Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

Ειρήνη Μπόμπολη Το μοίρασμα εκδόσεις Πνοή Γράφει η Παναγιώτα Π. Λάμπρη

 

Ειρήνη Μπόμπολη

 Το μοίρασμα

εκδόσεις Πνοή

 

Γράφει η  Παναγιώτα Π. Λάμπρη*



Ολοκληρώνοντας τη μελέτη του καινούργιου βιβλίου της Ειρήνης Μπόμπολη με τίτλο «Το μοίρασμα» (εκδ. Πνοή, 2024), ένιωσα πως πρόκειται για ένα πανηγύρι της μνήμης που αποτυπώθηκε στο χαρτί με επτά, μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης, διηγήματα, καθώς κι ένα διασκευασμένο παραδοσιακό παραμύθι. Μάλιστα, όσο από σελίδα σε σελίδα μυούμουν σ’ όλα εκείνα, τα οποία έγιναν αφορμή και έμπνευση γι’ αυτή, της μούσας Μνήμης την προστασία θάρρεψα πως είχε.

    Και τούτο, διότι η μνήμη, οδυνηρή ή μη, γίνεται αστείρευτος τροφοδότης της ζωής μας, αυτού που είμαστε, διεκδικεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το μεράδι της και κινητοποιεί εσώτερες δυνάμεις που δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε.  Εν προκειμένω, η Ειρήνη επικαλείται αρκετές φορές τη μούσα Μνήμη και κάπου, φιλοσοφώντας, γράφει: «Το ποτάμι κυλάει πάντα προς τη θάλασσα, αλλά αν σκεφτούμε τον κύκλο του νερού, δεν μπορούμε με σιγουριά να αποφανθούμε ποιο είναι το πριν και ποιο το μετά. Το βέβαιο είναι ότι η βραχεία ζωή μας είναι απλώς ένα μέρος αυτής της ροής. Εκτός και αν σπάσουμε τα στενά όρια της απτής μνήμης και πορευτούμε όχι σε προσδοκία μέλλοντος, αλλά σε αναζήτηση παρελθόντος. Τότε η ζωή μας αποκτά το βάθος που της ανήκει. Θα βοηθήσουμε τη μνήμη με τη φαντασία και τη γραφή. Θα ακολουθήσουμε, γράφοντας, το ποτάμι που κυλούσε και κυλάει ανάμεσά μας, στον ίδιο τόπο, στον τόπο μας, δίνοντας υπόσταση στην ύπαρξή μας και συνάμα αιωνιότητα.» (σ. 51)

    Το ποτάμι, το οποίο συνδέει ως ομφάλιος λώρος τα διηγήματα του βιβλίου και δένει ιδιότυπα τη ζωή της Ειρήνης με τον τόπο που τη γέννησε, είναι ο Άραχθος! Είναι ο αρχαίος θεός, Άραχθος! Είναι ο Θεοπόταμος, ο Μέγας, ο Φείδαρης, ή απλά, το Ποτάμι! Είναι και η μνήμη των ανθρώπων που πέριξ κατοικούν, είναι η μνήμη και η αφορμή για άπειρες μνήμες της συγγραφέως, η οποία μας μυεί στο τι είναι αυτό καθαυτό το συγκεκριμένο ποτάμι, τι είναι για την ίδια, τι κουβαλάει από τη ζωή του τόπου και των ανθρώπων και πώς την επηρεάζει, αλλά και τι μπορεί να σημαίνει για περισσότερους.  Διότι το ποτάμι, που αενάως κινείται, που «δεν έχει χρόνο», αλλά «είναι ο χρόνος» (σ. 44), λειτουργεί διττά. Γίνεται δημιουργός ζωής και δωρητής, αλλά και φορέας θανάτου. Φέρνει και παίρνει, χωρίς κανέναν να ρωτήσει. Που σημαίνει πως η αρχέγονη δύναμή του λειτουργεί ερήμην των ανθρώπων, οι οποίοι, ζώντας δίπλα του, μαθαίνουν γι’ αυτή και γνωρίζουν τα δικά τους όρια, διότι ο ποταμός είναι αυτός που δίνει το μέτρο κι αν δεν τον σεβαστείς θα υποστείς τις συνέπειες.

    Βέβαια, το ποτάμι, που «είναι το πιο όμορφο που έχει δει» (σ. 11) η Ειρήνη, διατρέχοντας την κοιλάδα, εκτός από τα υπέροχα τοπία που διαμορφώνει, δημιουργεί κι ένα ιδιότυπο μοίρασμα, ενώνει και χωρίζει τους ανθρώπους που εκατέρωθεν της κοίτης του κατοικούν, τους «αποπέρα» και τους «αποδώθε», καθορίζοντας τους χαρακτήρες, την ψυχοσύνθεση, τις ασχολίες, καθώς και τους συγγενικούς, τους κοινωνικούς, τους ιστορικούς δεσμούς που αναπτύχθηκαν μεταξύ τους και ως σήμερα, δεδομένων των συνθηκών, συνεχίζονται.  

    Και οι άνθρωποι που κινούνται στα διηγήματα του βιβλίου, πάντα με κέντρο το ποτάμι, ως κομμάτι του τόπου αναπόσπαστο υπάρχουν και δρουν, αν και κάποιες φορές εξωγενείς παράγοντες και πρόσωπα ξένα εμφανίζονται και επηρεάζουν ποικιλότροπα τη ζωή τους, συχνά αναπότρεπτα. Οι περιπτώσεις του σκληρού δασκάλου στο διήγημα «Ο Λάμπρος» και του Λευτέρη στο διήγημα «Ο ξένος» αποτελούν ξεχωριστά παραδείγματα, που αναδεικνύουν κοινωνικά ζητήματα της εποχής, στην οποία αναφέρονται, αλλά και τον τρόπο που τα αντιλαμβάνονται και τα διαχειρίζονται όσοι εμπλέκονται σ’ αυτά.  

    Στα διηγήματα, πέραν άλλων, συναντούμε και οικεία πρόσωπα της γράφουσας, τα οποία είναι σαν κάπου να τα έχουμε συναντήσει, ειδικά όσοι σε κοντινά μέρη ζήσαμε. Αλλά κι εκείνοι που δεν έχουν ανάλογες εμπειρίες, διαβάζοντας, μπαίνουν στη χρονομηχανή και ανιχνεύουν τη ζωή ανθρώπων μιας παρελθούσας εποχής, όπου στόχος δεν ήταν η επιδίωξη της άμετρης απόκτησης υλικών αγαθών, αλλά η ζωή αυτή καθ’ αυτή, που συχνά αναπτυσσόταν με τη μορφή της επιβίωσης, η οποία όμως δεν τους στερούσε την αναζήτηση της χαράς, ούτε την προσδοκία για βελτίωση των υφιστάμενων συνθηκών που θα οδηγούσαν στην πνευματική και στην κοινωνική τους ανέλιξη.  

    Ουσιαστικά, πρόκειται για τη ζωή των φυσικών ανθρώπων, στους οποίους ύμνους αναπέμπει η Ειρήνη Μπόμπολη. Άλλωστε, τους γνωρίζει πολύ καλά, αφού κοντά τους γαλουχήθηκε στα πρώτα, καθοριστικά για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός εκάστου χρόνια. Και θαύμασε την καρτερία τους, τη στωική στάση στα δύσκολα της ζωής, την ανθρωπιά τους, τη συμφιλίωση με τη φύση, της οποίας το πρόσωπο πολλαπλά γνωρίζουν, την αποδοχή του αδήριτου, την αγωνιστικότητα που δεν αφήνει περιθώρια για παραίτηση και άλλα πολλά.

    Έτσι, εναλλάσσοντας το πρώτο με το τρίτο πρόσωπο στην αφήγηση, βλέπουμε τη συγγραφέα να κινείται και να δρα ανάμεσά τους, να μαθαίνει απ’ αυτούς, ν’ αναδεικνύει χαρακτήρες και συμπεριφορές, ν’ ανακαλύπτει τον κόσμο σε πολλές εκφάνσεις του. Να ενσωματώνει, επίσης, με ξεχωριστό τρόπο στοιχεία της παράδοσης, όπως, για παράδειγμα, στο διήγημα «Ο γάμος», όπου το έθιμο του «παντρέματος του ποταμού» είναι κάτι περισσότερο από αυτή καθαυτή την παράδοση. Και γράφει: «Αυτό το γλεντοκόπι κρατούσε περίπου μια ώρα. Ήταν το έθιμο «το πάντρεμα του ποταμού». Γινόταν κάθε φορά που παντρεύονταν άνθρωποι από τους δύο διαφορετικούς αυτούς κόσμους, τους «αποπέρα» και τους «αποδώθε». Έλεγαν ότι μετά απ’ αυτό ο ποταμός θα δώσει σημάδι για τη ζωή του ζευγαριού. Το θεωρούσαν ένα είδος εξευμένισης της μοίρας, αλλά εδώ η μοίρα ήταν ο Άραχθος.» (σ. 39)

    Στις ιστορίες της Ειρήνης διακρίνεται μια αδιόρατη νοσταλγία, για όσα έζησε και απωλέστηκαν στη ρύμη του χρόνου και την ακολουθούν, εν προκειμένω και την εμπνέουν. Δεν φαίνεται όμως να επιθυμεί την επιστροφή σε κείνον τον ιδιότυπο παράδεισο της παιδικής ηλικίας, αφού έτσι κι αλλιώς, εκτός από το ποτάμι και το φυσικό τοπίο που παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα, όλα τ’ άλλα έχουν αλλάξει, μια και οι άνθρωποι που τους έδιναν νόημα δεν είναι πια εκεί. Πολύ περισσότερο, που κάθε  επιστροφή «στον τόπο που ερήμωσε» της αποκαλύπτει αλλαγές που την πληγώνουν. Ακόμα και στην πόλη, στην Άρτα, παρόμοια νιώθει, αφού αρκετά από κείνα που συνιστούσαν γι’ αυτή μνήμη και ζωή θάλλουσα έχουν χαθεί.  

    «Ύστερα από δέκα λεπτά έμπαινε επιτέλους στον χώρο του σύγχρονου παζαριού με λαίμαργη διάθεση.», γράφει. «Η πρώτη εικόνα την ακινητοποίησε για λίγο και την άφησε άφωνη. […] Αντί για ζώα, βρήκε πλαστικά κατασκευάσματα που τα ονόμαζαν «κούκλες». Αντί για βελέντζες, νάιλον κουβερλί. Αντί για «γύρο του θανάτου», έναν θάνατο κάθε γνήσιου κατάλοιπου του αλλοτινού μουχούστι, ενός θεσμού που ξεκίνησε από την τουρκοκρατία. Ακατάστατα εμπορεύματα, άσχετα μ’ αυτόν τον τόπο, και ακατάστατοι θορυβώδεις επισκέπτες. Ένας θεσμός που τόνωσε για αιώνες την τοπική οικονομία, ρημάχτηκε από την παγκοσμιοποιημένη αγορά. Μια εκκωφαντική μουσική που δεν έμοιαζε με τίποτα, παρά μόνο ενοχλούσε ακόμα και τα πιο ισχυρά ώτα, την έδιωξε άρον άρον από τον χώρο.» (σ. 119)

    Όποιος πάρει στα χέρια του «Το μοίρασμα» της Ειρήνης Μπόμπολη θα μαγευτεί από τις ιστορίες της, θα γνωρίσει έναν άγνωστο, ίσως, κόσμο, θα επικοινωνήσει με γνήσιους φυσικούς ανθρώπους, θα μάθει γι’ αυτούς και τις ασχολίες τους, θα εντρυφήσει σε μύθους και παραμύθια, θα κινδυνεύσει να πλανευτεί από ξωθιές, θα γνωρίσει έθιμα, θα συναντήσει ιδιωματικές λέξεις, αναπόσπαστο κι αυτές κομμάτι του τόπου, θα θαυμάσει την ομορφιά του τοπίου, θ’ αντιληφθεί κατά το δυνατόν τη φυσιογνωμία του Αράχθου και, ίσως, επιθυμήσει να τον δει και να τον αφουγκραστεί από κοντά.

    Και τούτο, διότι ο Άραχθος, «[…] δεν είναι ένα απλό ποτάμι. Για να διαβεί και να φτάσει στη θάλασσα του Αμβρακικού έστρωσε ζαφειρένιο χαλί από λευκά κρόταλα, πέτρες ολόλευκες και υπόλευκες. Έτσι, όλη η κοίτη του είναι λευκή, επειδή όμως εκτός από όμορφο είναι και ατίθασο, η κοίτη του δεν είναι σταθερή. Άλλοτε απλώνεται, άλλοτε μαζεύεται, άλλοτε αλλάζει διαδρομή, άλλοτε διακλαδίζεται και σχηματίζει μικρά νησάκια. Έτσι, δίπλα στα νερά του, εκατέρωθεν, απλώνεται μεγάλης έκτασης αιγιαλός κατάλευκος που του δίνει μοναδικότητα εκπληκτική, και το κυριότερο, το κάνει να ξεχωρίζει από μακριά ακόμα και στο βαθύ σκοτάδι. Ένα τεράστιο κατάλευκο φίδι το ποτάμι μας που διασχίζει με ορμή και πάθος την κοιλάδα των ορεινών Τζουμέρκων μέχρι τον κάμπο της Άρτας, όπου και ημερεύει χάνοντας και μέρος της φυσιογνωμίας του.» (σ. 12)

    Το βεβαιώνω κι εγώ, που είμαι από τους «αποπέρα», το κάλλος του ποταμού, ευχόμενη στην Ειρήνη Μπόμπολη, «Το μοίρασμά» της να ταξιδέψει σε πολλές καρδιές. Το αξίζουν αυτό το ταξίδι τα διηγήματά της, διότι κομίζουν έναν πιο απλό, γνήσιο, μη επιτηδευμένο κόσμο, ο οποίος όλο και σπανίζει στις μέρες μας. Και τον έχουμε ανάγκη αυτόν τον κόσμο, έστω και ως παράδειγμα, διότι ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτόν ζούσε αρμονικά με τη φύση, σεβόμενος την ίδια και τη δύναμή της, κάτι που ο άνθρωπος της εποχής μας δεν πράττει εν πολλοίς, υφιστάμενος, όχι σπάνια, τις συνέπειες.  

Παναγιώτα Π. Λάμπρη

*η Παναγιώτα Π. Λάμπρη είναι   πεζογράφος, ποιήτρια

   

 

  

    

   

 

 

   

 

ΝΕΕΣ ΚΥΚΌΦΟΡΙΕΣ Anna Musewald Τα πράσινα και κίτρινα πιόνια Εκδόσεις Πηγή

 ΝΕΕΣ ΚΥΚΌΦΟΡΙΕΣ


Anna Musewald
Τα πράσινα και κίτρινα πιόνια
Εκδόσεις Πηγή

 


 

Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πηγή το μυθιστόρημα της Άννας Μούζεβαλντ «Τα πράσινα και κίτρινα πιόνια», μία περιπέτεια φαντασίας εμπνευσμένη από τους ελληνικούς μύθους της Κνωσσού.
Μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, ο Στέφαν όχι μόνο χάνει τη μνήμη του, αλλά όταν συνέρχεται συμπεριφέρεται εντελώς παράταιρα με τη μέχρι πριν από το ατύχημα συμπεριφορά του. Οι φίλοι του και συμμαθητές του -τρία αγόρια και ένα κορίτσι-, μέσα από ένα παράξενο γράμμα, με αποστολέα την άγνωστη Υακίνθη, ανακαλύπτουν ότι για να βοηθήσουν τον Στέφαν να ξαναβρεί τον εαυτό του πρέπει να πάρουν μέρος στους αγώνες ενός παράξενου και πολύ επικίνδυνου παιχνιδιού, που παίζεται χωρίς διακοπή από τα βάθη των αιώνων. Η πίστα του παιχνιδιού βρίσκεται καλά κρυμμένη στις όχθες του ποταμού Λόιζαχ, στο Γκάρμις της Βαυαρίας. Ακολουθώντας την Υακίνθη, που είναι η ψυχαγωγός της ομάδας τους, και με μπροστάρη τον Ανδρέα θα συμμετάσχουν σε αγώνες και θα έρθουν αντιμέτωποι με πολλές παράξενες και επικίνδυνες καταστάσεις, είτε υπερασπιζόμενοι τους εαυτούς τους είτε ακόμα και το ίδιο το παιχνίδι. Οι νεαροί θα ανακαλύψουν την πραγματική σημασία του παιχνιδιού μόνο όταν φτάσουν στην όχθη του ποταμού που διασχίζει την πίστα του παιχνιδιού.
Ένα παιχνίδι γεμάτο περιπέτεια και αγωνία ξεκίνησε μόλις έπιασες στα χέρια σου αυτό το βιβλίο. Μόνο μια ομάδα μπορεί να φτάσει ως το τέλος. Αντέχεις να μάθεις όλη την αλήθεια;

