Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

Για τον ποιητή Μάρκο Μέσκο στο ιστολόγιο "Με ανοιχτά βιβλία"

Για τον ποιητή Μάρκο Μέσκο
στο ιστολόγιο 
"Με ανοιχτά βιβλία"



Ένα ποίημα του Μάρκου Μέσκου 
και μαζί ένα αναπόφευκτο σχόλιο









«Αετός»

Κάποτε στη Χώρα
ρώτησαν πολλοί τι απόμεινε από την ποίηση
αν υπάρχουν σήμερα ποιητές.
 
Κανείς δεν έδινε απάντηση·
 μια μέρα απρόσμενη
 φάνηκε ένα παιδί δεκάχρονο
 (είπανε κάποιοι πως είναι γέροντας σοφός
 πως άλλαξε την ηλικία του τα ρούχα και την όψη του).
Μίλησε λοιπόν το παιδί:
Οι ποιητές και σήμερα υπάρχουν – τα πουλιά είναι!
Πουλιά του κάμπου και της αετόπετρας
που βλέπουν μακριά πέρα από το ατλάζι και τους κεραυνούς
καταδικασμένα ανάμεσα στη βαρβαρότητα να ζουν
σκλάβοι ακούσιοι με σίδερα στα πόδια
στη μιζέρια το σκότος και την ντροπή με τους λωτούς
της Λήθης εκμαυλισμένοι·
οι ποιητές σήμερα χωρίς ακρόνυχα
χωρίς άλογα και αγαπημένα
βάλτωσαν στη νοσταλγία του Ύψους.
(Αυτά είπε το παιδί μα κανείς δεν το πίστεψε.)

Μάρκος Μέσκος, από τη συλλογή «Άλφα Βήτα», εκδόσεις Κίχλη


Τι να είναι άραγε χειρότερο; Ο εκμαυλισμός τους καθώς αφήνονται στη λήθη που απλόχερα χαρίζουν οι λωτοί; Μήπως η συμβίωση με τους κάθε λογής βαρβάρους; Ίσως η νοσταλγία εκείνου του απατηλού και άφθαστου πια ύψους; Ή η απιστία των υπόλοιπων, που πια δεν καρτερούν καμιά ποιητική φωνή να λάμψει στα σκοτάδια;
Όλα αυτά, το καθένα με το βάρος του.
Πιστεύω, ωστόσο,  πως αυτό που πονά περισσότερο είναι το βλέμμα το αετίσιο, καταδικασμένο να βλέπει (δεν μπορεί παρά να βλέπει) πέρα μακριά από τους κεραυνούς και όμως να μην μπορεί να μιλήσει.



«Άλφα Βήτα»


(ποιήματα)

του Μάρκου Μέσκου

από τις εκδόσεις Κίχλη




Κάποτε στη Χώρα
ρώτησαν πολλοί τι απόμεινε από την ποίηση
αν υπάρχουν σήμερα ποιητές.
  Κανείς δεν έδινε απάντηση·
 μια μέρα απρόσμενη
 φάνηκε ένα παιδί δεκάχρονο
 (είπανε κάποιοι πως είναι γέροντας σοφός
 πως άλλαξε την ηλικία του τα ρούχα και την όψη του).
Μίλησε λοιπόν το παιδί:
Οι ποιητές και σήμερα υπάρχουν – τα πουλιά είναι!
Πουλιά του κάμπου και της αετόπετρας
που βλέπουν μακριά πέρα από το ατλάζι και τους κεραυνούς
καταδικασμένα ανάμεσα στη βαρβαρότητα να ζουν
σκλάβοι ακούσιοι με σίδερα στα πόδια
στη μιζέρια το σκότος και την ντροπή με τους λωτούς
της Λήθης εκμαυλισμένοι·
οι ποιητές σήμερα χωρίς ακρόνυχα
χωρίς άλογα και αγαπημένα
βάλτωσαν στη νοσταλγία του Ύψους.
(Αυτά είπε το παιδί μα κανείς δεν το πίστεψε.)

Τι να είναι άραγε χειρότερο; Ο εκμαυλισμός τους καθώς αφήνονται στη λήθη που απλόχερα χαρίζουν οι λωτοί; Μήπως η συμβίωση με τους κάθε λογής βαρβάρους; Ίσως η νοσταλγία εκείνου του απατηλού και άφθαστου πια ύψους; Ή η απιστία των υπόλοιπων, που πια δεν καρτερούν καμιά ποιητική φωνή να λάμψει στα σκοτάδια; Όλα αυτά, το καθένα με το βάρος του. Πιστεύω, ωστόσο,  πως αυτό που πονά περισσότερο είναι το βλέμμα το αετίσιο, καταδικασμένο να βλέπει (δεν μπορεί παρά να βλέπει) πέρα μακριά από τους κεραυνούς και όμως να μην μπορεί να μιλήσει.
Αυτή τη σκέψη κάνω διαβάζοντας τα πρόσφατα ποιητικά του Μάρκου Μέσκου. Και ψάχνοντας πίσω από τις λέξεις ανακαλύπτω τη φωνή του ποιητή. Να θέλει να φωνάξει και να νιώθει πως ίσως αυτός ο λόγος πια δεν ακούγεται. Και όμως να επιμένει με τους στίχους του να φτάσει και τους πιο απόμακρους σκεπτικιστές. Ποιητής του ύψους; Ίσως ένας ποιητής που θέλει να γίνει Ποίημα:

Αφάνταστα δύσκολο ο ποιητής να γίνει Ποίημα
ψαράς να γίνει μαγεύοντας τη θάλασσα υπό
το σεληνόφως την αυγή την ησυχία του καμάτου
με τη μοναδική του βάρκα
σε κάποιο ακρογιάλι του Κόσμου.

Δεν είναι οπωσδήποτε καινούργιος αυτός ο προβληματισμός που θέτει εδώ ο ποιητής. Ωστόσο κάθε φορά που η ποίηση αυτοαναλύεται και οι δημιουργοί ερευνούν τα όρια που φτάνει ο λόγος τους, κάτι σπουδαίο γίνεται, μια που δεν είναι δυνατόν να προχωρήσει η υπόθεση της Ποίησης με τις ψευδαισθήσεις.




Ο Μάρκος Μέσκος τιτλοφορεί τη συλλογή του «Άλφα Βήτα», και μας ανοίγει ένα αλφαβητάρι για να μάθουμε (ή να θυμηθούμε) τον Κόσμο, να γνωρίσουμε τον Ποιητή, να ακούσουμε τον Λόγο και να βαδίσουμε τον Δρόμο. Να νοσταλγήσουμε το Ύψος. Έτσι όπως με τα κεφαλαία γράμματα μάς δείχνει τον τρόπο να συλλαβίσουμε το νόημα των λέξεων, αντιλαμβάνομαι τον ρόλο του ποιητή-διανοητή, γιατί συχνά ο ποιητικός λόγος υποκρύπτει τον δοκιμιακό. Στην περίπτωση του Μέσκου ο ποιητής ως κυρίαρχη περσόνα περιθάλπει τον σκεπτικισμό του δοκιμιογράφου και ενσωματώνει στον στίχο τη θέση/άποψη ενός σαφέστατα πολιτικοποιημένου προσώπου.

εσύ
ξένος εξόριστος στη χώρα πρόσεχε
τον ανώνυμο βυθό της μνήμης
το συχνό ψέμα της αλήθειας
τις στάχτες που τραβούν τη φλόγα σβήνοντάς την.

