Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022

Οι ψιθυρισμοί του πένθους πάνω από την πόλη Βαγγέλης Αλεξόπουλος Εκδόσεις Οδός Πανός η πρώτη δημοσίευση στο frear.gr

 

Οι ψιθυρισμοί του πένθους πάνω από την πόλη

Βαγγέλης Αλεξόπουλος

Εκδόσεις Οδός Πανός

η πρώτη δημοσίευση στο frear.gr

Οι ψιθυρισμοί του πένθους πάνω από την πόλη – γράφει η Διώνη Δημητριάδου – frear



 

Έξω από το παράθυρο

βλέπω αστραφτερά μάτια

Ο διάβολος κοιτάζει

κλείνω το παράθυρο

σφραγίζω την πόρτα

 

Τον κλειδώνω μέσα

 

Στήνω το σκάκι

 

Διαβάζοντας την ποίηση του Βαγγέλη Αλεξόπουλου (ήδη βρίσκεται στην έκτη συλλογή του) έχω την αίσθηση πως εντελώς συνειδητά κλειδώνει μέσα στις λέξεις του κάτι που υπερβαίνει το ανθρώπινο μέτρο –όπως θες να το ονομάσεις, θεό ή δαίμονα, δεν έχει σημασία– κι έτσι σε αναμέτρηση μαζί του ποιεί τον λόγο. Πρόκειται για μια ποίηση που εκκινεί από τον άνθρωπο πάντοτε (το δικό του μέγεθος παρατηρεί και αποτυπώνει το σχήμα του), κι όμως νιώθεις πως αιωρείται πάνω από αυτόν· κάποτε λίγο πιο πάνω, ίσα που να τον αγγίζει, και κάποτε σε ικανή απόσταση ώστε να επικοινωνεί ταυτόχρονα με όσα υψιπετή και στην ουσία αόρατα. Κι άλλη φορά έχει επισημανθεί η διττή ποιητική απόδοση τόσο του γήινου όσο και του απογειωτικού, σε συνεχόμενες εναλλαγές. Ίσως είναι ένας τρόπος να μιλήσει για το σκηνικό του πένθους, το οποίο ως έννοια και ως αποτύπωση υπάρχει, νομίζω, ακόμη από την πρώτη του ποιητική συλλογή (Αγχέμαχες λέξεις, Άγκυρα, 2015) ακολουθώντας τον σε όλες τις υπόλοιπες. Ως τώρα, όμως, έμοιαζε να μιλά για το πάθος/πένθος χωρίς τις περισσότερες φορές να το ονομάζει και οπωσδήποτε χωρίς να το τοποθετεί στον τίτλο του βιβλίου του, όπως εδώ στην πρόσφατη συλλογή του Ψιθυρισμοί του πένθους πάνω από την πόλη.

Ακούει τους ψιθυρισμούς πάνω από την πόλη των ανθρώπων, ως απόηχο των θνητών ενασχολήσεων, ως απομεινάρια μιας εξακολουθητικά βαρετής και συνηθισμένης καθημερινότητας, σε έναν χώρο ενδιάμεσο που επιτρέπει το ανθρώπινο βλέμμα να ανυψώνεται με εναγώνια ελπίδα ανταπόκρισης, αλλά ταυτόχρονα και το θεϊκό να παρατηρεί το θνητό γένος και τα πάθη του. Ο λόγος εδώ δεν κραυγάζει. Ψίθυρος είναι, που εύκολα γίνεται να αγνοηθεί, να παρερμηνευθεί σαν ένας ακόμη υπόκωφος γήινος βόμβος μέσα στην πολυτάραχη ζωή της πόλης ή σαν ένας άνωθεν αναστεναγμός αμηχανίας και αδυναμίας μιας νοητής παρουσίας ή απουσίας· η στιγμή που η δημιουργία του κόσμου αμφισβητείται από τον ίδιο τον δημιουργό. Ψιθυρισμοί μοιρασμένοι σε ανθρώπινο και θεϊκό πεδίο (Οι Ψιθυρισμοί του Θεού, Οι Ψιθυρισμοί του Ανθρώπου), στα δύο μέρη που αποτελούν το κέντρο του βιβλίου, ανάμεσα σε Εισαγωγή και Επίλογο, με ένα Προοίμιο να ανοίγει την ποιητική θύρα. Είναι η προσφιλής επιλογή του ποιητή να δομεί αρχιτεκτονικά τις ποιητικές του συλλογές, έτσι που να συνιστούν ένα στέρεο οικοδόμημα, ένα ποίημα στην ουσία που μόνον σε συνθετική  μορφή μπορεί να νοηθεί σε όλο του το εύρος. Κι εδώ το πένθος είναι κυρίαρχο από το Προοίμιο (Τα ποιήματα που γράφουν  οι ζωντανοί/ τους τα υπαγορεύουν οι πεθαμένοι) ως την τελευταία φράση που κλείνει το ευφυές κείμενο του οπισθόφυλλου (Η εγκατάλειψη της μήτρας είναι το μεγαλύτερο πένθος). Ο ποιητής, εν είδει απολογητή των επιλογών του ή, κατά άλλη εκδοχή, ως καθοδηγητής της ανάγνωσης, παραθέτει στο οπισθόφυλλο την πολυμορφία του πένθους, απομακρύνοντας από την οικεία έννοια και πυροδοτώντας (ναι, από το οπισθόφυλλο παραδόξως) τις πολλαπλές αναγνώσεις των ποιημάτων του, εκκινώντας από την πρωταρχική συνθήκη: το πάθος/πένθος έχει την αρχή του στη γέννηση του ανθρώπου, σε μια μονόδρομη πορεία σε δύσβατο  μονοπάτι που ούτε καν χαραγμένο δεν είναι αλλά πρέπει να το φτιάξει μόνος του, αυτός ο εν αρχή και εν συνεχεία διαρκώς αδαής. Αν, όμως, η αρχική ποιητική ιδέα είναι αυτή, τότε η ποίηση που χτίζεται ποίημα το ποίημα αποβαίνει σπουδαία.  

Διαβάζω τους στίχους: Ερωτεύομαι την εμμονή εκείνων/ Που προσκυνούν και λατρεύουν/ Τα άκρα («Τα πέλματα») και κατανοώ τον ποιητικό τρόπο του Αλεξόπουλου. Διατηρώντας την πρόθεση η ποίηση να λειτουργεί αμφίδρομα και προς τον ίδιο και προς τον αποδέκτη, βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί, να μην πατά το χώμα (δεν έχουμε εδώ μια απολύτως γήινη ποίηση, κι ας είναι γήινα τα υλικά της) επιλέγοντας τα επικίνδυνα άκρα, λίγο πιο πάνω, λίγο πιο πέρα από τα ασφαλή συνήθη· ακόμα κι αν κατακρημνισθεί από το μπαλκόνι, από όπου συχνά παρατηρεί τον κόσμο καπνίζοντας, είναι κι αυτή η πτώση μέσα στο παιχνίδι τόσο το ποιητικό όσο και της ζωής, άλλωστε αυτοσχέδιοι πτητικοί μηχανισμοί επινοήθηκαν και σε προηγούμενες συλλογές του ποιητή. Τα όρια στενεύουν. Αν σωθεί, θα γίνει από το ίδιο το ποίημα, αλλού δεν προσβλέπει. Ήδη από την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα είχε δείξει τη στενή συνάφεια του λόγου με την εξωλογική εικόνα, που καθίσταται ορατή μέσω λειτουργίας του υποσυνειδήτου – επιλογή του, που παρέπεμπε  στην υπέρβαση του αισθητού πλαισίου της ζωής (ορατά μέσω των αισθήσεων και κατανοητά μέσω της λογικής όλα τα πράγματα) και δρομολογούσε τη σύνδεσή του με τη μακρά αλυσίδα των υπερρεαλιστών (με σαφείς επιρροές από την εξπρεσιονιστική τάση παραμόρφωσης της πραγματικότητας και έκφρασης προσωπικού πάθους) ως φυσική συνέχειά τους, όχι ως απλή μίμηση. Σταδιακά κινήθηκε από το πιο γήινο περιβάλλον στην πρώτη του συλλογή (με υποψίες ανόδου) για να επιλέξει τον υπερβατικό τρόπο γραφής στις επόμενες, και να αντιστρέψει την πορεία στην προηγούμενη (Οδηγίες χρήσης ιπτάμενης ραπτομηχανής, Οδός Πανός, 2020) οδηγώντας πίσω προς την προσγείωση, με μια γραφή που ανακαλύπτει εκ νέου τον ρεαλισμό έχοντας ως βιωμένη συνείδηση τις υπερρεαλιστικές υπερβάσεις – δεν θα μπορούσε να φθάσει αλλιώς σε αυτό το επίπεδο.



Στους Ψιθυρισμούς κάνει ένα βήμα ακόμη πιο πέρα.  Ατενίζοντας πλέον το γήινο τοπίο από μικρότερη απόσταση (με τον απόηχο του υπερβατικού ωστόσο ακόμη ζωντανό), γράφει φτιάχνοντας στην ουσία μια γέφυρα που ενώνει ευκρινέστερα την ποιητική πρόθεση με την αναγνωστική πρόσληψη. Στην ωριμότερη ώρα του ο ποιητής, αν η ουσία της ποίησης έγκειται και στο μοίρασμά της, δείχνει καθαρότερα το νήμα που οδηγεί στον λαβυρινθώδη κόσμο του, που τώρα μοιάζει πιο κατανοητός, πιο βατός.  Ο ποιητής βαδίζει πάνω στα γνωστά και αναγνωρίσιμα στοιχεία της ποίησής του, συναρμολογώντας τα πράγματα που συνιστούν τον κόσμο του (το όλον των φυσικών όντων αλλά και των κατασκευασμένων και επινοημένων) το καθένα με το δικό του βάρος, ικανό να φέρει πάνω του το άχθος της ποιητικής εμβάθυνσης. Ωστόσο, προχωράει πιο πέρα από τα ειωθότα δημιουργώντας σε κάθε νέα συλλογή του μια διαφορετική λίγο ως πολύ θέση από την οποία θεάται το ποιητικό ζήτημα ή μάλλον πρόβλημα· για πρόβλημα πρόκειται, φυσικά, σύνθετο και πολύμορφο μέσα στις πολλαπλές εκδοχές/προτάσεις μιας πληθώρας ποιητών, στο οποίο ο Αλεξόπουλος τολμά να προτείνει λύσεις – τι άλλο από απόπειρα λύσης είναι το κάθε ποίημα που γράφεται;

Στους Ψιθυρισμούς το πένθος, σε όλο του το μέγεθος και το εύρος του νοήματός του, είναι χαμηλόφωνο, με τη δύναμη όμως της ηχηρής σιωπής· χωρίς κραυγαλέο θρήνο, είναι ικανό να αγκαλιάσει τα πάντα, προφανή και ασαφή, επίκαιρα και διαρκή, καθημερινά και υπαρξιακά προβλήματα, ανθρώπινα και απόκοσμα. Οι ακροτελεύτιοι στίχοι του δείχνουν την επιθυμία μιας προσωπικής διαφυγής: Θέλω να κρυφτώ/ σε μια μήτρα αρχέγονη/ υγρή/ ζεστή/ σκοτεινή/ φιλόξενη. Γίνεται να συνοψισθεί σ’ αυτούς τους στίχους όλο το νόημα της συλλογής; Αν ναι, τότε ο ποιητής εκφράζει εδώ την απώτερη επιθυμία του ανθρώπου που, κοιτάζοντας είτε προς τα κάτω τα θνητά δικά του ή προς τα πάνω τα αθέατα υπερβατικά και αιώνια,  πλέον κουράστηκε να ελπίζει.

 

Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου