κατάθεση του Δουατζή αλλά κυρίως τον άνθρωπο πίσω από αυτήν, δηλαδή την πνευματική και κοινωνική του υπόσταση, όπως αυτή σχηματοποιείται μέσα από τον μυθιστορηματικό, τον ποιητικό, τον δοκιμιακό και τον θεατρικό του  λόγο, αλλά και όπως επεκτείνεται μέσα από τις φωτογραφικές και εικαστικές του προσπάθειες. Αποτελεί διακύβευμα το να μην αδικήσεις το πλάτος και το εύρος της προσφοράς, την έγνοια που εμφωλεύει πίσω από τις λέξεις και τα νοήματα, τη βάσανο που έχει προηγηθεί του τελικού δημιουργήματος και, τέλος, την ηθική και κοινωνικοπολιτική αναγκαιότητα που εξυπηρετεί ένας δημιουργός που τελεί σε αέναη εγρήγορση, σε ατέρμονη ανησυχία για όλα τα τραύματα που οφείλει με την τέχνη του να επουλώσει.

Η ανάγνωση λειτουργεί αποκαλυπτικά για τον αναγνώστη. Η Διώνη Δημητριάδου μεθοδικά και στοχευμένα αγγίζει πτυχές του «πώς» και του «τι» της σκέψης και της γραφής του Δουατζή. Διεισδύει στο περιεχόμενο μέσα από τη μορφή και αναδεικνύει τη μορφή μέσα από το περιεχόμενο του Έλληνα δημιουργού, επισφραγίζοντας την αδιαίρετη ενότητα των δύο αυτών παραμέτρων στην τελική σύνθεση ενός πνευματικού προϊόντος. Μια εξαιρετική στιγμή της μελέτης συνιστά η αναφορά στη βασανιστική επιλογή των λέξεων, στη χαλιναγώγησή τους από τον Δουατζή, καθώς «Οι λέξεις είναι ζωντανές, έχουν ψυχή, κορμί, σάρκα και αίμα».[1] Η τιθάσευση αυτή, η επίμοχθη προσπάθεια η λέξη να αποδειχθεί «ικανή» κι αντάξια της ψυχής και της σκέψης συμπυκνώνεται περίφημα στις επίσης διαλεγμένες προσεκτικά λέξεις της Δημητριάδου, η οποία ακολουθεί το ίδιο μοτίβο, σε μια προσπάθεια υποστήριξης της δικής της ιδέας με τη μορφή που της δίνει: «Διαβάζοντας τον Δουατζή νιώθεις το “παιχνίδι” που έχει προηγηθεί με τις λέξεις, μέχρι να σταθούν η μία δίπλα στην άλλη, σ’ αυτή τη σειρά και όχι σε μια  άλλη οποιαδήποτε, προκειμένου να χαθεί όσο γίνεται λιγότερο από το συναίσθημα, το αρχικό βίωμα, τη σκέψη» (σελ. 20).

Μεγάλη μέριμνα της μελετήτριας είναι η ανάδειξη της ισορροπίας που κρατά ο σχοινοβάτης δημιουργός ανάμεσα στον μέσα και στον έξω κόσμο. Η Δημητριάδου, με αφορμή τον τρόπο και τον κόπο του Γιώργου Δουατζή επαναπροσδιορίζει τον ρόλο του πνευματικού ταγού μακριά από τις συνήθεις κορώνες που τον θέλουν διαθέσιμο να φωνασκεί σε κάθε διαθέσιμη ευκαιρία και τον τοποθετεί στο ενδιάμεσο της μοναχικής είσπραξης, κάποτε της διδακτικής και διδάσκουσας σιωπής και της κοινωνικής προσφοράς. Επιμένει στη λεπτή δεξιότητα του Δουατζή να ισορροπεί ανάμεσα στην αυτογνωσία, την κοινωνική γνώση και την προσωπική οριοθέτηση (σελ. 25) και, κυρίως, στην επιλογή να το επιτυγχάνει αυτό μέσα από τον χαμηλόφωνο, αυθεντικό και ειλικρινή λόγο. Στην εξομολογητική κατάθεση του Δουατζή σχετικά με τη σπουδαιότητα και τη σοφία της μοναξιάς μπροστά στα κελεύσματα και στις προκλήσεις των καιρών («Τέλος παρηγοριόμουν ότι οι μεγάλοι αγώνες δεν χρειάζονται σπουδαίους αλλά επί της ουσίας μόνους και μες στη σοφία της σιωπής ένιωθα πάντα χρήσιμος ως σκεπτόμενος ή αυτόχειρας») ο κριτικός κι εμβριθής λόγος διαβάζει την προσωπική αλλά και την κοινωνική ανάγκη να λειτουργεί «ο σκεπτόμενος άνθρωπος αφυπνιστικά απέναντι σε κάθε υπνώττουσα συνείδηση» όχι τόσο με το έργο του αλλά κυρίως «με τη συνολική του υπόσταση που θέτει τη γραφή του αλλά και τη στάση ζωής του στην ίδια ευθεία» (σελ. 27). Σε αυτό το πλαίσιο και με αυτό το τελευταίο δεδομένο σε θέση αυστηρής προϋπόθεσης, ο Δουατζής καταφάσκει υπέρ του τίτλου του «υπενθυμιστή», παρά του «καθοδηγητή» του λαού, μια διάσταση του χαρακτήρα του που επιλέγεται προσεκτικά από τη μελετήτρια στην προσπάθειά της να σκιαγραφήσει κοντά στο πορτρέτο του δημιουργού  και το ηθικό του καρδιογράφημα.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις αναφορές στη φιλοσοφική και ζωγραφική ένδυση του ποιητικού λόγου του Γιώργου Δουατζή. Όλα τα χαρακτηριστικά της δημιουργικής συγγραφικής του τέχνης προεκτείνονται από τη Δημητριάδου πέρα από τον άμεσο, τον προφανή τους σκοπό που υπηρετεί το ίδιο το δημιούργημα και το κοινό στο οποίο απευθύνεται σε ηθικό επίπεδο, ώστε να φωτιστεί η ποιότητα του ίδιου του δημιουργού. Γιατί αυτή αδιάσπαστη ενότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και στον λογοτέχνη έχει σημασία τόσο για τον Δουατζή όσο και για τη μελετήτρια · πρόκειται για μια ενότητα που τοποθετεί τον ποιητή, τον πεζογράφο, τον δοκιμιογράφο, τον θεατρικό συγγραφέα και τον καλλιτέχνη ενώπιον της μεγαλύτερής του ευθύνης απέναντι στο κοινό του: της ειλικρίνειας. Γιατί αυτή η απλή συνθήκη αποτελεί τη λυδία λίθο για να επιστεγαστεί η εναγώνια εκατέρωθεν προσπάθεια του μοιράσματος.

Γενναιόδωρη προς όλους εμάς κατάθεση αυτή η μελέτη, προίκα για τον τρόπο με τον οποίο μια εξαιρετική ποίηση μπορεί να βρει τον κρουνό εκείνον που θα τη μεταγγίσει στις κοινωνικές αρτηρίες, ώστε να λειτουργήσει ζωογόνα για το κοινωνικό σώμα. Για όλους/ες όσοι/ες αγαπούν την ποίηση και τον αγαπητικό λόγο που ξέρει να αναδεικνύει το σημαντικό, ανασύροντάς το από τον θολό χυλό που συχνά στις μέρες μας μεταμφιέζεται σε ποιητική δημιουργία.

Ισιδώρα Μάλαμα



[1] Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο (1956), κεφ. «Ο ποιητής».