Πέμπτη 3 Μαρτίου 2022

ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ ΛΙΑ ΣΙΩΜΟΥ Της ζωής και της αγάπης Ποίηση 1995 -2011 εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022

 ΝΕΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ


ΛΙΑ ΣΙΩΜΟΥ

Της ζωής και της αγάπης

Ποίηση 1995 -2011


εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022


 



Νάν’ η αγάπη πέρασμα μιας συμπληγάδας πέτρας; Το μίλημα στον άνεμο, φιλί απ’το νερό;

Το νούφαρο που άνθισε στο χώμα μιας γης χέρσας Ασφόδειλο της ζήσης μας με ριζικό πικρό;



Κρίσεις για το έργο


Λέξεις με ευγένεια, στίξεις που σου κόβουν την ανάσα, ισόρροπη ύφαν- ση συμφώνων και φωνηέντων, μέτρο και ρυθμός με υπερχρονικότητα, νοήματα και παραστάσεις με ηθικό φορτίο· ποιήματα με ροή και καλαί- σθητο ήχο, γεμάτα μουσική και λυρισμό, που εμπνέουν κάθε μουσικό για μελοποίηση και κάθε αναγνώστη για ταξίδια στο πριν και στο μετά. Θα συνεχίσω να τα διαβάζω και να ιχνηλατώ τις όμορφες νότες μέσα τους… Σ’ ευχαριστούμε Λία για την ψυχική ανάταση που μας δίνεις μέσα από την ποίησή σου και που συνεχίζεις αλλά και προεκτείνεις την πνευμα- τική μας παράδοση!

Αθανάσιος Ζέρβας, καθηγητής, κοσμήτορας Σχολής Κοινωνικών, Ανθρωπιστικών Επιστημών και Τεχνών, Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

***

“Η λυρική σας πνοή και θέρμη έχει κάτι το πρωτόφαντο, το τελείως

προσωπικό.”

Θανάσης Νιάρχος, 26/3/2006 (για τη συλλογή “Σπονδή ονείρου”)


***

“Είναι τόσο έντονη η λυρική διάθεσή σας, ώστε τα ανείπωτα τρυφερά,

τα μακρινά λησμονημένα, τα παντοτινά θλιβερά, να τα μεταβάλλει σε έναν λυτρωτικό αναστεναγμό, όπως μόνον η ποίηση σε βοηθάει να τον εκβάλεις. Με τον λυρικό αυτό αναστεναγμό σας να καβαλικεύει θάλασσες και ωκεανούς, αισθάνεται κανείς πως η επικοινωνία ανάμε- σα στους ανθρώπους είναι κάτι εφικτό, ακόμα κι άγνωστοι να είναι οι τελευταίοι μεταξύ τους.”

Θανάσης Νιάρχος, 25/12/2014 (για τη συλλογή “Attica”)


  ***

Εύγε! Το απόλαυσα πλήρως.

Γιώργος Βέης, 14/8/2007 (για τη συλλογή “Εν Γη Ερήμω”)


***

“Σας αξίζει ένας μεγάλος έπαινος που, ενώ ζείτε μακριά, γράφετε σε

τόσο ευαίσθητα και δροσερά Ελληνικά, έτσι που ο λόγος σας να μοιά- ζει με «μίλημα νερού». Μακάρι οι άλλοι, που ζουν εδώ, να μπορούσαν σαν εσάς να πλαγιάσουν τα όνειρά τους στην ακρογιαλιά.”

Σαράντος Καργάκος, 16/6/2002 (για τις συλλογές “Αλκυονίδες”

και “Ερωδιού η κατοικία”)

***

“Επί τέλους, να, είπα και μια γνήσια κατάθεση αισθημάτων, σκέψεων, αναθυμιάσεων κλπ, κλπ, που δονούν και ταυτόχρονα φθάνουν στον στόχο τους, στον αναγνώστη. Ξαναφέρνουν, τα στιχουργήματά σας, την ποίηση, στα νερά της. Σας ευχαριστώ.”

Κυριάκος Ντελόπουλος, 31/7/2014 (για τη συλλογή “Attica”





Η Λία Σιώμου (Λία Αντωνοπούλου) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Απoφοίτησε από το Χημικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Βιοχημεία στο Michigan State University. Εργάσθηκε ως ερευνήτρια στο Michigan State University και στο Northwestern University στο Evanston Illinois. Επί 18 χρόνια εργάσθηκε ως επιστήμων στο Υπουργείο Ενεργείας της Αμερικής (U.S Department of Energy) στο Argonne National Laboratory, στα προάστια του Σικάγου.



Έχει δημοσιεύσει επτά ποιητικές συλλογές, Ερωδιού η Κατοικία και Αλκυονίδες (Εκδόσεις Δωδώνη 2001), και Μαγιοστέφανο, Σπονδή Ονείρου, Εν γη Ερήμω, Attica και Εις Μνήμην Ουτοπίας (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2003, 2006, 2007, 2014).


 

Γ. Κ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ Α.Ε.


ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ 8 ΑΘΗΝΑ 105 59 ΤΗΛ. 210.3317.600 www.books.gi inteinet@books.gi eleftheioudakispublications@gmail.com ΑΡ. Μ.Α.Ε. 806/01/Β/86/807

G. C. ELEFTHEROUDAKIS S. A. INTERNATIONAL BOOKSTORE

8 ARISTEIDOU 105 59 ATHENS, GREECE. TEL. (++30) 210.3317.600 www.books.gi inteinet@books.gi eleftheioudakispublications@gmail.com


Ποιήματα της Λίας Σιώμου

ΣΠΟΝΔΗ ΟΝΕΙΡΟΥ, Γαβριηλίδης 2006

 

 

ΛΙΜΝΗ ΜΕ ΤΑ ΑΠΥΘΜΕΝΑ

 

Λίμνη με τα απύθμενα

τα κύματά σου τα γαλήνια

νανούρισέ μου μια χαρά

στα νούφαρα, τα κρίνα.

Λίμνη στα ηλιοκαμένα σου

τα λεία τα κοχύλια

έχω κρυμμένα μυστικά

σαν τα φαρμάκια μύρια.

 

Λίμνη θα ’ρθω τ’ απόβραδο

να σμίξω στις σκιές σου

με δέντρα και φυλλώματα

κλωνάρια απ’ τις ιτιές σου.

Κάποια της σκέψης όνειρα

εκεί θα σεργιανίσω

Κάποιο καημό της ζήσης μου

έχω να σου μιλήσω.

 

Στ’ ακύμαντά  σου τα νερά

τη δροσερή αγκαλιά σου

μη μου λικνίσεις μια χαρά

το δάκρυ μη μου σβήσεις.

Στ’ ανήλια σου κι απρόσιτα

και σκοτεινά ερέβη

μη και μου κρύψεις τον καημό

να μη μου περισσεύει.

 

 

Συλλογή  ΕΝ ΓΗ ΕΡΗΜΩ   Γαβριηλίδης, 2007

 

ΕΝ ΤΟΠΩ ΧΛΟΕΡΩ

 

Λίθο στον λίθο, τούβλο στο τούβλο, σκέψη στη σκέψη

έκτισα μια πυραμίδα, εν γη ερήμω και ανύδρω.

Κι εκεί ως με επιτύμβιο λίθο σφράγισα τη ζωή μου.

Ακίνητη υπό το βάρος των αναμνήσεων

κουρασμένη από την πολυχρόνια πορεία

εν γη ερήμω και ανύδρω.

Σκορπιοί, οχιές και ερπετά ποικίλα

έντομα ενοχλητικά με φαρμακερές προβοσκίδες

σαμιαμίδια φρικιαστικά οι συγκάτοικοι πυραμίδος

εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω.

Και άφαντος υπό τη σκέπη πυραμίδος η ζωή μου.

Και έφεραν χρυσόν και λίθους πολυτίμους

και λίβανο και σμύρνα, ωδές δοξαστικές και δάφνης φύλλα. 

Ή τα φεραν ή τα φερα εγώ, τι σημασία έχει; 

Σκωλήκων αφυδατωμένων βρώση η κατάληξη

εν γη ερήμω  και ανύδρω, εις σαρκοφάγον πυραμίδος.


Συλλογή   ΜΑΓΙΟΣΤΕΦΑΝΟ ,  Γαβριηλίδης 2003

 

ΜΗ ΠΥΡΟΦΑΝΙ Η ΜΝΗΜΗ

 

Βήμα το βήμα χάθηκαν

τα χρόνια απ’ τη ματιά μου,

βλέμμα το βλέμμα κι η θωριά

καθρέφτης μου του νου

τα μυστικά της ζήσης μου

χαμένα όνειρά μου

βήμα το βήμα τα ’συρε

στην άμμο του γιαλού.

 

Κύμα το κύμα κύλησε

κι η θλίψη σου για μένα

ανάρια σ’ εσπερινού το φως

θαμπή σαν χαραυγή

δεμένη μ’ ένα όνειρο

που δεν το βλέπει μέρα

γεννήθηκε παλιά και ζει

δεν λέει να ξεχασθεί.

 

Μη και με είδες στ’ όνειρο

ανατολής τ’ αστέρι;

μη μέσα στις βραχοτοπιές     

μαζί με τις μυρτιές;

Μη σε κλωνάκι της ελιάς

κάτασπρο περιστέρι;

μη πυροφάνι η μνήμη μου

στις ακροθαλασσιές;

 

Σε μακρινή οροσειρά

σ’ ανατολής λημέρια

αντάμα μ’ άνεμο αυγής

και με δροσιά δρυμού

μια θλίψη κι ένα δάκρυ

            σμίξανε στον αιθέρα

λες αγκαλιά ζεστή, γλυκιά

σ’ απόγνωση χαμού.

 

Γλαρόπουλο που πέταξε

 στα βράχια και εχάθη

γλαρόπουλο της ζήσης μας

με τα χρυσά φτερά

γέμισ’ ο άνεμος φιλιά

απ’ τη χαμένη αγάπη

θαλασσοπούλια φίλησαν

τ’ ανήσυχα νερά.

 

Κύμα το κύμα κι η χαρά

Στη θάλασσα εξεχάσθη

σαν τα κοχύλια του γιαλού

την ήπιε η μοναξιά

κύμα το κύμα κι ο συρμός

μέσα στον νου εχάθη

κύμα το κύμα κι ο καημός,

κι απόμεινε η ερημιά.

 


Συλλογή   ΑΤΤΙΚΑ,    Γαβριηλίδης 2014 

 


ΙΡΙΔΙΣΜΟΙ

 

Κοίταξε κάπως τριγύρω και

 είδε

πικρή τη θέα του γήρατος να

 τον περιτυλίγει

Ί ίριδες θολές φεγγίζουν τα

 Αδρανή

 

τα ρυτιδωμένα πρόσωπα.

 

και το δέρμα τελείως

 

 αφυδατωμένο

 

σαν μάσκα νεκρική,

 

 αποκριάτικη.

 

Κάπως οικτρό το θέαμα

 

τα οστά ήδη τεταπεινωμένα,

 

 πεπαλαιωμένα

 

κινούνται μετά δυσκολίας.

 

Ρομπότ με χαλασμένο τον

 

μηχανισμό τους.

 

Και το μέλλον πώς να το

 

 περιγράψει κανείς;

 

Του Εωσφόρου αγκάλιασμα;

 

Και ο στέφανος της

 

 Ζωής

 

που απομένει εξ

 

 ακανθών

 

Ούτε κλωνάρια

 

 δάφνης πια

 

μηδέ όνειρα ή

 

 προσδοκίες.

 

Ο δε σταυρός του Γολγοθά

 

ξύλο δικό του εστί

 

εις το παρόν κρεμάμενον

 

Τα δε δάκρυα των επιζώντων

 

σωστά το προβλέπει

 

κατακλυσμοί της μοίρας θα τα

 

 σβήσουν

 

Όλοι θα τον ξεχάσουν.

 

Κανείς δεν θα

 

 κλαίει πια για τους

 

Εσταυρωμένους.

 

Η δε γη θα καρπίσει και πάλι

 

οπώρας δροσεράς, ωρίμους εν χρόνω

 

και τη γεύσει γλυκείς

 

 Συλλογή  ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΟΥΤΟΠΙΑΣ,   Γαβριηλίδης 2014

                       

 ΠΡΟΣΜΟΝΗ

 

 

Έλα σιμά σαν αύρα


της θαλάσσης κι άγγιξέ με


μες στης νυχτιάς την ησυχία


 και τη σκοτεινιά.


Τα κύματα τ’ ακούω μόνο



δεν τα βλέπω

Oπως εσέ σ’ αισθάνομαι

κι ας είσαι μακριά.

 

Τα γκρίζα τα μαλλάκια σου



να χάιδευα και πάλι

και κάπως να ’γερνα

μες στη θερμή σου αγκαλιά.

Και κάπως να ’σμιγαν

στο δροσερό ακρογιάλι 


oι θύμησες απ’ τα φιλιά


που μου ’δινες παλιά.

 

Ήταν στ’ αλήθεια η μυρτιά


που άνθισε κι ευώδιασε

τον άνυδρο τον κήπο

στη χέρσα μου καρδιά;

Και στα κλωνάρια της θαρρείς


             άνεμος και γυρόφερε


Τις σκέψεις και την προσμον




ή

για μιαν ανέλπιστη χαρά;

 

Ω, έλα αγέρι δρόσισε

 τον πόθο μου για κείνον



μες στα ζεστά τα χέρια του


θε νά  βρω λησμονιά


Ἑλα με την Ανατολή


και τον χρυσό τον ήλιο


Είς᾽ η χαρά της ζήσης μου


κι ας είσαι μακριά




 

  


Συλλογή    ΕΡΩΔΙΟΥ Η ΚΑΤΟΙΚΙΑ,       Δωδώνη,  2001

 

 

ΣΕ ΜΙΑ ΣΙΓΗ

 

Σε μια σιγή πώς βρέθηκες

Στου ονείρατος το διάβα

Και μάζεψες τα πέταλα

Ενός άνθους ταπεινού

 

Τα φύλαξες και έγειρες

Σ’ απατηλά λυχνάρια

Ξημέρωσε και έψαχνες

Αχνάρια του χαμού

 

Πώς κι έμεινε στη σκέψη σου

Οράματος μια γεύση

Μιας ηλιαχτίδας χρύσωμα

Ζεστό στα σωθικά

 

Φωτός σκιά που σ’ άγγισε

Διαβατική στην πλεύση

Ελπίδων και χαμόγελων

Μακριά στα ανοιχτά

 

Και έμεινες μ’ οράματα

Τα ονείρατα φευγάτα

Και κράτησες τις θύμισες

Γλυκιά σου συντροφιά

 

Και έσυρες τα βήματα

Σε άμμους κι ακρογιάλια

Κι η θάλασσα σου κάλυψε

Τ’ αχνάρια στη στεριά


ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ       



Και πάλι θα περάσει ο Επιτάφιος

 
στης άνοιξης την ώρα, τη νυχτιά

 
Στα μύρα της βραδιάς της ανοιξιάτικης

 
Σ’ εαρινής εσπέρας τη δροσιά
 


Ελπίδες θε να δω να γυροφέρνουνε


μ’ άνθια μπλεγμένες στην πικρή πομπή

 
Ελπίδες με γιούλια και βιόλες θαμμένες

 
Ελπίδες και βιόλες

 
που μέσα μου ζουν μυροβόλες
 

Και πάλι θα περάσει ο Επιτάφιος
 


και οι κομπάρσοι με κεριά θ’ ακολουθούν
 


Θα κλαίνε τα χαμένα όνειρα

 
Ανάσταση τη νύχτα θα ζητούν
 

Κάπου εκεί στα λούλουδα θε να ‘κρυψα
 


κάποιας αγάπης μύρο και δροσιά

 
Σε κάποιο γιούλι του Μαγιού
 


σαν δρόσο θα ‘σταξα, τα δάκρυα
 


που κυλάν απ’ τη ματιά
 

Και πάλι θα περάσει ο Επιτάφιος
 


μες στα στενά σοκάκια, τη γλυκιά βραδιά

 
Μια μπάντα θε να παίζει θύμισες

 
για γλυκασμό στα μύχια, στην καρδιά
 

Με το κουβούκλιο λες
 

 
πέρασε κι η ζήση μου
 

 


και μ’ άνθια στολισμένη

 
Με την καρδιά πικρή

 σαν βιόλα μαραμένη

 
Με την καρδιά μου άγρυπνη
 

Ανάσταση να περιμένει 

 

 Συλλογή    ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ,  Δωδώνη 2001

 

ΔΕΚΑΟΚΤΟΥΡΕΣ

 

Τι να σου λέει άραγε

γλυκό μου περιστέρι

το ταίρι σου μες στην υγρή

του πρωινού σιγή;

 

Τι λόγια και τι όνειρα

θε να σου γυροφέρνει

στ’ αχνό το φως της χαραυγής

 στη γκρίζα ομίχλη της ακτής;

 

Λες να ζηλεύω άραγε

την ήρεμη φωλιά σου

τον έρωτα που τραγουδάς

με τιτιβίσματά σου;

 

Λες το γλυκό το κάλεσμα

 το χάραμα, το δείλι

Λες να ξυπνά σε μένανε

του χωρισμού τη δίνη;

 

 

 

 

 


Στα ίχνη της Christophe Boltanski μετάφραση: Μιχάλης Μητσός εκδόσεις Πόλις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Στα ίχνη της

Christophe Boltanski

μετάφραση: Μιχάλης Μητσός

εκδόσεις Πόλις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Τα πολλαπλά κάτοπτρα μιας παρακολούθησης • Fractal (fractalart.gr)

 


τα πολλαπλά κάτοπτρα μιας παρακολούθησης

 

Όλα τη συνέδεαν με το νουάρ μυθιστόρημα, με ένα νουάρ σύμπαν, με μια λογοτεχνία  που αποσκοπεί λιγότερο στο να λύσει ένα αίνιγμα από το να δείξει τη μαυρίλα της κοινωνίας. (σ. 105). Καμιά φορά μέσα σε λίγες λέξεις συμπυκνώνεται όλο το νόημα ενός βιβλίου. Έτσι κι εδώ ο Boltanski εύστοχα συνδέει την εικόνα της  μητέρας του, τα ίχνη της οποίας τώρα που πέθανε αναζητά μέσα από μνήμες, αντικείμενα και κυρίως μέσα από το μυθιστόρημα που εκείνη έγραφε, με τον εαυτό του αποδίδοντας την αναπόφευκτη νουάρ ατμόσφαιρα και της δικής του ιστορίας. Ταυτόχρονα όμως παρουσιάζει, με όχημα τη σκέψη του ήρωά του, τη θέση του για έναν από τους σημαντικότερους ρόλους της λογοτεχνίας: μέσα από τη μυθοπλασία, που αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις, προεκτείνει και μεγεθύνει την εικόνα, ώστε να φανεί το ευρύτερο κοινωνικό πρόβλημα, να συμπεριλάβει όσο το δυνατόν περισσότερες αναγνωστικές προσλαμβάνουσες, χωρίς στην πραγματικότητα να απαντά σε ερωτήματα, αντιθέτως να τα δημιουργεί.



Εν προκειμένω, ο ήρωας του βιβλίου, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, αναζητώντας το πραγματικό πρόσωπο της χαμένης μητέρας του (και γνωρίζοντας πως έχει την ελευθερία να το πλάσει όπως θέλει) την εγκιβωτίζει μέσα στο περιβάλλον της σε τόπο και χρόνο, κατορθώνοντας έτσι να δώσει και μια αποτύπωση της εποχής· την παρακολουθεί από τα φοιτητικά της χρόνια που συνδέθηκε με ακροαριστερές οργανώσεις για να βοηθήσει κατατρεγμένους επαναστάτες του πολέμου της Αλγερίας, τη βλέπει να συμμετέχει στις διαδηλώσεις τον Μάη του ’68, φθάνοντας ως την απόληξή της σε ένα διαμέρισμα γεμάτο από καπνούς του Γκωλουάζ, πάνω από τις σελίδες του μυθιστορήματος που δεν έμελλε ποτέ να ολοκληρωθεί· ένα ανερμήνευτο κενό ανάμεσα στην έντονη πολιτική δραστηριότητα και στην εθελούσια απομόνωση. Τα πρόσωπα που τη γνώρισαν, οι τόποι που την καθόρισαν, όλα μαζί και κυρίως τα ίδια τα γραπτά της (είμαστε όσα γράφουμε;) θα τον καθοδηγήσουν στο να χτίσει λιθαράκι λιθαράκι μια εικόνα που ίσως να αποδίδει τη μορφή της ίσως και όχι. Ποιος, αλήθεια, μπορεί να προσπελάσει τον κόσμο του άλλου, ακόμη κι αν αυτός είναι ο ίδιος ο γονιός του; Τον γνωρίζει (όσο τον γνωρίζει) ως ενήλικα αγνοώντας παντελώς πώς ακριβώς υπήρξε στη νεότητά του. Ο Boltanski κινούμενος σε δύο χρονικά επίπεδα, διασπώντας την ευθύγραμμη αφήγηση, θα συνδέσει το δικό του παρόν με το παρελθόν της μητέρας του σε μια προσπάθεια αυτά τα δύο να αλληλοερμηνευθούν. Στην ουσία είναι καταδικασμένη η αποτύπωση της εικόνας να μείνει λειψή, όπως και οι μνήμες αποσπασματικά αποδίδουν ψήγματα προσώπου, όπως τα κείμενα που μείναν εν τέλει μισά. Ο ήρωας, ένας θεατής που έχει παγιδευτεί με τη σειρά του στις συγκλίνουσες δέσμες των βλεμμάτων, θα πει, καθώς φέρνει στον νου του τον πίνακα του Βελάσκεθ Δεσποινίδες των τιμών, με την αντανάκλαση του καθρέφτη και το βάθος πεδίου να δημιουργεί τις πολλαπλές εκδοχές των βλεμμάτων. Ένιωθα κι εγώ κλεισμένος σε έναν παραδόξως παρόμοιο συνδυασμό, σαν να με προσείλκυε παρά τη θέλησή μου αυτό το παλάτι των κατόπτρων. Η μητέρα μου με είχε ρουφήξει στο απύθμενο πηγάδι της. […] Κι εγώ την παρατηρούσα, περίμενα ένα σημάδι από κείνη, μια επιδοκιμασία που δεν ερχόταν. Προσπαθούσα να κερδίσω την εμπιστοσύνη της και να ξεδιαλύνω το μυστήριό της. Δεν έπαψα ποτέ να την παρακολουθώ. (σ.293, 294).

Έρευνα κερδισμένη όσο και ατελής, με αχνά διακρινόμενη τη μορφή της μητέρας μέσα από τους καπνούς των γαλλικών τσιγάρων. Ατμοσφαιρική, ψυχαναλυτική ιστορία σε δύο ρόλους, της μητέρας, χαμένης μέσα στη συσκότιση που η ίδια επέλεξε για τη ζωή της, και του γιου που ανασυνθέτει την εικόνα της δημιουργώντας στην ουσία ένα μυθιστόρημα γι’ αυτήν, με την αλήθεια και την επινοητική  μυθοπλασία σε άρρηκτη (επίσης αξεδιάλυτη) σχέση. Ένα σπουδαίο μυθιστόρημα μεταφερμένο στην ελληνική γλώσσα από τον Μιχάλη Μητσό, που ως μεταφραστής απέδωσε το κλίμα της αναζήτησης που κυριαρχεί στην ιστορία και πρόσφερε κατατοπιστικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου.

 Διώνη Δημητριάδου