Κάτω από αυτό το πρίσμα, η πρόσφατη αυτή ποιητική κατάθεση του Μάρκου Μέσκου (ίσως περισσότερο από τις προηγούμενες) συνοψίζει και την Ποιητική του. Το πώς και το γιατί της δημιουργίας, τη μοναξιά του ποιητή, την ελπίδα, έτσι όπως διαγράφεται (αχνή έστω) στη σκέψη ενός παιδιού, τη βύθιση στην παράδοση του τόπου για να αντλήσει από εκεί όχι στεγνά μοτίβα αλλά ζωή αληθινή που τροφοδοτεί κάθε νέο πάτημα εδώ στο σήμερα.

Από την άλλη μεριά τ’ αντίπερα
τραγουδώ το κόκκινο τραγούδι
μην τάχα περάσει τον μαύρο ποταμό
και σ’ ανταμώσει!

Έρχεται εδώ η βίωση της απώλειας, μαζί και η ανάμειξη του κόκκινου με το μαύρο, που δεν ξέρεις να πεις αν φέρνει μέσα του μονάχα τη φωνή του λαϊκού λυράρη της παράδοσης που τραγουδάει το αντίπερα ή και το κόκκινο εκείνο της ελπίδας που αντιπαλεύει όλο το μαύρο του κόσμου. Κι ας γράφει αλλού:
-         
Αλλάζει ο καιρός ο κόσμος αλλάζει έλεγε συλ-
λογισμένος μα δεν το πολυπίστευε.


Παρατηρώ τον τρόπο που στιχουργεί ο ποιητής. Συχνά οι στίχοι του κόβονται και συνεχίζουν με τη λογική του συλλαβισμού που ακολουθεί ένα  πεζό, σαν να μας υπαγορεύει και τον τρόπο ανάγνωσης. Δεν μένει παρά να διαβάσουμε κι εμείς την «Άλφα Βήτα» του, μέσα από τη δική του οπτική. Μια ποιητική φωνή που με ειλικρίνεια, θέση και γνώση έρχεται για μια ακόμη φορά να μας κερδίσει με τη γνησιότητά της.

Η έκδοση της Κίχλης, όπως πάντα επιμελημένη με προσοχή αναγνωρίσιμη στον κόσμο των βιβλίων, κοσμείται με σχέδια του ποιητή και στο εξώφυλλο αλλά και στις σελίδες. Σε κόκκινο και μαύρο στο εξώφυλλο, χρώματα που θα συναντήσουμε και στους στίχους του. Χρώματα σημαδιακά, άσπρο, μαύρο, κόκκινο. Άλλοτε του αίματος, άλλοτε της επανάστασης, της ζωής και του θανάτου. Μια ισορροπία εικαστική και ποιητική. Όπως ακριβώς πρέπει να παρουσιάζονται οι ποιητικές προτάσεις. Λιτά, αρμονικά, με άψογη αισθητική.


Διώνη Δημητριάδου

(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Booktour Μια κριτική προσέγγιση στην ποιητική συλλογή «Άλφα Βήτα» του Μάρκου Μέσκου από τις εκδόσεις Κίχλη


Εν Βοδενοίς ο γενέθλιος τόπος
(η Έδεσσα στη γραφή του Μάρκου Μέσκου)
(κείμενο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Κοράλλι" - τεύχος 17-18, Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2018)

Κρυμμένη πόλη η γενέτειρά μου, στον ίσκιο. Εντούτοις στρατιές παιδικών αγγέλων, χώμα νεκρών πατέρων και των κατ’ έτος ανθισμένων δέντρων, νερό από τα έγκατά του και αέρας θυμωμένος ή χάδι ανεπαίσθητο στις αναπνοές.
Με τα μάτια του ο καθείς, με τη θέση που έλαχε η σύμπτωση για το βλέμμα προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα […]1

Ο γενέθλιος τόπος ξέρει να γράφει μέσα μας βαθιά και δεν μπορούμε να αποκοπούμε από κείνο το αόρατο νήμα, που κατευθύνει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο μια πορεία τάχα δική μας, ωστόσο ριζωμένη σε χώρους οικείους από την παιδική μας ηλικία. Είναι αυτό που λέει ο Μάρκος Μέσκος εντοπίζοντας αυτόν τον τυχαίο παράγοντα που στρέφει μια και για πάντα το βλέμμα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και καθορίζει την εσωτερική ματιά  αυτού του βλέμματος. Τη δική του ματιά στον κόσμο τη χρωστά στην Έδεσσα, τα Βοδενά για τους παλαιότερους, με το αλλαγμένο όνομα να ακούγεται σαν μια νέα πόλη, με όλα της πλέον αλλαγμένα, λες και θέλει να δείξει ένα νέο πρόσωπο. Μα στη μνήμη του παραμένει όπως ήταν. Και σ’ αυτήν επιστρέφει, κάθε που θέλει να ακουμπήσει σε στέρεο έδαφος, να μη χαθεί στην ολόγυρα απειλητική τρικυμία.

Από τα παμπάλαια χρόνια γύρω μας τα βουνά. Το Καρακάμεν και το Βέρμιον, το Νίτσε και το Καϊμάκτσαλάν, το Πίνοβο, η χαλύβδινη γροθιά της Τζένας, το χαϊδεμένο Πάικο – στη γενέτειρα, πικραμένοι, δεν είχαμε ξενιτιά, ξένοι δεν υπήρξαν. Μόνο περαστικοί, διαβάτες όλοι.2

Διάσπαρτα στα γραπτά του Μάρκου Μέσκου ανακαλύπτουμε τα τοπία των Βοδενών, και ως χώρους αλλά και ως μορφές ανθρώπων που άφησαν το ίχνος τους. Μπορεί να είναι οι οικείοι, οι κοντινοί και οι φίλοι, μορφές που λιγόστεψαν μέσα στη ζωή του και θέλει να τους κρατήσει μέσα σε ένα ποίημα ή σε ένα αφήγημα, που έστω και για λίγο τους ξαναδίνει την ελάχιστη πνοή ζωής και την πολύτιμη παρουσία. Και μέσα από τα πρόσωπα, για παράδειγμα μιας παλιάς φωτογραφίας, γράφεται στο φόντο και η ιστορία του τόπου:

Στη φωτογραφία του κάντρου – ποιος και γιατί άραγε τράβηξε την πόζα; Δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά η θεία μου σκοτεινή και στεναχωρημένη διαβάζει τα μελλούμενα – που ήσαν όλα κατάμαυρα.
Ήταν η εποχή των εξοριών, των φυλακίσεων, των συχνών εκτελέσεων, της «Ιτιάς» και του «Επαρχιακού γηπέδου», η συχνή εποχή των συγχύσεων και των «λαθών», των ηρωισμών εκατέρωθεν του Εμφυλίου στα βουνά κατά πρώτον, τα ερείπια και τα ξεπατώματα…3

Άλλοτε πάλι διασώζει πρόσωπα που χάθηκαν χωρίς να αφήσουν ισχυρό το αποτύπωμά τους στη μνήμη των πολλών, χαρίζοντάς τους έτσι τη θέση που δικαιούνται και αποκαθιστώντας την αδικία της λήθης που υπέστησαν. Η λογοτεχνία έχει τις δικές της ισορροπίες και τη δύναμη να ησυχάζει την αδικαίωτη ψυχή. Μνήμη του δάσκαλου ’Δυσσέα Γιαννόπουλου (Όμηρου Πέλλα), του ποιητή Θανάση Πάσχου, του κιθαρωδού Χρήστου Νέπκα, στον οποίο αφιερώνει και το συγκλονιστικό ποίημα Ιτιά:

Τα παιδιά κατέβαιναν με το ποτάμι. Κυλούσαν, κυλούσαν
δεν έκλαιγαν δεν τραγουδούσαν – ήταν παγωνιά
χιόνι λησμονιάς ετρύπαε τα κόκαλα. Μάης δεν ήταν
λουλούδια μήτε και μόνο η μάνα με τα πράσινα μαλλιά
έσκυβε να χαϊδέψει ό,τι έφτανε: Μέτωπα ακίνητα, πόδια
και χέρια κι αγκαλιές και τώρα βούρλα μέσα στις παλάμες τους
μια πάνω μια κάτω στο κόκκινο νερό, έσκυβεν η μάνα
με τα πράσινα μαλλιά (αν είχε πια μαλλιά)
ό,τι έφτανε ν’ αγγίσει απ’ τα νεκρά παιδιά
τους άντρες πες
που κατεβαίναν σκοτεινά, χωρίς φως το ποτάμι.4

Είναι που έχει πολλά να θυμηθεί, είναι που στον τόπο αυτό, όπως λέει ο ίδιος:

[…]κάθε πενήντα βήματα έχει συμβεί κάποιο μικρό-μεγάλο ιστορικό γεγονός – δόθηκαν οι ευκαιρίες φαίνεται.5

Δίσημος τόπος η Έδεσσα.

[…]ιδεώδης τόπος της αυτοχειρίας και των αυτοκτόνων· φαντάζομαι όσοι απελπισμένοι (και είναι αρκετοί) ότι συμπλέουν με τη διαπίστωση ταυτόχρονα με τον θαυμασμό προς το φυσικό της κάλλος.
Ο Θανάσης Πάσχος γνώριζε σε βάθος τη δισημία. Την τραγική λύση τη λογάριαζε συχνά υπογραμμίζοντας τους μοναδικούς πρωταγωνιστές της φοβερής «αναχώρησης» και ονομάζοντάς τους Ήρωες.6

Κι άλλοτε θυμάται εκείνους τους ανώνυμους που ούτε ένα διακριτό σημάδι δεν αξιώθηκαν, παρά μόνον το σωματικό ελάττωμα ή το σαλεμένο τους μυαλό να τους ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος των τακτοποιημένων επωνύμων. Όλοι μέσα στα κείμενα του Μέσκου ζουν και ανασαίνουν μια ζωή ελάχιστη στον χρόνο μια ανάγνωσης. Ίσως να μην είναι λίγο όμως αυτό.

[…]και ο Γιοβάν, σαλταρισμένο προσφυγάκι στη λάντζα και στην παροιμιώδη παραλογισμένη σοφία του· κοντά του και η μακρινή, φευγάτη ρεμβάζοντας σε κάποια πιθανή ακρογιαλιά, η Ντελή Μαρίκα του προσφυγομαχαλά· ο κοντούλης Κύρο Βόσκας ο πονόψυχος των πουλιών και συλλέκτης (όταν δεν επαιτούσε) μούρων στις λαπούες του Λόγγου, πουλώντας τα για να πάρει λίγο ψωμάκι που τόδινε, το πιο πολύ στα σπουργίτια·
[…]οι Κλοσάρ των Βοδενών, δεν είχε γι’ αυτούς πρωί – βράδυ, σπίτι – θαλπωρή, αγάπη φιλία, η ξενιτιά τους μόνιμη και η απουσία των άλλων οικείων επίσης – ενώ εκείνοι μερμήγκι δεν πάτησαν.
«Εκείνοι» γράφω και ομολογώ γιατί δεν είχαν «προσδιοριστικό» επώνυμο, με τα παρανόμια ζήσανε, τα παρατσούκλια· κάποιοι μ’ ένα πόδι, ένα μάτι, ένα χέρι, σακατεμένοι και σαλοί.7

Κι όπως μπλέκονται μεταξύ τους οι τόποι και τα πρόσωπα, δεν ξέρεις πια αν κοιτάζεις μέσα στους στίχους την ομορφιά της φύσης (ακόμα και με όλη τη μελαγχολία της) ή αν μετράς αυτούς που λείπουν και που κάποτε συμπλήρωναν το τοπίο:

Κοιλιά της μάνας ωραίο τοπίο
κουκούλι λεύκα και ζουμπούλι
κοντή μουριά βαρύ νταούλι
βήμα τραγούδι στα τέσσερα στα δύο·

σαρανταεφτά γεφύρια ένα ποτάμι
πράσινη ιτιά σωπαίνει ή κλαίει
τρεις νύχτες παραμύθι λέει
όμορφη που ’σαι στο κλεισμένο τζάμι·

μία η αγάπη μια η αγαπημένη
(μακεδονίτικο πουλί μου)
χρόνια καρφώνουν την ψυχή μου:
δέκα πλατάνια χίλιοι οι κρεμασμένοι.8

Σημαντικές αυτές οι μνήμες και οι αναπολήσεις όμως. Έτσι ξέρει πως:

Τα χρόνια περνούν τα κύματα φεύγουν
δεν θα γυρίσουν πίσω ποτέ
τα δέντρα χάνονται και καθρέφτες σπασμένοι
στο νερό βουλιάζουν αμετάκλητα
ταξίδι επιστροφής δεν έχει […]9

Γι’ αυτό κρατά όσα μπορεί από εκείνα τα παλαιά. Εικόνες, πρόσωπα, καταβολές, και κάθε τόσο κάνει την καταγραφή της ζωής του και φυλάει σε στίχους τα πολύτιμα:

Μη σε σκεπάσει καμιά λησμονιά
η γκρίζα στάχτη με τους ανέμους να φύγει
και το πρόσωπό σου κανείς μη μολέψει·

ήσουν παιδί, μονάχα της Καλλιόπης
στα Βοδενά στη συνοικία Χουνικάρ γεννημένος
μιας Τρίτης κάποιο πρωί.10

Ίσως αυτά τα ελάχιστα να αρκούν για να δώσουν τη θέση στον κόσμο. Ο τόπος και ο χρόνος, σημάδια στο κορμί και στο μυαλό παντοτινά δεμένα με τον γενέθλιο ομφάλιο λώρο. Διαφορετικά, θα πει αλλού:

[…]εσύ
ξένος εξόριστος στη χώρα πρόσεχε
τον ανώνυμο βυθό της μνήμης
το συχνό ψέμα της αλήθειας
τις στάχτες που τραβούν τη φλόγα σβήνοντάς την.11


Διώνη Δημητριάδου

Παραπομπές 
  1. 1.Το φωτοστέφανο του νεώτερου αγίου Βοδενιώτη του λαϊκού, Εν Βοδενοίς, Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Δήμου Έδεσσας, Έδεσσα 2016
  2. 2.ό.π.
  3. 3.Το κάντρο, Εν Βοδενοίς, Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Δήμου Έδεσσας, Έδεσσα 2016
  4. 4.Ιτιά, Μαυροβούνι (1963), Το Μαύρο Δάσος, Πρώτος τόμος, Γαβριηλίδης, 2011
  5. 5.Ο ’Δυσσέας Γιαννόπουλος (Όμηρος Πέλλας) στην Έδεσσα, Εν Βοδενοίς, Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Δήμου Έδεσσας, Έδεσσα 2016
  6. 6.Ο ποιητής Θανάσης Πάσχος δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, Εν Βοδενοίς, Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Δήμου Έδεσσας, Έδεσσα 2016
  7. 7.Οι Κλοσάρ των Βοδενών, Εν Βοδενοίς, Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Δήμου Έδεσσας, Έδεσσα 2016
  8. 8.Τοπίο, Δώδεκα Μάηδες (1992), Το Μαύρο Δάσος, Πρώτος τόμος, Γαβριηλίδης, 2011
  9. 9.Ψιλόβροχο XXXVII (2000), Α. Ευαγγέλου – Γ. Αράγης, Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950 – 2012) Ανθολογία, Gutenberg, 2017
  10.  10.Ψιλόβροχο XXXVI (2000), Α. Ευαγγέλου – Γ. Αράγης, Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950 – 2012) Ανθολογία, Gutenberg, 2017
  11. 11.Να θυμάσαι, Άλφα Βήτα, Κίχλη, 2015




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου