Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025

ΣΤΑΦΥΛΗ ΤΧ. 8 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2025

 ΣΤΑΦΥΛΗ ΤΧ. 8 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2025




Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κουκκίδα το τεύχος 8 του περιοδικού Σταφυλή, με αφιέρωμα στον Μάριο Χάκκα, και, όπως πάντα πολύ ενδιαφέρουσα, προσεκτικά επιλεγμένη ύλη. Το τεύχος κοσμούν έργα του Στέφανου Δασκαλάκη. Ο σχεδιασμός και η καλλιτεχνική επιμέλεια είναι της Εύης Κώτσου, η εικαστική επιμέλεια της Φωτεινής Χαμιδιελή.


Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε ΝΑ

ΣΤΑΦΥΛΗΣ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ

Η ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΘΗ

ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΙΟ ΧΑΚΚΑ
(Επιμέλεια: Κώστας Θ. Ριζάκης)

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Ο ήρωας και το νόημα της «τοιχογραφίας», Με αφορμή ένα διήγημα του Μάριου Χάκκα
ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΑΡΑΚΗΣ: Αγιωργίτικο
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ: Το κοινόβιο της γραφής
ΙΩΑΝΝΑ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ: Η αναζήτηση της ουτοπίας, Μια κριτική «ανάγνωση» στον θεατρικό Μάριο Χάκκα
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ: Ο Μάριος Χάκκας ζει στην καρδιά μου
ΒΑΛΙΑ ΓΚΕΝΤΣΟΥ: Ποίηση «τραυματοδεμένη», Σκέψεις για το ποιητικό έργο του Μάριου Χάκκα Όμορφο καλοκαίρι [1965]

ΔΟΚΙΜΙΟ

ΜΑΡΙΑ ΔΑΛΑΜΗΤΡΟΥ: Χέρμαν Μέλβιλ, Ο Μόμπι Ντικ και το κυνήγι της μεγάλης εθνικής ταυτότητας
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ: Ζωή και φιλολογία, Οι δύο όψεις της μορφής του Συνταγματάρχη Λιάπκιν
ΙΣΙΔΩΡΑ ΜΑΛΑΜΑ: Ένα μυθιστόρημα για την τραγική ευλογία της προόδου, Για τον Σκελετόβραχο της Εύας Βλάμη
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ: Η Αργώ του Γιώργου Θεοτοκά και οι «Αργοναύτες» του Γιώργου Σεφέρη
ΜΑΡΙΖΑ ΓΑΛΑΝΗ: Αναμονή χωρίς προσδοκία, Καντάν του Γιούκιο Μίσιμα

ΠΟΙΗΣΗ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: Οκτώ μικρές αποδράσεις
ΝΕΦΕΛΗ ΓΚΑΤΣΟΥ: «Παντιέρα ρόσα»
ΕΛΕΝΗ Δ. ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΥ: Τρία ποιήματα
ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ: «Φωτογραφίες»
ΣΤΕΛΛΑ ΔΟΥΜΟΥ: Δύο ποιήματα
ΕΙΡΗΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ: Δύο ποιήματα
ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Δύο ποιήματα
ΘΑΝΑΣΗΣ Γ. ΜΙΧΟΣ: Λάθος τόπος λάθος εποχή
ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΡΙΖΑΚΗΣ: Κινημα τω(ν) γραφών

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ: Τζέιν Κένιον, Ποιήματα ακηδίας και φροντίδας
ΕΦΗ ΖΕΡΒΟΥ: Μαριάντζελα Γκουαλτιέρι, Ποιήματα
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ: Ρόμπερτ Φροστ, «Κάποτε δίπλα στον Ειρηνικό»
ΘΑΛΕΙΑ ΠΑΥΛΟΥ: Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, Στίχοι στο τζάμι
ΝΕΦΕΛΗ ΓΚΑΤΣΟΥ: Στεφάν Μαλλαρμέ, «Δώρο του ποιήματος»
ΝΑΤΑΣΑ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ: Κέιτ Σοπέν, «Ένα ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες»
ΠΑΥΛΟΣ Δ. ΠΕΖΑΡΟΣ: Λώρενς Ντάρελ, Επτά ποιήματα

ΠΕΖΟ

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ: Δύο διηγήματα

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Με τον Παντελή Μπουκάλα συνομιλεί η Χριστίνα Καραντώνη

ΣΤΟ ΠΑΤΗΤΗΡΙ

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Αγγίζοντας τα όρια, Με τον τρόπο του Όσιαν Βουόνγκ

ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ

ΦΩΤΕΙΝΗ ΧΑΜΙΔΙΕΛΗ: Ο ζωγράφος Στέφανος Δασκαλάκης και οι φιγούρες του - Μια σιωπηλή επικοινωνία


ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

ΣΤΗΝ  ΑΓΟΡΑ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ



Μπροστά από την πραμάτεια γυρολόι.
Κεφάλια σκυμμένα και ώμοι γερτοί,
πολύφερτα  χέρια και πρόσωπα σκαμμένα,
που αδειάζουν την ψυχή τους
στην προσδοκία και την απειλή,
που ξορκίζουν τον αδιόρατο φόβο
μ’ ευχές και καλημέρες,
που ζυγιάζουν την ανάγκη
με παρακαλετά κι ασύνορες βρισιές
για θεούς και ανθρώπους,
αναμετριούνται απ’ το πρωί
με της ζωής το χρέος.

Γόργεψε την αλητεία της η μέρα,
κι έγινε ο δρόμος κοίτη χωρίς όχθες.
Σέρνεται τ’ ανθρωπομάνι στριμωγμένο,
αργοκίνητο, βουβό κι αξόμπλιαστο
με μάτια στεγνά χωρίς ορίζοντα
κι μ’ ένα σφυροκόπο νου
να καρφώνει της ψυχής τ’ απομεινάρια
και να συναρμολογεί τα συντρίμια
σε μια άσκοπη διαδρομή,
για του χρόνου και τη δική του αγυρτεία,
έτσι διαλυμένος που φάνταζε και κενός
γιατί έπρεπε από κάπου να πιαστεί.

Κι εσύ μοίραζες το γέλιο και το δρόμο
κι άνθιζες μεσοστρατίς γυναίκα.
Ευτύχησε στο ξάφνιασμα η αγορά
κι αντίφεξε στα μάτια τους η χαρά.
Γλύκανε κι αυτός ο νους
καθώς έγειρε  στο όνειρο δειλά
και τόλμησε εχέμυθα να πει
πως είσαι και δική τους.
Κι αφέθηκες να σε τρυγούν
με σεβασμό κι αποδοχή
πως δεν είναι κτήμα η ομορφιά,
παρά αντίδωρο, απλόχερα μοιρασμένη.

Γιώργος  Αλεξανδρής
(φωτογραφία: Robert Doisneau)

Υπό καθεστώς ομηρίας Δημήτρης Μπαλτάς Παρουσίαση: Παναγιώτης Χαλούλος

 

Υπό καθεστώς ομηρίας

Δημήτρης Μπαλτάς

εκδόσεις Μετρονόμος

 

Παρουσίαση: Παναγιώτης Χαλούλος *





 

 

 

«Η λεπίδα του φόβου σέρνεται συριστικά πλάι στην αναπνοή» γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς. Και αλλού: «Είναι κάποιες νύχτες που οι ώρες σέρνονται βαριές σαν πατήματα αρκούδας χωρίς προσανατολισμό, χωρίς προορισμό…»

Ένα συναίσθημα φόβου και αγωνίας με την αίσθηση ότι βρίσκεται σε καθεστώς ομηρίας, σε ένα κόσμο που δεν αφήνει στον άνθρωπο περιθώρια να αναπτύξει τη ζωή του ελεύθερα με βάση τα θέλω του, τις ιδεολογικές πεποιθήσεις του, σε ένα κόσμο που ακυρώνει την ομορφιά, άλλωστε, όπως πολλές φορές στην εποχή μας διαπιστώνουμε. Βρεθήκαμε όλοι, πριν από λίγα χρόνια, σε ένα τέτοιο καθεστώς ομηρίας, όταν απαγορεύτηκε καθολικά η έξοδος από τα σπίτια μας, στα χρόνια της πανδημίας και η κοινωνία μας πορευόταν χωρίς προσανατολισμό, αφού πρωτόγνωρες ήσαν οι συνθήκες, πολλοί αμφισβήτησαν την αποτελεσματικότητα των μέτρων προστασίας κρίνοντάς τα άστοχα «σαν πατήματα αρκούδας χωρίς προσανατολισμό, χωρίς προορισμό…», με μόνο στόχο να περιορίσουν την ελευθερία του ατόμου! Απλώς το σημειώνουμε, δεν έχει σημασία αν είχαν δίκιο!

Παλιότερα, στην περίοδο της οικονομικής κρίσης πόσο στενάχωρη έγινε η ζωή μας, όταν το χρεοκοπημένο οικονομικό καπιταλιστικό σύστημα, για να στηρίξει τις καταρρέουσες τραπεζικές επιχειρήσεις, αδιαφόρησε για τη ζωή των πολιτών εξαθλιώνοντας χιλιάδες άτομα, αφήνοντάς τα άστεγα να πεθαίνουν από την πείνα και το κρύο! Η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια στην ομηρία των Τραπεζών!... «Η όραση θολώνει και τα βλέφαρα, δυσβάσταχτα, σφαλίζουν, όσο το κεφάλι γυρεύει απάγκιο», γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς. Θα βρει απάγκιο ο άνθρωπος; Νομίζει πως μπορεί να βρεθεί κάποιες φορές απάγκιο, αλλά διαψεύδεται διαρκώς και απογοητεύεται και η ομηρία της ζωής του συνεχίζεται ή ξαναρχίζει, αφού, ακόμα πιο πρόσφατα, στο σύγχρονο κόσμο μας, σκέφτομαι, η ζωή και η ελευθερία του ανθρώπου τίθεται υπό ομηρία στις διπλανές μας χώρες, όπου πόλεμοι άδικοι και πολυχρόνιοι μαστίζουν τις κοινωνίες και καταλήγουν να γίνονται γενοκτονίες.

Και το ξέρει ο ποιητής μας πως «Ό,τι ήρθε, θα φύγει· ό,τι έφυγε, θα ξανάρθει». Άλλωστε, όπως πολλές φορές ακούμε, «η Ιστορία επαναλαμβάνεται» και ακόμα «ο άνθρωπος δεν μαθαίνει από τα λάθη του παρελθόντος, γι’ αυτό και τα επαναλαμβάνει. Έτσι «Το παρόν διαστέλλεται ξερνώντας υποσχέσεις και όνειρα». Με όνειρα για τη ζωή μας ζούμε όλοι, ελπίζοντας να δούμε καλύτερες μέρες, να βελτιώσουμε τις συνθήκες της κοινωνικής ζωής και επακόλουθα της δικής μας και των δικών μας ανθρώπων. Αλλά διαρκείς ματαιώσεις ακυρώνουν τα όνειρα, αφού «Όλα επανέρχονται στα φυσιολογικά για την εποχή ημίμετρα». Εδώ ο Δημήτρης χρησιμοποιεί έκφραση αναλογικά με τη γνωστή μας για τον καιρό έκφραση «Η θερμοκρασία επανέρχεται στα φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα». Μα, ποιος θα περίμενε «ημίμετρα»; Ποιος ικανοποιείται με ημίμετρα; Γι’ αυτό μετά το φόβο, τη «λεπίδα του φόβου», και τον ενδεχόμενο πόνο δεν επανέρχεται στα φυσιολογικά του το μάτι που παρακολουθεί με αγωνία: «Εκτός απ’ τ’ ασπράδι του ματιού που ’χει κοκκινίσει επικίνδυνα», γράφει, ψάχνοντας διέξοδο.

«…και ο ήλιος

λαμπρό οδόσημο διαφυγής

από την αποτεφρωμένη γη»

 

Στο ποίημα «Κοινωνικές υποχρεώσεις» μια κυρία

 

«Κάθε λίγο τρέχει σε φιλανθρωπίες,

δίνει μαθήματα προσφοράς και αλληλεγγύης,

φωτογραφίζεται πλάι σε άπορους

και αρρώστους»,

 

μια ελπίδα, θα έλεγε κανείς, μέσα στο καθημερινό ανθρώπινο δράμα. Κι όμως η αγάπη αυτή δείχνει …επιλεκτική και κατακερματισμένη, αφού δεν προσφέρεται άδολα προς κάθε αναξιοπαθούντα, υποκριτική είναι:

 

«Αλλά μόλις κλείνεται στο καβούκι της

αμέσως στάζει φαρμάκι για τους μιαρούς

πρόσφυγες που λυμαίνονται τα συσσίτια…»

 

Η κοινωνική κριτική του Δημήτρη Μπαλτά στρέφεται και κατά ποιητών ή όσων γράφουν στίχους και ποιητές θέλουν να αποκαλούνται, καταγγέλλοντας επιφανειακές σχέσεις, αλλά και ανίερες κρυφές συμφωνίες και συμπάθειες στην επίδοση λογοτεχνικών βραβείων:

 

«Είναι κάμποσοι, οι περισσότεροι στο σινάφι μας,

που τρέχουν σε παρουσιάσεις βιβλίων και εκδηλώσεις

για ποιητές που δεν εκτιμούν – και πώς να εκτιμούν

αφού ούτε καν τους έχουν διαβάσει!

Ξερογλείφονται για κάνα βραβείο της πλάκας

απ’ αυτά που μοιράζουν περιοδικά και υπουργεία

– κατά τα άλλα αξιοσέβαστα και αμερόληπτα!»

 

Το ποίημα χωρίς λυρικές λέξεις και εκφράσεις, με γλώσσα καθημερινή, όπως συνηθίζει ο Δ. Μπαλτάς. Για πρώτη φορά επιχειρήθηκε αυτό από τον Κ.Π. Καβάφη και ξένισε τους συγχρόνους του. Και ο Γ. Σεφέρης σημείωνε ως στοιχείο της δικής του ποιητικής τέχνης:

«Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη. Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζει και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της…» [Ένας γέροντας στην ακροποταμιά]

Ο λόγος ο απλός, ο καθημερινός, εργαλείο της ποίησης. Δεν θα συγκριθούμε βεβαίως με τους δύο που αναφέραμε διεθνούς κύρους ογκόλιθους της ποίησης, καθένας θα κριθεί στο μέτρο των δικών του δυνατοτήτων και του ταλέντου του.

 

Στο ποίημα «Ο δάσκαλος» ένας εκπαιδευτικός, διαφορετικός από τα συνήθη,

 

 «μάθαινε στα παιδιά ν’ ακούν τις μελωδίες τ’ ουρανού

            και να ζωγραφίζουν με τα χρώματα της ζωής.

 

            Τα παιδιά χαμογελούσαν και γύριζαν στα σπίτια τους

χαρούμενα και εμπνευσμένα.

 

Φαίνεται κάποιοι γονείς ενοχλήθηκαν

και τον έδιωξαν από το σχολείο…»

 

Ας θυμηθούμε εδώ το ποίημα του Ζακ Πρεβέρ «Σελίδα γραπτού»:

 

Δύο και δύο τέσσερα

τέσσερα και τέσσερα οχτώ

οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι.

Επαναλάβατε! λέει ο δάσκαλος.

Δύο και δύο τέσσερα

τέσσερα και τέσσερα οχτώ

οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι.

Μα, να το πουλί-λύρα

που περνά στον ουρανό.

Το παιδί το βλέπει,

το παιδί το ακούει,

το παιδί το φωνάζει:

Σώσε με, παίξε μαζί μου,

πουλί!

Τότε το πουλί κατεβαίνει

και παίζει με το παιδί…

 

Πόσοι νιώθουν τα ενδιαφέροντα των μαθητών, των παιδιών, πόσο κοντά είναι το εκπαιδευτικό σύστημα στους μαθητές μας; Και ακόμα πόσοι από τους εκπαιδευτικούς διδάσκουν με ενθουσιασμό και μεταδίδουν το ίδιο συναίσθημα σε αυτούς; Σε συζήτηση για εκπαιδευτικά ζητήματα με εκλεκτό συνάδελφο, με πρωτοποριακές θέσεις επί εκπαιδευτικών ζητημάτων (έχει διατελέσει και στέλεχος της εκπαίδευσης σε σημαντικές θέσεις), μου είπε κάτι, που το θεωρώ σημαντικό:
«…ο κόσμος μεταβάλλεται με τέτοιους ρυθμούς που τώρα θα έπρεπε να συζητάμε το σχολείο που θα ταιριάζει σε κοινωνίες του μέλλοντος… και διαφωνούμε σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει… εμείς με τον τρόπο που λειτουργήσαμε δεν φτιάξαμε και τον καλύτερο κόσμο για τους νέους. Εγώ δεν είμαι περήφανος και για την εκπαίδευση που φτιάξαμε… Δεν διαφωνώ για το σχολείο που έχουμε, αλλά φαντάζομαι ένα σχολείο ανοιχτό, με δικό του αναλυτικό πρόγραμμα, ένα σχολείο που θα μαθαίνει κάποιος όχι με μαθήματα αλλά με projects. Δεν μπορώ να μπω σε αντιπαράθεση… Έτσι και αλλιώς το σύστημα είναι τόσο ανοργάνωτο που δεν φοβάμαι αυτά που λένε ότι σχεδιάζονται γιατί τίποτα δεν σχεδιάζεται. Κυρίως με προβληματίζει ότι τα παιδιά του λυκείου δεν πάνε σχολείο…». «Τα παιδιά επέστρεψαν στην ανιαρή τους καθημερινότητα» συνεχίζει ο Δ. Μπαλτάς «και κανείς δεν έμαθε τι απέγινε αυτός / ο επικίνδυνα φωτισμένος δάσκαλος». Μας θυμίζει επιπλέον την κινηματογραφική ταινία «Ο δάσκαλος που άφηνε τα παιδιά να ονειρεύονται» (2006) του Daniel Losset που αναφέρεται στον μεταρρυθμιστή της παιδείας Σελεστέν Φρενέ, για δημιουργία ενός «άλλου σχολείου», όπου κάθε παιδί αντιμετωπίζεται σαν μια ξεχωριστή προσωπικότητα, μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα, όπου η παιδεία δεν είναι αποκομμένη από την κοινωνική πραγματικότητα και ο ρόλος του εκπαιδευτικού συνίσταται κυρίως στο να βοηθήσει τα παιδιά να βρουν μόνα τους το δρόμο της γνώσης. Ήταν φυσικό οι πρωτοποριακές του μέθοδοι να μην είναι αρεστές στο κατεστημένο, γι' αυτό κυνηγήθηκε ανελέητα. Και το προοδευτικό πρωτοποριακό σχολείο Σάμερχιλ συγκρούστηκε με την Βρετανική Κυβέρνηση και τον Οργανισμό Πιστοποίησης Σχολικών Ιδρυμάτων (OFSTED).

Το σχολείο λοιπόν, έτσι όπως είναι δομημένο, δεν ενδιαφέρει τους μαθητές του σήμερα και αυτό πρέπει να μας προβληματίζει!... Υπό καθεστώς ομηρίας λοιπόν και το σχολείο, σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα, που δεν έχει την εκτίμησή μας!

Υπό καθεστώς ομηρίας αισθάνεται και σε προσωπικές του στιγμές ο ποιητής, όμηρος των αναμνήσεων ή της εναγώνιας αναμονής, μιας προσδοκίας αμφίβολης ευτυχίας ίσως και αποδοχής, ενώ αισθάνεται να «φωτοβολεί» σαν σπίρτο σε «σκοτάδι πυκνό» ή σε «θερμοκρασία υπό το μηδέν»:

«Το σώμα σου φλογίζει – ποίημα αναμμένο»

Οι σχέσεις μοιάζουν προσωρινό καταφύγιο σαν «συννεφάκια που γρήγορα διαλύονται»:

«Είμαι το σύννεφο του χνότου σου» γράφει.

 

Σε δύο ποιήματα με τον τίτλο «ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ», Ι και ΙΙ, περιμένει κάτι που είναι πλέον γλυκιά ανάμνηση (όμηρος της ανάμνησης και της ανέλπιδης προσδοκίας):

«Θα ’ρθεις. Είμαι σίγουρος.

Θα μου χαρίσεις την αγκαλιά σου να κουρνιάσω

κι ένα χάδι στο πυρετικό μου μέτωπο.

Όπως έκανες πάντα.

… … …

Μα η ψυχή μου που διψάει για μια Ανάσταση,

για λίγη ζεστασιά

έμεινε να ξεπαγιάζει ξεσκέπαστη

κι αυτό το βράδυ

κι αυτό το χρόνο»

(ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ Ι)

 

«Απ’ το πρωί έβρεχε.

Κι ας είχαμε αφήσει πίσω μας το μαρτύριο,

κι ας είχαμε αφήσει πίσω μας τα καρφιά,

η μέρα ήταν πένθιμη.

… … …

Το βράδυ στην Ανάσταση πρόσεξα μια κοπέλα

με βαθιά πυρετικά μάτια και ξανθά μαλλιά

να μου χαμογελά.

… … …

Δεν της μίλησα. Έφυγα βιαστικά χωρίς να πάρω το φως.

Πρώτη φορά έμεινε το κερί σβηστό, μάνα»

(ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΙΙ)

 

Όμως ας έχουμε υπόψη μας ότι «Τίποτε δεν εμποδίζει την ευτυχία όσο η ανάμνηση της ευτυχίας», όπως έγραψε ο Αντρέ Ζιντ.

 

Την ομηρία στην ηδονή χωρίς βαθύτερα αισθήματα καυτηριάζει σχολιάζοντας:

«Τις νύχτες που γυρεύουμε τρόπους

να βολέψουμε το πάθος μας

ξεπουλάμε όσο όσο

κι αξιοπρέπεια κι εγωισμό

για μια σάρκα ναρκωτική

για λίγες ρανίδες ηδονής.

 

Έπειτα φουντώνει η μοναξιά και μας καίει»

(ΠΡΑΜΑΤΕΙΑ)

 

            Αυτή η μοναξιά επανέρχεται ως μοτίβο και σε άλλα ποιήματα της συλλογής, σαν υπαρξιακό αδιέξοδο, στου οποίου την ομηρία υπόκειται το άτομο, την καταγγέλλει αναζητώντας λύτρωση.

 

            «Κάτω απ’ τη μπλούζα ανθίζει το στήθος σου.

            Τα μάτια σου ξαναμμένα φωτοβολούν, όσο τα δάχτυλά

            σου σεργιανίζουν στο κορμί και το πρόσωπό μου.

 

            Δεν μπορώ να παγώσω τη στιγμή.

            Δεν μπορώ να καθυστερήσω το ξημέρωμα.

            Δεν μπορώ να εμποδίσω το μοιραίο.

 

            Ντύνομαι βιαστικά και φεύγω.

            Αμίλητος, απαρηγόρητος.

 

            Σε κάθε αθώα αμυχή βρίσκει τρόπο να τρυπώνει η μοναξιά.»

            (ΑΜΥΧΗ)

 

Αδιέξοδο στις διαπροσωπικές σχέσεις, αδιέξοδο και στις κοινωνικές συμπεριφορές, όταν:

«Άλλοι αγωνίζονται γι’ αξίες και ιδανικά,

για το ψωμί και το δίκιο»

 

ενώ άλλοι

«…βυσσοδομούν…

περιπαίζοντας τους κατατρεγμένους,

ξεγελώντας τους ιδρωμένους»            

 

Αλλά εκφράζει και το παράπονο για ανολοκλήρωτους έρωτες ή για αδιέξοδες ερωτικές σχέσεις όπου οι ψυχές δεν συναντιούνται και οι επιθυμίες μένουν σε ομηρία:

«Έρχεσαι στην κάμαρα ακροπατώντας (ποιον, άραγε,

δεν θέλεις να ξυπνήσεις; Τον εγωισμό ή τον φόβο;)

… … …

Κι εγώ βγάζω και σου παραδίδω την ψυχή μου.

… … …

Πληρώνω τον οβολό της προσδοκίας

και εισέρχομαι στ’ άδυτα της ελλιποβαρούς ευτυχίας».

 

Καταφύγιο η ποίηση τελικά;

«Η ποίηση μαντάρει τους καημούς» λέει ο Δημήτρης Μπαλτάς στο ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής. Και συνεχίζει:

«Αλλά τι να σου κάνουν και οι στίχοι,

όταν η μοναξιά έχει ξηλώσει

τα πιο αγνά, τα πιο τρυφερά σου όνειρα;»

(ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ)

 

Και εδώ υποψιάζομαι καρυωτακική επίδραση:

«…Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.

Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις

είναι το καταφύγιο που φθονούμε»

(«Είμαστε κάτι...», Κώστας Καρυωτάκης)

 

Και πάλι να θυμηθούμε πως «Τίποτε δεν εμποδίζει την ευτυχία όσο η ανάμνηση της ευτυχίας» (Αντρέ Ζιντ).

Είναι βεβαίως καιρός να βρει το δρόμο του ο ποιητής ανάμεσα από τις διαβρωτικές συμπληγάδες της μοναξιάς και της διάψευσης της ελπίδας, να μη φαλκιδεύεται η ομορφιά και τα όνειρα της ζωής, αλλά συναισθήματα, συμπεριφορές και αξίες να μετουσιώνονται σε δημιουργία και «ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ» να έχει παρηγορητική και λυτρωτική λειτουργία και τη δύναμη να εκφράζεται με «την αφοπλιστική ειλικρίνεια /του γυμνού ρήματος», όπως δηλώνει ο Δημήτρης Μπαλτάς.


***


Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Γράφει ποίηση, κριτικά σημειώματα και δοκίμια για τη λογοτεχνία. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και σε συλλογικά έργα. Έχει δημοσιεύσει πέντε ποιητικές συλλογές. Η ποιητική συλλογή «Υπό καθεστώς ομηρίας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μετρονόμος».

 

* Ο Παναγιώτης Χαλούλος είναι συνταξιούχος φιλόλογος. Υπηρέτησε στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Έχει δημιουργήσει και δημοσιεύσει στο διαδίκτυο https://users.sch.gr/pchaloul/ πλούσιο υλικό σε ιστοσελίδες, για την πραγματοποίηση μαθημάτων Ιστορίας με χρήση Η/Υ, μαθήματα τα οποία πραγματοποίησε σε πειραματικές διδασκαλίες. Έλαβε μέρος στο διαγωνισμό του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου για τη συγγραφή των νέων σχολικών βιβλίων του Γυμνασίου (2003), ως μέλος δύο συγγραφικών ομάδων. Έχει συγγράψει βιβλία για τη διδασκαλία της Ιστορίας στο Γυμνάσιο (με χρήση πηγών της Ιστορίας, με Η/Υ-διαδίκτυο) και βιβλία για το νεανικό και σχολικό θέατρο.