Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Εύα Μ. Μαθιουδάκη Σώμα ερωτικόν Η ιστορία μιας μεταφράστριας Εκδόσεις Καστανιώτη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

 

 

Εύα Μ. Μαθιουδάκη

Σώμα ερωτικόν

Η ιστορία μιας μεταφράστριας

Εκδόσεις Καστανιώτη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Εύα Μ. Μαθιουδάκη: «Σώμα ερωτικό» (diastixo.gr)

 

 


«Η Στέλλα Βουρδουμπά βέβαια θα τα θεωρούσε όλα αυτά σαχλαμάρες και θα γελούσε μαζί μου. Εκείνη θα με συμβούλευε να αποφεύγω το βίωμα στην τέχνη γιατί είναι επισφαλές, γιατί όλα μένουν εδώ μέχρι να βρούμε έναν τρόπο να τα ξαναπούμε από την αρχή». (από το Επίμετρο, σ. 181).

Η Εύα Μαθιουδάκη, με το πρόσφατο βιβλίο της (νουβέλα το ονομάζει, ωστόσο αγγίζει τη μυθιστορηματική βιογραφία) κάνει την έκπληξη. Στρέφει το συγγραφικό της ενδιαφέρον σε πρόσωπο υπαρκτό (πλην χαμένο στη λήθη), από τον λιγότερο φωτεινό κόσμο της λογοτεχνίας, αυτόν της μετάφρασης. Ίσως και μόνο για ετούτο τον λόγο θα άξιζε να μιλήσουμε για το βιβλίο αυτό. Η εξαιρετικά επίπονη εργασία της απόδοσης ενός λογοτεχνικού έργου σε άλλη γλώσσα από την αρχική, καταλήγει συχνά υποτιμημένη, παραμένοντας στη σκιά του ίδιου του έργου. Κι όμως, ο μεταφραστής δεν είναι απλώς ο κατ’ ανάγκη μεσάζοντας ανάμεσα στο πρωτότυπο έργο και στο αλλόγλωσσο κοινό. Είναι αρχικά ο αναγνώστης του, με τις δικές του προσλαμβάνουσες, είναι ο προσεκτικός επεξεργαστής του, ώστε το μετάφρασμα να μην προδίδει το πρωτότυπο, διασώζοντας τόσο το ύφος, την ιδιαιτερότητα των λεκτικών σχημάτων, όσο και την ατμόσφαιρα.

Η Μαθιουδάκη θα ανασύρει από τη δική της μνήμη το πρόσωπο της Στέλλας Βουρδουμπά, δραστήριας μεταφράστριας (γεννημένη την πρώτη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα), την οποία είχε γνωρίσει σε πολύ νεαρή ηλικία, ως φίλη του πατέρα της. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα προσωπικότητα η Βουρδουμπά, με τραυματικά βιώματα από τη μητέρα της που την εγκατέλειψε στα χέρια της γιαγιάς της, αλλά και περίκλειστη σ’ ένα πολύ συντηρητικό περιβάλλον, θα διεκδικήσει την προσωπική της ελευθερία και ταυτότητα, σε μια εποχή που καθόλου εύκολο ή αυτονόητο ήταν κάτι τέτοιο. Θα κρατήσει το μεταφραστικό της έργο σε χαμηλούς τόνους (αν και αξιόλογο), θεωρώντας πως κάνει απλώς μια δουλειά για να συντηρείται, θα γνωρίσει έναν άτυχο γάμο κι έναν άτυχο έρωτα, θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τον πνευματικό κόσμο του Παρισιού, θα έχει και κάποια ανάμειξη στην αντίσταση κατά, τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Η δράση ξεκινά στα Χανιά στην αυγή του 20ού αιώνα, κατόπιν βρισκόμαστε στο Παρίσι στη διάρκεια του μεσοπολέμου, στα κατοχικά χρόνια πίσω στην Ελλάδα, στα χρόνια του Εμφυλίου, για να βρεθούμε στο τέλος στα Εξάρχεια και την Κηφισιά. Η  Μαθιουδάκη φτιάχνει και τον καμβά, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η προσωπική ιστορία της ηρωίδας της, δείχνοντας το αυτονόητο: η ιδιωτική,  μικρή ιστορία αλληλεπιδρά με τη μεγάλη ιστορία, δέχεται τα μηνύματά της που τη διαμορφώνουν, αλλά και αφήνει μέσα της το αποτύπωμά της, μικρό ή μεγάλο αναλόγως. 

Στην ιστορία της Μαθιουδάκη τα αληθινά πρόσωπα διασταυρώνουν την πορεία τους  με τα επινοημένα χάριν της μυθοπλασίας. Είναι και ο λόγος (η ανάμειξη πραγματικών γεγονότων και προσώπων με επινοημένα) που η συγγραφέας προτιμά την κατάταξη του βιβλίου στο είδος της νουβέλας, παρόλο που, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, η νουβέλα απαιτεί χρονική συμπόρευση με το σήμερα. Ωστόσο, το χρονικό εύρος της ιστορίας της, καθώς φθάνει να καλύψει σχεδόν όλο τον προηγούμενο αιώνα, το καθιστά και, εν μέρει, σύγχρονο.

 


«Ήταν όμορφη γυναίκα!. Την κρατώ στη μνήμη μου, όπως την είδα τελευταία φορά στη μικρή  αυλή της, να αγκαλιάζει με το δεξί της χέρι ένα μεγάλο χρυσάνθεμο γεμάτο μπουμπούκια στο χρώμα της σκουριάς και  με το αριστερό της χέρι να προσπαθεί να στερεώσει τον ταλαιπωρημένο από τον αέρα μίσχο του μ’ ένα καλάμι.

Αυτή ήταν η Στέλλα, ένας φωτεινός σταθμός στη μνήμη μου». (Μέρος Α΄ Ο Μιχάλης, σ. 62).

 

Πέρα από την ενδιαφέρουσα, σε κάθε περίπτωση, ανάσυρση στην επιφάνεια της ξεχασμένης δημιουργού (προφανώς ο μεταφραστής είναι και δημιουργός ο ίδιος), η Μαθιουδάκη, για τη δική μου ανάγνωση, επιχειρεί να διασώσει την αξία του πνευματικού έργου, σε μια εποχή που όλα μεταποιούνται και όλα υποβαθμίζονται, αποκτώντας υπόσταση μέσω της εικόνας. Αν το συγγραφικό έργο περικλείεται μέσα στα στενά πλαίσια μιας σύντομης επικαιρότητας (για παράδειγμα θεωρείται παρωχημένο ένα βιβλίο που εκδόθηκε πριν από 2 ή 3 χρόνια), καθόσον εντάσσεται στη λογική της εμπορικότητας και μόνον, ας σκεφθούμε πόσο υποβαθμίζεται ο συγγραφικός μόχθος, και κατ’ επέκταση, ο μεταφραστικός. Κι εδώ αυτό το βιβλίο «τολμά» να μας μιλήσει για το πνευματικό έργο μιας μεταφράστριας, που μας πηγαίνει 100 χρόνια πίσω. Ξεχωριστή, επομένως, η αξία του βιβλίου λόγω της θεματικής του.

 

«Κι ενώ τα βιβλία αλλάζουν μέσα στον χρόνο, όπως αλλάζει και ο τρόπος που τα διαβάζουμε, η μνήμη της παραμένει ζωντανή, να θυμίζει έναν κόσμο που κάποτε αποκαλούσαμε πνευματικό» (από το Επίμετρο, σ. 181).

 

Κι όμως, διαβάζοντας ανακαλύπτεις πως η αξία του  βιβλίου εδράζεται, πέραν της θεματικής του, και στη γραφή της Μαθιουδάκη, γνωστή από όλα της τα προηγούμενα έργα, η οποία εδώ δείχνει ακόμη πιο ώριμη, πιο βέβαιη, πιο ενδιαφέρουσα. Σε μικρής έκτασης βιβλίο, η πλοκή είναι πλήρης, οι χαρακτήρες περίοπτοι, ο λόγος προσεγμένος, αντιστοιχεί στην προσωπικότητα του καθενός από τους ήρωες, πράγμα όχι τόσο εύκολο, καθώς οι αφηγηματικές «φωνές» είναι τρεις (ο Μιχάλης, η Μαρία, αλλά και η ίδια η Στέλλα), και η συγγραφική τέχνη διακρίνει την ιδιαιτερότητα του λόγου, σε αντιστοιχία με τον ρόλο και τη διαμορφωμένη σκέψη του κάθε προσώπου.

 

«Τώρα μετρώ τη ζωή μου αλλιώς, ξέρω ότι το μεγαλείο ενσαρκώνεται στα ταπεινά, στα ελάχιστα, και μακαρίζω εκείνον τον κουρσό γέρο της γειτονιάς που, σέρνοντας το ποδάρι του, ποτίζει και ξεβοτανίζει καθημερινά το περιβόλι του.

Ένα περιβόλι θα έπρεπε να είναι το μέτρο του ανθρώπου, ένα περιβόλι που χρόνο με τον χρόνο προσαρμόζεται στις ανάγκες μας». (Μέρος Γ΄ Η Στέλλα, σ. 160).

 

Σώμα ερωτικόν, για να σχολιάσω και τον τίτλο, είτε η αναφορά γίνεται στην ίδια τη Στέλλα, είτε προχωράει πιο πέρα για να θυμίσει τον έρωτα προς το βιβλίο, ίδιο τόσο για τον δημιουργό (συγγραφέα, μεταφραστή, κριτικό, επιμελητή, στοιχειοθέτη, τυπογράφο, εικαστικό, βιβλιοδέτη κ.λπ.) όσο και για τον αναγνώστη, τον αποδέκτη του όλου έργου. Ο πίνακα του εξωφύλλου, εύστοχη επιλογή (John Lavery, Alice, 1919), αποδίδει ακριβώς αυτόν τον «έρωτα» προς το βιβλίο εν συνόλω.

 

Διώνη Δημητριάδου

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

Το πράον παρόν Ελένη Μπουκαούρη εκδόσεις Σμίλη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Το πράον παρόν

Ελένη Μπουκαούρη

 εκδόσεις Σμίλη

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Εν τέλει ποιητική γραφή • Fractal (fractalart.gr)

 

 



Εν τέλει ποιητική γραφή

 

Το βιβλίο της Ελένης Μπουκαούρη έχει καταχωρισθεί ως πεζογράφημα/αφήγημα. Ας μου επιτραπεί, ωστόσο, στη δική μου ανάγνωση να συνιστά μια ιδιόμορφη ποίηση. Μέσα στην ποίηση, το γνωρίζουμε καλά αυτό, αναπτύσσονται μικρές ιστορίες, είτε η μορφή των ποιημάτων γειτνιάζει προς την πεζογραφία είτε όχι. Στην ποίηση της Μπουκαούρη διαπλάθεται ένας λόγος που, διατηρώντας όλη την ποιητικότητά του, αφηγείται ιστορίες που εκκινούν από την καθημερινότητα για να ανοίξουν τον ορίζοντά τους σε βαθιά εξομολόγηση και από εκεί να συνομιλήσουν με όλους μας. Όχι με εύκολο και ανώδυνο τρόπο, όμως. Η ποίηση αυτή πληγώνει και πληγώνεται. Διαβάζοντας νιώθεις την ανοιχτή πληγή, το ποίημα τη μοιράζεται μαζί σου, την αποδέχεσαι όχι σαν μια ξένη αλλά σαν εν μέρει δική σου. 

 

[…] έσπρωξα τα παντζούρια και ξάπλωσα, εγώ/ και το παλιό μου σώμα (το παιδικό μήπως;) στο φαγωμένο/ ξύλινο πάτωμα, πάνω ακριβώς στον λεκέ του μεσημεριανού/ ήλιου, ώσπου ένιωσα κάτι να καίει στο πρόσωπό μου, το/ άφησα να καίγεται κατακόκκινο, πυρωμένο, στο στήθος/ στα μάγουλα, στα μάτια μέσα να αστράφτει, ορμητικά να/ κυλάει, δεν θυμάμαι να φεύγω, μόνο πως ανηφορίζοντας την/ Ιθάκης, γωνία με Πατησίων, δεξιά στον τοίχο, με μαύρη/ μπογιά που έσταζε ακόμη, έγραφε://TOUCHE MOI LE COEUR/ IL EST MALADE.


 

Ο τρόπος της ποιήτριας να δημιουργεί έναν χειμαρρώδη λόγο, χτίζει μια ροή σκέψεων, καθώς η μια εικόνα διαδέχεται την άλλη με το «εγώ» να στροβιλίζεται στις δίνες τους. Σαν να πετά και πέτρα στην ατάραχη λίμνη του νου, και αυτή να φτιάχνει διαδοχικούς κύκλους, μέχρι που να σβήσει όλη η κίνηση, να τελειώσει το ποίημα. Μια ανάσα, και νέο ποίημα ξεκινά την ίδια διαδικασία. Σ’ αυτά τα ποιήματα δεν χωρούν τελείες, γιατί στην ουσία δεν τελειώνουν – τελειώνει ποτέ η μνήμη να σκάβει το μυαλό; 

 

[…] … και οι νεκροί ζούνε και ζούνε και δεν πεθαίνουν/ όσο κι αν τους σκοτώνεις (δώρον άδωρον) κι ο θάνατός τους/ δεν σου κάνει τη χάρη (ποια χάρη;) και πόσο σκληρή να/ γίνεις μ’ έναν νεκρό που δεν θέλει να πεθάνει κι έναν καιρό/ που δεν περνάει κι αν διώξεις τους νεκρούς θα σκιαχτούν κι/ άλλοι καιροί δεν θα ’ρθουν νέοι κι οι παλιοί θα

 

Η ποιήτρια χειρίζεται με μαεστρία τη γλώσσα, μέχρι τα όριά της, γνωρίζοντας ότι κάθε λέξη γεννά την επόμενη σε μια ατέρμονη συνέχεια επικοινωνίας και δημιουργίας. Ίσως γι’ αυτό και κάποια ποιήματα βάζουν στο τέλος τους ερωτηματικό:

 

… οι άνθρωποι είναι ρήματα μιας ξένης γλώσσας, τα χέρια/ είναι τα ρήματα του σώματος, απέναντί μου κάποιος/ ανοιγοκλείνει τα χείλη επαναλαμβάνοντας μια παράξενη,/ ακατανόητη λέξη, ένας άλλος κάνει και ξανακάνει την ίδια/ ερώτηση, όμως γρήγορα εξαντλούνται και σωπαίνουν –/ μήπως η άγνωστη, επαναλαμβανόμενη λέξη του ενός είναι/ η απάντηση στην επαναλαμβανόμενη ερώτηση του άλλου;// … μήπως, όταν δεν υπάρχει απάντηση, γεννιέται η καλύτερη/ ερώτηση;

 

Οι «ιστορίες» της δεν έχουν καμία αυταπάτη πως της ανήκουν· ανήκουν στην ίδια όσο και στους άλλους, που τις διαβάζουν. Γιατί η αφήγηση μιας ιστορίας είναι αυτή που πλάθει τον κόσμο, καθώς υπεισέρχονται στην αρχική αλήθεια άλλες «αλήθειες», και ο κόσμος συνεχίζει να ζει και να διαμορφώνεται. Γράφει η ίδια:

 

την παλιά ζωή σου, όταν πεθάνεις, κάποιος θα βγει/ να διηγηθεί, τάχα πως την γνωρίζει αληθινά […] ο θάνατός σου θα αναστήσει/ μιαν άλλη ζωή, άγνωστοι θα την οικειοποιηθούν και θα/  αφηγηθούν μια ιστορία, που δεν θα σε αφορά καθόλου μα/ καθόλου, δεν θα ’χει τίποτε δικό σου, δεν θα είναι πια η δική/ σου ιστορία…// … άλλωστε, εσύ θα την διηγιόσουν εντελώς διαφορετικά…

 

Πολύ ξεχωριστή γραφή, με ρυθμό, με αφηγηματικότητα αναμφίβολα, με τη συνειρμική δυναμική που μόνον ο ποιητικός λόγος μπορεί να χειριστεί τόσο περίτεχνα. Γι’ αυτό και τόλμησα να την κατατάξω στις ποιητικές δημιουργίες. Ας μου συγχωρεθεί η ιδιότροπη αυτή ανάγνωση. Άλλωστε, η γραφή στην ουσία μία είναι, οι αναγνώσεις της διαφέρουν.

 

 Διώνη Δημητριάδου

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Αργοπορούν οι λέξεις Γιλά Μοσάεντ Εισαγωγή και μετάφραση από τα Σουηδικά: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη Εκδόσεις Μανδραγόρας η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικόμFractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Αργοπορούν οι λέξεις

Γιλά Μοσάεντ

Εισαγωγή και μετάφραση από τα Σουηδικά:

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη

 Εκδόσεις Μανδραγόρας

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικόμFractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ: Η ανάσα των λέξεων • Fractal (fractalart.gr)

 




Η ανάσα των λέξεων

 

Είμαι δίχως χώρα

Δίχως μητέρα

Το μόνο που μοιράζομαι μαζί σας

Είναι οι λέξεις

 

Μια σπαρακτική ποίηση μέσα στη λιτότητα των μέσων της, είναι η ποίηση της Γιλά Μοσάεντ (Τεχεράνη, 1948). Διωγμένη από τη χώρα της το 1986, λόγω του καθεστώτος του Χομεϊνί, κατέφυγε στη Σουηδία, κατακτώντας με τα χρόνια μια νέα πατρίδα αλλά και μια νέα γλώσσα για να γράφει την ποίηση της, η οποία αριθμεί δέκα συλλογές στη σουηδική γλώσσα.  Η νέα της πατρίδα την τίμησε εκλέγοντάς την ισόβιο μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας, μοναδική περίπτωση μέλους χωρίς σουηδική εντοπιότητα.

Η ποιήτρια Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη έχει ασχοληθεί με το έργο της Μοσάεντ, και έχοντας και η ίδια τη Σουηδία σαν δεύτερη πατρίδα της, μεταφράζει από τα σουηδικά την ποίησή της. Κοινή πορεία, σε αντίστροφες διαδρομές, συνδέει τις δύο ποιήτριες. Η βίωση του ξεριζωμού, η έννοια της ξενότητας, η ανάγκη της επικοινωνίας, η ενσωμάτωση στην ποίησή τους της κραυγής για αγάπη, για δικαιοσύνη, για αδελφοσύνη, η βαθιά επίγνωση της μοναξιάς εν μέσω της αδιαφορίας του κόσμου γύρω τους. Έτσι, με τον καλύτερο τρόπο φθάνει μέχρι τη δική μας γλώσσα η φωνή της σπουδαίας ποιήτριας, χωρίς να χάσει στη διαδρομή τίποτα από όσα αρχικά την έκαναν ποίηση: ευαισθησία, ρυθμό, σοφή επιλογή των λέξεων.

Ακριβώς αυτές οι λέξεις, το «όχημα» για να αποκτήσει σώμα η σκέψη και η ψυχή, είναι που «αργοπορούν», κατά τον ευφυή τίτλο που στεγάζει όλα τα ποιήματα της συλλογής. Γιατί, ο λεκτικός κώδικας πάντα θα αποδεικνύεται ανεπαρκής για να αποδώσει όλο το εύρος, το βάρος και το βάθος της ποιητικής διάθεσης. Η ποιήτρια το κατανοεί, αγωνιά μήπως δεν αποδοθεί το συναισθηματικό φορτίο, και τότε είναι που θα κατορθώσει (εν αγωνία και ταραχή ψυχής) να προσελκύσει τις κατάλληλες λέξεις, να προλάβουν να εισχωρήσουν στο ποίημα, να αποκτήσουν το αναγκαίο προς ίαση ποιητικό σώμα. Αυτή τη διαδικασία την αποδίδει με αυτά τα λόγια, σε στίχους από διαφορετικά ποιήματα: Περιμένω πολύ/ ενώ η θάλασσα μεταμορφώνεται σε έρημο/ και ο άνθρωπος σε εχθρό του εαυτού του […] Αργοπορούν οι λέξεις/ Βρέφη πεινασμένα/ χλωμιάζουν στις τελευταίες ανάσες τους […] Μερικές φορές οι λέξεις μού έρχονται τελείως νεκρές/ όπως τα μαλλιά ή τα νύχια/ Δεν αναπνέουν στο χαρτί […] Αργοπορούν οι λέξεις/ Μεταφέρονται/ σαν φλεγόμενος ήλιος/ στην καρδιά μου/ γράφω ένα νέο ποίημα/ Και όλα σβήνουν. Είναι αυτή που θα τους δώσει την απαραίτητη ανάσα, να μεταποιηθούν από νεκρός και ανούσιος κώδικας σε ποιητικό λόγο. Και τότε, οι λέξεις παίρνουν τη μορφή της, γίνονται ένα η ποιήτρια και το ποίημα. Κάποιες μέρες/ μοιάζω στις λέξεις μου/ τόσο τρυφερά/ που δεν χρειάζομαι κάποιον καθρέφτη.


Χωρίς τίτλο τα ποιήματα, χωρίς σημεία στίξης, ολιγόστιχα και λιτά στη μορφή τους, προκαλούν τον αναγνώστη να βάλει μέσα τους τη δική του ψυχή, να τα ονομάσει, να πάρει, διαβάζοντας, τις δικές του ανάσες, όπου τις χρειαστεί. Μια ποίηση που αναζητά τη συμμετοχή, την αναγνωστική σύμπλευση σε δύο επίπεδα. Από τη μια, κατανοώντας την υπαρξιακή αγωνία που διακατέχει την ποιήτρια, τη βίωση της απώλειας, την εγγύτητα του θανάτου, την απουσία απαντήσεων για την ουσία του κόσμου. Σαν άλλος Οδυσσέας βιώνει τη δική της Νέκυια. Παίρνω το σώμα μου μονάχη/ Ταξιδεύω στον κάτω κόσμο […] Αναζητώ τους νεκρούς μου, βαδίζω σε άγνωστους δρομίσκους […] Από την άλλη, συνοδοιπορώντας μαζί της στους δρόμους της φύσης, συνομιλώντας με τις φυσικές οντότητες (Δεν έχω καμιά γλώσσα πλέον/ Μόνο ένα μικρό πουλί/ χτυπά στο νυσταγμένο παράθυρό μου) σε μία ένωση που απηχεί με τον συμβολισμό της την αγωνία για μια πανανθρώπινη συμφιλίωση και αγάπη. […] Τα πόδια μου θέλουν να βαδίζουν/ σε γη που δεν τρέμει// Χτίσε μια πόρτα/ που να μπορώ να κλειδώνω/ και να ανοίγω/ όταν χτυπά η αγάπη. Μια ποίηση τόσο ιδιωτική όσο και συλλογική υπόθεση.

Τελειωμένα λόγια είχε ονομάσει η μεταφράστρια της Μοσάεντ τις λέξεις στη δική της ποιητική συλλογή (Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Λιγοστεύουν οι λέξεις, Μελάνι, 2017) δείχνοντας το αόρατο νήμα που δένει καμιά φορά τους ποιητές, δημιουργώντας μια συνέχεια κοινής σκέψης, βιωμάτων, τρόπων έκφρασης. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Έτσι, ο συνειρμός πηγαίνει από τη μία ποιήτρια στην άλλη, ενώνοντας συνειδήσεις και καταργώντας σύνορα. Σημαντικό αυτό για την υπόθεση της ποίησης.

Το βιβλίο, φροντισμένο από τις εκδόσεις Μανδραγόρας, καλαίσθητο,  μικρό, χωρισμένο με αντικριστές μαύρες σελίδες σε τρία μέρη – το μαύρο χρώμα εμφανές στην ποίηση της Μοσάεντ (Οι λέξεις παραχώθηκαν/ Το μαύρο ήταν το μόνο χρώμα) επιτρέπει τη ελπίδα μιας έξαρσης του φωτός, με τη μορφή εξέγερσης: Περιμένουμε/ την εξέγερση του φωτός. Στο εξώφυλλο η Μοσάεντ σε θαμπό πράσινο φυσικό φόντο –  η φύση ο «χώρος» της, τα δέντρα σε άρρηκτη ένωση μαζί της, σε συνομιλία, σε προστατευτική αγκάλη. Όλο το δάσος κρέμεται στους ώμους μου/ Ένας προστατευτικός μανδύας.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

ΟΡΓΙΖΟΜΑΙ Ποίημα του Γιώργου Αλεξανδρή

 

 

ΟΡΓΙΖΟΜΑΙ

Ποίημα του Γιώργου Αλεξανδρή

 



Έρχονται στιγμές,

που χωρίς προσχήματα και υπεκφυγές,

χωρίς αναστολές και δικαιολογίες αντιφατικές,

ξεπερνώ τις αυταπάτες μου, τις πλάνες μου

τις ωραιοποιημένες περιπλανήσεις μου

και φεύγω πέρ’ απ’ τα χαλκευμένα όρια

της μικρής και λαφυραγωγημένης ελευθερίας μου.

Και οργίζομαι.

Οργίζομαι με τους κάποιους, τους δήθεν,

τους άλλους με τις περισπούδαστες περγαμηνές,

τις κοινωνικές ευαισθησίες και τις ηθικές αξίες,

μ’ αυτούς που δικαιούνται να ερμηνεύουν,

να μεθοδεύουν και ν’ αποφασίζουν,

μ’ αυτούς που υποχρεούνται ν’ ανησυχούν,

να συντρέχουν και να καθοδηγούν.

Μ’ αυτούς που από θέση και σχήμα,

αργυραμοιβοί της υποκρισίας και τέκτονες της απάτης,

προδιαγράφουν συμπεριφορές και στόχους,

καλώντας με να δανειστώ  αυτά που μου πήραν,

και να μοιραστώ αυτά που δεν έχουν.

Οργίζομαι στο αγλάισμα της χαμέρπειας,

στη θρασύτητα  της μικροπρέπειας,

στη διαβολή και τη διαπόμπευση

της αρετής και του σεβασμού.

Οργίζομαι όταν καπηλεύονται την αξιοπρέπειά μου,

όταν φανερά με ταπεινώνουν ως υπάκουο

και ύπουλα με συνθλίβουν ως υπήκοο,

και προστατευτικά  με χαρακτηρίζουν

προσαρμόσιμο εν αφθονία είδος.

Οργίζομαι στην περηφάνια και την πρόκληση

του ρηχού στοχασμού τους

και την αμετροέπεια των λόγων τους,

στην προβολή και την αθώωση

της απαξίωσης και της αποχαύνωσης,

της αδιαφορίας και της αποστασιοποίησης.

Οργίζομαι στη λαθροχειρία της ζωής μου.

Που με γαλούχησαν στη σύνεση της σιωπής,

που με καθήλωσαν αδρανή  και αδηφάγο

σε μαυλιστικούς ήχους και συντεταγμένες  εικόνες,

που με αναγόρευσαν ειδήμονα

και αυτόφωτο αστέρα με βαυκαλίζουν.

Οργίζομαι που με κηρύγματα κατηγορητήρια,

με φανατισμούς και θρησκοληψίες,

με υστερίες και δοκησίσοφες  αναφορές

με καλούν ως ταγοί και προφήτες

στης σωτηρομανίας τους τις εμμονές.

Οργίζομαι για τη χειραγώγηση της ζωής μου.

Που με ανάγκασαν να μαθητεύσω

στα σκοταδιστικά θρανία τους,

να αυτομολήσω στις ιδεολογίες τους,

που με αποπροσανατόλισαν με τις ιδεοληψίες τους

που με κολάκεψαν και με απογύμνωσαν

από αντιστάσεις και ενοχές.

Μα πιο πολύ οργίζομαι που ανακάλυψα

στην άκρη του μυαλού μου,

πως η ευπείθεια μπορεί και να με βολεύει,

πως μπορεί και να μ’ αρέσουν

τα φανερά είδωλα και τα κρυφά όνειρα,

και επινοώντας ένα ισχυρό άλλοθι,

δε διακρίνω καμιά ανίερη συμμαχία,

κανενός είδους σκοπιμότητα και βία,

πως δεν εξυφαίνεται καμιά συνωμοσία

και βουλιάζω στην  παραίτηση και την απραξία.

 

                   Γιώργος  Αλεξανδρής

φωτογραφία: Enri Canaj    

Λία Σιώμου, «Της ζωής και της αγάπης», Ποίηση 1995-2011, εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα 2022. Αναμνήσεις απ’ την πατρίδα Γράφει η Χρύσα Αλεξοπούλου Πρώτη Δημοσίευση 9/12/2023 ΠΕΡΙΟΔΙΚΌ FRACTAL


Λία Σιώμου

Της ζωής και της αγάπης

Ποίηση 1995-2011

εκδ. Ελευθερουδάκη

Αθήνα 2022

Αναμνήσεις απ’ την πατρίδα

Γράφει η Χρύσα Αλεξοπούλου

 Πρώτη Δημοσίευση   9/12/2023   περιοδικό Fractal

  




Η συγκεντρωτική αυτή έκδοση, που περιλαμβάνει επτά προγενέστερα δημοσιευμένες ποιητικές συλλογές -πνευματική παραγωγή δεκαέξι χρόνων- συνδυάζει εμπειρία και συναίσθημα, όπως δηλώνεται και από την επιλογή του τίτλου, Της ζωής και της αγάπης. Ελληνίδα της διασποράς η Λία Σιώμου συντηρεί  τις αναμνήσεις από την πατρίδα και επιτρέπει σε αυτές να τροφοδοτούν τη ζωή της, να απαλύνουν την αίσθηση της μοναξιάς στην αλλότρια γη και να θεραπεύουν την «πληγή», για την οποία η ίδια μιλάει στο προλογικό σημείωμα. Στο ίδιο σημείωμα εξηγεί και τον λόγο, για τον οποίο επέλεξε να γράφει ποίηση, καταθέτοντας ειλικρίνεια και ευαισθησία. Η Τέχνη για τη Λ.Σ. λειτουργεί ως παραμυθία και θερμαίνει τον πόθο του νόστου.

Στην πρώτη συλλογή, Σπουδή ονείρου (Γαβριηλίδης 2006), κυριαρχεί το πρώτο πρόσωπο γιατί υπερισχύουν οι προσωπικές αποτυπώσεις με αφορμή τη φύση και τις ποικίλες εμπειρίες του ποιητικού υποκειμένου. Συχνά επιλέγεται η καταγραφή να γίνει με μέτρο κι ομοιοκαταληξία, μάλλον από πίστη ότι έτσι υπηρετείται καλύτερα ο λυρισμός ή και από σεβασμό στην παραδοσιακή ποίηση. Βασικό χαρακτηριστικό της συλλογής, που εντοπίζεται και στις συλλογές που ακολουθούν, είναι, παράλληλα με τον λυρισμό, και η πηγαία έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων.

Ακολουθεί η συλλογή Εν γη ερήμω (Γαβριηλίδης 2007) με συνθέσεις σε ποιητική φόρμα και σε πεζολογική μορφή, σαν να δοκιμάζει η ποιήτρια τις δυνατότητες και τις αντοχές του λόγου μπροστά σε όσα επιθυμεί η ίδια να εκφράσει. Συναντάμε άλλοτε ειρωνικό και άλλοτε καταγγελτικό ύφος, όπως στο « Περί θυμιάματος» (σ.80), διαψευσμένες προσδοκίες, απρόσμενες συναντήσεις, ζωές και φωνές που ανήκουν στο παρελθόν. Εντυπωσιάζει το πέρασμα από την αναλυτική στη σχεδόν επιγραμματική καταγραφή, όπως στο « Περί γλυπτικής» (σ. )

Αναμνήσεις.

                                                       Σμιλεύματα γλύπτου

                                                                 Στο μάρμαρο της ψυχής.

Σαν να διαβάζουμε έναν ακριβή ορισμό που δεν επιτρέπει αμφισβήτηση.

Περνώντας στη συλλογή Μαγιοστέφανο (Γαβριηλίδης 2009) παρακολουθούμε να εκτυλίσσονται σκηνές, να περιγράφονται εικόνες, για να υποστασιοποιηθούν και πάλι προσωπικά βιώματα. Η γραφή της Λίας Σιώμου είναι ιδιαίτερα προσωπική, ειλικρινής κατάθεση ψυχής, προσεκτική έκθεση νοός. Από την άποψη της μορφής, είναι έκδηλη η στόχευση ορισμένα ποιήματα να είναι πρόσφορα για μελοποίηση, όπως αποδεικνύει και η τύχη της σύνθεσης με τίτλο «Κείνα τα χρόνια» (σ.101). Μουσικότητα που προκύπτει από τις γλωσσικές και μετρικές επιλογές, ρίμες επιτρέπουν ή μάλλον διευκολύνουν τη μελοποίηση.

Η συλλογή «Attica» (Γαβριηλίδης 2014) έχει για σκηνικό ανάπτυξής της το περιβάλλον της Αττικής, φυσικό και πολιτιστικό, όπως ο τίτλος προοικονομεί. «Η ευωδιά της μακρινής πατρίδας» κατακλύζει την ποιήτρια, γίνεται παλμός, βασανιστική νοσταλγία και τελικά λυτρωτική έκφραση. Απλά αγριολούλουδα, η παπαρούνα, οι ανεμώνες, το χαμομήλι, αλλά και οι ελιές, τα πεύκα, τα στάχυα, τα αρωματικά φυτά     (θυμάρι, ρίγανη, δάφνη) δίνουν υπόσταση στον τόπο της νοσταλγίας. Ο έντονος και πηγαίος  λυρισμός, η οξύτατα ζωντανή  μνήμη σφραγίζουν τη συλλογή και δίνουν διεξόδους απελευθέρωσης των αποθεμάτων της μνήμης. Τοπόσημα και άνθρωποι « ζωντανεύουν» μέσα από τις γραμμές των στίχων και ταξιδεύουν «σε ξένα μέρη άπονα και παγωμένα». Όποιος γνωρίζει τον καημό της ξενιτιάς κατανοεί καλύτερα το περιεχόμενο αυτής της συλλογής. Στο δεύτερο μέρος της ίδιας συλλογής, με τον τίτλο Εις μνήμην ουτοπίας, είναι εντονότερο το στοιχείο της ενδοσκόπησης που αναπτύσσεται με εξομολογητικό ύφος και κάποιες φορές απαισιόδοξο. Πρόσωπα που άγγιξαν τη Λ.Σ., συναντήσεις που την πλούτισαν, αγαπητικές εμπειρίες βρίσκουν εδώ τον χώρο έκφρασής τους. 

 

Οι συλλογές Ερωδιού κατοικία και Αλκυονίδες κυκλοφορήθηκαν αμφότερες το 2000 από τις εκδόσεις Δωδώνη. Εμβαθύνουν στη θετική πλευρά δυσκολιών, όπως είναι η μοναξιά (σ.320) κι η προσμονή (σ.326), καταγράφουν εμπειρίες σε τόπους μακρινούς (Oregon Coast, Florida), ανακαλούν στιγμές. Παλεύει η δημιουργός με αναπολήσεις, προβληματισμούς,  εσωτερικούς αγώνες και αγωνίες, προσδοκίες, αγάπης και τρυφερότητας επιδιώξεις.

Ολοκληρώνοντας τις σκέψεις που είχαν αιτία  το Της ζωής και της αγάπης, θέλω να αφήσω τη Λία Σιώμου να τις κλείσει  επιγραμματικά  με τη δική της σφραγίδα που αποτυπώνει την τραγικότητα του ανθρώπου ως αποτέλεσμα και της ματαιότητας ύπαρξης κι έργων του, με δική μου ευχή όμως αυτή η τραγικότητα να δίνει συγχρόνως στην ποιήτρια υλικό να την υπερβαίνει

Εξ ορισμού η ουτοπία δεν έχει τόπο να σταθεί.

                            Απλώς, οι άνθρωποι στηρίζονται πάνω της.

 

* Η Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου είναι Δρ. Κλασσικής Φιλολογίας-ποιήτρια

 

 

 

 

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2024

Το έβδομο θύμα ένα σπονδυλωτό αφήγημα Στάθης Ιντζές εκδόσεις Ενύπνιο η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Το έβδομο θύμα

ένα σπονδυλωτό αφήγημα

Στάθης Ιντζές

 εκδόσεις Ενύπνιο

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ: Μια διαφορετική θέα θανάτου • Fractal (fractalart.gr)


 


Μια διαφορετική θέα θανάτου

 

Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι ο άνθρωπος βγαίνει πιο δυνατός, πιο όμορφος από τον πόνο. Έτσι θυμάμαι το πρόσωπο της μάνας μου, όταν στέγνωσαν τα πρώτα της δάκρυα και μου μιλούσε στη φωτογραφία στη σιρβάντα. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή· μας μαζεύανε σε κομμάτια. Τα χέρια μου μπήχτηκαν στο χώμα· το κορμί μου ορφανό μέσα στους θάμνους. Τα σκυλιά μάς μύριζαν με τις υγρές μουσούδες τους. τα πουλιά φτεροκοπούσαν μέσα στις φωλιές τους. Άλλαξα πολύ από τότε που πέθανα. Κάποιοι γλίτωσαν, άργησαν να μιλήσουν. Τους άφησε κουσούρι λένε. (σ. 79).

 

Η γραφή του Ιντζέ αγαπά να κυκλοφορεί σε δύο επίπεδα, από τη μια τη ρεαλιστική πεζότητα και από την άλλη την αναίρεσή της, μεταπηδώντας στον χώρο του αφύσικου. Σχολιάζοντας πριν μερικά χρόνια τις μικρές του ιστορίες (Η Μήνα και άλλες ιστορίες, Κίχλη, 2019), είχα επισημάνει την ευκολία με την οποία  το αφύσικο εισβάλλει απροειδοποίητα στο ρεαλιστικό σκηνικό των ιστοριών, γεγονός που αποδεικνύει (πέρα από δεινότητα γραφής) ότι ο συγγραφέας μέσα στη συνείδησή του ενώνει με φυσιολογικό τρόπο τους δύο χώρους. Τώρα, στο  μικρό του αφήγημα Το έβδομο θύμα, προβάλλει ξανά η διττή «πραγματικότητα», με τις δύο όψεις της να εισχωρούν απρόσκοπτα η μία μέσα στην άλλη. Η θεματική του θανάτου που επιλέγεται εξυπηρετείται άριστα κάτω από αυτή την οπτική, καθώς εμπεριέχει έτσι κι αλλιώς την άρνηση της όποιας βεβαιότητας, την αμφιβολία για τα όρια του υπαρκτού, υιοθετώντας απροσχημάτιστα την εν δυνάμει αναίρεση κάθε λογικής ερμηνείας.

Στο κέντρο της αφήγησης η ιστορία του δεκατριάχρονου Ισίδωρου Ταγιάνη, που θα βρεθεί τον Μάιο του 1962, από το χωριό του στο Πήλιο, ναυτόπαις στο κέντρο εκπαίδευσης του Πόρου, για να αποτελέσει δυο χρόνια μετά ένα από τα θύματα του σιδηροδρομικού δυστυχήματος, στις 30 Απριλίου 1964, κοντά στη γέφυρα Ντε Κίρικο εν μέσω σφοδρής ανεμοθύελλας, κατά το ταξίδι της επιστροφής του στο χωριό του, πρώτη φορά μετά την κατάταξή του. Το γεγονός αυτό το χειρίζεται ο Ιντζές διασπώντας την ιστορία και παρεμβάλλοντας παράλληλες αφηγήσεις, που μπορεί να μοιάζουν ασύνδετες, ωστόσο εκβάλλουν στο ίδιο σημείο, αποτυπώνοντας τις διασταυρούμενες διαδρομές της ζωής, απρόσμενες, φυσικές ή αφύσικες, όπως τις αποδίδει ο ίδιος ο Ισίδωρος (εισχωρώντας στη «ζωή μετά»), όπως τις καταγράφουν οι σελίδες των εφημερίδων, όπως τις μεταφέρουν οι θρύλοι και οι παραδόσεις. Έτσι προκύπτει η σπονδυλωτή μορφή του αφηγήματος, με τα κομμάτια που το συναποτελούν, με εναλλασσόμενο τον τόπο και τον χρόνο, να προσφέρουν το καθένα το δικό του βάρος, τη δική του οπτική.



Έχει ενδιαφέρον η κατάτμηση του γεγονότος, του θανάτου με την ευρύτερη έννοια, καθώς προτείνει (κατά την πιθανή συγγραφική  πρόθεση) την ευκολότερη αποδοχή του.  Το ίδιο το γεγονός συνιστά μια αφορμή για μια ιδιαίτερη ενασχόληση με τη θεματική του θανάτου, ακροβατώντας ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, στο προσβάσιμο με τις αισθήσεις και το άβατο. Στο αφήγημα ενσωματώνεται και μια ακόμη αφορμή, η ταινία Το έβδομο θύμα (που προσφέρει ευφυώς και τον τίτλο στο αφήγημα), την οποία παρακολουθεί ο Ισίδωρος, χωρίς να φθάσει στο τέλος της, προϊδεάζοντας για τη δική του «λειψή διαδρομή». Όπως τα καρέ της ταινίας εξακολουθούν να προβάλλονται στο μυαλό του, χωρίς να γνωρίζει το τέλος, έτσι και η σύντομη ζωή του θα γυρίζει στη μνήμη του χρόνια μετά, κομμάτια και αποσπάσματα που αδυνατούν πλέον να δέσουν σε ζωή συνεχή· αυτή διακόπηκε αμετάκλητα στα δεκαπέντε του χρόνια. Νομίζω πως δεν θα μπορούσε με καλύτερο τρόπο να αποδοθεί μέσω της  σκόπιμης ασυνέχειας (ποιος πλανάται πως μπορεί να ορίσει την ευθύγραμμη, γραμμική, ροή του χρόνου;) η φαινομενικά συνεχής ζωή ώς τη μετατροπή της σε μη-ζωή.

 

Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη· ρίχτηκα στις σκάλες. Στην κάμαρα, σκυφτός πάνω στο θρανίο, ήμουν εγώ. Εγώ παιδί, με μαλλιά που μου ’πεφταν στα μάτια. Έγραφα γράμμα στον μελλοντικό μου εαυτό, λέει. Ένα σύννεφο σκέπασε τη στιγμή εκείνη το φεγγάρι και ο ανήλικος εαυτός μου μού έτεινε το χέρι. Τότε ξύπνησα και είδα τον αέρα να κόβει στα δυο το κάθισμα, τον διπλανό μου να αναποδογυρίζει και όλο τα βαγόνι να χάσκει στο κενό. Θα κράτησε λιγότερο από πέντε δευτερόλεπτα. Πρόλαβα να αναστενάξω, θυμάμαι, και είχα μια απερίγραπτη ανάγκη να τεντωθώ και να κοιτάξω εκείνο τον τόσο λαμπρό ήλιο, που δεν έλεγε να βασιλέψει ακόμα. Η νύχτα θα απλωνόταν μπροστά μου με ένα αίσθημα ηρεμίας. (σ. 79).

 

Η φωτογραφία στο εξώφυλλο, μια βουτιά, ένα πήδημα στη θάλασσα, ή αλλιώς ένα «πέρασμα» από το γήινο ορατό στο βαθύ και ανεξερεύνητο – η ζωή και ο θάνατος.

 

 Διώνη Δημητριάδου

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2024

Ο βράχος του Σίσυφου Κωνσταντίνος Λίχνος εκδόσεις Γράφημα η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Ο βράχος του Σίσυφου

Κωνσταντίνος Λίχνος

 εκδόσεις Γράφημα

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ: Το αδήριτον σθένος της ανάγκης και η πιθανή υπέρβασή της • Fractal (fractalart.gr)

 

 



Το αδήριτον σθένος της ανάγκης και η πιθανή υπέρβασή της

 

Αφήστε με να καυχιέμαι, λοιπόν, κουβαλώντας τον βράχο μου. Έτσι κι αλλιώς θα το κάνω, την άδεια κανενός δεν ζητώ. Ο μόνος που θα μπορούσε να βαρεθεί τη φλυαρία μου είναι ο βράχος. Μονάχα αυτός δικαίωμα θα ’χε  να μου ζητήσει να σωπάσω για λίγο. Μα, δεν το κάνει ποτέ. Τον στηρίζω αδιάκοπα πάνω μου, κι έχει γίνει του κορμιού μου προέκταση· να με σιγήσει θα ήταν σαν να φιμώνει το στόμα του. (σ. 21).

 

Ένα αφήγημα/διήγημα φιλοσοφικού χαρακτήρα αποτελεί το πρόσφατο έργο του Κωνσταντίνου Λίχνου, στον βαθμό που, χωρίς να στερείται τη δομή μιας αφήγησης, και μάλιστα με την επιλογή της πρωτοπρόσωπης «φωνής», επιχειρεί να αναλύσει εν συντομία τον μύθο του Σίσυφου, ιδωμένο μέσα από μια σύγχρονη οπτική, με σαφείς ιδεολογικές προεκτάσεις. Τοποθετώντας ως προμετωπίδα τον αισχύλειο λόγο από τον Προμηθέα δεσμώτη (την πεπρωμένην δε χρη αίσαν φέρειν ως ράστα, γιγνώσονθ’ ότι το της ανάγκης έστ’ αδήριτον σθένος), συνδέει άρρηκτα το πάσχον υποκείμενο (είτε αυτό είναι ο Σίσυφος είτε ο Προμηθέας) αφενός με την άφευκτη μοίρα του και αφετέρου με τη δύναμη της ανάγκης. Υπάρχου, ωστόσο, όρια στη δύναμη της ανάγκης;

Στο εκτενές εισαγωγικό του κείμενο ο Λίχνος ανιχνεύει το «πρόσωπο» του Σίσυφου, όπως μας έχει παραδοθεί από τον αρχικό μύθο (ανοιχτό σε φιλοσοφικό στοχασμό) αλλά και τις πολλαπλές εκδοχές ερμηνείας του από την αρχαιότητα ώς σήμερα, κλίνοντας περισσότερο προς την ερμηνεία του Αλμπέρ Καμύ, στο φιλοσοφικό του έργο Ο μύθος του Σίσυφου-Δοκίμιο  πάνω στο παράλογο.

Αναπόφευκτα μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση οδηγεί προς την «απελευθέρωση» του Σίσυφου εν είδει αντίστασης ενάντια στους θεούς τιμωρούς αλλά και στην ίδια τη Μοίρα, η οποία κατά την αρχαία δοξασία ήταν ανώτερη και από τη θεϊκή βούληση και απολύτως δεσμευτική και για θεούς και για ανθρώπους. Από τη στιγμή που αποδέχεται ο Σίσυφος τη δύναμη της Μοίρας του, μπορούμε να θεωρήσουμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο, θέση που αποτελεί και την κατακλείδα του φιλοσοφικού δοκιμίου του Καμύ, θεμελιωτή της θεωρίας του παραλόγου. Η έννοια της ευτυχίας, προφανώς πόρρω απέχει από την υποταγή· ίσα ίσα συνιστά τη μόνη, ίσως, ελπίδα του ανθρώπου εν γένει (αν αναγάγουμε σε σύμβολο τη μορφή του Σίσυφου) να υψώσει το ανάστημά του απέναντι σε όποια δύναμη ορίζει την τύχη του. Με κάθε μου ανάσα καταριέμαι τους θεούς και τους θεούς των θεών, θα πει (σ. 48),  αντιστρέφοντας έτσι τα μεγέθη: είναι αυτός που καταριέται και όχι οι θεοί αυτόν. Με άλλα λόγια, η επίγνωση, η συνειδητοποίηση της θέσης, συνιστά και ένα είδος αυτονομίας. Όπως ο Οιδίποδας πήρε τη μοίρα στα χέρια του με την αυτοτιμωρία του, έτσι και ο Σίσυφος καθίσταται εν δυνάμει ελεύθερος, αποδεχόμενος το βάρος του βράχου του και την ατέρμονη πορεία προς τη ματαιότητα· αυτή, άλλωστε, είναι και η βάση της θεωρίας του παραλόγου, δηλαδή η παράλογη συνύπαρξη του αιτήματος για ελευθερία και ερμηνεία των πάντων, με την ταυτόχρονη σιωπή του σύμπαντος, όπως κι αν νοηθεί αυτό. Ούτε το αίτημα για απάντηση σε όλα τα ερωτήματα (που θα καθιστούσε τον θνητό άνθρωπο ελεύθερο) είναι παράλογο, ούτε παράλογη η σιωπή. Παράλογη είναι η συνύπαρξη των δύο. 



Το αφήγημα αυτό καθεαυτό αριθμεί μόλις τριάντα σελίδες, και έρχεται προς επίρρωση αυτής της φιλοσοφικής θέσης.  Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του Λίχνου είναι ότι παρακολουθεί τη σκέψη του ίδιου του Σίσυφου, από το πάθος, την οργή,  την απελπισία μέχρι τη συνειδητοποίηση. Η συνειδητοποίηση αυτή θα τον φέρει να ταυτιστεί με τον βράχο του, με το προσωπικό του άχθος, στο σημείο που είναι πλέον ο βράχος που νοηματοδοτεί την πορεία του και όχι το αντίστροφο. Πολύ σωστά, επομένως, τιτλοφορείται το αφήγημα Ο βράχος του Σίσυφου και όχι ο Σίσυφος ή ό Σίσυφος και ο βράχος του, τοποθετώντας στο κέντρο τον βράχο ή αλλιώς τον Σίσυφο-βράχο πλέον. Σε μια ερμηνευτική ακόμη προέκταση (κοινωνική αλλά, κυρίως, πολιτική) υπονοείται ο εκάστοτε «βράχος» που τοποθετείται στους ώμους του ανθρώπου, οπότε το αίτημα προς απελευθέρωση αποκτά και άλλες διαστάσεις, ψήγμα των οποίων υπάρχει στο εισαγωγικό κείμενο, δεν αποτελεί ωστόσο το νοηματικό κέντρο του παρόντος έργου. Οι ακροτελεύτιες λέξεις του κειμένου, Αλύγιστος· απτόητος· άπελπις… (σ. 48) ενσωματώνουν τόσο τη  δύναμη τη θέλησης (αρχή για την όποια ανατρεπτική στάση απέναντι στους εκάστοτε μηχανισμούς εξουσίας) όσο αναπόφευκτα  και τη βαθιά επίγνωση τω ορίων. Ας μην λησμονούμε, όμως, πως η απελπισία, όταν φθάσει στο απώτατο όριο της αντοχής, έχει την τάση να υπερβαίνει αυτά τα όρια.


Διώνη Δημητριάδου