 

Βιογραφικό


Η Anna Musewald (Άννα Μούζεβαλντ) γεννήθηκε στην Ελλάδα αλλά από το 1998 ζει μόνιμα με την οικογένειά της στο Μόναχο της Γερμανίας. Εργάζεται σαν οικονομικός και φορολογικός σύμβουλος, αλλά τον ελεύθερο χρόνο της τον αφιερώνει στο φανταστικό κόσμο των βιβλίων είτε διαβάζοντας τις ιστορίες που έχουν φανταστεί άλλοι, είτε γράφοντας η ίδια τις ιστορίες που θα της άρεσε να διαβάσουν οι άλλοι. Ξεκίνησε να γράφει ιστορίες για παιδιά. Στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί: «Στην αναζήτηση της χαμένης ομορφιάς» (εκδ. Πατάκη, 2003) και «Ο φύλακας της Ερμίν» (εκδ. Κέδρος, 2008). Τα τελευταία χρόνια έχει γράψει αρκετές ιστορίες για ενήλικες, αλλά ποτέ δεν έφυγε από τον κόσμο του φανταστικού.

 

Εκδόσεις Πηγή
Μαλέας 11, 54634 Θεσσαλονίκη, Τηλ. 2311 272803

Ανακοίνωση Συνεργασίας του BookPoint με το JukeBooks

 

Ανακοίνωση Συνεργασίας του BookPoint 

με το JukeBooks

 


Το BookPoint του ΟΣΔΕΛ, η πιο ολοκληρωμένη βιβλιογραφική βάση δεδομένων η οποία υποστηρίζει ολιστικά την ελληνική αγορά βιβλίου και η ελληνική συνδρομητική πλατφόρμα ακρόασης audiobooks, JukeΒooks, ανακοίνωσαν τη στρατηγική τους συνεργασία.

Μέσα από αυτή τη συνέργεια, μια πλατφόρμα που παρέχει ηλεκτρονικά μια μεγάλη συλλογή από ηχητικά βιβλία συναντά τις πληρέστερες εγγραφές της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής. Ο στόχος είναι διττός: αφενός, η διευκόλυνση των επαγγελματιών του χώρου – εκδοτών, βιβλιοπωλών και δημιουργών – στη διάθεση και προβολή της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής αλλά και των audiobooks, και αφετέρου, η ενημέρωση του ευρύτερου κοινού για τους τίτλους που κυκλοφορούν με αυτή τη συναρπαστική, νέα μορφή ανάγνωσης.

Η συνεργασία των δύο εταιρειών σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα προς την πληρέστερη ενημέρωση όλων των παραγόντων της αγοράς και των αναγνωστών για όλες τις μορφές βιβλίων που κυκλοφορούν στην Ελληνική αγορά αναδεικνύοντας και το ηχητικό βιβλίο.

Δείτε και το σχετικό βίντεο της εκδήλωσης εδώ:

 youtube.com/watch?v=6s6qNNWYXGQ&ab_channel=%CE%9F%CE%A3%CE%94%CE%95%CE%9B-OSDEL

 

BookPoint
Θεμιστοκλέους 73, Αθήνα 106 83, τηλ.: 2103849118

 

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

Ω! ΘΕΕ ΜΟΥ . . . ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

 Ω!  ΘΕΕ  ΜΟΥ . . .

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ



Βαθύς ο ίσκιος της ζωής
πίσω από θλιμμένα μάτια
κι αυτό το δράμα της ψυχής,
θρήνος σε άγνωστα μονοπάτια.
Ω! Θεέ μου,
παρηγόρησέ με!

Αίμα εδώ και αίμα εκεί,
δρόμοι γεμάτοι δάκρυ,
ποιοι άραγε σ’ αυτή τη γη
το μίσος  θα φέρουνε στην άκρη;
Ω! Θεέ μου,
αξίωσέ με!

Τα χέρια επάνω στη φωτιά
και οι φωνές πολεμική κραυγή,
ποια θα είναι αυτή η γενιά
που θα φέρει μιαν άλλη εποχή;
Ω! Θεέ μου,
αναθάρρησέ με!

Μετανάστες και όμηροι
σε ανθρώπινα παζάρια,
τι δυστυχία οι κακόμοιροι,
αιχμάλωτοι σε κελάρια.
Ω! Θεέ μου,
αντρείεψέ με!

Πού να πάνε να προσκυνήσουν,
σε ποιον τόπο να σταθούν,
τη ζωή τους ν’ αγαπήσουν
χωρίς το αύριο να φοβηθούν;
Ω! Θεέ μου,
ευλόγησέ με!

Μικρά παιδιά στην απονιά,
απόκληρα κι ορφανά στο δρόμο,
σε ποια θα γείρουν αγκαλιά
χωρίς σπαραγμό και τρόμο;
Ω! Θεέ μου,
προστάτεψέ με!

Δύσκολοι κι απέλπιδες καιροί
δίχως δίκιο και σεβασμό,
με ποια ευχή τόσοι καημοί
θα βρούνε λυτρωμό γλυκό;
Ω! Θεέ μου,
φυγάδεψέ με!

Η αντιδικία θρονιασμένη
με τα πάθη ως αρετή
και η κοινωνία διχασμένη
δίχως έρμα και ντροπή.
Ω! Θεέ μου,
γρηγόρεψέ με!

Την ειρήνη πού να καρτερέψουν,
ποιους ηγέτες να εμπιστευθούν
πώς εκδικητές να ημερέψουν,
σε ποιους σωτήρες να στραφούν;
Ω! Θεέ μου,
προφύλαξέ με!

Ικέτες ιεροί στη δύναμή Σου
να  ‘βρει η φιλία χώρο και σκεπή
να ‘ναι αρμονία η θέλησή Σου
των ανθρώπων, και σοφίας ηθική.
Ω! Θεέ μου,
ευτύχισέ με!

Γιώργος  Αλεξανδρής

Φωτογραφία: Pierre Pelegrini

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Το σκάλωμα νουβέλα Δημήτρης Στατήρης εκδόσεις Γκοβόστη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη μου ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Το σκάλωμα

νουβέλα

Δημήτρης Στατήρης

εκδόσεις Γκοβόστη

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη μου ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Ο κοινωνικός και ο φαντασιακός ρόλος • Fractal

 


Ο κοινωνικός και ο φαντασιακός ρόλος

 

Μπορεί μια νουβέλα να ενσωματώσει μια, τρόπον τινά, ανάλυση της έννοιας των κοινωνικών ρόλων; Να δώσει το κοινωνικό περίβλημα του ρόλου; Να στραφεί προς την εσώτερη αποδοχή ή την απόρριψή του από το άτομο, ενδεχομένως τη δυνατότητά του να τον υπερβεί ή αλλιώς τον συμβιβασμό με τον εγκλωβισμό του στα πολλαπλά γρανάζια του, αδυνατώντας να δει την προοπτική μιας καθοριστικής αλλαγής της ζωής του;

Τα ερωτήματα αυτά προκύπτουν από την ανάγνωση του καινούργιου βιβλίου του Δημήτρη Στατήρη. Καθώς προχωράει με έναν καταιγιστικό ρυθμό η πλοκή, αντιλαμβάνεσαι πως, για μια ακόμη φορά, η γραφή έχει τη δύναμη να πάει πιο πέρα από μια συναρπαστική υπόθεση, που σχεδόν προσιδιάζει σε θρίλερ – σημαδιακό το εξώφυλλο. Ο ήρωας του Στατήρη, ένας πολύ καθημερινός άνθρωπος, που δεν τον προσέχεις καν, αιφνιδίως βρίσκεται μπροστά στην ευκαιρία να αποκτήσει πολύ χρήμα, μέσα από ένα κερδισμένο δελτίο τυχερού παιχνιδιού. Τι είναι αυτό που τον κάνει να αναβάλλει διαρκώς την εξαργύρωσή του; Να μένει προσκολλημένος στο οικογενειακό και εργασιακό του περιβάλλον (λειψά και τα δύο), στον κρυφό του έρωτα για την όμορφη Μάρα, να υφίσταται την προσβλητική έως και κακοποιητική συμπεριφορά του συναδέλφου του στην καφετέρια που εργάζεται; Θα μπορούσε να αποτινάξει από πάνω του ό,τι τον κακοφορμίζει, έτσι όπως ταιριάζει με το δύσμορφο πρόσωπο και σώμα του. Τι τον κάνει στην ουσία να αρνείται (δεν το παραδέχεται ποτέ) και όχι απλώς να καθυστερεί τη θεαματική αλλαγή των δεδομένων της ζωής του;


Στο οπισθόφυλλο τίθεται το ερώτημα αν τα χρήματα φέρνουν την εξιλέωση. Θεωρώ πως το κεντρικό θέμα της νουβέλας δεν είναι αυτό. Τα χρήματα στην προκειμένη περίπτωση είναι ένα «όχημα» που κινητοποιεί τη σκέψη του ήρωα για να καταδυθεί κατόπιν αυτός στο πιο ουσιαστικό ερώτημα, υπαρξιακό φυσικά. Πόσο ισχυρός είναι ο κοινωνικός ρόλος που έχουμε ενδυθεί, και πόσο υπαρκτή εν τέλει η δυνατότητα απόσεισής του; Οι κοινωνικοί ρόλοι, μοιάζει να λέει ο Στατήρης, έχουν μια δυναμική, που ενισχύεται από το στερεότυπο περίβλημά τους (δουλεμένο γερά από τις κοινωνικές συνθήκες), αλλά περισσότερο από την αναγκαία αποδοχή του ιδεολογικού πυρήνα τους, που φθάνει πολύ βαθιά, σκαλώνει μέσα στην ψυχή και δεν το κουνάει ρούπι. Πώς θα μπορέσει να υπερβεί αυτός ο συγκεκριμένος επινοημένος μυθοπλαστικά τύπος ήρωα –αυτός περισσότερο από τον καθένα– το υπερμέγεθες εμπόδιο που υψώνεται όχι μπροστά του αλλά μέσα του; Η απόσταση που τον χωρίζει από το πρακτορείο που θα εξαργυρώσει το δελτίο αποκτά τεράστιες για τις δυνατότητές του διαστάσεις. Κι αυτό γιατί έχει πάρει μέσα του ο καινούργιος ρόλος του μια μορφή φαντασιακή, δυσθεώρητη στο ύψος της. Δεν θα κάνει το καθοριστικό βήμα, γιατί δεν το αντέχει. Η ζωή, όμως, θα τον οδηγήσει σε μια πράξη που από μόνη της υπερβαίνει όλες τις αποδεκτές κοινωνικές συμβάσεις.

 

Η γραφή του Στατήρη εξελίσσεται σταθερά από βιβλίο σε βιβλίο και ως προς τη θεματική, κυρίως, όμως, ως προς τη μορφή. Εγκαταλείπει πλέον τον συνεχή  λόγο που καταργούσε τις παραγράφους, διατηρεί ωστόσο την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, καλύτερα δουλεμένη αυτή τη φορά, με έμφαση όχι τόσο στις περιγραφές, τις οποίες έχει αρκετά περιορίσει, αλλά στον ψυχαναλυτικό μονόλογο, που ενισχύεται από τον ασθματικό αφηγηματικό ρυθμό. Έχω, όμως, τη γνώμη πως η ανάγκη του να δημιουργήσει ξανά μια ιστορία που θα οδηγηθεί απρόσμενα σε μια ακραία, δραματική κορύφωση, στερεί από το κοινωνικό σχόλιο την αναμενόμενη περαιτέρω ανάπτυξη. Θα έλεγε, βέβαια, κάποιος «ουδέν κακόν αμιγές καλού», κυρίως για την αποδοχή από το αναγνωστικό κοινό, καθώς  η τροπή αυτή προσδίδει στη νουβέλα ένα σασπένς, ενισχυόμενο από τις, σχεδόν σαν κινηματογραφικές σεκάνς, σκηνές. Το ζήτημα, φυσικά, εδώ έγκειται στη συγγραφική πρόθεση, όμως αυτό μας πηγαίνει πολύ μακριά.

Διώνη Δημητριάδου


 

Απόσπασμα

 

Κοίτα να δεις που όλη αυτή η ιστορία γεννάει ολοένα και περισσότερες σκέψεις μέσα μου. Λογικά θα περίμενε κανείς να το ρίξω έξω. Αγορές, ηδονές και τα σχετικά. Να αποκτάω όσα υλικά αγαθά γουστάρω χωρίς να με νοιάζει τίποτα και κανένας. Να απολαμβάνω φρέσκια σάρκα και κάθε λογής καλούδια. Να μου μιλάνε στον πληθυντικό λες και ποιος ξέρει τι έχω κάνει για να αξίζω τον σεβασμό τους. Θα γίνω μια κρεατομηχανή που θα καταναλώνει μέχρι να στουμπώσει και να σκάσει. Τι κι αν δεν φέρθηκα καλά στον έναν ή αν πλήγωσα τον άλλον; Ψιλά γράμματα μπροστά στο φαγοπότι των εκατομμυρίων. Άντε να το πω λίγο πιο κομψά. Θα είμαι μια κρεατομηχανή με ψυχή. Άκυρο. Ούτε για τίτλος σε μαύρη κωμωδία δεν κάνει. Τέλος πάντων. Τα πόδια μου βάρυναν, στρίβω σε ένα στενό. «Μήπως παίρνω το τομάρι μου πολύ στα σοβαρά:» αναρωτιέμαι. Περαστικοί πηγαινοέρχονται στα πλαϊνά του στενού. Αγνοούν την ύπαρξή μου. (σ. 21).

 

 

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ Χύμα Εκδόσεις Οδός Πανός Ψάλατε άσμα νέον! Γράφει η Δήμητρα Ρούσσου

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

Χύμα

Εκδόσεις Οδός Πανός 

 

 

Ψάλατε άσμα νέον!


 

Γράφει η Δήμητρα Ρούσσου

 



Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος εξέδωσε πρόσφατα, από τις Εκδόσεις Οδός Πανός, ένα

μ ο ν α δ ι κ ό βιβλίο· το ‘Χύμα’. Ο ίδιος το χαρακτηρίζει ως Ηθιστόρημα και αναφέρει στη σύντομη εισαγωγή: «...Έγραφα τσαλαβουτώντας άτσαλα πάνω στα πλήκτρα μα κι εντελώς αλογόκριτα μέσα στη μνήμη και τη φαντασία, ξεδιπλώνοντας υπαρκτούς κι ανύπαρκτους έρωτες· αλήθειες σαν ψέματα, ψέματα σαν αλήθειες, λογής-λογής πιθανά κι απίθανα αγκαλιάσματα…».

Τα τέσσερα κύρια πρόσωπα του βιβλίου, γύρω στα σαράντα όλοι, είναι διάφανα σαν κύβοι από γυαλί. Ο αφηγητής δεν περιγράφει ποτέ τα πρόσωπά τους· το κορμί τους ναι. Η Σοφία, τελείως έκλυτο πλάσμα· άψογο παιδί μα διόλου αθώα και πάντα γυμνά γυμνή, είναι η ερωμένη του αφηγητή.  Η Meg, Δυτική,  από  άλλο κόσμο· Αγγλίδα. Φρέσκια, ζωηρή· μια δροσερή γλύκα, σαν κόκκινο ζαχαρωτό γλειμμένο, που προσπαθεί να καταλάβει. Είναι η σύντροφος του αφηγητή. Ο Στέφανος, πετυχημένος επαγγελματίας, είναι ο άντρας της Σοφίας, κι ο Φίλιππος είναι ο αφηγητής. Και οι δυο τους είναι φιλήδονα ωμοί και τρυφερά διαβολικοί. Θέλουν να μοιραστούν τις γυναίκες τους. Δυο ή και τρεις μαζί. Κάθε νεύρο του αφηγητή έχει κιόλας ευλογηθεί με την αίσθηση του κορμιού της Σοφίας· σεξ σαν καραμέλα από εκχύλισμα κάκτου, με μιαν ουδέτερη μηχανική στο συναίσθημα. Είναι όμως άπειρα όμορφα φτιαγμένο όλο αυτό απ’ τον Αλέξανδρο Αδαμόπουλο!

 

Ψηλαφίστε την αχνή αψάδα του ιδρώτα των κορμιών· θρυμματισμένο πάγο, έναν ώριμο χουρμά που κολλάει, έναν βαθύ παλιό πόνο. Ανήκουμε στο κείμενο. Πάντα γράφουμε για ένα κείμενο που του ανήκουμε. Πιστεύω πως το ίδιο θα αισθανθεί κι ο αναγνώστης διαβάζοντας το ‘Χύμα’. Γιατί στο ‘Χύμα’ το γυμνό κορμί σβήνει την εποχή. Η μυρωδιά του δημιουργεί μεθυστικές διαλείψεις. Στο ‘Χύμα’, στον έρωτα, κανείς απ’ τους ήρωες δεν είναι ζώο σε ‘αμφεταμινικό’ ρυθμό, μα έχει την ανάγκη να κερδίσει τις στιγμές της έκστασης συνειδητά. Στο ‘Χύμα’ δεν πέφτει η νύχτα σαν πέπλο από αλκοολικά τριαντάφυλλα. Είναι ηλιόλουστο και σπαρταριστά ζωντανό. Καίει σαν τα τρελά φεγγάρια της καλοκαιρινής θάλασσας.  Είναι ηδονικό και νοήμον.

Με το ‘Χύμα’ η ζωή μάς φαίνεται λαμπερή πάλι, ατίθαση -στην πρίζα. Προφανώς έχει και λύπες που νοτίζουν σαν κρυφή υγρασία, το εκστατικό φως της ηδονής. Έχει πίκρες βαθιές, παλιά τραύματα -σφήνες στο φως. Κι εκείνες οι σπαραχτικές τελευταίες σελίδες του ακόμα πιο πολύ. Και το μείζον: Το ‘Χύμα’ γεννήθηκε μέσα στο ελληνικό φως και στον ήλιο κι όχι κάτω απ’ τον μολυβή ουρανό της Δύσης.

 

Σκέφτομαι: Τι ήταν η ρομαντική σχολή στη Γερμανία; Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η

αφύπνιση της ποίησης του Μεσαίωνα, όπως αυτή είχε εκδηλωθεί στα τραγούδια, στα έργα γλυπτικής και στα οικοδομήματά του. Αυτή όμως η ποίηση, προερχόταν απ’ τον Χριστιανισμό· ήταν λουλούδι του Πάθους που φύτρωσε από το αίμα του Χριστού. Δεν γνωρίζω αν αυτό το μελαγχολικό λουλούδι, που στην Γερμανία το λένε “Passionsblume” (ανθός του θείου Πάθους· ‘παθανθός’) έχει και στη Γαλλία το ίδιο όνομα, ούτε αν ο θρύλος του αποδίδει και εκεί την ίδια μυστική προέλευση. Είναι το λουλούδι εκείνο με το ασυνήθιστα απαίσιο χρώμα, που στον κάλυκά του βλέπουμε να απεικονίζονται τα σύνεργα με τα οποία βασάνισαν τον Χριστό στη Σταύρωση: Τα σφυριά, το ακάνθινο στεφάνι, τα καρφιά. Ένα λουλούδι καθόλου άσχημο· εφιαλτικό όμως, που κοιτώντας το νοιώθει κανείς ευχαρίστηση ανάμεικτη με φρίκη, όμοια με τις γλυκές συσπάσεις που βγαίνουν μέσα απ’ τον πόνο τον ίδιο. Από αυτή την άποψη το λουλούδι αυτό θα μπορούσε να είναι το πιο κατάλληλο σύμβολο του ίδιου του Χριστιανισμού, που η πιο φρικιαστική γοητεία του έγκειται ακριβώς στην ηδονή του πόνου. Στο ‘Χύμα’, όμως, η ηδονή είναι ηδονή· κόβει σύρριζα τον ‘παθανθό’ και δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτόν!

 

Γιατί σίγουρα η Σοφία, η ερωμένη του αφηγητή, δεν είναι κάποια από τις οδαλίσκες του Matisse, στολισμένη με μαλαχίτη και ίασπι, με χυτά μαλλιά λουσμένα στους χυμούς των φρούτων, τυλιγμένη με ηδονικά βλέμματα κάτω από λευκά περιστέρια που πετούν και ραμφίζουν τις παγερές αχνογάλανες φλέβες των Άλπεων. Είναι ατόφιος άνθρωπος, όπως και όλα τα πρόσωπα στο βιβλίο. Στέκουμε αμήχανοι με τη γυμνή αλητεία του αίματός τους· όμαιμες ψυχές. Ο ίλιγγος των πεταλούδων. Η Γενετήσια χλόη και η Ομορφιά. Σφαγή στον αυχένα· με απλές λέξεις που έχουν χάσει το χνούδι τους και ξαναβρήκαν επιτέλους το αληθινό αρχικό τους νόημα.

 

Το βιβλίο δεν είναι διόλου ερωτικό. Εν τούτοις η Σοφία τον νιώθει τέλεια τον αφηγητή· έχει τον έλεγχο του πιο μύχιου είναι του. Κάνει λεπτές χειρουργικές επισημάνσεις γι’ αυτόν, πολύ ειλικρινείς. Κι εκείνον τον ελκύει βαθιά ο ελευθεριακός γυμνός ερωτισμός της. Τον τρελαίνει το ‘αρσενικό’ στυλ της, ο άμεσος και γυμνός λόγος της. Την παραδέχεται, την σέβεται. Κι αντίστοιχα μοιράζεται απλόχερα μαζί της -και μαζί μας- το ίδιο εύστοχες παρατηρήσεις για τις σχέσεις του Ζεύγους, των ζευγαριών και για την κοινωνία του Έρωτα. Σίγουρα θ’ αρέσουν στον αναγνώστη τα χείλη του αφηγητή πάνω στο κορμί της, το σεξ των τριών τους (ας μην ειπωθεί εδώ ποιοι με ποιους) γιατί η γραφή του Αδαμόπουλου -αυτό το υπέροχο σέρφινγκ πάνω σε στάλες ιδρώτα- εκφράζει το θαύμα της ελεύθερης ανάσας και συνάμα την ανάλυση περίπλοκων καταστάσεων που σχεδόν πάντα τις θάβουμε κάτω απ’ το χαλί.

 

Ο συγγραφέας στο ‘Χύμα’ με μια κίνηση του χρωστήρα του σβήνει τον Μέγα Θεοδόσιο, που βάναυσα εξόρισε το Αρχαίο Ελληνικό Κάλλος, κι ένας αχανής χρόνος παγετώνων του γυμνού Έρωτα άρχισε να επελαύνει και να κυριαρχεί σ’ όλον τον Δυτικό κόσμο για πολλούς αιώνες. Ο συγγραφέας όμως παίρνει το φως που έχει διαθλαστεί μέσα του και το αφήνει να πλημμυρίσει το βιβλίο. Κι αν με ρωτούσε κάποιος μήπως ξέρω ποια είναι η υπαρξιακή και η ιδεολογική θέση απ’ την οποία εξαρτώνται τα κύρια χαρακτηριστικά του ‘Χύμα’, θα έλεγα· μια ονειροπόλα, παιδιάστικη αγάπη του Αδαμόπουλου για την πραγματικότητα. Θρησκευτική, καθώς συγχέεται -χάρη στην ομοιότητά της- μ’ έναν απέραντο σεξουαλικό φετιχισμό. Γράφει απλά, γυμνά, φυσικά. Η αιτία της απλούστευσής του είναι ότι βλέπει την πραγματικότητα σαν μια ιερή ουσία. Και το Ιερό είναι πολύ απλό.

 

Αυτός ο ‘ιερατικός’ έρωτας για τον κόσμο δικαιώνει τις τεχνικές διεργασίες του βιβλίου, αλλά κατά κάποιον τρόπο ισχύει και το αντίστροφο: Αυτές ακριβώς οι τεχνικές του ‘Χύμα’ (το γυμνό, το απλό) νομίζω πως αποκάλυψαν στον ίδιο τον συγγραφέα την ένταση του έρωτά του, απελευθερώνοντάς τον από τις πιθανές τυποποιήσεις που του είχε επιβάλει η λογοτεχνία: Το πάθος, που είχε πάρει τη μορφή ενός μεγάλου έρωτα για τη λογοτεχνία και τη ζωή, σιγά σιγά απόδιωξε τον έρωτα για τη λογοτεχνία κι έγινε αυτό που πράγματι ήταν: Ένα πάθος για τη ζωή.

 

Κι ακόμη παραπέρα: Στο ‘Χύμα’ ο Αδαμόπουλος έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τη γλώσσα (ή μάλλον, με τη Γλώσσα) και στρέφεται εναντίον της γλώσσας, εναντίον της λογοτεχνίας. Σαν γύρω του, στις απαρχές· πέρ’ απ’ όλες τις παγίδες, τις θεσπισμένες, δεν ήταν παρά η Γλώσσα, που τα πρώτα λαχανιάσματα του παιδιού, τα προανθρώπινα πάθη, τα ήδη σπιλωμένα, να μην τα ομολογούσε.

 

Το ‘Χύμα’ είναι μια εξέγερση κόντρα στη νόρμα κατ’ αρχήν και λιγότερο κόντρα στη

φόρμα. Ο Έρωτας στο ‘Χύμα’ είναι πιο σύγχρονος από κάθε τι σύγχρονο. Είναι σαν ένα φιλμ που ξετυλίγεται ολοζώντανο  μπροστά στα μάτια μας μέσ’ απ’ τα πέντε κεφάλαιά του. Όλα με επικεφαλίδες παρμένες απ’ την ‘Πολιτεία’ του Πλάτωνα και τα ‘Εις εαυτόν’ του τον Μάρκου Αυρηλίου: ‘Μυξίου ‘έκχυσις’, ‘Αποδυταίον ταις των φυλάκων γυναιξί’, ‘Μη ως μύρια έτη μέλλων ζειν’, ‘Περί γυναικών κοινά τα των φίλων έσται’, ‘Της αληθείας φιλοθεάμονες’. Πράγμα που δεν το θεωρώ καθόλου τυχαίο, καθώς ο Αδαμόπουλος θέλει και εδώ να μας δείξει πού έχει τις ρίζες του, γράφοντας στο σήμερα. Και μάλιστα χρησιμοποιώντας σε πολλά σημεία ρέοντες φυσικότατους καθημερινούς διαλόγους που κάνουν το κείμενο ακόμα πιο ζωντανό και οικείο. Μέσα σ’ αυτό, ο ήλιος θα ξαναγίνει στιλ. Το στιλ αυτό που συνδέει τον ήλιο -τον ήλιο τον αληθινό μ’ εκείνον του βιβλίου- με την ίδια φυσικότητα όπως και την ώρα τους τόπους τις μνήμες και τις απλές σωματικές περιγραφές, μαζί με λεπτές ψυχολογικές παρατηρήσεις και μύχιες σκέψεις. Αυτό όμως είναι δουλειά του μοντάζ του συγγραφέα! Γιατί τελικά το βιβλίο είναι προϊόν που επιτυγχάνεται με διακριτικά κοψίματα στο συνεχές της λογοτεχνίας· ή μάλλον της ίδιας της ζωής.

 

Το να κάνεις τέτοια λογοτεχνία είναι σαν να γράφεις πάνω σε χαρτί που καίει. Το βιβλίο παρατείνει το στιλ, το αποδιώχνει και το ξαναζωντανεύει με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο: Αυτό που ήταν μια μεταφορική εικόνα γίνεται πραγματική, εμπλέκοντας το φυσικό, το φως, το γυμνό σώμα, αλλά και την ψυχή των εραστών.

 

Αυτή η αίσθηση του σεξ, που αναδύεται απ’ το βιβλίο, κοντράρει τις αναλύσεις του τύπου ‘H κορίντα’ του έρωτα’. Έχουν υποστηρίξει (Pascal Bοnitrez) πως πρόκειται για αρένα, κορίντα· όπου η ερωμένη είναι ο ταυρομάχος, κι ο εραστής το θύμα. Μέσα σ’ αυτήν την ταυρομαχική αντίληψη του έρωτα, τη σχεδόν συμβατική από την εποχή του Georges Bataille του Michel Leiris και μετά, ο ρόλος του ‘ματαδόρ’ αποδίδεται στον άνδρα, το χτύπημα με την άκρη του ξίφους έχει την έννοια της διείσδυσης, και το ξίφος... Διόλου δεν αφορούν το ‘Χύμα’ τέτοιες θεωρίες. Το βίωμα και η απόλαυση έχουν ανάγκη την κυριολεξία μόνο, όχι τις ιδεοληψίες.

 

Επιλογικά θα έλεγα πως η Δυτική σκέψη είναι δυναστική· την εξουσιάζει ο Λόγος (la raison, die Vernunft). Οι esthètes και οι blasés είναι ανήμποροι να κατακτήσουν φυσιολογικά το βάθος. Κι έτσι ο Έρωτας είναι Εσταυρωμένος. Μαρτύριο. Το κορμί ξεκόπηκε ολότελα απ’ την ψυχή. Και ποιες είναι οι τελευταίες τρομακτικές ιστορικές κοινωνικο-πνευματικές απορροές αυτού του διχασμού; Ρομαντισμός, μηχανικός πολιτισμός, που αποσυνθέσανε το Sexus σε αναρίθμητα κομμάτια, όχι μόνο εντελώς ανίκανα ν’ ανασυντεθούν σε μιαν έννοια κοσμική, μα αφημένα στο σκοτάδι σαπίζουν διαρκώς· κρυφά ή φανερά μέσα στον κόσμο μας.

Ο Αδαμόπουλος, όμως, στο ‘Χύμα’ κάνει παιχνίδι πολύ σοβαρά μόνος του. Πιάνει μια σκυτάλη που κάπου παράπεσε πριν πολλούς αιώνες, και χωρίς να κοιτά πίσω, τρέχει σ’ έναν σύγχρονο, καινούργιο στίβο. Στις μέρες μας. Και πασκίζει να κολλήσει πάλι μαζί ψυχή και σώμα. Γι’ αυτό είναι μοναδικό το ‘Χύμα’: Ο πόθος του αφηγητή για ενιαίο γυμνό αίσθημα - γυμνό κορμί - γυμνή Ουσία, είναι πανταχού παρών· ειλικρινής, ατόφιος, αλήτικος, αριστοκρατικός.

 

© Δήμητρα Ρούσσου

Φιλόλογος Εκπαιδευτικός

dhmhtraroussou@gmail.com

 

 

 


ΣΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΠΕΖΟΥΛΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

ΣΤΟ  ΠΕΤΡΙΝΟ  ΠΕΖΟΥΛΙ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ



Καθισμένοι εκεί στο πέτρινο πεζούλι,
καταφύγαμε στην ευπρέπεια της σιωπής,
συνομολογήσαμε το κενό της αναμονής
και οι ατέλειωτες ώρες της σύναξης και της σπουδής
μας έγιναν βαθύς καημός και προσδοκία.
Αισθήματα και στοχασμοί αναπετάρισαν
στον βωμό  των πόθων και των ονείρων
και οι απανωτοί στεναγμοί στα πληγωμένα στήθη
βάθαιναν της καρτεριάς το μαρτύριο,
τον πόνο τον κρυφό και την αγωνία.
Αμίλητοι εκεί στο πέτρινο πεζούλι,
στέκι κι αδέλφι κι αυτό της μοναξιάς μας
με τη γητειά, την απαντοχή και το παρακάλι,
με τη γλυκιά και ουράνια ματιά σου,
θρόνος  χρυσός να γίνει για τις καρδιές μας.
Αντίκρυ ο δρόμος σκοτεινός και λασπωμένος
από την ξαφνική και αναμαλλιάρα βροχή,
ορφανός από περαστικούς και διαβάτες
και φλύαρο τ’ ανέμι στις δεντροκορφές
τραγουδώντας τις βιαστικές αναπνοές μας.

Μη μιλάς για το κλειστό το σταυροδρόμι,
μη  νοιάζεσαι για την απάνω γειτονιά
και μη μακαρίζεις την κάθε της γωνιά,
καταφυγή να βρούμε και παρηγοριά,
σε απόμακρη κι ανέσπερη μεγαλοσύνη.
Εκεί και πάλι στο πέτρινο πεζούλι,
θα 'ρθει η νύχτα μαγεμένη και ονειρική,
φεγγάρι κι άστρα την αυλή θ’ ασημώνουν,
γελαστός κι ο ήλιος θα μας βρει το πρωί,
να έχει η ζωή μας ξημέρωμα και  απαντοχή.
Ακολούθησε εκεί τα θεϊκά τα χνάρια,
στα μυστικά κι απάτητα μονοπάτια,
στο στρατί της γλυκιάς προσμονής κι ελπίδας,
και έλα να προσκυνήσουμε αντάμα
τη σεβάσμια και χαριτόβρυτη θεά
του έρωτα, της χαράς και της ευτυχίας,
με θάρρητα στο κάλεσμα της ψυχής,
με φίλημα στις χάριτες της αγάπης
και καλοκάρδισμα στην ανοιχτή την αγκαλιά,
θρονιασμένοι εκεί στο πέτρινο πεζούλι.

Γιώργος  Αλεξανδρής

Φωτ.: Adrian Donoghue


Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Έλα να παίξουμε μυθιστόρημα Δημήτρης Χριστόπουλος Το Ροδακιό η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Έλα να παίξουμε

μυθιστόρημα

Δημήτρης Χριστόπουλος

 Το Ροδακιό

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ΛΕΞΕΙΣ | Στο όνομα της σιωπής • Fractal

 


 

Στο όνομα της σιωπής

 

Τα παιδιά που έμειναν παιδιά έρχονται και μας βρίσκουν τις πιο ανύποπτες ώρες. Κάτι παράφορα βράδια της άνοιξης τρυπώνουν απ’ τις χαραμάδες, ανάβουν ένα κερί, ανοίγουν το παλιό μπαούλο και κάθονται να παίξουν με τα παροπλισμένα τους παιχνίδια. (σσ. 104-105).


Όταν τον Φεβρουάριο του 1992 επιστρέφει στο νησί της μητέρας του,  τη Σίφνο, ο Στέργιος Σιδέρης ως αγροτικός γιατρός, δεν ξέρει ακόμη πως λίγο να σηκώσει το πέπλο της λήθης, θα ξεπηδήσει από κάτω το αποκοιμισμένο παιδί που ήταν κάποτε και θα ζητήσει εξηγήσεις για όλα όσα ήταν βυθισμένα στην ένοχη σιωπή. Καθώς θα ψάχνει τα ίχνη του εξαφανισμένου το 1942 θείου του, όταν ήταν ακόμη το Σπυριδωνάκι ή Σπυ επτάχρονο παιδί, (Πενήντα χρόνια πουθενά δε βρέθηκε το καημένο το παιδί· ολούθε κυλά όπως το νερό της θάλασσας. Επτά χρονώ άνοιξε η γη και το κατάπιε),  θα προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο τα δικά του ίχνη, από την παιδική του ηλικία, την τραυματισμένη ανεπανόρθωτα από έναν κακοποιητικό πατέρα. (Ήταν τότε που οι λέξεις μέσα στο μυαλό του αποσυνδέθηκαν από τα πράγματα. Πώς να πεις «μπαμπά» δίχως εκείνη τη σουβλιά στο στομάχι;).


Οι δύο ιστορίες θα αλληλοϋποστηρίζονται, θα αλληλοερμηνεύονται, με συνδετικό τους νήμα τη μνήμη που διαρκώς θα αποκαλύπτει μικρές ψηφίδες, θα τις δένει μεταξύ τους, μέχρι να συμπληρωθεί όλη η εικόνα, καθαρή πλέον αλλά και άλλο τόσο τρομακτική. Ποιος, όμως, γλίτωσε ποτέ από το παιχνίδι του μυαλού, που εδώ θα συμπεριλάβει τις δύο γιαγιάδες (την πεθαμένη προγιαγιά Στεργιανή και την εν ζωή γιαγιά Μαργαρώ) τη μητέρα και τον πατέρα του Στέργιου, τον άρχοντα του νησιού Φραγκίσκο Πατριαρχέα (τον Κανάγια που τον τρέμουν οι ντόπιοι) τον καθηγητή Φάνη Γκίκα (με το ημιτελές έργο της ζωής του), τον αγγειοπλάστη Λεωνίδα,  τη Μυρτώ (αγάπη ήταν ή φόβος;).


Ο αφηγητής θα χρησιμοποιήσει το πρώτο πρόσωπο σε μια σύντομη εισαγωγή, εξηγώντας γιατί τώρα δίνει διέξοδο στη γραφή, τώρα που πια ο πατέρας του δεν ζει, θα επιλέξει, όμως, σε όλη την αφήγηση την εν μέρει αποστασιοποιημένη τριτοπρόσωπη φωνή· ένα έμμεσο σχόλιο, ίσως, για τη δυσκολία να μιλήσεις για όσα κρύβονται εκεί, στην καρδιά του σκότους. «Έλα να παίξουμε», μόνο που αυτό δεν ήταν παιχνίδι, ήταν η παγίδα της σιωπής, στην οποία εγκλωβίστηκε ο Στέργιος. Να μη μιλήσει, να μην πει τα ανείπωτα μαρτύρια, να κλείσει την κραυγή του σε μια διαρκή σιωπή, με όλο αυτό να φέρει το ένδυμα ενός παιχνιδιού, μια παραπλάνηση της παιδικής αθωότητας. Τώρα, ως ενήλικας, θα αντέξει να αφαιρέσει τα φτιασίδια; Ψάχνοντας να βρει τι απέγινε το άλλο παιδί, το Σπυ, ξέρει πως αναπόφευκτα βυθίζεται και στο δικό του παρελθόν – ένα χαμένο παιδί κι αυτός.

 

Τελικά η σιωπή ήταν που αποφάσιζε όλ’ αυτά τα χρόνια ποιος θα ζήσει, ποιος θα χαθεί, και τις ζωές μας μυστικά κυβερνούσε. […] Και το μικρό παιδί αόρατο και πανταχού παρόν δεν ησυχάζει λες κι η γη δεν το χωρεί, σέρνοντας μια μυστική λιτανεία από παιδιά που δεν πρόλαβαν. Όποιος έχει καθαρή ψυχή, μπορεί να την ακούσει τις πιο σκοτεινές νύχτες που στήνουν καρτέρι στους περαστικούς, να παίξουνε μαζί τους κρυφτό, μπάλα και τσούνια. (σ. 142).


 

Ο Φάνης, που εμπιστεύθηκε στον Στέργιο το ημιτελές μυθιστόρημά του, στην ουσία τον παρακίνησε να δώσει άλλη κατεύθυνση σ’ αυτό, να αφηγηθεί τη δική του ζωή, να γίνει δημιουργός του μυθιστορήματος της ζωής του, κάτι ανάμεσα στην αλήθεια και την επινόηση. Αυτό κάνει και ο Χριστόπουλος σε ό,τι γράφει. Έχοντας παρακολουθήσει τη γραφή του τα τελευταία χρόνια, ξέρω πως η αξία της (αδιαμφισβήτητη και βραβευμένη άλλωστε) δεν έγκειται μόνο στα θέματα που επιλέγει και στον τρόπο που τα αφηγείται, προσιδιάζοντας σε εκείνους τους παλαιούς παραμυθάδες (λόγιους και μη) που ο λόγος τους σαγηνευτικός, μας παρέσερνε να εισχωρήσουμε μέσα στις ιστορίες τους. Είναι που οι δικές του ιστορίες μοιάζει να έχουν αντληθεί από τις ζωές μας, τόσο κοντινές στην αλήθεια τους σε εμάς μα και τόσο μακρινές, σαν παραμύθι που το ακούς και, ενώ ξέρεις πως είναι μύθος και γλυκιά παραμυθία, λίγο αντέχεις να μην το αγγίξεις και αυτό στη δική του «αλήθεια». Το συγγραφέα δεν τον διαβάζουμε· εκείνος πρώτος μας διαβάζει, γράφει ο Φάνης στην προμετωπίδα του βιβλίου του που δίνει στον Στέργιο. Αυτό ισχύει στην  περίπτωση του Χριστόπουλου. Γι’ αυτό και οι ιστορίες του έχουν τη δική τους ξεχωριστή αξία· αυτές πρώτες μας έχουν «διαβάσει».


Τα λόγια του Τζιμ Μόρρισον (Για Εκείνους οι οποίοι προς το Θάνατο καλπάζουν/ Για Εκείνους που προσμένουν/ για Εκείνους που νοιάζονται) «προλογίζουν» το βιβλίο. Στο εξώφυλλο η φωτογραφία (προσφορά της Σοφίας Αρμελινιού) μας εισάγει στο παιχνίδι –που παιχνίδι δεν είναι, κι ας προσκαλεί «έλα να παίξουμε»– και στην παιδική αθωότητα την ποικιλοτρόπως τρωθείσα. Μια φυλακή ο κόσμος και ο καθένας εκτίει τη σιωπή του, θα πει ο Χριστόπουλος. Στο όνομα αυτής της σιωπής γράφει, γι’ αυτήν μιλάει.

Διώνη Δημητριάδου 

Φλας Ένας σκύλος αφηγείται Βιρτζίνια Γουλφ μετάφραση: Σπάρτη Γεροδήμου εκδόσεις Ερατώ η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Φλας

Ένας σκύλος αφηγείται

Βιρτζίνια Γουλφ


μετάφραση: Σπάρτη Γεροδήμου

εκδόσεις Ερατώ

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Virginia Woolf‎‎: «Φλας, ένας σκύλος αφηγείται»




 

Πώς μπορεί να συνδυαστεί η ανθρώπινη συνείδηση με αυτήν ενός σκύλου; Αν, φυσικά, δεχθούμε ότι και τα ζώα έχουν συνείδηση, έχουν πρόσβαση στον χώρο του «σύνοιδα», έχουν (ίσως με τον δικό τους τρόπο) την επίγνωση της ύπαρξής τους. Η  Βιρτζίνια Γουλφ δεν είναι η πρώτη φορά που θα ξαφνιάσει, θα προκαλέσει ίσως να πούμε καλύτερα, τα στερεότυπα της εποχής της με τη γραφή της· αρκεί να θυμηθούμε τον ανδρόγυνο Ορλάντο της, Ένα έργο που με τόλμη αναθεωρεί στερεότυπες αντιλήψεις για τους ρόλους, που οι κυρίαρχες κάθε φορά κοινωνικές αντιλήψεις προβάλλουν ως πρότυπα, προτείνοντας ταυτόχρονα με τον έμμεσο (αλλά αποτελεσματικό) λογοτεχνικό τρόπο την ανατροπή και τη νέα θεώρησή τους.

Στον Φλας η Γουλφ βιογραφεί, σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, έναν σκύλο, επιλογή συγγραφική που από μόνη της διεκδικεί την πρωτοτυπία, και που θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα «παιχνίδι» της γραφής, ενδιαφέρον μεν αλλά παιχνίδι. Στα χέρια όμως της  Γουλφ αποκτά μια άλλη διάσταση, που ξεπερνά και τις αρχικές της προσδοκίες. Γιατί κάθε θέμα με το οποίο ασχολήθηκε άφηνε να διαφανεί (κάποτε έμμεσα κάποτε άμεσα) το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε ως έμπνευση και το οποίο απηχεί τη δική της ζωή, πάντοτε αναμετρούμενη με τις πολλαπλές συμβάσεις της εποχής της. Η ίδια αμφέβαλλε τόσο για την απήχηση που θα είχε αυτό το παράξενο μυθιστόρημά της (μια αναμέτρηση με το κοινό της) όσο και για το αν θα άξιζε τελικά τον κόπο της γραφής του (μια αναμέτρηση με τις δικές της δυνατότητες, με τον εαυτό της τελικά). Πράγματι, στα χέρια κάποιου άλλου θα ήταν ένα χαριτωμένο αφήγημα, πιθανόν παιδικό. Η Γουλφ, όμως, κατόρθωσε να δώσει ένα εύρος στη θεματική της αλλά και ένα βάθος στην τοποθέτηση τη ιστορίας της μέσα στο κοινωνικό της πλαίσιο.


Ο ανθρωπομορφισμός (που ως επιλογή εντάσσεται στη βικτωριανή παράδοση) επιτρέπει να ακούσουμε τη σκέψη του σκύλου, που πλέον σκέφτεται, νιώθει, αντιδρά και «μιλάει» έχοντας δανειστεί στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, συγκλονίζεται από πάθη, υψώνει τη φωνή του καταγγελτικά απέναντι στις αποτρεπτικές κάθε ανανέωσης στερεότυπες αντιλήψεις που προβάλλουν την επιφάνεια κρύβοντας την ουσία, συντηρούν τις ανισότητες ανάμεσα στις τάξεις, στα δύο φύλα, υποθάλπουν κάθε μορφή υποκρισίας.

 

Αλλά ο Φλας είχε καθίσει σε γόνατα ανθρώπων και είχε ακούσει φωνές ανθρώπων. Η σάρκα του ήταν γεμάτη φλέβες με ανθρώπινα πάθη· είχε γνωρίσει όλες τις διαβαθμίσεις της ζήλειας, του θυμού και της απελπισίας. (σ. 176).

 

Ταυτόχρονα, με «όχημα» τον Φλας, η Γουλφ αναδεικνύει τον ασύλληπτο σε δυνατότητες κόσμο των αισθήσεων, τις διακυμάνσεις των συγκινησιακών αντιδράσεων, τους δρόμους επικοινωνίας που ανοίγονται πέρα από ό,τι η λογική δεσμευτικά επιτάσσει. Ο Φλας επικοινωνεί με τη δεσποινίδα Μπάρετ (Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ), ακόμα κι όταν τα ποιήματα που γράφει η σπουδαία ποιήτρια φαίνονται σαν ιερογλυφικά γι’ αυτόν. Από την άλλη, η Ελίζαμπεθ θα αποδεχθεί το ανθρώπινο στοιχείο μέσα στον Φλας. Μπροστά στον καθρέφτη ο Φλας βλέπει έναν σκύλο, μέσα του όμως ο άλλος του εξελιγμένος (κατά τα ανθρώπινα ειωθότα) εαυτός αντιδρά στην ίδια την εικόνα του.

 

Αλλά τι σημαίνει «εαυτός»; Μήπως είναι το πράγμα που βλέπουν οι άνθρωποι; Ή είναι το πράγμα που είναι κάποιος; Οπότε ο Φλας σκέφτηκε πάλι το ερώτημα και, ανήμπορος να λύσει το πρόβλημα της πραγματικότητας, κόλλησε σφιχτά πάνω στη δεσποινίδα Μπάρετ και τη φίλησε «εκφραστικά». (σ. 68).

 

Η ζωή των ποιητών Ρόμπερτ και Ελίζαμπεθ Μπράουνινγκ αλλά και του κοινωνικού τους περίγυρου έρχεται σε εμάς μέσα από τη σκέψη του Φλας, συνιστώντας  μια ιδιόμορφη, έμμεσου σχολιασμού, εικόνα για το ποιητικό ζευγάρι και την εποχή του –αν λάβουμε υπόψη τη «συνείδηση» του σκύλου– ωστόσο μια άμεση, μια κατευθείαν τοποθέτηση, ένα ξεκάθαρο κοινωνικό σχόλιο και μια σκιαγράφηση της Ελίζαμπεθ Μπάρετ-Μπράουνινγκ, αν το δούμε από την πλευρά της Γουλφ που το γράφει.

 

Εν κατακλείδι, αν και ο Φλας σαφώς υπολείπεται άλλων έργων της Γουλφ, αυτών που την κατέταξαν στους σημαντικότερους συγγραφείς του μοντερνισμού, δεν παύει να είναι και αυτός μια ευφυής άσκηση ύφους. Και αξίζει εδώ να θυμόμαστε πως για την Γουλφ το ύφος δεν ήταν απλώς ο τρόπος χρήσης της γλώσσας αλλά απηχούσε μια στάση ζωής, την οποία υπηρέτησε πιστά μέχρι το τέλος της. Άλλωστε και η μορφή που παίρνει το θέμα της εστιάζει στην πραγματικότητα όπως την προσλαμβάνει η ίδια, υπερβαίνοντας τα μέχρι τότε όρια της μυθιστορηματικής φόρμας. Η σχέση του Φλας με την Ελίζαμπεθ Μπάρετ, η σχέση του ζώου με τον άνθρωπο, διαμορφώνει συγγραφικά μια νέα εμπειρία  γραφής. Όπως γράφει η ίδια για τον Φλας στην Αλληλογραφία της: «[…] όλο είναι θέμα νύξεων και σκιάσεων».

 

Έγειρε πάνω του μια στιγμή. Το πρόσωπό της με το πλατύ στόμα και τα μεγάλα μάτια και τις πλούσιες μπούκλες που έμοιαζαν, αλλόκοτα ακόμα, με τις δικές του. Όντας η μέρα με τη νύχτα, ωστόσο καμωμένοι στο ίδιο καλούπι, ίσως ο ένας συμπλήρωνε αυτό που ήταν σε νάρκη μέσα στον άλλον. (σ. 210).

 

Αξίζει μια ιδιαίτερη μνεία στη μεταφράστρια Σπάρτη Γεροδήμου, όχι μόνον για την απόδοση του έργου στη ελληνική γλώσσα και για το «Σύντομο σημείωμα στον Φλας» όσο και για τις Σημειώσεις που παραθέτει στο τέλος, ειδικά τη σημείωση που αφορά τη Λίλυ Γουίλσον, την καμαριέρα της Μπάρετ, συνθέτοντας μια, κατά Γουλφ, φανταστική βιογραφία με τα στοιχεία (τα ελάχιστα) που παρατίθενται στην ιστορία της.

 

Διώνη Δημητριάδου