Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Εγκαταλείπεις, Καρακασιάν; πεζογραφήματα Γιώργος Π. Ιατρού ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal


Εγκαταλείπεις, Καρακασιάν;

πεζογραφήματα

Γιώργος Π. Ιατρού

ΑΩ εκδόσεις
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/egkataleipeis-karakasian/




τα «ψυχαγώγεια»

Τον Γιώργο Π. Ιατρού τον είχα γνωρίσει ως συγγραφέα/εύστοχο ανθολόγο στο εξαιρετικό βιβλίο/λεύκωμα σκέψεων και εικόνων «Μεσόγεια, Το χαμένο περιβόλι της Αττικής», ΑΩ εκδόσεις, 2015, Β΄ έκδοση 2018. Ήταν ένα οδοιπορικό στην αγαπημένη του γη της Αττικής (γεννημένος στην Κερατέα ο ίδιος) μέσα από μαρτυρίες περιηγητών αλλά και αποσπάσματα από λογοτέχνες. Εδώ, στο πρόσφατο βιβλίο του (ο τίτλος «Εγκαταλείπεις, Καρακασιάν;» από μία από τις 16 αφηγήσεις που εμπεριέχονται στη συλλογή), επιχειρεί μια πιο προσωπική κατάθεση ονομάζοντας τις ιστορίες του Πεζογραφήματα.
Το πεζογράφημα  κυρίως μας έγινε γνωστό από τον Γιώργο Ιωάννου (ως όρος αλλά και ως είδος γραφής), που έτσι θέλησε να αποδώσει μέσα σε μία λέξη τις αφηγήσεις του που ούτε διηγήματα μυθοπλασίας ήταν αλλά και ούτε κλειστά κείμενα αυτοαναφοράς θα τα έλεγες. Ο ίδιος το περιγράφει ως εξής:
Το πεζογράφημα συνίσταται σε ένα κείμενο με θεωρητική διάθεση, διανθιζόμενο όμως εδώ κι εκεί με ένα ποσοστό συμπυκνωμένων ιστοριών, εν σπέρματι, και εν ακαριαία αναπτύξει, οι οποίες φέρονται ως παραδείγματα ή ως αποδείξεις, από αυτόν που εκθέτει αφηρημένα κάπως, τις απόψεις του, δηλαδή τον συγγραφέα. Κάτι πολύ κοντά στην εξομολόγηση ενώπιον αμίλητου εξομολόγου.
( Γιώργος Ιωάννου, «Για το ύφος του Παπαδιαμάντη». Ο της φύσεως έρως. Δοκίμια, Κέδρος, 1985)
Τέτοιες είναι οι ιστορίες του Ιατρού. Ξεκινούν ως αφορμή από τις προσωπικές του μνήμες, που μας πηγαίνουν πίσω στα παιδικά και νεανικά του χρόνια (κυρίως στις δεκαετίες του ’60 και του ’70) δίνοντας έτσι στον αναγνώστη τη δική του αφορμή για συνταυτίσεις σε χώρο –αν κάπου συναντήθηκαν στους ίδιους τόπους– και  σε χρόνο – αν συνταιριάζουν οι μνήμες τους και οι ηλικίες τους. Ωστόσο, μέσα από τις αφηγήσεις αυτές ξεπηδά αβίαστα ένας προβληματισμός που ξεπερνά τα τοπικά και χρονικά όρια, τον γενέθλιο για τον συγγραφέα τόπο της Αττικής, τις δεκαετίες των κοινών αναμνήσεων,  και οδηγεί σε έναν άλλο κοινό τόπο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Ο αφηγητής/εξομολογούμενος συνομιλεί με τη δύναμη της λογοτεχνίας με τον αναγνώστη/αποδέκτη/ανώνυμο εξομολόγο του και τον ενσωματώνει στην αφήγηση μεταφέροντάς του τον δικό του προβληματισμό πάνω σε πρόσωπα, καταστάσεις, γεγονότα και κοινές αναφορές. Και μάλιστα με μια αίσθηση που πολύ απέχει από τη συνήθη μελαγχολία που γεννούν  οι αναμνήσεις. Σαν να δέχεσαι έξαφνα ένα ρεύμα αισιοδοξίας (από πού να έρχεται άραγε αν όχι από τη διάθεση του γράφοντος που σου παρέχεται απλόχερα;), μια αναζωογόνηση σωτήρια που σου δίνει τη δυνατότητα να συνεχίσεις.
[…] Ήταν σαν τα ψυχαγώγεια έτσι λέγονταν πραγματικά αυτοί οι αγωγοί; Στην περιοχή του, τους αγωγούς που έσκαβαν για την εξόρυξη μεταλλεύματος οι αρχαίοι τεχνίτες και δούλοι. Ένα δροσερό αναζωογόνο ρεύμα αέρος έμπαινε και τους έδινε την δυνατότητα να εργάζονται πιο εύκολα.
(Μπαλόνια στο Σύνταγμα)
Στο οπισθόφυλλο, όπου σκιαγραφείται το περιεχόμενο των 16 ιστοριών αυτομυθοπλασίας, τοποθετούνται αυτές στο μεταίχμιο ανάμεσα στον μυστικό και στον φανερό κόσμο. Θεωρώ πως η επισήμανση αυτή θα μπορούσε να είναι ένας καθοδηγητικός ιστός προς το περιεχόμενο του βιβλίου εν συνόλω και προς τη βασική ιδέα που διέρχεται διακριτικά μέσα από όλες τις ιστορίες. Τα βιώματα αποκρυσταλλώνονται ως εικόνες /γεγονότα παίρνοντας τη θέση που τους αναλογεί στο παρόν, εγκιβωτίζοντας μέσα τους συλλήβδην το παρελθόν μας. Ως ιδέες όμως έχουν τη δική τους δυναμική και αυτή είναι που τους επιτρέπει να μεταλλάσσονται μέσα στον χρόνο, να μυθοποιούνται ή να απομυθοποιούνται προσθέτοντας ή αφαιρώντας στοιχεία (συνειδητά ή όχι) και διαμορφώνοντας έτσι τη σημερινή μας εικόνα – απότοκο όλων των παλαιών μεταλλαγμένων ή μη. Πού ακριβώς βρίσκεται το όριο ανάμεσα στο φανερό και το μυστικό τοπίο; Πόσο από τον κρυμμένο παλαιό εαυτό μας μεταφέρουμε (εκόντες άκοντες) στην τωρινή μας μορφή; Κάποια από τα ερωτήματα που αναπόφευκτα προκύπτουν διαβάζοντας τις ιστορίες του βιβλίου.
Σε ένα από τα πεζογραφήματα (Μαζί του) ο αφηγητής συντυχαίνει ένα ξεχασμένο διήγημα του μάγου των αφηγήσεων Παπαδιαμάντη, και διαβάζοντάς το μετά από χρόνια πολλά συνταξιδεύει μαζί με τον Σκιαθίτη κυρ Αλέξανδρο πάνω στο βαπόρι που εκείνο το βράδυ της 7ης Απριλίου του 1894 είχε ξεκινήσει από τον Πειραιά και διέπλεε τα παράλια της Αττικής με προορισμό τη Σκιάθο. Σε παρασύρει  η ατμόσφαιρα ενός συγγραφέα τόσο ώστε να σε παίρνει μαζί του; Αληθινό ή όχι, λίγη σημασία έχει. Ακριβώς γιατί τα φανερά και τα αφανέρωτα μυστικά της ύπαρξης έχουν θολά τα όριά τους. Και ευτυχώς συχνά οδηγούν σε γραπτές καταθέσεις τέτοιας σύλληψης.
Ο Γιώργος Π. Ιατρού (με όχημα τις δικές του μνημονικές προσλαμβάνουσες) δημιουργεί ένα προσωπικό σύμπαν αναμνήσεων  και μας ανοίγει τη μυστική είσοδο για να εισχωρήσουμε κι εμείς όχι ως παρείσακτοι αλλά ως ανήκοντες κάπου, σε κάποιο σημείο (φανερό ή αφανές) του κόσμου του, και να θεωρήσουμε τον δικό του τόπο ένα ανοιχτό ψυχαγώγειο που φέρνει φρέσκο αέρα και ανανεώνει την πνοή της ζωής. Ο Καρακασιάν, ο ήρωας της τοπικής παλαίστρας (που δανείζει το όνομά του στη συλλογή και την εικόνα του στο ευφυώς σχεδιασμένο εξώφυλλο) ίσως μας δίνει το πιο αισιόδοξο μήνυμα:
«Εγκαταλείπεις;» […]
«Παραδίνεσαι, Καρακασιάν;» «Όχι, ποτέ». […]
Μόνο το καλό που έχεις μάθει από παιδί έχει βαθύτητα, μπορείς να το σκεφθείς, να το καλλιεργήσεις, είναι ριζικό, το αντίθετό του είναι επιφανειακό και κοινότοπο. […] φθάνοντας στο τέλος, στον ουρανό του σύμπαντος, ήθελα να γράψω «Όχι, ποτέ».
Διώνη Δημητριάδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου