Χάθηκε βελόνι
Χρήστος Αρμάντο Γκέζος
εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Μια ιστορία γεμάτη επιστροφές • Fractal (fractalart.gr)
Μια ιστορία γεμάτη
επιστροφές
Πού επιστρέφει κανείς, σε
ποιους τόπους και με πόση δύναμη, με ποιες αντοχές; Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος,
με μια γραφή από τις πιο ενδιαφέρουσες των τελευταίων χρόνων, επιχειρεί με το
πρόσφατο μυθιστόρημά του Χάθηκε βελόνι
μια επιστροφή πολυεπίπεδη, μυθοπλαστική όσο και προσωπική σε ό,τι παραμένει
φυλαγμένο καλά στη μνήμη, σε ό,τι θεωρείται «πατρίδα», είτε αφορά τόπους είτε
πρόσωπα. Το αποτέλεσμα; Μια πορεία διάστικτη από τραύματα, από το Δρεπένι της
Β. Ηπείρου μέχρι τις πολιτείες του νέου κόσμου, από τις αρχές του προηγούμενου
αιώνα, στα 1932, μέχρι τη σημερινή εποχή, σε ένα μυθιστόρημα συναρπαστικό, στο
οποίο –χωρίς καμία αμφιβολία– ο συγγραφέας του χρειάστηκε γράφοντας να
επαναπροσδιορίσει τη δική του ταυτότητα.
Τα πρόσωπα της ιστορίας,
αληθινά ή επινοημένα, ακουμπούν πάνω σε προσωπικά βιώματα (με αυτοβιογραφικά
στοιχεία ή όχι – άλλωστε ό,τι γράφεται αγγίζει και τους δύο χώρους) αλλά και σε
μια πλούσια φαντασία, χαρακτηριστικό του συγγραφέα. Γύρω από τον κεντρικό ήρωα,
τον Αλέξανδρο (τον ξαναβρίσκουμε εν είδει συνέχειας της Λάσπης, ως επίρρωση της άποψης πως στην ουσία ένα βιβλίο πάντα
γράφεται σε διαφορετικές εκδοχές), ο παππούς Βασίλης, καταδικασμένος σε
αναπηρία μετά από μια σφαίρα στο κεφάλι, η αλλοπρόσαλλη Ρόζα, η γυναίκα του, ο
γιος τους ο Παύλος, στιγματισμένος από τη μοίρα του πατέρα του, η γυναίκα του η
Ηλέκτρα (Τέτα) και τα έξι παιδιά τους, με το μικρότερο, τον Μενέλαο να χάνεται
στην πορεία τους από το περίκλειστο, απομονωμένο χωριό της Β. Ηπείρου προς την
Ελλάδα της ματαιωμένης ελπίδας. Αυτόν τον χαμένο αδελφό θα αναζητήσει ο
Αλέξανδρος, σαν μια αναγκαία σύνδεση με ένα λησμονημένο παρελθόν.
Η ιστορία, από μόνη της, ως θεματική συναρπάζει. Ωστόσο, το στοιχείο που καταχωρίζει αυτό το μυθιστόρημα ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα είναι ο ιδιαίτερος τρόπος που ο Γκέζος επέλεξε να την αφηγηθεί. Χωρισμένο το μυθιστόρημα σε τρία μέρη («Ο σκοτωμένος», «τσιμπιτόνι», «electric blue») με διαφορετικό ύφος και γλώσσα το καθένα, καθορίζουν τόσο τη συγγραφική πρόθεση όσο και τις προεκτάσεις που, εκ των πραγμάτων, αποκτά το βιβλίο. Σε μια πρώτη, επιφανειακή προσέγγιση, πρόκειται για μια ιστορία από τις πολλές που γράφονται με θέμα τη μετανάστευση, σε όλα της τα επίπεδα. Η κάθε τέτοια μετακίνηση, όμως, πέρα από την ανανέωση των χώρων, εγκιβωτίζει μέσα της πολλές επιστροφές, υπαρκτές ή νοητές, συνειδητές ή υποσυνείδητες, που αναζητούν τον δικό τους χώρο να σταθούν. Είναι τότε που δένουν μεταξύ τους, το παιδικό τραγούδι με το «χάθηκε βελόνι» του τίτλου, με το χαμένο παιδί, με τις χαμένες πατρίδες, με κάθε τι που μοιάζει αμελητέο σε μια αναζήτηση, όμως κρύβει μέσα του όλη την ουσία, την επιστροφή. Η μνήμη έχει τους δικούς της νόμους και δεν επιτρέπει τη βολική, συχνά, λήθη. Εδώ υπεισέρχεται και το βιωματικό στοιχείο του συγγραφέα, ικανό να πυροδοτήσει τόσο την αφορμή της συγκεκριμένης γραφής όσο και μια δική του προσωπική «επιστροφή». Αλλά και η πατρίδα, όπως έχουμε συνηθίσει να την εννοούμε, δεν αρκείται πάντα και μόνο στα πατρογονικά εδάφη, στα σταθερά πράγματα που εξακολουθούν να ανασαίνουν σαν να είναι άνθρωποι, όπως, για παράδειγμα, το πατρικό σπίτι στο Δερβένι που θέλει να «κρατήσει» τους ανθρώπους του μέσα του. Πατρίδα είναι και η παντοδύναμη γλώσσα, ο συνδετικός κρίκος μιας μακράς αλυσίδας, που όσο κι αν υποστεί αλλοιώσεις και προσμείξεις, πάντα σηματοδοτεί την αρχική κοιτίδα, τη ρίζα. Σ’ αυτή τη γλώσσα και στη δυναμική της προσδίδει το βιβλίο ιδιαίτερη αξία, κυρίως στο δεύτερο μέρος, στη χειμαρρώδη αφήγηση της Ηλέκτρας στη ντοπιολαλιά της Χιμάρας (που και ο ίδιος ο συγγραφέας μιλούσε από μικρός στην πρώτη του πατρίδα), μια αφήγηση που έρχεται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, να φωτίσει πρόσωπα και γεγονότα που από το πρώτο μέρος δεν είχαν ξεκαθαρίσει τις αιτίες τους.
Όμως, το τρίτο μέρος, με
χώρο δράσης τις πολιτείες της Αμερικής, φανερώνει με άλλο ύφος και άλλη γλώσσα,
με εναλλαγή του πραγματικού με το ονειρικό στοιχείο, την αυταπάτη και την
αποκάλυψη, την ελπίδα και τη ματαίωσή της, μια άλλη πτυχή του συγγραφικού
ταλέντου του Γκέζου. Μια γραφή που ανοίγει απλόχερα τον χώρο του πεζού λόγου
για να δεχθεί τις άπειρες προεκτάσεις του ποιητικού, παραμένοντας ωστόσο (με τη
μεταμοντέρνα φυσικά οπτική) ένα σύγχρονο, σπουδαίο μυθιστόρημα. Εκεί, κατά τη
δική μου ανάγνωση, διακρίνεται όλο το εύρος των δυνατοτήτων του συγγραφέα, που
εύκολα θα τον χαρακτήριζες (ακόμη και σ’ αυτό το βιβλίο) ποιητή. Κι αλήθεια,
αναρωτιέμαι πού θα τον οδηγήσει η επόμενη συγγραφική (πεζογραφική ή και
ποιητική ακόμη) κατάθεσή του. Μοιάζει να είναι διάπλατα ανοιχτός ο ορίζοντας.
Διώνη Δημητριάδου
Απόσπασμα
[…] κι έτσι είναι ο Μενέλαος
που ξεκολλάει αθόρυβα από τη συμπαγή λόγω κρύου και κακουχιών μάζα της
οικογένειάς του χωρίς να τον πάρουνε χαμπάρι και με μικρά σταθερά βήματα
απομακρύνεται απ’ το πλήθος για να κατευθυνθεί πίσω προς την αλβανική πλευρά,
γιατί θέλει να αγγίξει το δέντρο, να βουτήξει τα δάχτυλα στη ρευστή
εναλλασσόμενη ύλη του, να μυρίσει τα
παλλόμενα, φωσφορίζοντα φύλλα, είναι πιο μακριά όμως απ’ όσο του φαινόταν στην
αρχή και περπατάει κάμποσα μέτρα ακόμα, απομακρύνεται τόσο που κανείς δεν είναι
εκεί κοντά για να τον δει ή να τον ακούσει να σκοντάφτει σε μια μεγάλη πέτρα
και να παραπατά μέχρι να πέσει πριν προλάβει να βγάλει άχνα σε ένα κοίλωμα μέσα
στο βουνό, μια μικρή διαγώνια πτυχή σαν ένα πελώριο πονηρό μάτι, ένα ζάρωμα
πάνω στο χώμα, κι εκεί πέφτει με πάταγο ματωμένος αλλά γαλήνιος, σαν ένα μικρό
ζώο που μετά το άκαρπο κυνήγι του έξω στην άγρια νύχτα επέστρεψε επιτέλους στη
φωλιά του για να κοιμηθεί. (σ. 202).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου